12 Απριλίου 2014 at 00:59

Για τα ονόματα – Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

από

Για τα ονόματα 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, χειρόγραφο του αυτοβιογραφικού σημειώματος. Μουσείο Παπαδιαμάντη (Σκιάθος). Πηγή: www.lifo.gr
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, χειρόγραφο του αυτοβιογραφικού σημειώματος. Μουσείο Παπαδιαμάντη (Σκιάθος). Πηγή: www.lifo.gr

Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Απ’ όλας τας οικοκυράς, όσαι εώρταζον τα ονόματα των συζύγων των την 7 Ιανουαρίου, ημέραν του Άγ. Ιωάννου του Βαπτιστού, καμμία δέν ήσκει μεγαλυτέραν καθαριότητα, λεπτότητα και ιδιοτροπίαν παρ’ όσην η κυρα-Διαμαντηρείζαινα, η σύζυγος του καπετάν Γιάννη του Τζαφέρη. Ο καπετάν Γιάννης, αφού είχεν αλλάξει δύο ή τρεις βρατσέρες, ένα γολετί, ένα «λόβερ», και δύο σκούνες, όλα σκάφη, έκαστον των οποίων δεν εκράτησε παραπάνω από δύο έτη εις την κατοχήν του — άμα εύρισκε καλόν αγοραστήν, τα εξέκαμνε, το εν μετά το άλλο, και τέλος, εκ των διαφόρων τούτων πωλήσεων, αφού έκαμε τον ισολογισμόν του, ευρέθη να έχει αυξήσει κατά οκτώ ή δέκα χιλιάδας δραχμάς το αρχικόν κεφάλαιον, το οποίον κατείχεν, όταν εναυπήγει την πρώτην του βρατσέραν, μη υπερ­βαίνον τας τρισχιλίας δραχμάς.

Λοιπόν, νέος ακόμα, σαρανταπέντε ετών, επειδή είχε πάθει και ολίγον από εν μικρόν ξεπάγιασμα εις τας κνήμας, εβαρύνθη την θάλασσαν, και άνοιξεν ένα καλόν μαγαζάκι, κατάμπροστα στην Κολώναν, εις τα άνω της παραθαλάσσιας αγοράς, ακριβώς όπου οι άλλοι εμποροπλοίαρχοι των παλαιών ημερών έδεναν τα καραβάκια τους με γερά παλάγκα και με διπλάς αγκύρας, από του Νοεμβρίου μέχρι του Μαρτίου μηνός, διά να παραχειμάσουν εις την πατρίδα, διά ν’ απολαύσουν το θάλπος της εστίας, και μη χάσουν, κοντά εις τους εχίνους και τα οστρείδια, και τους αστακούς τους μαγειρευτούς με μάραθα, και τα οχταπόδια τα τηγανιστά με όξος, τις τυρόπιττες, και τα «τυλιχτά», και τα «καλαπόδια» και τις «γριές», ή μεγάλες τηγανίτες, και τόσα άλλα «χάδια της κοιλιάς», όσα αι καλαί οικοκυράδες ήξευρον τόσον περιτέχνως να παρασκευάζουν διά τους συζύ­γους και τους υιούς των, τους θαλασσοδαρμένους και ζητούντας της εστίας την αναψυχήν. Το καραβάκι το δικό του, ο Γιάννης ο Τζαφέρης, καθώς έλεγε κοινώς, το άραξεν ασφαλώς εις την ξηράν, εν τη πλατεία της Εκκλησίας, δια ν’ αντικρύζει με τα πλωτά καράβια των θαλασσινών, των πρώην συναδέλφων του.

Η οικιακή άνεσις και γαλήνη του πρώην ναυτικού ήτο σχεδόν εντε­λής. Η γυνή του, ολιγότεκνος, είχε γεννήσει ένα υιόν, άλλο εν νεκροτόκιον, εν θυγάτριον αποθανόν βρέφος και πλέον ου. Το τέκνον του, ο Κώστας, όστις είχε μεγαλώσει και ήτο ήδη έφηβος, ήτο το μόνον στόλισμα της μη­τρός, η μόνη του πατρός βακτηρία. Έν μόνον παράπονον είχεν ο καπετάν Γιάννης. Η Διαμαντηρείζαινα, αν και εξόχως καλή οικοκυρά, ήτον, ως είπομεν, εις άκρον λεπτολόγος όσον αφορά την καθαριότητα της οικίας της.

Η  μικρά οικοδομή, εις την βορειανατολικήν εσχατιάν της πολίχνης, συνορεύουσα με κήπους, μυρίζουσα εξοχήν και άνοιξιν, συνίστατο από έν ανώγεων, μετά ισογείου κάτω, και από εν υπερώον, εις το οποίον ανήρχετό τις δια σκάλας εξ επτά βαθμίδων. Λέγομεν ανήρχετό τις απλώς διά το σύνηθες της εκφράσεως, διότι άλλως είναι πολύ αμφίβολον εάν τις «ανήρ­χετο» ποτέ εις το άδυτον εκείνο. Η κυρά-Διαμαντηρείζαινα τόσον το άσπριζε, το ασβέστωνε, το εσφουγγάριζε, το επαράκαμνε—σχεδόν καθη­μερινώς — το ανωφερές εκείνο άδυτον του οίκου, οπού είχε τα Εικονί­σματα με την κανδήλαν, ολίγα κιβώτια, ένα κομό, καναπέν, κτλ., ώστε τούτο ήστραπτε κυριολεκτικώς από την λευκότητα και την καθαριότητα. Ουδέποτε επ’ ουδενί λόγω θα επέτρεπεν εις τον συζυγόν της, εις τον υιόν της, εις την μητέρα, εις την αδελφήν της, εις την πενθεράν της, εις την ανδραδέλφην της, ν’ αναβώσιν εκεί επάνω. Αυτή και μόνη ανέβαινε, συνή­θως άπαξ της ημέρας, την ώραν καθ’ ην ηκούετο ο κώδων του εσπερινού, διά να ανάψει το κανδήλι, να κάμει τον σταυρόν της και να θυμιάσει). Προς τούτο είχεν έν ζεύγος από λευκοτάτας εμβάδας, τας οποίας εκεί επάνω μόνον εφόρει. Ανέβαινε με τας συνήθεις γόβας της έως το κεφαλόσκαλον, τας άφηνεν εκεί και εφόρει τας ιδιαιτέρας εμβάδας ή κουντούρες. Είχε και δύο ή τρία «πατήματα» ή «ψαθιά», καθαρώτατα, στρωμένα κατ’ αποστάσεις, ανά εν και ήμισυ βήμα, όπως ρίπτουν εις τα ποτάμια και τα περάσματα των χειμάρρων λίθους εδώ-εκεί, κατά πλάτος του ρεύματος, διά να πατήσουν· επάτει εις αυτά, και μετ’ ευλάβειας επλησίαζεν εις το εικονοστάσιον, διά να εκπληρώσει τα προς τους εφεστίους χρέη.

¯¯¯

Ο  άλλος, ο καπετάν  Γιάννης, διηγείτο ταύτα, κατά το φαινόμενον παραπονούμενος, ίσως μάλλον πράγματι ευχαριστημένος, εις τους στενωτέρους φίλους του.

— Ακούς εσύ, βρε αδελφέ!. . . να έχει βάλει όλον το σεβντά της στο σπίτι, της, στο προικιό της, στο επάνω πάτωμά της! Να θέλει, και καλά, να το κάμει να μιλεί, να φέγγει, ν’ αστράφτει!. . . Δεν λυπάται τον κόπο της, η σκύλα, ν’ ασβεστώνει τρεις φορές την εβδομάδα, πέντε φορές την εβδομάδα να σφουγγαρίζει!. . . Μ’ έχει αφανίσει στον ασβέστη, δεν προ­φταίνω να της αγοράζω σφουγγάρια. . . Κάθε Σάββατο έρχεται ο Στέργιος ο Καμινής και μου γυρεύει λεπτά. . . Τ’ ακούτε σεις!. . . Οι βουτηχτάδες, οι Καλυμνιοί, οι Αιγινήτες, οι Τρικεριώτες, δεν έχουν άλλο μουστερή  μεγαλύτερο από μένα. . .   Μάθανε τώρα τον δρόμο, και πηγαίνουν τα-ίσα στο σπίτι. «Σφουγγάρια. καλά! Σφουγγάρια καλά!». Απ’ τον Θεό να το ’βρει, η σκύλα! μ’ αφάνισε. . .

Αλλα και το κάτω πάτωμα, η συνήθης κατοικία της οικογενείας, δεν έμενεν οπίσω εις την καθαριότητα και επιμέλειαν εκ μέρους της οικοκυράς. Η εστία, οι τοίχοι, η οροφή, όλα έλαμπον. το πάτωμα ήτο στρωμένον με ψάθες και με μεντέρια, τα οποία κάθε πρωί, συχνά και το βράδυ, εξεστρώνοντο, ετινάσσοντο επιμελώς, εσκουπίζετο το πάτωμα, είτα εσφουγγαρίζετο, πότε όλον, πότε μέρος, και πάλιν τα μεντέρια εστρώνοντο και διευθετούντο μετά φιλοκαλίας, ώστε τα εζήλευε κανείς να τα βλέπει.

Έν απόγευμα, η Διαμαντηρείζαινα  συνέβη ν’ ανακάλυψει —ανήκουστον πράγμα— ένα κοριόν έρποντα επί της ψάθας, προϊόν μη έχον δικαίω­μα εισόδου εις την οικίαν. Υπώπτευσεν αμέσως ότι το ζωΰφιον θα είχε πέσει από το φόρεμα μιας πτωχής γειτόνισσας, ήτις προ μικρού είχεν έλθει να ζητήσει έν δοχείον ελαίου δανεικόν. Τόσον εσυγχίσθη, ώστε ενώ προ μιας ώρας μόλις είχε στεγνώσει το πάτωμα από το πρωινόν σφουγγάρισμα και μόλις είχε στρώσει τα μεντέρια, αμέσως εβάλθη εις νέον κόπον πάλιν, κι άρχισε να τα ξεστρώνει όλα, ψάθες, κιλίμια, μαξιλάρες, μεντέρια, και να τα μεταφέρει έξω εις την αυλήν, να τα τινάζει εκ νέου, να ερευνά λεπτολόγως το πάτωμα, και τέλος, όταν δεν εύρε που δεύτερον άτομον του μυσαρού ζωϋφίου, απεφάσισε τέλος να στρώσει εκ νέου όλα τα μεντέρια της.

¯¯¯

Κατά την Σύναξιν του Αγ. ’Ιωάννου, την επαύριον των Φώτων, εώρταζεν, ως είπομεν, και ο καπετάν Γιάννης ο Τζαφέρης, μαζί με όλους τους άλλους Γιάννηδες. Υπήρχον δε πολλοί εις το χωρίον. Σχεδόν πάσα τρίτη οικία είχεν ένα Γιάννην —τους οποίους ήξευρον ακριβώς όλους, και ειχον τον κατάλογον, οι δύο πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας κι ο Πέτρος ο Γύφταρος, αμφότεροι βαστάζοι της αγοράς. Εδέχετο δε εξαιρετι­κώς κατ’ εκείνην την ημέραν η Διαμαντηρείζαινα όλους τους επισκέπτας, όλον το χωρίον, — σχεδόν χωρίς να μορφάζει. Την ημέραν εκείνην έκαμνε θυσίαν το κάτω πάτωμα της οικίας της. Είχεν όμως ιδιαιτέραν υπηρεσίαν διωργανωμένην εις την αυλήν, ένδοθεν της αυλόπορτας, δια τα ξυπόλυτα και τους μάγκες της αγοράς, τους οποίους εφίλευεν εκεί διά χειρός της μητρός της ή της αδελφής της, χωρίς να τους επιτρέπει να εισέλθωσιν εις την οικίαν.

Μίαν χρονιάν, πριν έλθωσιν ακόμη αι μεγάλαι εορταί του χειμώνος, οι δύο ειρημένοι πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας, κι ο Πέτρος ο Γύφταρος, διαβολική συνεργία, είχαν μαλώσει μεταξύ των. Κατά τ’ άλλα έτη συνήθιζον οι δύο να πηγαίνουν «κονσέρβα», ως έλεγαν, δηλ. ως δύο συμπλέοντα πλοία, να φέρουν γύραν εις όλας τας οικίας όσαι εώρταζον, και του Αγ. Νικολάου, και του Αγ. Ιωάννου, και τας άλλας εορτάς, τας εχούσας πολλά ονόματα. Οι δύο  αχώριστοι  φίλοι, ο εις στολισμένος τα εορτάσιμα, ο έτερος με τα μόνα ενδύματα του· ο πρώτος φέρων εις τους πρησμένους πόδας του πατημένα πέδιλα, ο δεύτερος ανυπόδητος, άρχιζαν το πρωί, απολείτουργα, την περιοδείαν των από την μίαν άκρην της κωμοπόλεως εις την άλλην.

Μίαν φοράν, ο Πέτρος ο Γύφταρος, με ελαφρότητα κάπως, είχεν ειπεί αυθαδώς οτι «σηκώνουν τα υψώματα» οι δύο τους. Ακούσας την ασεβή παρωδίαν ο Αντώνης Μαραγκάκης ο νωματάρχης, Κρης την πατρί­δα, τους εφίμωσε με την επιφώνησιν:

— «Ψώματα! ψώματα!», δηλ. «ψέματα! ψέματα!» και έκτοτε ο Γύφταρος δεν ετόλμησε πλέον να το ξαναπεί. Ως τόσον εξηκολούθουν πάν­τοτε την περιοδείαν των ανά τας οικίας. Αλλού τους εφίλευον τηγανίτες ή λουκουμάδες, σπανιώτερον μισό χαμαλί (μικρόν τρίγωνον γλύκισμα), συνηθέστερον λουκούμι ή μόνον στραγάλια, από τα οποία εγέμιζαν τους κόλπους των. Σχεδόν εις όλα τα σπίτια τους εκερνούσαν ροσόλι ή μαστίχαν ή εντοπίαν εκ στεμφύλων ρακήν.

Ο  Αποστόλης ο Καλούμας συνήθιζε λίαν πρωί, τας ημέρας των εορτών πού είχαν πολλά ονόματα, δια να μη κάμνει λάθος και παραλείπει κανένα εορτάζοντα, ενώ ακόμη ο κόσμος ήτο εις την Εκκλησίαν, και αυ­τός ήτο νηφάλιος, να περιέρχεται, όλας τας οικίας των Γιάννηδων (ή των Νικολάκηδων, των Γιώργηδων κτλ.) και να σημειώνει δίπλα εις την εξώπορταν ή την σκάλαν, επί του τοίχου, με μικρόν κάρβουνον, λεπτοτάτην μαύρην γραμμήν, εν ιώτα, ορατόν  εις αυτόν και μόνον. Τούτο το έκαμνε δια να μη λησμονήσει κανένα εορτάζοντα., ζαλισμένος, όπως θα ήτον, κοντά το μεσημέρι, από τα πολλά πιοτά. Ύστερον, όταν εξήρχετο της οικίας, μετά την επίσκεψιν, ή και πριν εισέλθει, λίαν επιδεξίως, με κιμωλίαν άσπριζε και εξήλειφεν όσον το δυνατόν την μαύρην γραμμήν. Εφέτος όμως ο Πέτρος ο Γύφταρος  απεφάσισε να τον εβγάλει απ’ αυτόν τον κόπον.

Ήτο την πρωΐαν του Αγίου Νικολάου, και οι δύο φίλοι, ως είπομεν, ήσαν μαλωμένοι. Ο Πέτρος ήξευρεν ότι, αφού τα είχε χαλασμένα με τον Αποστόλην, ούτος θα έκαμνε τας επισκέψεις μόνος του, αυτός δε, ξυπό­λυτος όπως ήτον και απεριποίητος, «αζήλευτος», δυσκόλως θα ετόλμα να εισέλθει εις τας οικίας, και δεν θ’ απήλαυε πολλά κεράσματα, ούτε θαέπινεν αρκετά ποτά χωρίς να πλήρωσει. Κοντά στον Αποστόλην, όστις ήτον οιονεί προστάτης του, επέρνα κι αυτού η μπογιά του. Τώρα όμως, μόνος  του, δεν θα εκαλοπερνούσε πολύ εις τας επισκέψεις.

Διά να εκδικηθεί τον Αποστόλην, ιδού τι τον εσόφισεν ο διάβολος να πράξει· την πρωινήν εκείνην ώραν του όρθρου της εορτής, της 6ης Δεκεμβρίου, ενώ ο Αποστόλης, βαίνων από οικίας εις οικίαν, εχάραττε το μυστηριώδες σημείον του εις το πλάι εκάστης θύρας, ο Πέτρος, ακολου­θών αυτόν με προφύλαξιν, κρυπτόμενος εις τας γωνίας και τας ρύμας, ήρχετο κατόπιν του, ανεκάλυπτε την μαύρην γραμμήν, την οποίαν είχε χαράξει αρτίως ο Καλούμας, καθότι έφεγγεν ήδη αρκετά η ανατέλλουσα ημέρα, και με την κιμωλίαν επεσημείωνε και άσπριζε το μαύρον σημείον. Αλλά δεν ηρκέσθη εις τούτο μόνον το αρνητικόν έγκλημα· ηθέλησε να προσθέσει και άλλην θετικήν επιβουλήν, και όπου έτυχεν εις τέσσαρα ή πέντε σπίτια, όπου δεν υπήρχον Νικολάκηδες εορτάζοντες, έγραψε με κάρβουνον το σημείον όπου συνήθιζεν ο Αποστόλης. Ούτω ήτο βέβαιος ότι ο αρχαίος φίλος και νυν εχθρός του, θ’ απεπλανάτο να εισέλθει εις σπίτια Γεώργηδων ή Γιάννηδων ή Κωσταντήδων, οπού θα την επάθαινε. . . και τότε ο Πέτρος, όστις θα εφρόντιζε να βρεθεί εκεί σιμά, εξ όλης καρδίας θα εγέλα.

¯¯¯

Την πρωΐαν, ο Αποστόλης, αφού είχε γυρίσει όλον το χωρίον, έφθασεν εις την βορεινήν εσχατιάν, σιμά εις την οικίαν του Τζαφέρη. Δίπλα εις την αυλήν ταύτης ήτο κολλητή μία άλλη αυλόπορτα, του Νικολάκη του Κουνιέλη, όστις θα εώρταζε την ημέραν εκείνην. Ο Αποστόλης έγραψε το μαυρον ιώτα πλησίον της δευτέρας αυτής αυλόπορτας και απεμακρύνθη.

Μετά μίαν στιγμήν, ο Πέτρος εξήλθεν από την σκιάν μιας καμπής της οδού, επλησίασεν, έσβησε με την κιμωλίαν το μαύρον σημάδι από την θύραν του Νικολάκη του Κουνιέλη, εχάραξε μαύρον εις την αυλόπορταν του Γιάννη του Τζαφέρη κι έφυγε.

¯¯¯

Κοντά το μεσημέρι, ο Αποστόλης αφού είχε φάγει πολλούς λουκουμάδες και τηγανίτες στα σπίτια και είχε πίει υπέρ τα είκοσι ροσόλια, ρώμια και ρακιά, φέρων αδιακόπως την χείρα εις τον κόλπον του, εξάγων στραγάλια και μασών εις τον δρόμον, έφθασεν εις την γειτονιάν του Τζα­φέρη. Βλέπει την μικράν κάθετον γραμμήν εις την θύραν τούτου και αδιστάκτως εισέρχεται.

Την ιδίαν στιγμήν, ο Πέτρος ο Γύφταρος προβάλλει από μίαν γωνίαν εκεί, πλησιάζει και ίσταται έξω από την αυλόπορταν.

— Καλημέρα σας ! Καλή χρονιά! Χρόνους πολλούς!. . . Πολλά τα έτη σας! Να χαίρεστε το Νικολάκη σας! Να ζήσετε! Ό,τι επιποθείτε!  Μ’ έναν καλό γυιό, κόρη μου! Να χαίρεστε! Να είστε καλά! Να ζήσει ο Νικολάκης!

Ηκούετο ένδοθεν της αυλής ερχόμενη, ηχηρά, η φωνή του Αποστόλη. Και μετά μίαν στιγμήν, απήντησε γυναικεία φωνή.

— Μη!. . .  Μη!. . . Μη!. . . Μη μου λερώνεις τη σκάλα!  όξου, Αποστόλη! Τι σου ήρθε; Μουρλάθηκες, Αποστόλη! Τι καληχρονίζεις και καλό να μο’ χεις; Τι Νικολάκη μου λές; … Εδώ, δίπλα γιορτάζει ο Νικολάκης ο γείτονας…Θα ζαλίστηκες, πιστεύω, καημένε απ’ τα κεράσματα τα πολλά πού ήπιες στα σπίτια! Στο καλό, Αποστόλη !

Εις την φωνήν ταύτην απήντησε μέγας καγχασμός από τον δρόμον έξωθεν. Και συγχρόνως, ο Πέτρος ο Γύφταρος εισώρμησεν εις την γειτονικήν αυλήν και την οικίαν, όπου άρχισε να διηγήται εις τους οικοκυραίους και τους επισκέπτας το πάθημα του Αποστόλη μετερχόμενος το μέσον τούτο ως εισιτήριον δια τον εαυτόν του, τον ξυπόλυτον.

— Καλημέρα, καλή χρονιά σας! Να χαίρεστε τον Νικολάκη ! Ακούτε, ακούτε, τι γένηκε από κει, στην αυλή του γείτονα σας, του Γιάννη ! Ο Αποστόλης, ο συνάδελφος μου, μεθυσμένος, έκαμε λάθος, κι εμβήκε στο σπίτι του γείτονά σας του Γιάννη, αντί στο δικό σας. Εβίβα! να χαί­ρεστε !. . .   Καλή χρονιά!. . .  Αυτά έπαθε ο Αποστόλης, ο φίλος μου.

(1902)

Από την κριτική έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, με λίγο περισσότερο εκσυγχρονισμό στην ορθογραφία (μονοτονικό, υποτακτική κτλ.).

Πηγή: http://www.sarantakos.com

(Εμφανιστηκε 2,217 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.