9 Ιουλίου 2013 at 12:50

Ο Ουΐλιαμ Μάρτιν Λικ στο Άγιο Όρος (1806)

από

Ο Ουΐλιαμ Μάρτιν Λικ στο Άγιο Όρος (1806)

Δείτε ακόμη:  Μάρτιν Γουϊλιαμ Λικ (William Martin Leake): Ταξείδια στη βόρεια Ελλάδα – Βέροια (1806)

Μετάφραση από την Αγγλική γλώσσα: Σοφία Αργυρόπαις

Γράφει ο Ερανιστής

Ο Άγγλος στρατιωτικός Μάρτιν Γουϊλιαμ Ληκ (William Martin Leake) γεννήθηκε στο Λονδίνο την 17η Ιανουαρίου 1777 και απεβίωσε την 6η Ιανουαρίου 1860. Ήταν αξιωματικός του Βρεττανικού στρατού, τοπογράφος και αρχαιολόγος. Αφού διεκπεραίωσε τις σπουδές του στην Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία (Royal Military Academy), υπηρέτησε στη Δυτική Ινδία και στάλθηκε το 1799 εκ μέρους της Βρεττανικής κυβέρνησης στη Κωνσταντινούπολη για να εκπαιδεύσει τις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην χρήση του πυροβολικού. Μετά την επιστροφή του στην Αγγλία, μετέβη εκ νέου στα Βαλκάνια το 1807, προκειμένου να εποπτεύσει τις παράκτιες περιοχές της Αλβανίας και του Μωριά. Μεταξύ άλλων, η εντολή του Βρεττανικού στρατηγείου συμπεριελάμβανε επίσης την παραγγελία προς τον Ληκ να ιχνηλατήσει τις γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας, να καταγράψει αναλυτικά στοιχεία για τους κατοίκους των περιοχών και να προτείνει τρόπους οχύρωσης των οθωμανικών κτήσεων. Οι καταγραφές των αρχαίων ερειπίων στην Ελληνική επικράτεια υπήρξαν ακριβέστατες και συνετέλεσαν αποτελεσματικά στις μελλοντικές αρχαιολογικές ανασκαφές. Tιμής ένεκεν, ο Ληκ εξελέγη και μέλος της Βασιλικής Γεωγραφικής Κοινότητας. Υπήρξε πολυγραφότατος. Ανάμεσα στα έργα του συγκαταλέγονται και τα: “Η τοπογραφία της Αθήνας με παρατηρήσεις για τις αρχαιότητες”, “Ταξείδια στον Μωριά με χάρτες και σχέδια” και “Ταξείδια στη Βόρεια Ελλάδα”. Από το τελευταίο, παραθέτουμε στη συνέχεια τις σελίδες που αναφέρονται στην επίσκεψη του Λικ στο Άγιο Όρος, στα 1806.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ      14

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Μοναστήρια  κοντά  στο  νότιο  άκρο  του  Άθω—Άφιξη  στη  μονή  Ξηροποτάμου—Άλλα  μοναστήρια  του  νοτίου  άκρου  της  χερσονήσου—Πόλη  των  Καρυών—Μονή  Ιβήρων—Μονή  Φιλοθέου—Μυλοπόταμος—Μονή  Μεγίστης  Λαύρας—Μονή  Καρακάλου—Μονή  Σταυρονικήτα—Μονή  Παντοκράτορος—Μονή  Βατοπεδίου—Αρχαίες  επιγραφές—Μονή  Εσφιγμένου—Μονή  Χιλανδαρίου—Προαύλαξ—Ισθμός  Ακτής—Σάνη—Κανάλι  του  Ξέρξη―Ιερισσός,  Άκανθος―Αρχαίες  πόλεις  Ακτής,  Σιθωνίας  και  Παλλήνης.

22  Οκτωβρίου,  συνέχεια.—Βρισκόμαστε  στο  Όρος  Άθως,  που  φαίνεται  πολύ  κοντά,  αν  και  απέχει  64  χιλιόμετρα·  ο  άνεμος  φυσά  από  τον  κόλπο  της  Θεσσαλονίκης  και  μόλις  που  μας  επιτρέπει  να  συνεχίσουμε  την  πορεία  μας,  και  μόνο  κατά  το  ηλιοβασίλεμα  φτάνουμε  στο  ακρωτήρι  του  Αγ.  Γεωργίου,  που  οι  αρχαίοι  ονόμαζαν  Νυμφαίον[1],  απ’  όπου  το  Όρος  Άθως  υψώνεται  απότομα  ως  την  κορφή.  Ένα  ισχυρό  ρεύμα,  που  ξεκινά  από  το  Σιγγιτικό  Κόλπο,  είναι  ένα  επιπλέον  εμπόδιο.  Το  πρώτο  μοναστήρι  που  συναντάμε  είναι  της  Αγίας  Άννας,  το  οποίο  περιβάλλεται  από  μικρά  οικήματα  και  είναι  χτισμένο  σε  μια  εσοχή  των  βράχων  ψηλά  πάνω  από  τη  θάλασσα,  όπως  υποθέτει  κανείς  ότι  θα  ήταν  ένα  Νυμφαίο.  Η  μονή  της  Αγ.  Άννας  δε  θεωρείται  ένα  από  τα  είκοσι  μοναστήρια  του  Άθω,  αλλά  απλώς  μονίδιο  και  ασκητήριο,  δηλαδή,  ένα  δευτερεύον  μοναστήρι  και  τόπος  πνευματικής  άσκησης,  που  εξαρτάται  από  τη  Μονή  Αγ.  Λαύρας,  στην  οποία  ανήκει  όλη  αυτή  η  πλευρά  της  χερσονήσου.  Τα  οικήματα  γύρω  από  το  μοναστήρι  της  Αγ.  Άννας  λέγονται  κελιά  (κελλεία)  και  κατοικούνται  από  ασκητές  κυρίως  χειροτέχνες.  Η  μ.  Αγ.  Άννης  αύξησε  σε  μεγάλο  βαθμό  την  περιουσία  της  χάρι  σ’  έναν  Πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως,  έναν  Ανδριώτη,  που  βελτίωσε  τους  δρόμους  γύρω  από  το  μοναστήρι  και  έχτισε  πολλά  κελιά,  πύργους  και  παρεκκλήσια  τόσο  εδώ  όσο  και  στις  μονές  Αγ.  Λαύρας,  Ιβήρων  και  σε  άλλα  μέρη  του  Αγίου  Όρους,  του  οποίου  το  όνομα  δεν  περιορίζεται  στο  Όρος  Άθως,  αλλά  συμπεριλαμβάνει  ολόκληρη  τη  χερσόνησο,  που  οι  αρχαίοι  ονόμαζαν  Ακτή.  Ο  ναός  της  Αγ.  Άννας  είναι  γνωστός  για  την  κατοχή  του  αριστερού  ποδιού  της  αγίας,  ενός  πολύ  θαυματουργού  και  εύοσμου  λειψάνου[2].  Αργότερα  περνάμε  το  ένα  μετά  το  άλλο  τα  μοναστήρια  του  Αγ.  Παύλου,  του  Αγ.  Διονυσίου  και  του  Αγ.  Γρηγορίου,  όλα  τους  κοντά  στην  ακτή  και  κάτω  από  την  μεγάλη  κορυφογραμμή  που  συνεχίζει  απ’  την  κορυφή  του  Άθω  και  φτάνει  ως  τον  ισθμό  της  Ιεράς  Χερσονήσου.

Ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός (5 Οκτωβρίου 1338 - 20 Μαρτίου 1390) ήταν αυτοκράτορας της Τραπεζούντας από τις 22 Δεκεμβρίου 1349 ως τις 20 Μαρτίου 1390. Χρυσόβουλο του Αλέξιου Γ' προς τη Μονή Διονυσίου του Αγ. Όρους
Ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός (5 Οκτωβρίου 1338 – 20 Μαρτίου 1390) ήταν αυτοκράτορας της Τραπεζούντας από τις 22 Δεκεμβρίου 1349 ως τις 20 Μαρτίου 1390. Χρυσόβουλο του Αλέξιου Γ’ προς τη Μονή Διονυσίου του Αγ. Όρους

Η  μ.  Αγ.  Παύλου  είναι  ένα  μοναστήρι  Σέρβων  και  Βουλγάρων  και  λέγεται  ότι  πήρε  το  όνομα  του  ιδρυτή  του,  ενός  ευνούχου,  γιου  του  αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Ο  ναός  κατασκευάστηκε  με  έξοδα  ενός  άρχοντα  της  Σεμένδρια  στη  Σερβία,  αλλά  οι  πύργοι,  τα  κελιά  και  όλα  τα  σύγχρονα  τμήματα  από  ένα  μέλος  της  δυναστεία  της  Βεσσαραβίας,  τους  Βοεβόδες  της  Βλαχίας.  Η  μ.  του  Αγ.  Διονυσίου  χτίστηκε  το  1380,  από  τον  Αλέξιο  Γ’  το  Μέγα  Κομνηνό,  βασιλιά  της  Τραπεζούντας,  προς  τιμήν  ενός  αγίου  από  την  Κορησό  κοντά  στην  Καστοριά,  αδελφού  του  Επίσκοπου  Τραπεζούντας,  που  ασκήτεψε  εδώ.  Οι  Βοεβόδες  της  Βλαχίας  και  οι  οικογένειές  τους  συνέβαλαν  τα  μέγιστα  στο  χτίσιμο  των  κτιρίων  αυτού  του  μοναστηριού,  που  διασώζει  πολλά  λείψανα,  όπως  μέρος  του  Τίμιου  Ξύλου,  την  κάρα  του  Ιωάννη  του  Βαπτιστή  και  της  της  Αγ.  Θωμαΐδος,  την  κάτω  σιαγόνα  του  Αγ.  Στεφάνου  και  μέρος  της  χείρας  του  Ιωάννη  του  Χρυσόστομου.  Η  μ.  Οσ.  Γρηγορίου  πήρε  το  όνομα  του  ιδρυτή  της,  οσίου  Γρηγορίου  του  Σιναΐτη,  αλλά  το  παρόν  κτίσμα  ανοικοδομήθηκε  από  έναν  οσποδάρο  της  Μολδαβίας.  Δίπλα  στη  μονή,  σε  απόσταση  περίπου  τριών  χιλιομέτρων  από  την  ακτή,  βρίσκεται  η  μ.  Σίμωνόπετρας,  πάνω  σε  έναν  ψηλό,  απόκρημνο  βράχο  μέσα  στο  δάσος.  Η  μονή  οφείλει  το  όνομά  της,  κανονικά  Σίμωνος  Πέτρα,  σ’  έναν  ερημίτη  με  το  όνομα  Σίμων  που  ίδρυσε  το  ναό,  αλλά  το  παρόν  κτίσμα  ήταν  κυρίως  έργο  του  Ιωάννη  Ούγγλεση,  βασιλιά  της  Σερβίας  και  της  Ρουμανίας,  που  αποσύρθηκε  από  το  βασίλειό  του  εδώ  κι  έγινε  μοναχός.  Αυτό  το  μοναστήρι  διαθέτει  ολόκληρη  τη  δεξιά  χείρα  της  Μαρίας  Μαγδαληνής,  που  αναδίδει  άφθονη  ευχάριστη  οσμή[3].

Στις  10  μ.μ.  φτάνουμε  στο  Ξηροποτάμι,  το  μόνο  καλό  αραξοβόλι  στη  νότια  πλευρά  της  χερσονήσου,  που  ονομάστηκε  έτσι  εξαιτίας  ενός  ρέματος  που  κυλά  εδώ  από  το  Όρος  Άθως  προς  τη  θάλασσα.  Λίγο  πιο  ψηλά  βρίσκεται  η  μονή  των  Αγίων  Σαράντα,  πιο  γνωστή  ως  Ξηροποτάμου.

23  Οκτ.  —Αυτό  το  κτίριο  χτίστηκε  από  τον  αυτοκράτορα  Ρωμανό  κι  είναι  από  τα  μεγαλύτερα  στο  βουνό.  Έχει  σχήμα  ακανόνιστου  τετράπλευρου  και  είναι  πλαισιωμένο  από  πύργους  με  οξυκόρυφες  στέγες  από  μολύβι,  στο  στιλ  του  Επταπύργιου  της  Κωνσταντινούπολης,  και  άλλων  έργων  της  εποχής.  Στο  εσωτερικό  του  μοναστηριού,  στο  κέντρο  της  περίκλειστης  αυλής  βρίσκεται  ο  ναός·  σε  πολλά  μέρη  του  οικοδομήματος  ξύλινα  κιόσκια,  κατοπινές  προσθήκες,  προβάλλουν  από  τους  τοίχους.  Το  μοναστήρι  είχε  κάποτε  εγκαταλειφθεί  εξαιτίας  επιθέσεων  πειρατών,  αλλά  αργότερα  αποκαταστάθηκε  και  επεκτάθηκε  από  έναν  οσποδάρο  της  Βλαχίας.  Η  μονή  Ξηροποτάμου,  όπως  κι  άλλα  θρησκευτικά  ιδρύματα  της  χερσονήσου,  διαθέτει  μερικά  πολύ  σημαντικά  λείψανα,  όπως  τμήμα  του  Τίμιου  Ξύλου  και  ποικίλα  μέρη  των  σωμάτων  των  Αγίων  Σαράντα,  στους  οποίους,  άλλωστε,  είναι  αφιερωμένη.  Σε  ένα  σημείο  στο  εσωτερικό  του  τετράπλευρου  του  μοναστηριού  έχουν  ενσωματωθεί  στον  τοίχο  δυο  αρχαία  πρόστυπα  ανάγλυφα.  Το  ένα  απεικονίζει  μια  γυναίκα  καθισμένη  σε  αρχαίο  κάθισμα  με  ένα  τραπέζι  μπροστά  της  και  έναν  καθρέφτη  πίσω  απ’  αυτό·  το  δεύτερο  ανάγλυφο  φαίνεται  ότι  ήταν  μέρος  ζωφόρου  που  απεικόνιζε  παλαιστές,  αλλά,  καθώς  είναι  ψηλά  στον  τοίχο  και  σε  δυσπρόσιτη  γωνία,  οι  φιγούρες  είναι  δυσδιάκριτες.  Οι  τοίχοι  είναι  εν  μέρει  κατασκευασμένοι  από  ρωμαϊκές  πλάκες  και  περιέχουν  πολλά  αρχαία  θραύσματα,  εκτός  απ’  αυτά  που  ήδη  αναφέρθηκαν.  Στο  λιμάνι  παρατήρησα  ένα  αρχαίο  βωμό  ή  βάθρο  στην  ακτή  και  δύο  ή  τρεις  γρανιτένιους  κίονες  στην  γειτονική  κοιλάδα.  Αυτά  τα  απομεινάρια  σε  συνδυασμό  με  το  πλεονέκτημα  του  ελλιμενισμού  επιβεβαιώνουν  την  άποψη  ότι  εδώ  βρισκόταν  μια  από  τις  αρχαίες  πόλεις  της  Ακτής.  Το  λιμάνι  ή  αποβάθρα  λέγεται  αρσανάς,  γεγονός  απ’  το  οποίο  μπορεί  να  συμπεράνει  κανείς  ότι  κάποτε  υπήρχαν  κτίρια  εκεί,  που  εξυπηρετούσαν  εμπορικούς  ή  αμυντικούς  σκοπούς. Λέγεται  ότι  όλα  τα  μεγάλα  μοναστήρια  είχαν  παλιότερα  παρόμοιες  εγκαταστάσεις  στις  γειτονικές  ακτές,  όπου  συνήθιζαν  να  κατασκευάζουν  μικρά  σκάφη·  ήταν  οχυρωμένες  με  τείχη  και  πύργους,  μερικοί  από  τους  οποίους  σώζονται  ακόμη,  αλλά  αυτή  τη  στιγμή  η  χερσόνησος  διαθέτει  μόνο  λίγα  σκάφη  για  ψάρεμα  ή  για  επικοινωνία  κατά  μήκος  των  ακτών  όταν  ο  καιρός  είναι  καλός,  τα  οποία  ανήκουν κυρίως  στα  μοναστήρια  της  βόρειας  ακτής.

Δίπτυχο σε ελεφαντόδοτη πλάκα με τον Ρωμανό Διογένη και τη σύζυγό του Ευδοκία, Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας.
Δίπτυχο σε ελεφαντόδοτη πλάκα με τον Ρωμανό Διογένη και τη σύζυγό του Ευδοκία, Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας

Η  τοποθεσία  της  μονής  των  Αγίων  Σαράντα  είναι  εξαιρετικά  όμορφη.  Λόφοι  με  πυκνό  δάσος  βελανιδιάς,  οξιάς  και  καστανιάς  το  οποίο  κατά  τόπους  διακόπτουν  αμπελώνες  ή  ελαιώνες,  πλαισιώνουν  το  μοναστήρι  από  την  ηπειρωτική  μεριά,  ενώ  μπροστά  του  δεσπόζει  μια  επιβλητική  θέα  του  Σιγγιτικού  κόλπου,  την  οποία  περιορίζει  η  χερσόνησος  της  Σιθωνίας,  πάνω  από  την  οποία  υψώνεται  το  Όρος  Όλυμπος.  Αυτή  η  χερσόνησος  σήμερα  ονομάζεται  Λογγός,  επειδή  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  είναι  δάσος.  Τα  μόνα  κατοικημένα  μέρη  της  είναι  η  Συκιά,  που  βρίσκεται  σ’  ένα  ασφαλές  λιμάνι  στην  ανατολική  πλευρά  προς  το  νότιο  άκρο,  άλλο  ένα  ή  δύο  χωριά,  και  τρία  αγιορίτικα  μετόχια.  Η  Λογγός  δεν  διαθέτει  τόσο  καλή  ξυλεία  όσο  το  Άγιο  Όρος,  ούτε  ποτίζεται  εξίσου  καλά,  αλλά  προσφέρει  εξαιρετικά  βοσκοτόπια  για  βοοειδή  και  για  μέλισσες,  τις  οποίες  μεταφέρουν  εκεί  από  το  Όρος  για  να  αναπαραχθούν  και  να  φτιάξουν  μέλι.  Το  τελευταίο  ακρωτήριο  που  φαίνεται  από  το  Ξηροποτάμι  ονομάζεται  Καρτάλια,  βρίσκεται  οκτώ  χιλιόμετρα  πέρα  απ’  το  λιμάνι  της  Συκιάς  και  κρύβει  ένα  άλλο  ακρωτήρι  που  λέγεται  Δρέπανο  στην  είσοδο  του  Κόλπου  της  Κασσάνδρας.  Κάπως  βορειότερα  βρίσκεται  το  Κουφό,  ένα  λιμάνι  περίκλειστο  από  στεριά,  κι  ακόμα  πιο  πέρα  τα  ερείπια  της  Τορώνης,  που  διατηρεί  ακόμα  το  αρχαίο  της  όνομα.   Και  η  ονομασία  Κουφό  είναι  επίσης  αρχαία,  εφόσον  είναι  ο  σύγχρονος  ρωμαίικος  τύπος  του  Κωφός,  από  τον  οποίο  προέκυψε  η  ελληνική  έκφραση  κωφότερος  του  Τορωναίου  λιμένος,  καθώς,  σύμφωνα  με  το  Ζηνόβιο,  το  λιμάνι  ονομάστηκε  έτσι,  επειδή  χωρίζεται  από  την  ανοιχτή  θάλασσα  από  δύο  στενά  περάσματα  και  ο  ήχος  των  κυμάτων  δεν  ακούγεται  από  κάποιον  που  βρίσκεται  στο  λιμάνι[4].  Ήταν  πιθανότατα  το  ίδιο  μέρος  που  αναφέρει  και  ο  Θουκυδίδης  ως  λιμένα  των  Κολοφωνίων[5].  Τα  ακρωτήρια  Καρτάλια  και  Δρέπανο  είναι  προφανώς  αντίστοιχα  οι  τοποθεσίες  των  αρχαίων  πόλεων  Δέρριδος  και  Αμπέλου.  Ο  Ηρόδοτος  παρουσιάζει  την  Άμπελο  ως  κοντινότερη  στην  Τορώνη  και  την  περιγράφει  ως  κάβο  απέναντι  από  το  ακρωτήριο  Καναστραίο  της  Παλλήνης[6].  Ο  επιτομιστής  του  Στράβωνα  μπορεί,  πράγματι,  να  δώσει  την  εντύπωση  ότι  η  Δέρρις  και  η  Άμπελος  ήταν  το  ίδιο  μέρος,  εφόσον  περιγράφει  τη  Δέρριδα  ως  ακρωτήριο  απέναντι  από  το  Καναστραίο  και  κοντά  στο  λιμάνι  Κουφό.  Αλλά  ο  Πτολεμαίος  τα  ξεχωρίζει  ρητά,  αν  και  αντιτίθεται  τόσο  σε  άλλες  πηγές,  όσο  και  στην  φυσική  πραγματικότητα  της  περιοχής,  όταν  τοποθετεί  την  Τορώνη  μεταξύ  των  δύο  ακρωτηρίων[7].

Υπάρχουν  άλλα  πέντε  μοναστήρια  βόρεια  της  μ. Ξηροποτάμου,  εκτός  από  αυτά  που  ήδη  αναφέρθηκαν  στη  δυτική  πλευρά της  χερσονήσου  του  Αγίου  Όρους.  Τα  ονόματά  τους  είναι  Ρώσσικο,  Ξενόφου,  Δοχειαρίου,  Κασταμονίτου  και  Ζωγράφου.  Το  Ρώσσικο  ή  Ρούσσικο  είναι  μοναστήρι  Ρώσσων  και  βρίσκεται  σ’  ένα  ψηλό  σημείο  πάνω  από  τη  θάλασσα,  που  υδροδοτείται  από  πηγάδι.  Ιδρύθηκε  από  έναν  πρίγκηπα  της  Σερβίας  που  λεγόταν  Λάζαρος,  που  αποσύρθηκε  εδώ  κι  έγινε  μοναχός.  Η  μονή  Ξενόφου  ή  Ξενοφώντος  είναι  κοντά  στη  θάλασσα  και  καλά  οχυρωμένη  για  τους  πειρατές.  Το  όνομά  της  προέρχεται  απ’  το  όνομα  του  ιδρυτή  της,  Άγιου  Ξενοφώντος,  αλλά  υπεύθυνοι  για  την  κατασκευή  του  παρόντος  κτίσματος  είναι  αρκετοί  κάτοικοι  της  Βλαχίας,  ένας  εκ  των  οποίων  ήταν  ένας  οσποδάρος  της  οικογένειας  των  Μπασαράμπ.  Κατοικείται  από  Σέρβους  και  Βούλγαρους.  Μετά  τη  μονή  Ξενόφου  βρίσκεται  η  μονή  Δοχειαρίου,  που  ιδρύθηκε  από  τον  Άγιο  Ευθύμιο,  κατά  τη  βασιλεία  του  Νικηφόρου  Γ’  Βοτανειάτη  και  επεκτάθηκε  από  αλλεπάλληλους  ευεργέτες.  Ο  σωζόμενος  ναός  χτίστηκε  ολόκληρος  από  έναν  οσποδάρο  της  Βλαχίας  το  έτος  1578.  Η  μονή  Κασταμονίτου  βρίσκεται  σε  μια  πετρώδη,  ρομαντική  ερημιά  και  λέγεται  ότι  πήρε  το  κανονικό  της  όνομα,  Κωνσταμονίτου,  από  τον  ιδρυτή  της  Μεγάλο  Κωνσταντίνο.  Επιβεβαιώνεται  με  μεγαλύτερη  σιγουριά  η  πληροφορία  ότι  ανακαινίστηκε  και  επεκτάθηκε  από  τον  Μανουήλ  Παλαιολόγο.  Η  μονή Αγ.  Γεωργίου  του  Ζωγράφου  είναι  μοναστήρι  Σέρβων  και  Βουλγάρων,  ιδρύθηκε  κατά  τη  βασιλεία  του  αυτοκράτορα  Λέοντος  ΣΤ’  του  σοφού  από  τρία  αδέρφια  από  την  Αχρίδα,  μέλη  της  οικογένειας  του  αυτοκράτορα  Ιουστινιανού,  που  μόνασαν  εδώ.  Είναι  γνωστή  για  τις  δυο  υπέροχες  εικόνες  του  Αγ.  Γεωργίου,  που  διαθέτει,  η  μία  εκ  των  οποίων  έφτασε  εδώ  χωρίς  ανθρώπινη  βοήθεια  από  την  Παλαιστίνη  και  η  άλλη  από  την  Αραβία.  Λέγεται,  ακόμα,  ότι  η  πρώτη  δημιουργήθηκε  από  τη  Θεία  βούληση  κι  όχι  από  ανθρώπινο  χέρι  (αχειροποίητος),  εξού  και  το  όνομα  του  μοναστηριού.

Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας γνωστό παγκοσμίως κυρίως για το μυθολογικό του πλαίσιο, καθώς στην κορυφή του (Μύτικας-2.918 μ.) κατοικούσαν οι Δώδεκα «Ολύμπιοι» Θεοί σύμφωνα με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.
Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας γνωστό παγκοσμίως κυρίως για το μυθολογικό του πλαίσιο, καθώς στην κορυφή του (Μύτικας-2.918 μ.) κατοικούσαν οι Δώδεκα «Ολύμπιοι» Θεοί σύμφωνα με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.

24  Οκτ.—Η  απόσταση  από  τη  μονή  Ξηροποτάμου  ως  τις  Καρυές,  είναι  μια  όμορφη  διαδρομή  μιάμισης  ώρας  με  το  υποζύγιο  κατά  μήκους  της  κορυφογραμμής  της  χερσονήσου,  αφήνοντας  τον  Άθωνα  οκτώ  χιλιόμετρα  σε  μια  ευθεία  γραμμή  προς  τα  δεξιά.  Η  κορυφογραμμή  διαχωρίζεται  αμέσως  από  τους  πρόποδες  της  μεγάλης  κορφής  και  κατεβαίνει  απότομα  ως  ένα  σημείο  ψηλά  πάνω  απ’  τη  μονή  Ιβήρων,  απ’  όπου  η  κάθοδος  είναι  πιο  σταδιακή  ως  το  επίπεδο  του  δρόμου  μας  προς  τις  Καρυές.  Εδώ  η  κορυφογραμμή  είναι  χαμηλότερη  κι  από  τα  δύο  άκρα  αυτού  του  επιπέδου.  Το  μεγάλο  βουνό  με  το  ύψος  του,  το  οξύ,  κωνικό  σχήμα  και  τη  σύστασή  του  κοντά  στην  κορφή  από  λευκό  βράχο  κομμένο  από  γκρεμούς  προσφέρει  μια  εντυπωσιακή  αντίθεση  με  τα  πλούσια,  αδιάλειπτα  δάση  του  χαμηλότερου  υψώματος.  Περνάμε  από  δάση  βελανιδιάς  και  καστανιάς,  στα  πυκνότερα  μέρη  των  οποίων  υπάρχουν  ξέφωτα  με  καταπράσινες  πελούζες  γεμάτες  αγελάδες,  ή  πλαγιές  όπου  καλλιεργούνται  αμπέλια  που  συχνά  διακόπτουν  κελιά,  όπου  μένουν  μοναχοί  υπεύθυνοι  για  τα  αμπέλια  ή  τα  κοπάδια.  Στο  ψηλότερο  μέρος  της  κορυφογραμμής  το  δάσος  αποτελείται  μόνο  από  καστανιές.  Καθώς  κατεβαίνουμε  τη  βόρεια  ή  ανατολική  πλευρά,  εμφανίζεται  η  πόλη  των  Καρυών  να  καλύπτει  μεγάλο  μέρος  δασωμένων  κατωφερειών,  όπου  τα  σπίτια  είναι  διάσπαρτα  μεταξύ  κήπων  και  αμπελιών.  Γύρω  από  την  πόλη  το  πιο  κοινό  δέντρο  είναι  η  λεπτοκαρυά  ή  φουντουκιά,  απ’  το  οποίο  πήρε,  ίσως,  το  όνομά  της  και  η  πόλη.  Τα  δέντρα  αυτά  καλλιεργούνται  για  τα  φουντούκια,  που  μαζί  με  την   ξυλεία  πεύκης,  ελάτης,  βελανιδιάς  ή  καστανιάς  για  κατασκευή  σκαφών,  είναι  τα  μόνα  προϊόντα  του  εδάφους  που  εξάγονται  από  τη  χερσόνησο.

Στις  Καρυές  διαμένει  ο  Τούρκος  διοικητής  του  Αγίου  Όρους:  ένας  μποστατζήμπασης  από  την  Κωνσταντινούπολη  που  συντηρείται  μαζί  με  την  αλβανική  φρουρά  του  από  την  ιερά  κοινότητα,  αν  και  δεν  έχει  καμία  δικαιοδοσία  εκτός  από  τη  γενική  αστυνόμευση  του  Όρους  και  την  προστασία  του  από  ληστές  και  πειρατές.  Προς  το  κέντρο  της  μικρής  πόλης  τα  σπίτια  είναι  πιο  πυκνοχτισμένα  και  υπάρχει  μια  μικρή  αγορά  με  καταστήματα  μπακαλικής  αλλά  και  μερικών  τεχνιτών,  κυρίως  σιδεράδων  και  κλειδαράδων.  Τα  Σάββατα  γίνεται  παζάρι,  όπου  πωλούνται  τα  προϊόντα  του  όρους.  Οι  Καρυές  είναι,  επίσης,  ο  τόπος  διαμονής  των  Αρχόντων  ή  Επιστατών  του  Αγίου  Όρους.  Αυτοί  είναι  καλόγεροι  εξουσιοδοτημένοι  από  τα  είκοσι  μοναστήρια  να  επιβλέπουν  τις  κοσμικές  υποθέσεις  του  Όρους,  να  λαμβάνουν  γνώση  των  θεμάτων  που  ενδιαφέρουν  όλη  την  κοινότητα,  να  ορίζουν  για  κάθε  μοναστήρι  το μερίδιό  του  στην  πληρωμή  των  Τούρκων  και  να  εξασφαλίζουν  την  είσπραξή  του.  Η  πρόσοδος  και  η  εσωτερική  διοίκηση  κάθε  μοναστηριού  είναι  δική  του  υπόθεση.  Οι  Επιστάτες  είναι  τέσσερις  στον  αριθμό  και  αλλάζουν  κάθε  χρόνο.  Κάθε  μοναστήρι  στέλνει  έναν  αντιπρόσωπο  με  τη  σειρά  του,  αλλά  με  τέτοιον  τρόπο,  ώστε  ένας  στους  τέσσερις  είναι  πάντα  από  ένα  από  τα  πέντε  μεγάλα  μοναστήρια,  δηλ.  Λαύρας,  Βατοπεδίου,  Ιβήρων,  Χιλανδαρίου  και  Διονυσίου.  Εκτός  από  αυτούς  τους  ανώτατους  αξιωματούχους  η  κοινότητα  έχει  έναν  εκπρόσωπο  στη  Θεσσαλονίκη  κι  άλλον  έναν  στην  Κωνσταντινούπολη.  Πνευματικά  το  Όρος  υπάγεται  άμεσα  στον  Πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως.  Οι  Άρχοντες  έχουν  την  αρμοδιότητα  να  τιμωρούν  μικροαδικήματα  και  να  ρυθμίζουν  τις  διαφορές  των  μοναστηριών  που  δεν  είναι  αρκετά  σημαντικές  για  να  επιλυθούν  στην  Κωνσταντινούπολη,  αν  και  οι  μοναχοί  είναι  παραπάνω  από  ικανοί  να  διεξάγουν  εκεί  τις  υποθέσεις  τους  και  να  ξοδέψουν  χρήματα  στα  δικαστήρια  προς  όφελος  των  Τούρκων  και  μόνο.  Την  εποχή  της  Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας  το  Όρος  διοικούνταν  από  έναν  ύπατο  κληρικό  επονομαζόμενο  «ο  πρώτος  του  Αγίου  Όρους»,  εξού  και  η  ονομασία  Πρωτάτο  που  αναφέρεται  ακόμα  στο  ναό  στις  Καρυές,  όπου  διέμενε.  Αυτός  ο  ναός  θεωρείται  ο  παλαιότερος  της  χερσονήσου  και  πιστεύεται  ότι  χτίστηκε  από  το  Μέγα  Κωνσταντίνο.  Είναι  γνωστός  στο  Όρος  για  μια  θαυματουργή  εικόνα  που  κάποτε  κάλεσε  (εφώνησε)  τον  ιερέα  που  χοροστατούσε  να  διαβάσει  τη  λειτουργία  γρηγορότερα,  για  να  παράσχει  την  τελευταία  κοινωνία  σε  έναν  ετοιμοθάνατο  μοναχό.  Κοντά  στις  Καρυές  και  νοτιότερα  είναι  η  μονή  Κουτλουμούση,  χτισμένη  σ’  ένα  απ’  τα  πιο  εύφορα  μέρη  της  χερσονήσου,  εν  μέσω  περιβολιών,  αμπελώνων,  ελαιώνων  και  καλλιεργειών  καλαμποκιού.  Ιδρύθηκε  από  τον  Αλέξιο  Α’  Κομνηνό,  αλλά  καταστράφηκε  κι  αυτή  από  πλιατσικολόγους,  όπως  όλα  τα  πρώιμα  κτίρια.  Αργότερα  ανακαινίστηκε  και  επεκτάθηκε  από  διάφορους  διαδοχικούς  βοεβόδες  της  Βλαχίας.  Η  μονή  Κουτλουμουσίου  καυχέται  ότι  κατέχει  το  άλλο  πέλμα  της  Αγ.  Άννης  μεταξύ  άλλων  λειψάνων.  Όπως  και  τα  άλλα  μοναστήρια  έχει  λιμάνι,  που  βρίσκεται  κάτω  από  τις  Καρυές,  όχι  βορειοδυτικότερα  από  τον  Αρσανά  της  Ιβήρων.

Η Μονή Σίμωνος Πέτρας στο Άγιον Όρος, χτισμένη σε υψόμετρο 300 μέτρων πάνω από την ακτή. Στα αριστερά διακρίνεται και το παρακείμενο υδραγωγείο.
Η Μονή Σίμωνος Πέτρας στο Άγιον Όρος, χτισμένη σε υψόμετρο 300 μέτρων πάνω από την ακτή. Στα αριστερά διακρίνεται και το παρακείμενο υδραγωγείο.

Αφού  δείπνησα  στις  Καρυές,  έφτασα  σε  δυο  ώρες  στη  μονή  Ιβήρων,  που  είναι  χτισμένη  κοντά  στη  βόρεια  ακτή  της  χερσονήσου,  σε  μια  καμπύλη  που  σχηματίζει  η  ακτή,  στο  μέσο  της  απόστασης  που  χωρίζει  τα  άλλα  δυο  μεγάλα  μοναστήρια  αυτής  της  πλευράς  της χερσονήσου,  Μεγίστης  Λαύρας  και  Βατοπεδίου.  Ο  δρόμος  κατεβαίνει  τους  λόφους  λοξά  μέσω  ενός  κακοτράχαλου  μονοπατιού  μέσα  από  αμπελώνες  και  μια  μεγάλη  ποικιλία  ορεινού  εδάφους  καλυμμένου  από  δάσος.  Η  μονή  Ιβήρων,  δηλαδή  των  Γεωργιανών,  ονομάστηκε  έτσι  επειδή  ιδρύθηκε  από  τέσσερις  ευσεβείς  και  πλούσιους  άνδρες  αυτής  της  εθνικότητας,  εκ  των  οποίων  οι  τρεις  ήταν  αδέρφια  και  ο  τέταρτος,  ο  Ιωάννης  Τορνίκιος,  στρατηγός  του  αυτοκράτορα  Ρωμανού,  αφού  κλήθηκε από  τη  χήρα  του  Ρωμανού  να  εγκαταλείψει  την  μοναστική  ζωή,  για  να  υπερασπιστεί  τα  σύνορα  της  αυτοκρατορίας  από  τους  Πέρσες,  παρέλαβε  από  την  αυτοκράτειρα  για  την  επιτυχή  επιστροφή  του  στην  Κωνσταντινούπολη  τα  μέσα  για  να  κτίσει  τον  παρόντα  ναό,  που  είναι  ο  μεγαλύτερος  στη  χερσόνησο  μετά  από  αυτόν  της  Λαύρας.  Βρίσκεται   στη  μέση  ενός  ακανόνιστου  τετραπλεύρου,  που  περιλαμβάνει,  επίσης,  ένα  ναό  προς  τιμήν  της  Παναγίας  της  λεγόμενης  Πορταΐτισσας.  Αυτός  ο  ναός  είναι  γνωστός  για  μια  εικόνα  που  πετάχτηκε  στη  θάλασσα  κατά  τη  διάρκεια  της  βασιλείας  του  εικονομάχου  Θεόφιλου,  και  μετά  από  μερικά  χρόνια  εμφανίστηκε  στην  παρακείμενη  ακτή.  Εκτός  από  πολλά  σημαντικά  μετόχια  στη  γειτονική  Μακεδονία,  έχει  ένα  μεγάλο  δευτερεύον  μοναστήρι  στη  Μόσχα  κι  ένα  άλλο  στη  Βλαχία  και  υπήρξε  πάντοτε  το  αγαπημένο  και  πιο  προστατευμένο  μοναστήρι  των  Ρώσων.  Καμία  άλλη  μονή  στο  Όρος  δεν  είναι  τόσο  πλούσια  σε  λείψανα  αγίων.  Τριακόσιοι  καλόγεροι  υπάγονται  στη  μονή,  αλλά  το  ένα  τρίτο  εξ’ αυτών  είτε  απουσιάζει  σε  αναζήτηση  δωρεών  ή  ζουν  στα  μετόχια  και  τα  κελιά  του  μοναστηριού.  Η  βιβλιοθήκη,  που  διατηρείται  σε  ανεκτή  τάξη  από  ένα  γέρο  Διδάσκαλο,  αποτελείται  κυρίως,  όπως  παρατηρεί  εκείνος,  από  πατέρες  της  Εκκλησίας,  ή  από  πατερικά  και  εκκλησιαστικά  βιβλία·  περιλαμβάνει,  όμως,  και  πολλούς  Έλληνες  και  Λατίνους  κλασικούς,  πρόσφατη  δωρεά  κάποιου  Μαυρομμάτη  από  την  Άρτα,  που  ήταν  επίσκοπος  εκεί,  και  του  οποίου  τον  ανιψιό  γνώρισα  πέρυσι  στην  Άρτα.  Όλα  τα  λατινικά  βιβλία  είναι  ανέγγιχτα,  επειδή  κανείς  δε  μπορεί  να  τα  διαβάσει.  Πράγματι,  όλη  η  βιβλιοθήκη  είναι  σχεδόν  άχρηστη,  τόσο  αμόρφωτοι  είναι  οι  μοναχοί.  Η  μονή  έχει  τη  φήμη  της  πιο  καλά  διοικούμενης  μονής  του  Όρους.   Όπως  όλα  τα  μοναστήρια,  ή,  τουλάχιστον, τα μεγαλύτερα,  η  Ιβήρων  έχει  νοσοκομείο,  πατητήρι  κρασιού  και  ελαιοτριβείο  και  μεταξύ  των  μοναχών  κάποιους  ράφτες  και  παπουτσήδες,  που  φτιάχνουν  όλα  τα  ρούχα  των  τροφίμων.  Συχνά  έρχονται  εδώ  πολλοί  Έλληνες  για  να  αποσυρθούν  από  την  ενεργό  δράση.  Ο  Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως,  που  καθαιρέθηκε  πριν  από  οκτώ  χρόνια  και  ζούσε  εδώ  έκτοτε,  μόλις  ανακλήθηκε  στην  πρωτεύουσα,  αμέσως  μετά  την  αλλαγή  του  Τούρκου  Υπουργού  για  να  αναλάβει  τον  πατριαρχικό  θώκο.

Η Μονή Σταυρονικήτα βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της χερσονήσου. Διακρίνονται το καθολικό της Μονής, η κορυφή του όρους Άθως και ο αρσανάς της Μονής Ιβήρων
Η Μονή Σταυρονικήτα βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της χερσονήσου. Διακρίνονται το καθολικό της Μονής, η κορυφή του όρους Άθως και ο αρσανάς της Μονής Ιβήρων

25  Οκτ.—Το  απόγευμα  συνεχίζω  στη  μονή  Φιλοθέου  κατευθυνόμενος  προς  τη  Λαύρα.  Ο  δρόμος  ακολουθεί  την  πλαγιά  του  βουνού  μέσα  από  ένα  πυκνό  δάσος  καστανιών,  βελανιδιών  και  φτελιών,  διάσπαρτο  με  μια  μεγάλη  ποικιλία  θάμνων,  ειδικότερα  κουμαριών,  που  είναι  φορτωμένες  αυτή  την  εποχή  με  ώριμους  καρπούς.  Οι  βελανιδιές  είναι  μικρές,  αλλά  πολλές  καστανιές  είναι  μεγάλα  δέντρα.  Μικρή  ποσότητα  των  καρπών  τους  καταναλώνεται  στο  βουνό  ή  εξάγεται  με  τις  βάρκες  που  έρχονται  να  φορτώσουν  καυσόξυλα·  το  υπόλοιπο  σαπίζει  στο  έδαφος  ή  ξεβράζεται  στη  θάλασσα  από  τα  ρέματα.  Οι  μονές  επιβάλλουν  μικρή  εισφορά  στους  ξυλοκόπους.

Σε  μια  πράσινη  κοιλάδα  ανάμεσα  στη  μονή  Ιβήρων  και  τη  Φιλοθέου,  στέκει  το  ερειπωμένο  μονίδιο  Μυλοπόταμου  κι  ένας  πύργος  που  ανήκει  στη  Λαύρα.  Αν  και  η  μονή  Φιλοθέου  είναι  από  τα  μικρότερα  ιδρύματα  της  χερσονήσου,  είναι  και  από  τα  αρχαιότερα.  Ιδρύθηκε  από  κάποιον  Φιλόθεο  μαζί  με  άλλους  δύο  Έλληνες  αγίους,  τον  Αρσένιο  και  τον  Διονύσιο,  εκ  των  οποίων  ο  δεύτερος  ίδρυσε  το  μεγάλο  μοναστήρι  του  Αγ.  Διονυσίου  στον  Όλυμπο.  Η  Φιλοθέου  επεκτάθηκε  από  έναν  ηγεμόνα  του  Κάχετ  της  Γεωργίας  το 1492.

26  Οκτ.—Εφόσον  καθηλώθηκα  στη  μονή  Φιλοθέου  από  μια  σφοδρή  βορινή  ανεμοθύελλα,  περιεργάζομαι  τα  βιβλία  του  μοναστηριού,  που  κείτονται  παράμερα  σαν  άχρηστη  σαβούρα  σε  μια  γωνιά  πάνω  από  το  ναό,  περισσότερο  για  αναψυχή  παρά  με  την  ελπίδα  ότι  θα  βρω  κάτι  σημαντικό,  καθώς  εξετάστηκαν  πρόσφατα  από  πιο  αξιόλογα  άτομα[8].  Ανάμεσά  τους  μερικά  μέρη  χειρογράφων  των  κλασικών,  αλλά  τα  περισσότερα  είναι  τόμοι  των  Πατέρων  της  Εκκλησίας,  που  βρίσκονται  σε  πολύ  καλή  κατάσταση  και  σε  όμορφες  περγαμηνές.  Το  απόγευμα  επιστρέφω  πεζή  στην  Ιβήρων  και  απογοητεύομαι  όταν  μαθαίνω  ότι  η  εποχή  που  μπορεί  ν’  ανεβεί  κανείς  τον  Άθω  έχει  περάσει.  Αλλά  όταν  αρχίζουν  οι  φθινοπωρινές  καταιγίδες  στο  πιο  τρικυμιώδες  μέρος  μιας  θάλασσας  βαλλόμενης  από  θύελλες  πανταχόθεν,  μπορεί  να  περάσουν  εβδομάδες  για  να  έρθει  η  μέρα  που  μπορείς  να  δεις  μακρινά  μέρη  από  την  κορυφή.  Οι  μοναχοί  λένε  και  ξαναλένε  ότι  από  εκεί  φαίνεται  η  Κωνσταντινούπολη,  αλλά  αυτό  είναι  σίγουρα  μια  λαϊκή  πλάνη,  γιατί  ενώ  τα  ψηλά  μέρη  που  βρίσκονται  στην  απόσταση  της  Κωνσταντινούπολης,  μπορεί  να  γίνουν  ορατά  όταν  το  ευνοεί  η  ατμόσφαιρα,  μια  τοποθεσία  τόσο  χαμηλή  όσο  αυτή  της  πρωτεύουσας,  αποκλείεται  να  υπερβεί  τον  ορίζοντα.  Αναμφίβολα,  πάντως,  με  καθαρό  ουρανό  μπορεί  να  υπολογίσει  κανείς  από  ‘κει  τις  γωνιώδεις  παρεμβολές,  καθώς  και  πολλές  από  τις  πιο  σημαντικές  κορφές  της  Ασίας,  των  νησιών  και  της  Ελλάδας.  Οι   μεγαλύτερες  μακεδονικές  και  θρακικές  κορφές,  το  όρος  Ίδη,  τα  νησιά  Λήμνος  και  Σκύρος,  τα  ευβοϊκά  όρη  Όχη,  Δίρφυς  και  Τελέθριο,  και  οι  κορυφές  Όθρυς,  Πήλιο  και  Όσσα  στη  Θεσσαλία  θα  μπορούσαν  όλα  να  συνδεθούν  μ’  έναν  εξάντα  και  πιθανόν  και  ο  Όλυμπος  της  Μακεδονίας  με  αυτόν  της  Βιθυνίας.

Μονή Διονυσίου
Η Μονή Διονυσίου στο Άγιο Όρος

Η  συνήθης  πορεία  από  τη  μονή  Φιλοθέου  ως  αυτήν  της  Λαύρας  είναι  από  ξηράς  μέχρι  τη  μονή  Καρακάλου  ‒  ένα  κακοτράχαλο  μονοπάτι  που  καλύτερα  να  το  διασχίσεις  πεζή  ‒  και  από  θαλάσσης  από  το  λιμάνι  της  τελευταίας  μέχρι  τον  Αρσανά  της  Λαύρας.

Το  μοναστήρι  της  Μεγίστης  Λαύρας  ήταν  αρχικά  το  ησυχαστήριο  του  Αθανασίου,  ενός  ερημίτη  του  Άθω,  και  λεγόταν  η  μονή  των  μελανών,  ίσως  επειδή  οι  μοναχοί  φορούσαν  μαύρα,  μέχρι  που  επεκτάθηκε  από  τους   αυτοκράτορες  Νικηφόρο  Φωκά  και  Ιωάννη  Τσιμισκή  και  πλούτισε  από  τη  γενναιοδωρία  πολλών  αλλεπάλληλων  ευεργετών  κατώτερης  τάξης.  Το  σχήμα  του  είναι  ένα  ακανόνιστο  τετράπλευρο,  και  βρίσκεται  σε  μια  τοποθεσία  παρόμοια  με  αυτή  της  μονής  Αγίας  Άννης,  δηλαδή,  ακριβώς  στους  πρόποδες  της  κορυφής  του  Άθω,  πάνω  από  ένα  γειτονικό  ακρωτήριο,  του  αρχαίου  Άκραθω,  νυν  Κάβο  Σμέρνα.  Σ’  ένα  μικρό  λιμάνι  χαμηλότερα  είναι  ο  αρσανάς  κι  ένας  πύργος  για  την  προστασία  του.  Το  μοναστήρι  αποτελείται  γενικά  από  200  καλογέρους,  εκτός  από  τους  οποίους  υπάρχουν  ισάριθμοι  που  ταξιδεύουν  προς  αναζήτηση  δωρεών  ή  βρίσκονται  στα  κελιά  και  τα  ασκητήρια  του  βουνού  απασχολούμενοι  με  χειροτεχνίες   ή  φροντίζοντες  τους  αμπελώνες  και  τους  ελαιώνες.  Εκτός  από  αυτούς  είναι  εδώ  και  πολλοί  κοσμικοί.  Τα  κειμήλια  για  τα  οποία  η  Λαύρα  είναι  η  πιο  σημαντική  μονή  για  τους  Έλληνες  είναι  η  τράπεζά  της  σε  σχήμα  σταυρού  με  24  μαρμάρινα  τραπέζια,  μια  μεγάλη  φιάλη  αγιασμού  από  μάρμαρο  και  μπρούντζο  διακοσμημένη  με  φιγούρες,  ύψους  45εκ.  και  περιμέτρου  130εκ.,  στην  οποία  ρέει  τρεχούμενο  νερό  από  ένα  κανάλι.  Στη  μονή  βρίσκονται,  επίσης,  ο  τάφος  και  η  σιδερένια  ποιμαντορική  ράβδος  του  ιδρυτή  της  Αγ.  Αθανασίου  με  την  οποία  εδίωκε  τα  δαιμόνια[9],  και  πολλά  ιερά  λείψανα,  μεταξύ  των  οποίων  οι  κάρες  διαφόρων  αγίων,  το  χέρι  του  Αγ.  Χρυσοστόμου  και  το  πόδι  του  Αγ.  Κήρυκου  που  μαρτύρησε  στην  ηλικία  των  τριών  ετών.  Στα  μισά  του  δρόμου  από  τη  Λαύρα  ως  τη  Σκήτη  Αγ.  Άννης  που  της  ανήκει,  βρίσκεται  μια  άλλη  σκήτη,  που  λέγεται  Καυσοκαλύβια   (ή  Καψοκαλύβια)  χτισμένη  με  παρόμοιο  τρόπο  στους  πρόποδες  του  Άθωνα  πάνω  από  τη  θάλασσα,  και  όπου  υπάρχει  ένας  ναός  με  πολυάριθμα  ασκητήρια.  Η  Κερασιά,  ο  Αγ.  Αντώνιος,  ο  Αγ.  Δημήτριος  και  η  μονή  Αγ.  Παύλου  είναι  παρόμοια  εξαρτήματα,  αλλά  όχι  τόσο  μεγάλα.  Στα  δύο  τελευταία  βρίσκονται  οι  κύριοι  αμπελώνες  της  Λαύρας.  Στην  επικράτεια  αυτού  του  μοναστηριού,  που  περιλαμβάνει  ολόκληρη  την  κορυφή  του  Άθωνα,  υπάρχουν  περισσότερα  από  20  απομονωμένα  παρεκκλήσια,  ένα  εκ  των  οποίων  βρίσκεται  στην  κορφή,  και  σε  όλα  τα  μονοπάτια  γύρω  από  το  βουνό  υπάρχουν  καθίσματα  των  ησυχαστών.  Η  μονή  Καρακάλου  ή  Καρακάλλου  πήρε  τ’  όνομά  της  από  τον  ιδρυτή  της,  Αντώνιο  Καρακάλλα,  ένα  Ρωμαίο,  αλλά  το  κύριο  μέρος  του  παρόντος  κτίσματος  κατασκευάστηκε  από  έξοδα  ενός  οσποδάρου  της  Μολδαβίας.

Η Μονή Εσφιγμένου
Η Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος

27  Οκτ.—Η  θύελλα  συνεχίζεται.  Σ’  ένα  κελί  πάνω  από  την  Ιβήρων  βρίσκω  μερικούς  μοναχούς  να  κατασκευάζουν  μια  βάρκα  στην  πλευρά  του  βουνού,  ενάμιση  χιλιόμετρο  απ’  τη  θάλασσα,  οι  οποίοι  με  πληροφορούν  ότι  πολλές  φορές  φτιάχνουν  βάρκες  σε  πολύ  ψηλότερα  σημεία,  επειδή  είναι  πιο  εύκολο  να  μεταφέρουν  τη  βάρκα  ως  την  ακτή,  παρά  την  ξυλεία  για  να  την  κατασκευάσουν.

28  Οκτ.—Απ’  την  Ιβήρων  στο  Βατοπέδι  σε  τρεις  ώρες.  Πρώτα  πέρασα  μια  προβολή  του  βουνού  στα  δεξιά  της  οποίας  βρίσκεται  η  μονή  Σταυρονικήτα,  και  μετά  κατέβηκα  στη  μονή  Παντοκράτορος,  που  είναι  στα  μισά  του  δρόμου  για  το  Βατοπέδι.  Η  Σταυρονικήτα  ιδρύθηκε  από  έναν  Πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως  ονόματι  Ιερεμία.  Βρίσκεται  σε  μια  όμορφη  τοποθεσία  λίγο  πιο  πάνω  απ’  την  ακτή,  εν  μέσω  περιβολιών  και  πορτοκαλεώνων,  και  διαθέτει  μια  ονομαστή  εικόνα  του  Αγίου  Νικολάου,  αρχιεπισκόπου  Μύρων,  στον  οποίον  είναι  αφιερωμένος  ο  ναός.  Αυτή  η  εικόνα  έχει  τη  επονομασία  Στρειδάς ή Αστρειδάς  επειδή  έχει  απάνω  της  ένα  στρείδι,  που  υποτίθεται  ότι  αποδεικνύει  την  ιστορία  της,  ότι,  δηλαδή,  την  είχαν  πετάξει  στη  θάλασσα  κατά  την  εποχή  της  εικονομαχίας  και  μετά  από  καιρό  επέστρεψε  στην  ξηρά.  Η  μονή  Παντοκράτορος  οικοδομήθηκε  κατά  το  13ο αι.  από  δύο  αδέρφια,  εκ  των  οποίον  ο  ένας  ήταν  ο  Αλέξιος,  στρατηγός  του  Μιχαήλ  Παλαιολόγου,  που  ανακατέλαβε  την  Κωνσταντινούπολη  από  τους  Φράγκους.  Σε  μια  κορφή  στα  αριστερά  βρίσκεται  η  Σκήτη  του  Προφήτη  Ηλία,  όπου  μένουν  Ρώσοι.

Από  τη  μονή  Παντοκράτορος  περνάμε  μια  άλλη  κορυφογραμμή  πάντα  μέσα  από  δάσος  ως  το  Βατοπέδι.  Αυτό  το  μοναστήρι,  με  τους  πανύψηλους  τοίχους  και  τους  πύργους  με  τα  κανόνια,  μοιάζει  περισσότερο  με  φρούριο,  παρά  με  θρησκευτικό  ίδρυμα  και  βρίσκεται  σ’  ένα  όμορφο  επιβλητικό  ύψωμα,  που  χωρίζεται  από  την  παραλία  ενός  ορμίσκου  από  πλαγιές  κατάφυτες  με  ελιές  και  πορτοκαλιές.  Ο  ορμίσκος  είναι  το  φυσικό  τέρμα  μιας  μικρής  κοιλάδας,  που  περιβάλλεται  από  απότομα  δασώδη  υψώματα  και  ποτίζεται  από  ένα  ρέμα.  Η  κοιλάδα  των  Καρυών  χωρίζει  αυτά  τα  υψώματα  από  τους  λόφους  μεταξύ  αυτής  και  της  μονής  Ξηροποτάμου,  έτσι  ώστε  σ’  αυτό  το  σημείο  της  χερσονήσου  υπάρχουν  δύο  κορυφογραμμές.  Η  μονή  Βατοπεδίου  είναι  η  δεύτερη  μεγαλύτερη  μετά  τη  Λαύρα  και  η  αρχαιότερη  απ’  όλες  καθώς  ιδρύθηκε  από  τον  Μέγα  Κωνσταντίνο.  Επεκτάθηκε  από  τον  Αρκάδιο  και,  αφού  καταστράφηκε  από  Σαρακηνούς  τον  9ο  αιώνα,  ανακαινίστηκε  από  τρεις  Αδριανουπολίτες,  που  κατέφυγαν  εδώ  στη  μοναστική  ζωή.  Βασικοί  ευεργέτες  τα  επόμενα  χρόνια  ήταν  ο  Μανουήλ  Α’  Κομνηνός,  ο  Ανδρόνικος  Β’  Παλαιολόγος  και  ο  Ιωάννης  ΣΤ’  Κατακουζηνός,  ο  τελευταίος  εκ  των  οποίων  πέρασε  εδώ  πολλές  από  τις  μέρες  του  με  το  όνομα  Ιωάσαφ  μετά  την  παραίτησή  του  από  το  θρόνο.  Κανένα  άλλο  μοναστήρι  δεν  έχει  μεγαλύτερο  αριθμό  ελαιώνων,  αμπελώνων  και  μετοχιών  στο  εξωτερικό,  τα  περισσότερα  στη  Μολδαβία,  και  κανένα  δεν  έχει  τόσες  πολλές  ανέσεις  στο  εσωτερικό  του.  Παρόλ’  αυτά,  το  ταμείο  είναι  άδειο,  επειδή  η  μονή  μόλις  κέρδισε  μια  υπόθεση  εναντίον  της  μονής  Ζωγράφου  σχετικά  με  την  ιδιοκτησία  ενός  μετοχιού,  και  κατά  την  οποία  επικράτησε,  όχι  χάρη  στις  αποδείξεις  των  αρχαίων  καταστατικών  χαρτών  της,  αλλά  χάρη  στη  δαπάνη  200  πουγγίων[10]  στην  Κωνσταντινούπολη.  Ο  Μεγάλος  Βεζίρης,  στον  οποίον  παρουσιάστηκε  το  ζήτημα,  εκμεταλλεύτηκε  την  ευκαιρία  στο  τέλος  να  νουθετήσει  τις  αντίπαλες  πλευρές  για  την  απερισκεψία  τους.  Τα  κανονικά  ετήσια  έξοδα  του  μοναστηριού  είναι  200  πουγγία,  συμπεριλαμβανομένων  των  φόρων  που  πληρώνουν  στους  Τούρκους.  Τριακόσιοι  μοναχοί  υπάγονται  στο  ίδρυμα,  αλλά  περισσότεροι  από  τους  μισούς  βρίσκονται  στα  μετόχια  ή  σε  αναζήτηση  δωρεών.  Εκτός  απ’  αυτούς  υπάρχουν  πάρα  πολλοί  κοσμικοί,  τόσο  στη  μονή  όσο  και  στα  κελιά.  Τις  υποθέσεις  του  μοναστηριού  διαχειρίζονται  δώδεκα  ηγούμενοι  μεταξύ  των  οποίων  οι  πιο  υψηλόβαθμοι  είναι  ο  σκευοφύλακας,  ο  επίτροπος,  ο  δικαίος,  που  έχει  την  ευθύνη  των  αποθηκών,  των  μουλαριών  και  των  καταλυμάτων  και  ο  γραμματικός.  Ένας  από  τους  παλαιότερους  ενοίκους,  χωρίς  καμιά,  όμως,  δικαιοδοσία,  είναι  ο  Επίσκοπος  Κορυτσάς  και  Μοσχοπόλεως,  ο  οποίος  έφτασε  εδώ  φοβούμενος  τον  Αλή  Πασά  πριν  από  12  ή  15  χρόνια.

Μονή Ζωγράφου στο Άγιο Όρος
Η Μονή Ζωγράφου στο Άγιο Όρος

Σ΄  έναν  λόφο  δίπλα  στο  μοναστήρι  βρίσκεται  η  σχολή  του  Βατοπεδίου,  τώρα  άδεια,  αλλά  για  ένα  σύντομο  χρονικό  διάστημα,  υπό  το  λόγιο  Ευγένιο  Βούλγαρη  από  την  Κέρκυρα,  απέκτησε  τέτοια  φήμη,  που  είχε  περισσότερους  φοιτητές  απ’  όσους  μπορούσε  να  φιλοξενήσει  το  κτίριο,  αν  και  διαθέτει  170  κελιά  γι’  αυτόν  το  σκοπό.  Παρόλα,  όμως,  τα  πλεονεκτήματα  της  υγιούς  τοποθεσίας,  του  όμορφου  τοπίου  και  της  απομόνωσης,  που  προσφέρει  το  Άγιο  Όρος  ως  τόπος  εκπαίδευσης,  οι  φιλομαθείς  Έλληνες  αναγκάστηκαν  να  ικανοποιήσουν  αλλού  τις  πνευματικές  τους  ανάγκες.  Οι  αδαείς  γενικά  καταδιώκουν  τη  γνώση.  Ο  φθόνος  με  τον  οποίο  έβλεπε  τη  σχολή  το  αμόρφωτο  κοπάδι  των  καλογέρων,  σε  συνδυασμό  με  περαιτέρω  ενστάσεις  για  την  Ιερά  Χερσόνησο  οδήγησαν,  τελικά,  στην  ερήμωση  της  σχολής.

Επικεφαλής  των  μοναστηριών  του  Αγίου  Όρους  τίθενται  κατά  κύριο  λόγο  μοναχοί  που  έχουν  φέρει  χρήματα  στο  ταμείο.  Μερικές  φορές  αυτοί  που  έχουν  ταξιδέψει  για  να  συλλέξουν  δωρεές,  κρατούν  μέρος  των  κερδών  κι  έτσι  ασκούν  επιρροή  στον  Πατριάρχη,  που  έχει  πάντα  κάποιο  λόγο  στην  εκλογή  ηγουμένων,  αν  και  τυπικά  εκλέγονται  κάθε  χρόνο  όπου  οι  μοναχοί  είναι  ιδιόρρυθμοι,  όπως  στο  Βατοπέδι,  και  στα  περισσότερα  μοναστήρια  του  Άθωνα.  Όταν  ορίζονται  ως  επικεφαλής,  συνεισφέρουν  κάτι  στο  ταμείο  κατά  την  είσοδό  τους  στην  κοινότητα,  λαμβάνουν  ένα  κελί  και  μια  μερίδα  ψωμιού  και  κρασιού,  αλλά  διαθέτουν  όλα  τα  υπόλοιπα  οι  ίδιοι.  Αντιθέτως,  οι  κοινοβιακοί  διοικούνται  από  έναν  και  μόνο  ηγούμενο,  που  ορίζει  ο  Πατριάρχης.  Ντύνονται  και  ζουν  ομοιόμορφα,  λαμβάνουν  ρούχα  και  τροφή  από  τη  μονή  και  γενικά  διοικούνται  πιο  αυστηρά.  Μόνο  επτά  από  τα  είκοσι  μοναστήρια  του  Όρους  είναι  κοινοβιακά  και  συγκεκριμένα  οι  μονές  Καρακάλου  και  Εσφιγμένου  στη  βόρεια  ακτή  και  στη  νότια  οι  μονές  Διονυσίου,  Σίμωνος  Πέτρας,  Ρώσικο,  Ξενοφώντος  και  Κωνσταμονίτου.  Οι  μοναχοί  χωρίζονται  σε  τρεις  κατηγορίες:  δόκιμοισταυροφόροι (φέρουν  το  σήμα  του  σταυρού)  και  το  μέγα  σχήμα,  δηλ.  η  ανώτατη  βαθμίδα.  Όταν  τα  κελιά  είναι  χτισμένα  σε  μικρά  συγκροτήματα,  οι  μοναχοί  και  οι  λαϊκοί  που  τα  κατοικούν  διοικούνται  από  έναν  πρεσβύτερο  του  κυρίως  μοναστηριού,  αλλά  πολλά  απ’  αυτά  τα  κελιά  είναι  απομονωμένες  καλύβες  που  στεγάζουν  ερημίτες.  Υπάρχουν  περισσότερα  από  300  κελιά  διάσπαρτα  στο  βουνό.  Οι  κελιώτες  είτε  καλλιεργούν  αμπέλια,  περιβόλια  ή  καλαμπόκι,  αν  και  είναι  ελάχιστα  τα  χωράφια  καλαμποκιού,  είτε  φροντίζουν  τις  μέλισσες  και  τα  βοοειδή  της  χερσονήσου.  Μερικοί  τρόφιμοι  σε  κάθε  μοναστήρι,  κυρίως  όσοι  είναι  περιορισμένοι  στο  κτίριο  λόγω  αδυναμίας  εξωτερικής  απασχόλησης,  γνέθουν  μαλλί  και  φτιάχνουν  ρούχα,  αλλά  οι  κατασκευές  διεξάγονται   κυρίως  στα  ασκητήρια,  κοινώς  γνωστότερα  ως  ασκήτες  ή  σκήτες,  ή  σκήτια,  απ’  όπου  προμηθεύεται  το  παζάρι  στις  Καρυές  μοναστικά  ενδύματα,  καπέλα  και  σκούφους  κάθε  είδους  που  χρησιμοποιείται  στην  Ελλάδα,  χάντρες,  σταυρούς,  ξύλινα  κουτάλια  και  άλλα  καθημερινά  εργαλεία  που  χρησιμοποιούνται  στα  μοναστήρια.  Μερικοί  από  τους  ασκητές  και  κυρίως  στη  σκήτη  της  Αγίας  Άννης,  είναι  βιβλιοδέτες,  ζωγράφοι  και  κορνιζοποιοί  ιερών  εικόνων  και  υπάρχουν  και  κάποιοι  καλλιγράφοι,  τελευταία  υπολείμματα  ενός  επαγγέλματος  που  ήταν  πολύ  διαδεδομένο  πριν  την  εφεύρεση  της  τυπογραφίας  και  πιθανότατα  μεγάλη  πηγή  εσόδων  για  τους  μοναχούς  του  Άθω.  Η  σκήτη  διευθύνεται  από  έναν  μοναχό  του  μοναστηριού  στο  οποίο  ανήκει,  που  ονομάζεται  δικαίος.  Οι  κυριότερες  σκήτες  εκτός  από  αυτές  της  Λαύρας  είναι  η  Νέα  Σκήτη  της  Μονής  Αγίου  Παύλου,  η  Ξενοφητική  Σκήτη,  ο  Προφήτης  Ηλίας  της  Μονής  Παντοκράτορα,  ο  Άγιος  Δημήτριος  του  Βατοπεδίου,  ο  Πρόδρομος  ή  Κουτλουμουσιανή  σκήτη,  η  σκήτη  της  Αγίας  Τριάδος  κοντά  στη  Μονή  Σίμωνος  Πέτρας  κι  ένα  μονίδιο  του  Αγίου  Βασιλείου  στην  ακτή  κοντά  στις  Καρυές.

Φρεντερίκ Μπουασονά (Γαλλικά: Fred Boissonnas, Γενεύη 18 Ιουνίου 1858 - 17 Οκτωβρίου 1946) Μονή Μεγίστης Λαύρας 1929
Φρεντερίκ Μπουασονά (Γαλλικά: Fred Boissonnas, Γενεύη 18 Ιουνίου 1858 – 17 Οκτωβρίου 1946) Μονή Μεγίστης Λαύρας 1929

Το  Όρος  προμηθεύει  τους  κατοίκους  του  με  ξυλεία,  καυσόξυλα,  λάδι,  ελιές,  σύκα,  καρύδια,  χόρτα,  σταφύλια  και  κρασί,  αλλά  για  καλαμπόκι  βασίζονται  στα  μετόχια  τους  πέρα  από  τον  ισθμό,  από  τα  οποία  το  Όρος  διαθέτει  τουλάχιστον  πενήντα  πέντε  στα  γειτονικά  τμήματα  της  Μακεδονίας  ή  στη  Θάσο.  Τα  ψάρια  είναι  το  μόνο  κρέας  που  καταναλώνεται  στη  χερσόνησο,  εκτός  αν  πρόκειται  για  εξέχοντες  επισκέπτες,  οι  οποίοι  με  τη  σειρά  τους  πρέπει  να  συνεισφέρουν  στο  ταμείο.  Το  σύνηθες  φαγητό,  επομένως,  των  Αγιορειτών,  ακόμα  και  όταν  δε  νηστεύουν,  είναι  λαχανικά,  παστά  ψάρια,  ελιές  και  τυρί.  Τρώνε  λίγα  φρέσκα  ψάρια,  καθώς  οι  άτολμες,  νωθρές  συνήθειές  τους,  η  βαθιά,  άγρια  θάλασσα  που  τους  περιβάλλει,  και  η  έλλειψη  σκαφών  συνωμοτούν  για  να  τους  στερήσουν  την  καλύτερη  τροφή  που  επιτρέπουν  οι  κανόνες  τους.  Το  βουνό  είναι  άβατο  για  όλα  τα  ζώα  θηλυκού  γένους.  Δε  βλέπεις  ούτε  αγελάδα,  ούτε  προβατίνα,  ούτε  γουρούνα,  ούτε  κότα,  ούτε  θηλυκιά  γάτα.  Βέβαια,  τα  άγρια  ζώα  και  πουλιά  τους  αψηφούν.  Αρουραίοι  και  ποντίκια  πολλαπλασιάζονται  και  τους  κατατρώνε,  και  οφείλουν  να  ομολογήσουν  το  χρέος  τους  στη  βασίλισσα  των  μελισσών,  χωρίς  την  οποία  θα  στερούνταν  μια  από  τις  πιο  βασικές  τους  παραγωγές.  Όλα  τα  κτίρια  κατακλύζονται  από  αγριοπερίστερα  σε  αναζήτηση  τροφής  για  καλή  τύχη  του  σαρκοφάγου  ταξιδιώτη,  που,  χωρίς  αυτή  τη  λύση  καθώς  και  αυτή  μερικών  πετεινών,  που  συντηρούνται  για  λογαριασμό  του  ή  για  την  περίπτωση  αρρώστιας  κάποιου  αποσυρμένου  ιεράρχη  θα  δυσκολευόταν  να  δειπνήσει.  Αντίθετα  με  τις  ορατές  αποδείξεις,  οι  λαϊκοί  πιστεύουν  ή  προσποιούνται  ότι  πιστεύουν,  ότι  τίποτα  θηλυκό  δε  μπορεί  να  ζήσει  στη  χερσόνησο  κι  έχω  ακούσει  ναυτικούς  του  Αιγαίου  να  λένε  ιστορίες  γυναικών,  που  τιμωρήθηκαν  με  άμεσο  θάνατο,  επειδή  είχαν  το  θάρρος  να  πατήσουν  το  έδαφός  της.  Τα  βοσκοτόπια  των  βουνών  καταλαμβάνουν  κυρίως  μουλάρια  και  νεαροί  ταύροι,  που,  μαζί  με  κάποια  βόδια,  κριάρια  και  τράγους  εκτρέφονται  στα  μετόχια  πέρα  από  τον   ισθμό  και  μεταφέρονται  εδώ  για  να  μεγαλώσουν  και  να  παχύνουν.  Μερικές  φορές  σφάζουν  ένα  αρνί  ή  τράγο  στις  Καρυές  για  τον  Αγά  και  τους  δικούς  του,  αλλά  ούτε  αυτός  μπορεί  να  έχει  θηλυκά  στο  σπίτι  του.

Φρεντερίκ Μπουασονά (Γαλλικά: Fred Boissonnas, Γενεύη 18 Ιουνίου 1858 - 17 Οκτωβρίου 1946) Βατοπέδι, 1929
Φρεντερίκ Μπουασονά (Γαλλικά: Fred Boissonnas, Γενεύη 18 Ιουνίου 1858 – 17 Οκτωβρίου 1946) Βατοπέδι, 1929

Το  σύνολο  των  φόρων  στην  Υψηλή  Πύλη  και  τον  Πασά  της  Θεσσαλονίκης  είναι  περίπου  150  πουγγία,  απ’  τα  οποία  τα  ορισμένα  ποσά  είναι  7.500  γρόσια  για  κατοχή  γαιών  (miri[11]),  9.000  για  καταγραφή  (takhri[12])  και  22.000  για  κεφαλικό  φόρο.  Πέρυσι  δόθηκαν  7.000  για  την  έκδοση  διατάγματος  του  Σουλτάνου  προς  τον  Πασά  της  Θεσσαλονίκης,  που  θα  του  απαγόρευε  να  επιβάλλει  περισσότερες  εισφορές.

 Τα  περισσότερα  μοναστήρια,  αν  όχι  όλα,  χρωστούν  και  πληρώνουν  μεγάλο  τόκο,  κι  όπως  και  κάποιες  μεγαλύτερες  κοινότητες,  βρίσκουν  αυτό  το  μέρος  των  ετήσιων  υποχρεώσεών  τους  πιο  επαχθές  από  τους  άμεσους  φόρους  και  τα  τρέχοντα  έξοδά  τους.

Οι  κάτοικοι  του  Όρους  Άθω  προέρχονται,  όπως  είναι  φυσικό,  απ’  όλα  τα  μέρη  της  Τουρκίας  και  είναι  κυρίως  άντρες  μεγάλης  ηλικίας,  που  αποσύρονται  εδώ  για  λόγους  ευσέβειας  ή  συχνότερα  για  να  απαλλάξουν  τις  μέρες,  που  τους  απομένουν,  από  τους  κινδύνους  του  τουρκικού  αυταρχισμού.  Όποιος  άντρας  φέρνει  μαζί  του  χρήματα  είναι  ευπρόσδεκτος.  Αν  είναι  γέρος,  δεν  γίνεται  δεκτός  χωρίς  αυτά,  αλλά  οι  νέοι  και  φιλόπονοι  εισέρχονται  χωρίς  χρέωση  κι  αφού  υπηρετήσουν  μερικά  χρόνια  ως  κοσμικοί,  γίνονται  καλόγεροι.  Καθώς  όλοι  αυτοί  γυρεύουν  απλώς  να  επιβιώσουν,  ανήκουν  γενικά  στις  κατώτερες  τάξεις.  Πολλοί  άνδρες  κάθε  ηλικίας  είναι  φυγάδες  για  εγκλήματα  που  έχουν  διαπράξει,  ή  εξαιτίας  της  τουρκικής  εκδικητικότητας,  δίκαιης  ή  άδικης.  Κατά  συνέπεια,  πολλές  φορές  οι  περισσότεροι  μοναχοί  σε  κάθε  μονή  γνωρίζουν  τα  πάντα  εκτός  από  το  τυπικό  της  θρησκευτικής  ζωής,  αν  και  μάλλον  το  αντίθετο  συνέβαινε  την  εποχή  της  Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας,  ενώ  οι  υπόλοιποι  στην  καλύτερη  περίπτωση  ξέρουν  απλώς  να  διαβάζουν  τη  θεία  λειτουργία.  Μου  έδειξαν  πολλούς,  που,  αφού  έγιναν  πρώτα  Μουσουλμάνοι  και  μετά  μετανόησαν,  κατέφυγαν  εδώ,  στο  μόνο  μέρος,  όπου  μπορούν  να  επιστρέψουν  στην  Εκκλησία  και  να  σωθούν  από  την  τιμωρία,  που  περιμένει  τον  Τούρκο  αποστάτη.  Δεν  έχει  περάσει  καιρός  από  τότε  που  ένας  νεαρός  Εβραίος  από  τη  Θεσσαλονίκη  ήρθε  στο  Όρος  για  να  ασπαστεί  το  χριστιανισμό  και  τη  μοναστική  ζωή,  αλλά  μόλις  ντύθηκε  καλύτερα,  επέστρεψε  στη  Θεσσαλονίκη  και  δέχτηκε  νέες  χάρες  από  τους  Εβραίους  για  να  απαρνηθεί  το  χριστιανισμό.  Ένας  από  τους  μοναχούς  του  Βατοπεδίου,  που  έπαιξε  βασικό  ρόλο  στον  αρχικό  προσηλυτισμό  του,  με  πληροφορεί  ότι  λίγο  αργότερα  βρήκε  αυτό  τον  Εβραίο  στην  Αδριανούπολη  να  δουλεύει  ως  γιατρός.  Ένας  νέος  Τούρκος  Κωνσταντινουπολίτης,  γιος  ενός  γενιτσάρου  του  Πατριάρχη,  που  είχε  μεγαλώσει  παρακολουθώντας  τις  τελετές  της  Εκκλησίας  και  τις  γνώριζε  καλά,  όταν  ο  πατέρας  του  πέθανε  και  δεν  του  άφησε  τίποτα,  ήρθε  στο  Βατοπέδι  και  υπηρέτησε  τρία  χρόνια  ως  εφήμερος,  δηλαδή  ένας  από  τους  ιερείς  που  λένε  με  τη  σειρά  τη  λειτουργία  και  συχνά  μοιράζονται  τα  δώρα  των  προσκυνητών  και  άλλα.  Αφού  είχε  προσαρμοστεί  αυτό  το  διάστημα  σε  όλες  τις  μορφές  της  εξομολόγησης,  καθώς  και  στους  συνήθεις  εξαγνισμούς,  όπως  κάθε  αποσυρόμενος  σε  ερημητήριο  μαθαίνει  να  ζει  με  ψωμί  και  νερό,  κουράστηκε  πολύ  απ’  αυτήν  τη  ζωή  και  θέλησε  να  ξοδέψει  τα  γρόσια  που  είχε  μαζέψει.  Παρουσιάστηκε,  λοιπόν,  μια  μέρα  στον  Ηγούμενο,  ζήτησε  τις  εντολές  του  για  την  Κωνσταντινούπολη  και  είπε  ότι  είχε  τελειώσει  τις  υποθέσεις  του  στο  Όρος  και  ότι  τον  έλεγαν  πάλι  Ισμαήλ.  Όσο  γνωστό  είναι  το  Βατοπέδι  για  την  αυστηρή  πειθαρχία  του,  τόσο  γελοία  φαίνονται  κάτι  τέτοια  κόλπα.  Πολύ  συχνές  είναι  οι  δερματικές  παθήσεις  και  οι  ρήξεις  κήλης  που  παθαίνουν  οι  μοναχοί,  πιθανότατα  συνέπειες  της  δίαιτάς  τους.  Η  συνήθης  τιμωρία  για  την  παραβίαση  των  κανόνων  της  νηστείας  ή  άλλων  συγχωρητέων  αμαρτημάτων  είναι  οι  μετάνοιες,  που  γενικά  επιβάλλονται  κατά  εκατοντάδες.  Η  μεγάλη  μετάνοια  είναι  να  κάνει  κάποιος  το  σύμβολο  του  σταυρού  και  το  ακόλουθο  προσκύνημα  του  σώματος  στο  χώμα.  Η  μικρή  μετάνοια  είναι  το  σήμα  του  σταυρού  και  μια  κάμψη  χωρίς  προσκύνημα.  Το  κόστος  μιας  αγρυπνίας  για  το  όφελος  της  ψυχής  του  αγοραστή  είναι  25  γρόσια,  και  της  παρρησίας  50  γρόσια.  Αν  δώσει  κάποιος  αυτό  το  ποσό,  το  όνομά  του  σε  μια  συγκεκριμένη  προσευχή  σε  κάποιες  γιορτές  όσο  υπάρχει  το  μοναστήρι.

Ανάμεσα  στους  τροφίμους  του  Βατοπεδίου  αυτή  την  εποχή  είναι  κι  ένας  γερο-Χιώτης,  που  υπηρέτησε  πολλά  χρόνια  το  ρωσικό  στρατό  σε  πολλά  μέρη  της  Ευρώπης  και  τώρα  απολαμβάνει  τη  σύνταξή  του  ως  απόστρατος  λοχαγός.  Σκόπευε  να  περάσει  την  υπόλοιπη  ζωή  του  στο  Όρος,  αλλά  αηδιασμένος  από  τους  συντρόφους  που  βρίσκει  εδώ,  πρόκειται  να  γυρίσει  στο  Τέρεσπολ,  όπου  έχει  μια  κόρη  παντρεμένη  μ’  έναν  Ρώσο  συνταγματάρχη.  Βρισκόταν  στη  Χερσώνα,  όταν  η  Μεγάλη  Αικατερίνη,  ανησυχώντας  για  την  ευημερία  της  πόλης  που  είχε  πρόσφατα  ιδρύσει,  έστειλε  εκεί  τους  Κορφιάτες  Ευγένιο  Βούλγαρη  και  Νικηφόρο  Θεοτόκη  μαζί  με  την  πριγκίπισσα  Γκίκα,  όλοι  τους  άτομα  πολύ  κατάλληλα  να  μορφώσουν  τους  αδαείς  συμπατριώτες  τους,  πολλοί  από  τους  οποίους  είχαν  πειστεί  να  εγκατασταθούν  εκεί  από  τα  πλεονεκτήματα  που  τους  είχε  παρουσιάσει  η  αυτοκράτειρα.  Ο  κυβερνήτης,  όμως,  ήταν  Ρώσος  και,  ως  Ρώσος,  μισούσε  τους  Έλληνες.  Σε  μια  αποικία,  τόσο  μακριά  από  την  πρωτεύουσα,  αυτό  ήταν  μοιραίο.  Πάρα  πολλοί  από  τους  φτωχότερους  αποίκους  χάθηκαν  το  χειμώνα  του  1780  και  το  1784  έφτασε  στη  Χερσώνα  η  πανούκλα,  που  στέρησε  απ’  το  Χιώτη  λοχαγό  πέντε  μεγάλα  παιδιά  σε  τέσσερις  μέρες.

Επειδή  η  μονή  Βατοπεδίου  έχει  τα  περισσότερα  φυσικά  πλεονεκτήματα  από  κάθε  άλλη  τοποθεσία  στη  βόρεια  πλευρά  της  χερσονήσου,  υποθέτει  κανείς  ότι  καταλαμβάνει  τη  θέση  κάποιας  πόλης  της  αρχαίας  Ακτής,  αλλά  οι  μόνες  αρχαιότητες  που  μπόρεσα  να  βρω  είναι  δυο  εγχάρακτες  επιτύμβιες  επιγραφές  μέσα  στο  ναό.  Η  μια  απ’  αυτές  είναι  αφιερωμένη  στη  μνήμη  κάποιας  Ηρούς,  κόρης  του  Πανκρατίδη  και  συζύγου  του  Αστυκρέοντα,  γιου  του  Φιλίππου,  του  οποίου  συζύγου  το  όνομα  προστέθηκε  αργότερα  στην  επιγραφή[13].  Η  άλλη  επιγραφή  βρίσκεται  στην  αποθήκη  του  μοναστηριού,  που  τώρα  είναι  γεμάτη  λάδι,  πάνω  σ’  ένα  μεγάλο  σωρό.  Ο  Γερμανός,  γιος  του  Ηρακλή,  έφτιαξε  τον  τάφο  της  γυναίκας  του,  Διονυσίας,  κόρης  του  Διονύσιου,  και  του  ίδιου,  όσο  ήταν  ακόμα  ζωντανός  και  όρισε  ότι,  αν  κάποιος  άλλος  τολμούσε  να  τον  ανοίξει  ή  να  βάλει  μέσα  άλλο  πτώμα,  θα  πλήρωνε  πρόστιμο  2.000 δηναρίων  στο  δημόσιο  ταμείο  και  το  ίδιο  ποσό  στην  πόλη.  Αναγράφεται  το  έτος  351,  δεύτερη  μέρα  του  μήνα  Πάνημου[14].

Ορθόδοξοι Χριστιανοί μοναχοί στο Άγιο Όρος
Ορθόδοξοι Χριστιανοί μοναχοί στο Άγιο Όρος

2 Νοεμ.—Από  το  Βατοπέδι  στο  Χιλανδάρι  σε  δύο  ώρες  και  τρία  τέταρτα.  Ο  δρόμος  έχει  πολλές  πέτρες  και  στροφές  και  διασχίζει  μια  σειρά  υψωμάτων  κοντά  στη  θάλασσα.  Σε  απόσταση  μικρότερη  της  μισής  ώρας  από  το  Χιλανδάρι  βρίσκεται  η  μονή  Σιμένου,  σωστότερα  Εσφιγμένου,  σε  μια  τοποθεσία  κοντά  στη  θάλασσα,  στο  στόμιο  ενός  ρέματος  σε  μια  μικρή,  στενή  κοιλάδα,  μια  συμπιεσμένη  θέση  από  την  οποία  προέρχεται  και  το  όνομα  του  μοναστηριού.  Η  μονή  ιδρύθηκε  από  το  Θεοδόσιο  Β’  το  Μικρό  και  την  αδελφή  του  Πουλχερία.  Περίπου  ενάμιση  χιλιόμετρο  προς  τ’  ανατολικά  υπάρχει  ένας  ασφαλής  μικρός  κόλπος  και  στο  λόφο  που  χωρίζει  την  κοιλάδα  της  μονής  Εσφιγμένου  από  αυτήν  του  Χιλανδαρίου  βρίσκεται  ένας  πύργος  σ’  ένα  βράχο  πάνω  από  τη  θάλασσα.  Λένε  ότι  ένα  μέρος  του  τείχους  του  πύργου  είναι  έργο  αρχαίας  ελληνικής  τειχοποιΐας,  αλλά  εγώ  δεν  το  πρόσεξα  ιππεύοντας  στην  παραλία  από  κάτω.  Επίσης,  αναφέρεται  ότι  υπήρχαν  παλιότερα  πολλά  αρχαία  θεμέλια  στον  αρσανά  του  Χιλανδαρίου,  ενάμιση  χιλιόμετρο  από  τη  μονή,  και,  συγκεκριμένα,  απομεινάρια  ενός  μώλου,  μέρος  του  οποίου  σώζεται  ακόμα.  Τόσο  πολλοί  ηλικιωμένοι  μοναχοί  συμφωνούν  ότι  εδώ  βρισκόταν  μια  από  τις  αρχαίες  πόλεις  της  Ακτής,  που  δεν  μένει  περιθώριο  για  πολλές  αμφιβολίες,  καθώς  η  τοποθεσία  αποτελεί  ένα  από  τα  πιο  σημαντικά  φυσικά  πλεονεκτήματα.  Ένας  βράχος  σε  μικρή  απόσταση  από  την  ακτή  προσφέρει  κάποιο  καταφύγιο,  αλλά  το  αγκυροβόλι  είναι  ασφαλές  μόνο  με  καλό  καιρό.  Το  Χιλανδάρι  βρίσκεται  σε  μια  όμορφη  τοποθεσία  σ’  ένα  λαγκάδι,  που  ποτίζεται  από  ένα  χείμαρρο  και  περικυκλώνεται  από  πευκόφυτους  λόφους.  Υπάρχει  ένας  μεγάλος  κήπος  κάτω  από  το  μοναστήρι  και  πέρα  μέχρι  τη  θάλασσα  ο  χείμαρρος  σκιάζεται  από  δέντρα.  Οι  μοναχοί  κατάγονται  σχεδόν  όλοι  από  τη  Σερβία  και  τη  Βουλγαρία,  και  μόνο  τα  ιλλυρικά  μιλούνται  στη  μονή,  αν  και  πολλοί  ξέρουν  να  μιλήσουν  και  να  διαβάσουν  ελληνικά.  Η  βιβλιοθήκη  αποτελείται  αποκλειστικά  από  ιλλυρικά  βιβλία.  Το  μοναστήρι  ιδρύθηκε  από  δυο  ασκητές,  το  Συμεών  της  Σερβίας και  το  γιο  του  Σάββα,  αλλά  ο  σημερινός  ναός  χτίστηκε  από  το  Στέφανο,  βασιλιά  της  Σερβίας,  σύζυγο  της  κόρης  του  αυτοκράτορα  Ρωμανού.  Το  Χιλανδάρι  είναι  η  δέκατη  και  τελευταία  μονή  στη  βόρεια  ακτή  της  χερσονήσου.  Σε  απόσταση  τριών  ωρών  με  τα  πόδια  προς  τη  νότια  ακτή  βρίσκεται  η  μονή  Ζωγράφου,  άλλο  ένα  μοναστήρι  Σερβοβουλγάρων,  το  δέκατο  και  τελευταίο  της  νότιας  πλευράς  της  χερσονήσου.  Αυτά  τα  δυο  ιδρύματα,  αλλά  ειδικότερα  το  Χιλανδάρι,  κατέχουν  τις  μεγαλύτερες  εκτάσεις  απ’  όλα  τα  άλλα,  η  γη,  όμως,  είναι  άγονη  ή  ακαλλιέργητη  και  δεν  παράγει  καν  τα  χρήσιμα  δέντρα  που  ντύνουν  τις  ανατολικές  πλευρές  της  κορυφογραμμής.  Μόνο  τα  βοσκοτόπια  έχουν  κάποια  αξία.

3  Νοεμ.—Νωρίς  σήμερα  το  πρωί  κατευθύνθηκα  από  το  Χιλανδάρι  στον  Ισθμό  της  Ακτής,  περνώντας  από  λόφους  που  τους  διακόπτουν  στενές  κοιλάδες.  Αυτές  ποτίζονται  από  χειμάρρους,  που  κυλούν  από  τα  υψώματα  στ’  αριστερά  μας,  τα  οποία  καλύπτουν  πευκοδάση  χωρίς  κανένα  άλλο  είδος  δέντρου  και  χωρίς  παρεμβολές  καλλιεργειών.  Η  διαδρομή  ακολουθεί  την  κατεύθυνση  της  ακτής  σε  κοντινή  απόσταση  για  δυο  ώρες  και  τρία  τέταρτα,  όταν  στην  κορυφή  της  οροσειράς,  που  τελειώνει  στο  ακρωτήρι  που  σχηματίζει  το  βόρειο  άκρο  της  χερσονήσου  και  την  ανατολική  πλευρά  της  εισόδου  στον  κόλπο  της  Ιερισσού,  αφήνουμε  το  ψηλότερο  σημείο  της  κορυφογραμμής  στ’  αριστερά  και  κατεβαίνουμε  σε  μια  αμμώδη  παραλία  που  συνορεύει  με  τον  κόλπο  της  Ιερισσού  και  φτάνει  βόρεια  μέχρι  τους  πρόποδες  του  όρους  Νίσβορο.  Περίπου  πέντε  χιλιόμετρα  προς  τα  δεξιά,  στην  κατάβαση  και  μόλις  μέσα  στο  ακρωτήρι,  βρίσκεται  το  πόρτο  του  Φραγκολιμιώνα  και  λίγο  πιο  κοντά  ένα  άλλο  που  λέγεται  Πλατύ,  όπου  αυτή  τη  στιγμή  έχουν  αγκυροβολήσει  πολλές  βάρκες.  Περνάμε  πρώτα  από  το  σημείο  όπου  τελειώνει  μια  εύφορη,  καλλιεργημένη  κοιλάδα,  που  εκτείνεται  τρία  με  τέσσερα  χιλιόμετρα  στ’  αριστερά  ανάμεσα  στους  λόφους  και  στη  μέση  της  οποίας  βρίσκεται  ένα  μετόχι  Βουλγάρων,  που  ανήκει  στη  μονή  Χιλανδαρίου.  Μετά,  αφού  περάσουμε  ένα  βραχώδες  σημείο  με  δέντρα,  μπαίνουμε  στο  κυματοειδές  έδαφος,  που  σχηματίζει  τον  ισθμό  ανάμεσα  στη  χερσόνησο  της  Ακτής  και  τη  μεγάλη  χερσόνησο  της  Χαλκιδικής.  Το  πρώτο  μετόχι  στον  ισθμό  ανήκει  στη  μονή  Ιβήρων,  ένα  τέταρτο  της  ώρας  μετά  απ’  αυτό  είναι  το  βατοπεδινό.  Αυτά  τα  αγροκτήματα  και  τα  μονίδια  βρίσκονται  στην  ακτή  του  κόλπου  της  Ιερισσού,  το  πρώτο  στα  ανατολικά  του  στενότερου  μέρους  του  ισθμού  και  το  δεύτερο  μερικές  εκατοντάδες  μέτρα  προς  τα  δυτικά.  Το  σύγχρονο  όνομα  αυτού  του  ισθμού  είναι  Πρόβλακας,  προφανώς  η  ρωμαίικη  εκδοχή  της  λέξης  προαύλαξ,  που  αναφέρεται  στο  κανάλι  στην  είσοδο  της  χερσονήσου  του  Άθω,  που  διέσχιζε  τον  ισθμό  και  ανασκάφηκε  από  τον  Ξέρξη.  Το  πλάτος  του  ισθμού  ή  μήκος  του  καναλιού  δε  μου  φαίνεται  τόσο  μακρύ  όσο  το  ρωμαϊκό  μίλι[15]  και  το  μισό  απ’  όσο  του  αποδίδει  ο  Πλίνιος[16].  Είναι  ένα  αυλάκι  μεταξύ  φυσικών  όχθεων,  που  περιγράφονται  πολύ  καλά  από  τον  Ηρόδοτο  ως  κολωνο  οὐ  μεγάλοι[17],  καθώς  τα  υψηλότερα  σημεία  τους  βρίσκονται  το  πολύ  30μ.  πάνω  από  τη  θάλασσα.  Το  χαμηλότερο  μέρος  του  αυλακιού  είναι  μόνο  λίγα  μέτρα  ψηλότερο  από  αυτό  το  επίπεδο.  Περίπου  στο  μέσο  του  ισθμού,  όπου  ο  βυθός  είναι  ψηλότερος,  υπάρχουν  απομεινάρια  του  αρχαίου  καναλιού.  Κάποιες  κοιλότητες,  γεμάτες  τώρα  απ’  το  νερό  των  τελευταίων  βροχών,  μαρτυρούν  τα  σημεία,  όπου  το  έδαφος  είναι  βαθύτερο.  Στη  βορινή  πλευρά  συγκεκριμένα,  υπάρχει  μια  μεγάλη  λίμνη,  που  χωρίζεται  από  τη  θάλασσα  από  μια  στενή  λωρίδα  άμμου.  Και  στις  δυο  μεριές  αυτής  της  λίμνης  υπάρχουν  θεμέλια  αρχαίων  τειχών.  Αυτά  που  βρίσκονται  στην  ανατολική  πλευρά  απέχουν  λίγο  από  τη  λίμνη,  αλλά  στην  αντίθετη  πλευρά  είναι  κοντά  στην  άκρη  της  καθώς  και  στην   άκρη  της  θάλασσας  και  τα  βλέπει  κανείς  για  κάποια  απόσταση  παράλληλα  στην  ακτή  προς  το  βατοπεδινό  μετόχι.  Στο  δυτικό  άκρο  του  ισθμού  ή  εκείνο  που  βγαίνει  στο  Σιγγιτικό  Κόλπο,  το  κανάλι  περνά  τα  τελευταία  180  μέτρα  από  την  κοίτη  ενός  ρυακιού,  που  πηγάζει  πάνω  από  την  Ιερισσό  και  εκβάλλει  στη  θάλασσα  μεταξύ  δυο  μικρών  υψωμάτων,  που  περικλείουν  αυτή  την  άκρη  του  καναλιού.  Πίσω  από  το  ανατολικό  ύψωμα  και  πάνω  από  την  όχθη  του  καναλιού  βρίσκονται  άλλα  δυο  παρόμοια  υψώματα.  Το  μεσαίο  από  τα  τρία  έχει  επίπεδη  κορυφή,  προφανώς  τεχνητή,  στην  πλαγιά  της  οποίας  προς  τη  μεριά  του  καναλιού  υπάρχουν  θεμέλια  από  πολλά  μεγάλα  τετράγωνα  κομμάτια  πέτρας,  κι  ένας  κυβόλιθος  από  άσπρο  μάρμαρο.  Σ’  αυτό  το  ύψωμα  βρίσκεται  ένα  μικρό  μετόχι  της  μονής  Χιλανδαρίου.  Το  τρίτο  ύψωμα  έχει  σχηματιστεί  εξολοκλήρου  από  ένα  σωρό  από  πέτρες  και  λάσπη,  απομεινάρια  κάποιου  αρχαίου  κτίσματος.  Όλα  τα  γύρω  χωράφια  είναι  γεμάτα  πέτρες,  μεταξύ  των  οποίων  κάθε  τόσο  βλέπεις  κι  ένα  μεγάλο  κυβόλιθο.  Αυτά  είναι  όλα  κι  όλα  τα  επίγεια  απομεινάρια  της  αρχαίας  Σάνης,  η  οποία  καταλάμβανε  αυτήν  εδώ  την  τοποθεσία,  όπως  αποδεικνύουν  ο  Ηρόδοτος  και  ο  Θουκυδίδης,  που  την  τοποθετούν  αμφότεροι  στον  ισθμό,  αλλά  από  τη  μεριά  της  Ακτής,  της  οποίας  όριο  ήταν  το  κανάλι  του  Ξέρξη,  ενώ  ο  Θουκυδίδης  προσθέτει  ότι  βρισκόταν  προς  τη  θάλασσα  της  Εύβοιας[18].

 Ο πατριαρχικός έξαρχος μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος με την Ιερά Κοινότητα κατά τη σύνταξη των Γενικών Κανονισμών του Αγίου Όρους (30 Σεπτεμβρίου 1910) (Φωτογραφία: Προκόπιος ιεροδιάκονος)
Ο πατριαρχικός έξαρχος μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος με την Ιερά Κοινότητα κατά τη σύνταξη των Γενικών Κανονισμών του Αγίου Όρους (30 Σεπτεμβρίου 1910)
(Φωτογραφία: Προκόπιος ιεροδιάκονος)

Φαίνεται  ότι  το  κανάλι  δεν  ήταν  πλατύτερο  από  18  μέτρα.  Εφόσον  η  ιστορία  δεν  αναφέρει  ότι  έγιναν  ποτέ  εργασίες  συντήρησης  μετά  την  εποχή  του  Ξέρξη,  όπως  είναι  φυσικό,  το  νερό  από  τα  γύρω  υψώματα  μετέφερε  εδώ  χώμα  στο  πέρασμα  των  χρόνων.  Παρόλ’  αυτά,  θα  μπορούσε  να  ανακαινιστεί  χωρίς  πολύ  δουλειά  και  δεν  υπάρχει  αμφιβολία  ότι  θα  χρησίμευε  στη  ναυσιπλοΐα  του  Αιγαίου,  γιατί  τόσο  πολύ  φοβούνται  οι  Έλληνες  βαρκάρηδες  τη  δύναμη  και  την  αβέβαιη  κατεύθυνση  των  ρευμάτων  γύρω  από  το  Όρος  Άθως,  καθώς  και  τις  θύελλες  και  τις  φουρτούνες  που  επικρατούν  στην  περιοχή  του  βουνού  το  μισό  έτος,  τις  οποίες  κάνει  ακόμα  πιο  τρομερές  η  ανεπάρκεια  λιμανιών  στον  Κόλπο  Ορφανού[19],  που,  όσο  βρισκόμουν  στη  χερσόνησο  και  παρόλο  που  προσέφερα  αδρή  αμοιβή,  δε  μπόρεσα  να  πείσω  κανένα  βαρκάρη  να  με  πάει  από  την  ανατολική  πλευρά  της  χερσονήσου  στη  δυτική,  ή  έστω  από  το  Ξηροποτάμι  στο  Βατοπέδι.  Επομένως,  η  διάνοιξη  του  καναλιού  από  τον  Ξέρξη  δικαιολογείται  απόλυτα  τόσο  από  την  ασφάλεια  που  προσέφερε  στον  στόλο  του,  όσο  κι  από  την  ευκολία  του  έργου  και  τα  πλεονεκτήματα  του  εδάφους,  που  μοιάζει  προορισμένο  να  δελεάσει  κάποιον  για  ένα  τέτοιο  εγχείρημα.  Η  εμπειρία  των  απωλειών  που  είχε  υποστεί  η  προηγούμενη  εκστρατεία  του  Μαρδόνιου  ενέπνευσε  την  ιδέα.  Ο  περίπλους  των  ακρωτηρίων  της  Αμπέλου[20]  και  του  Καναστραίου  ήταν  πολύ  λιγότερο  επικίνδυνος  καθώς  οι  κόλποι  προσφέρουν  ασφαλή  λιμάνια  και  ο  Ξέρξης  ήθελε  να  συγκεντρώσει  δυνάμεις  από  τις  ελληνικές  πόλεις  σ’  αυτούς  τους  κόλπους  καθώς  περνούσε.  Αν  προκύπτει  κάποια  απορία  από  την  αφήγηση  του  Ηρόδοτου,  αυτή  αφορά  το  γιατί  η  επιχείρηση  της  διάνοιξης  απαίτησε  τρία  ολόκληρα  χρονια[21],  ενώ  γνωρίζουμε  ότι  ο  βασιλιάς  της  Περσίας  είχε  τόσα  πλήθη  ανθρώπων  στη  διάθεσή  του,  μεταξύ  των  οποίων  υπήρχαν  Αιγύπτιοι  και  Βαβυλώνιοι,  που  ήταν  εξοικειωμένοι  με  τη  διάνοιξη  καναλιών.

Η  θέα  από  την  τοποθεσία  της  Σάνης  περιλαμβάνει  μόνο  ένα  μικρό  μέρος  της  νότιας  πλευράς  της  Ακτής,  καθώς  ένα  ακρωτήρι  κοντά  στη  μονή  Ζωγράφου  κρύβει  όλη  την  απόμακρη  πλευρά.  Το  νησί  Αμμουλιανή,  που  απέχει  μόνο  2-3  χιλιόμετρα,  εμποδίζει  επίσης,  την  άποψη  όλης  της  ανατολικής  ακτής  της  Σιθωνίας,  εκτός  απ’  το  λιμάνι  Βουρβουρού,  μπροστά  από  το  οποίο  βρίσκονται  κάποια  νησιά  ορατά  σε  συνέχεια  της  βόρειας  άκρης  της  Αμμουλιανής  και  στα  δεξιά  του  εμφανίζεται  η  ακτή  στο  βάθος  του  Σιγγιτικού  Κόλπου.  Στη  Βουρβουρού  βρίσκεται  ο  ισθμός  της  Σιθωνιακής  Χερσονήσου,  πολύ  πλατύτερος  από  αυτόν  της  Ακτής  ή  της  Παλλήνης,  καθώς  η  απόσταση  των  δύο  πλευρών  δεν  είναι  μικρότερη  από  4,8  χιλιόμετρα  σε  ευθεία  γραμμή.

Ο  δρόμος  απ’  τη  Σάνη  ως  την  Ιερισσό

Η Μονή Σταυρονικήτα είναι 15η στην τάξη των Αγιορείτικων μονών. Είναι ελληνική, κοινοβιακή από το 1968 και εορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου του Αγίου Νικολάου.
Η Μονή Σταυρονικήτα είναι 15η στην τάξη των Αγιορείτικων μονών. Είναι ελληνική, κοινοβιακή από το 1968 και εορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου του Αγίου Νικολάου.

  ακολουθεί  το  ρυάκι  από  εκεί  που  ενώνεται  με  το  κανάλι  του  Ξέρξη  ως  ένα  άνοιγμα  σε  μια  σειρά  λόφων,  όπου,  περνώντας  από  τον  έναν  κόλπο  στον  άλλο,  χωρίζει  την  κοιλάδα  του  Πρόβλακα  από  την  πεδιάδα  της  Ιερισσού,  για  να  τερματίσει  στη  βόρεια  ακτή  σ’  ένα  ακρωτήρι,  που  βρίσκεται  στα  μισά  του  δρόμου  από  την  Ιερισσό  ως  το  βατοπεδινό  μετόχι  και  εμποδίζοντας  τη  θέα  από  τη  μια  κοιλάδα  προς  την  άλλη.  Στο  άνοιγμα  της  οροσειράς  βρίσκεται  ένα  άλλο  μετόχι  κάποιας  μονής  του  Αγίου  Όρους  και  800  μέτρα  πιο  πέρα,  πάνω  σ’  ένα  ύψωμα  δίπλα  στην  οροσειρά,  είναι  η  Ιερισσός,  που  αποτελείται  από  150  διάσπαρτα  σπίτια,  κατοικημένα  αποκλειστικά  από  Έλληνες  και  από  τα  οποία  τα  πιο  κοντινά  στη  θάλασσα  απέχουν  περίπου  μισό  χιλιόμετρο  απ’  αυτήν  και  μισή  ώρα  από  το  βατοπεδινό  μετόχι.  Το  ύψωμα  της  Ιερισσού  στεφανώνεται  από  ένα  ερειπωμένο  κάστρο  του  Μεσαίωνα  και  στην  ακτή  στέκει  ένας  ανεμόμυλος,  ο  μόνος  που  είδα  στην  ηπειρωτική  Ελλάδα,  εκτός  από  εκείνον  στα  Μέγαρα.  Εδώ  βρίσκεται,  επίσης,  ένας  μεγάλος  αρχαίος  μώλος,  που  προεκτείνεται  σε  μια  καμπύλη  μέσα  στη  θάλασσα  και,  αν  και  είναι  ερείπια,  ακόμα  χρησιμεύει  ως  καταφύγιο  για  τις  βάρκες  που  καταπλέουν  το  Στρυμωνικό  Κόλπο.  Εφόσον  ο  Ηρόδοτος  κατονομάζει  τη  θάλασσα  στο  βόρειο  άκρο  του  καναλιού  του  Ξέρξη  ως  θάλασσα  των  Ακανθίων,  ο  μώλος  μοιάζει  επαρκής  ένδειξη  της  θέσης  του  λιμανιού  της  Ακάνθου  και,  κατά  συνέπεια,  ότι  η  Άκανθος  καταλάμβανε  την  ίδια  ακριβώς  τοποθεσία  με  τη  σημερινή  Ιερισσό.  Προς  επιβεβαίωση  αυτής  της  θεωρίας  βρίσκω  στην  παραθαλάσσια  βόρεια  πλευρά  του  λόφου,  όπου  βρίσκεται  το  χωριό,  μερικά  απομεινάρια  αρχαίου  τείχους  κατασκευασμένου  από  κυβόλιθους  γκρι  γρανίτη,  πιθανότατα  προμηθευμένου  από  το  αρχαίο  λατομείο  γρανίτη  κοντά  στο  λιμάνι  Πλατύ.  Υπάρχουν  θεμέλια  παρόμοιας  κατασκευής  σε  μεγαλύτερη  απόσταση  από  τη  θάλασσα  και  συγκεκριμένα  κοντά  σ’  ένα  νέο  πανδοχείο  στο  χαμηλότερο  μέρος  του  χωριού.  Φαίνεται  ότι  αυτά  τα  θεμέλια  ανήκαν  στην  οχύρωση  της  πόλης,  ενώ  τα  προηγούμενα  στην  ακρόπολη.  Δεν  μένει  αμφιβολία,  λοιπόν,  ότι  ο  Πτολεμαίος  και  ο  Επιτομιστής  του  Στράβωνα  τοποθέτησαν  λανθασμένα  την  Άκανθο  στο  Σιγγιτικό  αντί  για  το  Στρυμωνικό  Κόλπο,  σημείο  στο  οποίο  διαφωνεί  ο  Ηρόδοτος,  που  είναι  εξαιρετικά  ακριβής  στην  τοπογραφία  του  σχετικά  με  την  περσική  εισβολή  και  με  τον  οποίον,  άλλωστε,  συμφωνούν  ο  Σκύμνος  ο  Χίος  και  ο  Πομπώνιος  Μέλας.  Το  λάθος  του  Στράβωνα  και  του  Πτολεμαίου  ίσως  προέκυψε  από  το  γεγονός  ότι  η  επικράτεια  της  Ακάνθου  απλωνόταν  σε  μια  ευμεγέθη  έκταση  κατά  μήκους  της  ακτής  τόσο  του  Στρυμωνικού  όσο  και  του  Σιγγιτικού  Κόλπου,  από  τον  οποίο  η  Ιερισσός  δεν  απέχει  ούτε  τρία  χιλιόμετρα.  Άλλωστε,  φαίνεται  ακόμα  και  στον  Τίτο  Λίβιο  ότι  η  Άκανθος  είχε  ένα  λιμάνι  σ’  αυτόν  τον  κόλπο,  γιατί  καθώς  περιγράφει  την  πορεία  του  στόλου  του  Άτταλου  και  των  Ρωμαίων  κατά  το  Μακεδονικό  πόλεμο,  το  200  π. Χ.,  όταν  μετά  από  την  αποτυχία  τους  στην  Κασσάνδρεια  έφτασαν  στην  Άκανθο,  δηλώνει  ότι  έπλευσαν  μόνο  γύρω  από  το  Ακρωτήριο  Καναστραίο  και  αυτό  της  Τορώνης[22],  εννοώντας,  επομένως,  ότι  δεν  παρέκαμψαν  το  ακρωτήρι  του  Άθω.

Μεταξύ  πολλών  αρχαίων  νομισμάτων  που  αγόρασα  από  τους  κατοίκους  της  Ιερισσού,  τα  οποία  είχαν  βρεθεί  είτε  στην  πόλη  είτε  στα  χωράφια  που  καλλιεργούν,  της  Ακάνθου  είναι  πολύ  περισσότερα  από  τα  άλλα  και  πολύ  παλιά.  Μερικά  ασημένια  ανήκουν  στην  απώτατη  αρχαιότητα  ενώ  τα  χάλκινα  είναι  γενικά  μεταγενέστερα.  Επόμενα  σε  αριθμό  μετά  τα  νομίσματα  της  Ακάνθου  είναι  αυτά  της  Ουρανούπολης  ή  της  Οὐρανὶδων  πόλεως,  όπως  είναι  χαραγμένο  επάνω  τους,  μέρος  για  το  οποίο  η  ιστορία  δε  μας  έχει  αφήσει  καμιά  πληροφορία,  εκτός  του  ότι  ιδρύθηκε  από  τον  Αλέξαρχο,  αδερφό  του  Κάσσανδρου,  βασιλιά  της  Μακεδονίας[23].  Πιθανότατα  καταλάμβανε  την  ίδια  θεση  με  τη  Σάνη,  εφόσον  ο  Πλίνιος,  ο  μόνος  συγγραφέας  εκτός  από  τον  Αθήναιο  που  αναφέρει  την  Ουρανούπολη,  δεν  συμπεριλαμβάνει  τη  Σάνη  στις  πόλεις  του  Άθω[24].

Ο  Ηρόδοτος,  ο  Θουκυδίδης  και  ο  Στράβων  συμφωνούν  ότι  η  χερσόνησος  της  Ακτής  περιλάμβανε  πέντε  πόλεις  και  συγκεκριμένα  το  Δίον,  τη  Θύσσο,  τις  Κλεωνές,  την  Ακράθος  ή  πόλη  των  Ακρόθωων  και  την  Ολόφυξο[25],  ενώ  σ’  αυτές  ο  Σκύλαξ  ο  Κορυανδρεύς  προσθέτει  τη  Χαράδρια[26].  Εφόσον  όλες  αυτές  οι  πηγές  συμφωνούν  ότι  οι  Ακρόθωοι  βρίσκονταν  κοντά  στην  απόληξη  της  χερσονήσου,  δεν  υπάρχει  άλλη  τοποθεσία  με  την  οποία  μπορούν  να  ταυτοποιηθούν  παρά  αυτή  της  Λαύρας,  όπου  από  μόνο  του  το  μέρος  κι  ένα  μικρό  λιμάνι  προσφέρουν  κάποιες  φυσικές  ανέσεις.  Η  εγγύτητα  της  Λαύρας  στο  γειτονικό  ακρωτήριο  Σμύρνα  αποτελεί  περαιτέρω  απόδειξη  γι’  αυτό,  καθώς  η  Ακράθος  ήταν  τόσο  ακρωτήρι  όσο  και  πόλη,  και  είναι  προφανές  ότι  η  Σμύρνα  και  ο  Άγιος  Γεώργιος  ήταν  η  Ακράθος  και  το  Νυμφαίο  που  περιγράφει  ο  Στράβων  τη  μεν  πρώτη  ως  απόληξη  του  Στρυμωνικού  Κόλπου,  το  δε  δεύτερο  ως  απόληξη  του  Σιγγιτικού.  Ο  Στράβων,  μάλιστα,  ή  ο  Επιτομιστής  του,  καθώς  και  ο  Πλίνιος  και  ο  Μέλας  φαίνονται  να  υποθέτουν  ότι  η  Ακράθος  βρισκόταν  στην  κορυφή  του  Άθω.  Αλλά  για  όποιον  έχει  δει  το  βουνό,  αυτή  η  υπόθεση  δε  μπορεί  παρά  να  φανεί  απίθανη,  εφόσον  οι  κάτοικοι  θα  έβλεπαν  τον  ήλιο  τρεις  ώρες  νωρίτερα  απ’  όσους  βρίσκονταν  στην  ακτή[27].  Αυτοί  οι  παραλογισμοί  είναι  τόσο  προφανείς  στο  Στράβωνα,  όσο  σωστή  και  πειστική  είναι  η  περιγραφή  του  για  την  κορυφή.  Ένα  άγαλμα  του  Ζηνός  Αθώου  και  μερικοί  βωμοί  πρέπει  να  καταλάμβαναν  κάποτε  τη  θέση  του  σημερινού  παρεκκλησιού[28].

Δε  μπορούμε  να  συμπεράνουμε  τη  θέση  των  άλλων  τεσσάρων  πόλεων  της  Ακτής  παρά  μόνο  από  τη  σειρά  με  την  οποία  τις  κατονομάζουν  οι  τέσσερις  προαναφερθείς  συγγραφείς.  Αλλά,  δυστυχώς,  δεν  συμφωνούν  όλοι  τους  στην  ίδια  σειρά  και  μια  σύγκρισή  τους,  όπως  συχνά  συμβαίνει  σε  παρόμοιες  περιπτώσεις,  δεν  οδηγεί  σε  βέβαιο  αποτέλεσμα.  Ο  Σκύλαξ,  του  οποίου  το  έργο  θα  έπρεπε  να  είναι  η  εγκυρότερη  πηγή  εφόσον  έκανε  τον  περίπλου,  τις  τοποθετεί  στην  ακόλουθη  σειρά  ξεκινώντας  από  την  Τορώνη:  Δίον,  Θύσσος,  Κλεωνές,  το  Όρος  Άθως,  Χαράδρια,  Ολόφυξος,  και  μετά  η  Άκανθος,  απ’  όπου  συμπεραίνει  κανείς  ότι  η  Θύσσος  και  οι  Κλεωνές  βρίσκονταν  στη  νότια  ακτή  και  η  Χαράδρια  και  η  Ολόφυξος  στη  βόρεια.  Κανείς  απ’  τους  δυο  ιστορικούς  δεν  αναφέρει  τη  Σάνη  μεταξύ  των  πόλεων  της  Ακτής,  αν  και  βρισκόταν  μέσα  στα  όρια  του  ισθμού.  Ο  Ηρόδοτος  την  τοποθετεί  δίπλα  στον  ισθμό,  μετά  το  Δίον,  η  Ολόφυξο,  η  Ακράθος,  η  Θύσσος  και  οι  Κλεωνές,  ενώ  ο  Θουκυδίδης  τις  κατονομάζει  μ’  αυτήν  τη  σειρά[29],  αρχίζοντας  επίσης  από  τη  Σάνη:  Θύσσος,  Κλεωνές,  Ακρόθωοι,  Ολόφυξος,  Δίον.  Αν  τώρα  υποθέσουμε  ότι  οι  δυο  ιστορικοί  ακολούθησαν  αντίθετες  κατευθύνσεις  γύρω  από  τη  χερσόνησο,  συμφωνούν  μεταξύ  τους  και  με  το  Σκύλακα,  υποστηρίζοντας  την  άποψη  ότι  η  Θύσσος  και  οι  Κλεωνές  ήταν  στη  νότια  πλευρά  και  η  Ολόφυξος  στη  βόρεια,  αλλά  διαφωνούν  μ’  εκείνον  ως  προς  το  Δίον,  το  οποίο  τοποθετούν  στη  βόρεια  ακτή.

Ο Ηρόδοτος (485 - 421/415 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας περιηγητής, γεωγράφος και ιστορικός του 5ου αιώνα π.Χ.. Έγραψε για τους Περσικούς Πολέμους (ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες) καθώς και περιγραφές για διάφορα μέρη και πρόσωπα που συνάντησε στα ταξίδια του.
Ο Ηρόδοτος (485 – 421/415 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας περιηγητής, γεωγράφος και ιστορικός του 5ου αιώνα π.Χ.. Έγραψε για τους Περσικούς Πολέμους (ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες) καθώς και περιγραφές για διάφορα μέρη και πρόσωπα που συνάντησε στα ταξίδια του.

Παρόλ’  αυτά,  εφόσον  όλοι  τους  συμφωνούν  ότι  το  Δίον  ήταν  η  κοντινότερη  πόλη  στον  ισθμό,  το  οποίο  επιβεβαιώνει  και  ο  Στράβων  με  τον  τρόπο  που  απαριθμεί  τις  πόλεις  της  Ακτής  ‒Δίον,  Κλεωνές,  Θύσσος,  Ολόφυξος,  Ακρόθωοι‒,  είναι  πολύ  πιθανόν  το  Δίον  να  μην  ήταν  ούτε  στη  βόρεια  ούτε  στη  νότια  ακτή  της  χερσονήσου,  αλλά  στη  δυτική,  ή  στον  κόλπο  της  Άκανθου.  Σ’  αυτήν  την  περίπτωση,  αν  αποδεχτούμε  ότι  το  Βατοπέδι  και  ο  αρσανάς  του  Χιλανδαρίου  ήταν  αρχαίες  τοποθεσίες  πόλεων,  και  εμπιστευτούμε  τη  σειρά  των  πόλεων  στο  Σκύλακα,  που  εν  προκειμένω  δεν  αντιτίθεται  στην  μαρτυρία  των  ιστορικών  ή  του  Στράβωνα,  εφόσον  όλοι  τους  παραλείπουν  τη  Χαράδρια,  συνεπάγεται  ότι  εκεί  που  είναι  σήμερα  ο  αρσανάς  του  Χιλανδαρίου,  ήταν  κάποτε  η  Ολόφυξος  και  ότι  το  Βατοπέδι  βρίσκεται  στην  τοποθεσία  της  Χαράδριας.  Όσο  για  τη  Θύσσο  και  τις  Κλεωνές,  η  μια  πρέπει  να  βρισκόταν  κάπου  κοντά  στη  μονή  Ζωγράφου  ή  Δοχιαρίου  και  η  άλλη  στη  μονή  Ξηροποτάμου.  Αλλά  είναι  αδύνατο  να  φτάσουμε  σε  πιο  ακριβές  συμπέρασμα,  παρεκτός  αν  θεωρήσουμε  τον  περίπλου  του  Σκύλακα  πιο  σημαντική  πηγή  από  τις  άλλες,  γιατί  ο  Ηρόδοτος  και  ο  Στράβων  τοποθετούν  τις  Κλεωνές  σε  δυτικότερη  θέση,  ενώ  ο  Θουκυδίδης  συμφωνεί  με  το  Σκύλακα  αποδίδοντας  αυτήν  την  θέση  στη  Θύσσο.  Τότε  η  μονή  Ξηροποτάμου  βρίσκεται  στην  τοποθεσία  των  Κλεωνών  και  η  Θύσσος  κοντά  στη  Δοχιαρίου  ή  τη  Ζωγράφου.  Η  ανακάλυψη  κάποιας  επιγραφής  με  το  όνομα  οποιασδήποτε  από  αυτές  τις  πόλεις,  θα  φώτιζε  σημαντικά  το  ζήτημα  της  τοποθεσίας  των  αρχαίων  πόλεων  της  Ακτής.

Ο  Πλίνιος  έχει  μπερδέψει  τόσο  πολύ  τα  ονόματα  των  πόλεων  σ’  αυτό  το  μέρος  της  Μακεδονίας  που  δε  μπορούμε  να  βγάλουμε  κανένα  ασφαλές  συμπέρασμα  βασιζόμενοι  σ’  αυτόν,  αν  και  είναι  αξιοσημείωτο  ότι  αυτός,  όπως  και  οι  άλλοι  τέσσερις  συγγραφείς  που  απαριθμούν  τις   πόλεις,  κατονομάζει  τη  Θύσσο  και  τις  Κλεωνές  σαν  γειτονικές.

Από  την  Ιερισσό  ξεκινά  ένας  δρόμος  που  σύντομα  σμίγει  με  το  δρόμο  της  νότιας  άκρης  του  Πρόβλακα  ή  της  τοποθεσίας  της  Σάνης,  και  οδηγεί  κατά  μήκους  των  άκρων  του  Σιγγιτικού  και  του  Τορωναϊκού  κόλπου  στον  Πίνακα,  όπου  βρισκόταν  η  αρχαία  Ποτίδαια,  που  αργότερα  μετονομάστηκε  Κασσάνδρεια[30].  Ο  ισθμός  όπου  βρισκόταν  αυτή  η  πόλη  λέγεται  σήμερα  η  Πόρτα  της  Κασσάνδρας,  καθώς  είναι  η  είσοδος  στη  χερσόνησο  της  Παλλήνης,  η  οποία  στο  σύνολό  της  ονομάζεται  Κασσάνδρα.  Ο  δρόμος  απ’  την  Ιερισσό  ως  την  Πόρτα  περνά  απ’  τον  Άγιο  Νικόλα,  ένα  χωριό  κοντά  στο  βορειο-δυτικό  άκρο  του  Σιγγιτικού  Κόλπου,  κι  από  ‘κει  στις  Ερμυλίες  ή  Ορμύλια  και  μερικές φορές  Ρωμύλια,  μερικά  χιλιόμετρα  απ’  τη  βορειο-ανατολική  γωνία  του  Τορωναϊκού  Κόλπου  κι  απ’  το  Μολυβόπυργο  ως  τον  Άγιο  Μάμα,  και  τα  δυο  μέρη  στην  ίδια  ακτή,  το  δεύτερο  δυο  ώρες  απ’  την  Πόρτα.

Στο  Σιγγιτικό  Κόλπο,  σύμφωνα  με  τον  Ηρόδοτο,  οι  παραθαλάσσιες  πόλεις  μεταξύ  Σάνης  και  Ακρωτηρίου  Αμπέλου  ήταν  η  Άσσα,  η  Πίλωρος,  η  Σίγγος  και  η  Σάρτη[31]  κι  εφόσον  ο  ιστορικός  περιέγραφε  την  πορεία  του  στόλου  του  Ξέρξη,  δε  μπορούμε  να  αμφιβάλουμε  ότι  οι  τοποθεσίες  τους  ήταν  με  αυτή  τη  σειρά.  Η  λέξη  Συκιά  είναι  πιθανότατα  παραφθορά  του  ονόματος  της  Σίγγου,  λέξη  από  την  οποία  ονομάστηκε  κι  ο  κόλπος  Σιγγιτικός.  Η  Άσσα  ίσως  κατελάμβανε  το  σημείο  κάποιων  σημερινών  ερειπίων  που  λέγονται  Παλαιόκαστρο,  και  βρίσκονται  στη  βόρεια  εσχατιά  του  Σιγγιτικού  Κόλπου,  περίπου  στα  μισά  του  δρόμου  από  ξηράς  μεταξύ  Ιερισσού  και  Βουρβουρούς,  και  στο  δρόμο  για  την  Πόρτα  σχεδόν  στα  μισά  μεταξύ  Ιερισσού  και  Ορμυλίων.  Η  θέση  της  στο  κέντρο  μιας  εύφορης  επαρχίας  στην  κεφαλή  του  κόλπου  φαίνεται  ότι  συνάδει  με  την  προφανή  σημασία  της  Άσσας,  που  συμπεραίνουμε  από  το  Θεόπομπο,  τον  Αριστοτέλη  και  τον  Πλίνιο[32].  Αν  υποθέσουμε,  πράγμα  σχεδόν  βέβαιο,  ότι  η  Άσσα  του  Ηροδότου  είναι  το  ίδιο  μέρος  με  τα  Άσσηρα  του  Αριστοτέλη  και  την  Κασέρα  του  Πλίνιου,  η  Πίλωρος,  σύμφωνα  πάντα  με  την  ίδια  υπόθεση,  πρέπει  να  βρισκόταν  στη  Βουρβουρού  ή  σε  κάποιο  από  τα  γειτονικά  λιμάνια  προς  το  βορρά,  και  το  Καρτάλι  ίσως  είναι  μια  παραφθορά  του  ονόματος  Σάρτη,  μαρτυρώντας  έτσι  την  τοποθεσία  αυτής  της  πόλης  που,  πιθανότατα,  όπως  πολλές  ελληνικές  πόλεις  της  Θράκης,  παρήκμασαν  μετά  τη  μακεδονική  κατάκτηση.

Στον  Κόλπο  της  Κασσάνδρας,  γνωστό  στα  αρχαία  χρόνια  ως  Σερμυλικό,  ή  Μηκυβερνικό[33],  καθώς  και  στον  Τορωναϊκό  Κόλπο  οι  πόλεις  στην  ανατολική  και  τη  βόρεια  πλευρά  απαντούνταν  με  την  ακόλουθη  σειρά,  σύμφωνα  με  την  αναφορά  τους  από  τον  Ηρόδοτο:  Τορώνη,  Γαληψός,  Σερμύλη,  Μηκύβερνα,  Όλυνθος.  Για  την  τοποθεσία  της  Σερμύλης  δεν  μπορεί  ν’  αμφιβάλλει  κανείς,  εφόσον  δεν  υπάρχει  μεγαλύτερη  διαφορά  ανάμεσα  στο  Σερμύλη  και  το  σημερινό  Ορμύλια,  ή  Ερμυλίες,  απ’  ότι  μπορεί  να  υπήρξε  στ’  αρχαία  χρόνια  μεταξύ  του  τοπικού  και  του  γενικού  τύπου  της  λέξης.  Η  τοποθεσία  της  Ολύνθου  στον  Άγιο  Μάμμα  είναι  γνωστή  από  την  απόσταση  60  σταδίων  από  την  Ποτίδαια  ή  τον  ισθμό  της  Παλλήνης[34],  καθώς  και  από  τη  λίμνοθάλασσα  ή  το  έλος  της,  που  αναφέρεται  στην  ιστορία  ως  το  μέρος  όπου  ο  Αρτάβαζος  θανάτωσε  του  αιχμάλωτους  υπερασπιστές  της  Ολύνθου  όταν  ξεχειμώνιασε  σ’  αυτό  το  μέρος  της  Θράκης,  αφού  συνόδευσε  το  νικημένο  Ξέρξη  ως  τον  Ελλήσποντο[35]. Από  τον  Αθήναιο  μαθαίνουμε,  όταν  αναφέρεται  στη  μαρτυρία  του  Ηγήσανδρου,  ότι  το  όνομα  της  ήταν  Βολυκή  και  ότι  εξέβαλλαν  σ’  αυτήν  δυο  ποταμοί  ο  Αμμίτης  κι  ο  Ολυνθιακός[36].

Εφόσον  τα  ερείπια  της  Τορώνης  διατηρούν  την  αρχαία  ονομασία  τους  κι  έχουμε  βρει  τις  τοποθεσίες  της  Ολύνθου  και  της  Σερμύλης,  είναι  επόμενο  να  συμπεράνουμε  από  τη  σειρά  των  ονομάτων  των  πόλεων  στον  Ηρόδοτο,  ότι  η  Μηκύβερνα  βρισκόταν  στο  Μολυβόπυργο,  όπου  λέγεται  ότι  διασώζονται  κάποια  αρχαία  ερείπια,  και  η  τοποθεσία  της  Γαληψού  πρέπει  να  αναζητηθεί  σ’  ένα  τμήμα  της  ακτής  μήκους  περίπου  40  χιλ.,  μεταξύ  της  Τορώνης  και  του  λιμανιού  της  Σερμύλης.  Υποθέτω  ότι  η  Γαληψός  ήταν  το  ίδιο  μέρος  που  αργότερα  ονομάστηκε  Φύσκελλα[37],  μετονομασία  πιθανότατα  απαραίτητη,  επειδή  υπήρχε  κι  άλλη  Γαληψός  εκεί  κοντά  στην  ακτή,  ανατολικά  του  Στρυμώνα.

Στη  χερσόνησο  της  Παλλήνης  υπήρχαν  οκτώ  πόλεις  την  εποχή  της  περσικής  εισβολής  με  την  ακόλουθη  σειρά,  σαλπάροντας  από  την  Όλυνθο  προς  το  Θερμαϊκό  Κόλπο:  Ποτίδαια,  Άφυτις,  Νεάπολις,  Αιγαί,  Θέραμβος,  Σκιώνη,  Μένδη,  Σάνη.  Από  αυτές  προκύπτει  από  άλλους  συγγραφείς,  και  κυρίως  από  το  Στράβωνα  που  δεν  κατονομάζει  άλλες,  ότι  οι  σημαντικότερες  εκτός  απ’  την  Ποτίδαια,  ήταν  η  Άφυτις,  η  Μένδη,  η  Σκιώνη  και  η  Σάνη.  Όλες  τους,  εκτός  από  τη  Σάνη,  ήταν  αρκετά  πλούσιες  για  να  κόψουν  δικά  τους  νομίσματα,  δείγματα  των  οποίων  σώζονται  ακόμη.  Η  θέση  της  Αφύτιος  καθορίζεται  από  τη  σύγχρονη  ονομασία  Άθυτος  ενός  χωριού  στην  ανατολική  ακτή,  στο  ένα  τρίτο  περίπου  της  απόστασης  μεταξύ  Πόρτας  ή  Κασσάνδρειας  και  του  ακρωτηρίου  Παλιούρι,  του  αρχαίου  Καναστραίου.  Σύμφωνα  με  το  Στέφανο  φαίνεται  ότι  η  Θέραμβος  βρισκόταν  επάνω  ή  πολύ  κοντά  σε  κάποιο  ακρωτήρι[38],  θέση  την  οποία  μάλλον  εννοεί  ο  Λυκόφρων  όταν  αναφέρει  τη  Θέραμβο  σ’  ένα  χωρίο  για  τη  Φλέγρα[39],  αρχαία  ονομασία  της  Παλλήνης.  Συνεπώς,  η  Θέραμβος  βρισκόταν  πολύ  κοντά  στο  Ακρωτήρι  Καναστραίο.  Το  νοτιοδυτικό  ακρωτήρι  της  Παλλήνης,  Ποσείδιο  σύμφωνα  με  το  Λίβιο[40]  ή  Ποσειδώνιο  σύμφωνα  με  το  Θουκυδίδη[41],  πιθανότατα  λόγω  ενός  ναού  του  Ποσειδώνα  που  βρισκόταν  εκεί,  διατηρεί  ακόμα  την  πρότερη  ονομασία[42]  του,  κοινώς  αποκαλούμενο  Ποσείδι.

  Φαίνεται  ότι  η  Μένδη  βρισκόταν  κοντά  σ’  αυτό  το  ακρωτήρι  στη  νοτιοδυτική  πλευρά  με  βάση  τα  εξής.  Όταν  ο  Άτταλος  και  οι  Ρωμαίοι  σάλπαραν  από  τη  Σκιάθο  εναντίον  της  Κασσάνδρειας  το  έτος  200 π.Χ.,  κατέπλευσαν  πρώτα  στη  Μένδη  και  μετά  παρέκαμψαν  το  ακρωτήρι  προτού  φτάσουν  στην  Κασσάνδρεια.  Αφού  απέτυχαν  εδώ,  κυρίως  λόγω  καιρικών  συνθηκών,  επέστρεψαν  γύρω  απ’  το  Καναστραίο  και  το  ακρωτήρι  της  Τορώνης  στο  λιμάνι  της  Άκανθου  στο  Σιγγιτικό  κόλπο[43].  Σύμφωνα  με  αυτά  φαίνεται  προφανές  ότι  κάποια  αρχαία  ερείπια  στην  ακτή  κοντά  στο  ακρωτήριο  Ποσείδι  προς  τ’  ανατολικά  καθώς  και  στα  παρακείμενα  υψώματα,  ανήκουν  στη  Μένδη,  εφόσον  αυτή  η  θέση  της  Μένδης  ως  προς  το  Ποσείδιο  συμφωνεί  επιπλέον  με  τις  κινήσεις  του  ένατου  χρόνου  του  Πελοποννησιακού  πολέμου,  όταν,  δηλαδή,  οι  Αθηναίοι,  ξεκινώντας  από  την  Ποτίδαια  εναντίον  της  Μένδης  και  της  Σκιώνης,  έπλευσαν  στο  Ποσειδώνιο  και,  αφού  κατέλαβαν  τη  Μένδη,  συνέχισαν  εναντίον  της  Σκιώνης,  που  βρισκόταν  δίπλα  στη  Μένδη[44].  Η  σειρά,  λοιπόν,  των  ονομάτων  στον  Ηρόδοτο,  που  τοποθετεί  τη  Σκιώνη  κάπου  μεταξύ  των  ακρωτηρίων  Παλιούρι  και  Ποσείδι,  συμφωνεί  τέλεια  με  την  αφήγηση  του  Θουκυδίδη  και  τα  ερείπια  της  Σάνης  θα  πρέπει,  σύμφωνα  με  τον  Ηρόδοτο,  να  αναζητηθούν  μεταξύ  Ποσειδίου  και  της  δυτικής  πλευράς  του  ισθμού  της  Πόρτας.  Ο  Μέλας  συμφωνεί  με  το  ίδιο  συμπέρασμα  για  τη  Σκιώνη,  καθώς  δηλώνει  ότι  καταλάμβανε  μαζί  με  τη  Μένδη  το  ευρύτερο  μέρος  της  χερσονήσου,  αλλά  διαφωνεί  ως  προς  τη  θέση  της  Σάνης,  την  οποία  τοποθετεί  κοντά  στο  ακρωτήρι  Καναστραίο[45].

Μετάφραση από την Αγγλική γλώσσα: Σοφία Αργυρόπαις

Σημειώσεις και παραπομπές


[1] εἶτα Δέρρις, εἶτα Νυμφαῖον ἐν τῷ Ἄθωνι πρὸς τῷ Σιγγιτικῷ, τὸ δὲ πρὸς τῷ Στρυμονικῷ Ἀκράθως   ἄκρον, ὧν μεταξὺ ὁ Ἄθω.―Στράβωνος Επιτομιστής 1. 7, 330.

[2] λείψανον πανθαύμαστον καὶ εὐῶδες. Προσκυνητάριον τοῡ Ἁγίου Ὂρους. Βενετία, 1745, σ. 12. Το πρωτότυπο έργο του Ιωάννη Κομνηνού εκδόθηκε το 1701 και ανατυπώθηκε από τον Montfaucon στην Παλαιογραφία του.

[3] πολλὴν καὶ πάντερπνον εὐωδίαν ἐκπέμπον.―Προσκυνητάριον, σ.80.

[4] Στράβων, παρ. 330.  Μέλα, 1.2, στ. 3.—Ζηνόβιου Ελληνικαί Παροιμίαι αιών. 4, παρ.68.

[5]Κατέπλευσεν ἐς τὸν Κολοφωνίων λιμένα, τῶν Τορωναίων ἀπέχοντα οὐ πολὺ τῆς πόλεως.―Θουκυδ. 1. 5, 2. Δε θα έπρεπε να διαβάζουμε Κωφῶν αντί για Κολοφωνίων;

[6] Ἄμπελον, τὴν Τορωναίην ἄκρην.―Ηροδ. 1, 7, 122. Ο Στέφανος με τον όρο Άμπελος πιθανότατα αναφέρεται στο σχόλιο του Ηρόδοτου ἔστι καὶ ἄκρα Τορωναίων, Ἄμπελος λεγομένη.

[7] Πτολεμ. 1.3, 13.

[8] Βλ. την ενδιαφέρουσα αφήγηση της περιήγησης του Δρ. Χαντ και του κου Καρλάιλ στο Όρος Άθως, στη συλλογή Απομνημονευμάτων του αιδ. Ρ. Γουόλποουλ, σελ. 198 [Σ.τ.Μ: Rev. R. Walpole, Memoirs relating to European and Asiatic Turkey, and other countries of the East, edited from manuscript journals, by Robert Walpole, M. A., London 1818]. Τα αποτελέσματα της έρευνας του κου Καρλάιλ στις βιβλιοθήκες του Άθω, κατά την οποία εξέτασε σχεδόν 13.000χγφ., είναι τα ακόλουθα. Βρήκε ένα αντίγραφο της Ιλιάδας κι άλλο ένα της Οδύσσειας, μερικές εκδόσεις έργων των τραγικών, αντίγραφα του Πινδάρου και του Ησιόδου, τις δημηγορίες του Δημοσθένη και του Αισχίνη, μέρη του Αριστοτέλη και αντίγραφα του Φίλωνα του Αλεξανδρέος και του Ιώσηπου Φλάβιου, αρκετά χγφ. της Καινής Διαθήκης, αλλά κανένα τόσο παλιό όσο το αλεξανδρινό χγφ., ή αυτό του Κώδικα Βέζα, δύο αντίγραφα μερών της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, και πολλά όμορφα χγφ. των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας με τεράστιες ποσότητες θεολογικής πολεμικής, Βίους Αγίων και πραγματείες για τα δόγματα ή τα τελετουργικά της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας.

[9] τ. III.

[10] Σ.τ.μ.: νομισματική μονάδα.

[11] ΣτΜ: τουρκικά στο πρωτότυπο.

[12] Ομοίως.

[13] Βλ. επιγραφή, Νο 123.

[14] Γερμανὸς Ἡρακλᾶ Διονυσίᾳ Διονυσίου τῇ συνβίῳ καὶ ἑαυτῷ ζῶν· εἰ δέ τις τολμήσει ἕτερος ἀνοῖξαι ἢ καταθέσθαι ἕτερον, δώσει προστίμου τῷ ταμείῳ βʹ καὶ τῇ πόλει βʹ. Ἒτους ‘τνα, μηνὸς Πανήμου β’. Αν η εποχή, που αναφέρεται εδώ, είναι αυτή της ναυμαχίας του Άκτιου, η χρονολογία είναι το 321 μ. Χ., κατά τη βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου και του Λικίνιου.

Βλ. επιγραφή Νο. 124, όπου δηλώνεται ότι η ακόλουθη λατινική επιγραφή είναι χαραγμένη στο ίδιο μνημείο: —Diis Manibus. Publio Marroni, Publii filio Voltinii Narcissi, aedili Philipporum, annos quadraginta, Marronia Regermina patri erigi curavit. Αλλά υποψιάζομαι ότι έκανα λάθος στις σημειώσεις μου και δε μπορώ να πω με βεβαιότητα πού βρήκα αυτό το λατινικό μνημείο. Αν όχι στο Βατοπέδι, ήταν κάπου στη διαδρομή μου από το Βατοπέδι στην Αμφίπολη, ή στην ίδια την Αμφίπολη.

[15] σ.τ.μ.: 1μίλι=1.609μέτρα.

[16] Πλιν. Historia Naturalis 1. 4, c.10.—Σ’ ένα χάρτη του Ισθμού των M. M. Chanaleilles και Racord, που απεικονίζεται στο δεύτερο τόμο του Travels of M. de Choiseul Gouffier, το πλάτος του ισθμού στο σημείο του καναλιού είναι 2,184χλμ.

[17] Ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ οὑνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον, οἰκημένον ὑπὸ ἀνθρώπων· τῇ δὲ τελευτᾷ ἐς τὴν ἤπειρον τὸ ὄρος χερσονοειδές τέ ἐστι καὶ ἰσθμὸς ὡς δώδεκα σταδίων, πεδίον δὲ τοῦτο καὶ κολωνοὶ οὐ μεγάλοι ἐκ θαλάσσης τῆς Ἀκανθίων ἐπὶ θάλασσαν τὴν ἀντίον Τορώνης.Ηροδοτ. 1. 7, 22.

[18] ἐν δὲ τῷ ἰσθμῷ τούτῳ, ἐς τὸν τελευτᾷ ὁ Ἄθως, Σάνη πόλις Ἑλλὰς οἴκηται.—Ηροδοτ. 7, c. 22.

. . . . τὴν Ἀκτὴν καλουμένην· ἔστι δὲ ἀπὸ τοῦ βασιλέως διωρύγματος ἔσω προὔχουσα, καὶ ὁ Ἄθως αὐτῆς ὄρος ὑψηλὸν τελευτᾷ ἐς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος. Πόλεις δὲ ἔχει, Σάνην μὲν, Ἀνδρίων ἀποικίαν, παρ’ αὐτὴν τὴν διώρυχα, ἐς τὸ πρὸς Εὔβοιαν πέλαγος τετραμμένην.—Θουκυδ. 1. 4, 109;

[19] ΣτΜ: Στρυμονικός Κόλπος.

[20]ΣτΜ: Ακρωτήριο Δρέπανο.

[21] Ηρόδοτ. 1. 7, 22.

[22] Λιβ. 1. 31, 45.

[23] Αθήναιου Ναυκρατίτη 1. 3, 20 και Ηρακλείδη του Λέμβου στο ίδιο.

[24] Πλίν. Φυσ. Ιστ. 1. 4, 10.

[25] Ηροδότ. 1. 7, 22., Θουκυδ. 1. 4, 109, Στράβωνος Επιτ. 1. 7, 331.

[26] Σκύλαξ στο Μακεδονία.

[27] . . . Ἀκραθώους· αὓτη δὲ πρὸς τῇ κορυφῇ του Ἄθωνος κεῖται. Ἔστι δ’ ὁ Ἄθων ὄρος μαστοειδὲς, ὀξύτατον, ὑψηλότατον· οὗ οἱ τὴν κορυφὴν οἰκοῦντες ὁρῶσι τὸν ἥλιον ἀνατέλλοντα πρὸ ὡρῶν τριῶν τῆς ἐν τῇ παραλίᾳ ἀνατολῆς.―Στράβωνος Επιτ. 1. 7, 331.

Oppidum in cacumine fuit Acrothon.―Πλιν. 1. 4, 10.

In summon fuit oppidum Acroathon. ― Πομπ. Μέλα, 1. 2, 2.

[28] Ἄθωον αἶπος Ζηνὸς.―Αισχύλ. Αγαμ. στ. 293.

Ἄθωος· ὁ ἐπὶ τοῦ Ἄθω τοῦ ὄρους ἱδρύμενος ἀνδριὰς, ὁ Ζεύς.―Ησύχ. στο Ἄθωος.

Capit opinion fidem, quia de aris, quas in vertice sustinet, non abluitur cinis, sed quo relinquituraggere, manet.―Μέλας, 1. 2, 2.

[29] Προκύπτει σχετικά με μια εκστρατεία του Βρασίδα στην Ακτή, αφού κατέλαβε την Αμφίπολη τον όγδοο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου.

[30] Θουκυδ. 1. 1, 56. Στράβων Επιτ. 1. 7, 330. Σκύλαξ, Μακεδονία. Σκύμν. στ. 628. Λίβ. 1. 44, 11.

[31] Ηρόδοτ. 1. 7, 122.

[32] Θεόπομπος ο Χίος στο Στέφανο Βυζάντιο στο λήμμα Ἄσσηρα.

      ἐν τῇ Χαλκιδικῇ τῇ ἐπὶ τῆς Θράκης ἐν τῇ Ἀσσυρύτιδι.―Αριστοτ. Περί Ζώων Ιστορία. 1. 3, 12. Εδώ βρισκόταν ένας ποταμός που, εξαιτίας της ψυχρότητάς του, ονομαζόταν Ψυχρός και είχε τη φήμη ότι έκανε τα πρόβατα που έπιναν απ’ αυτόν να γεννούν μαύρα αρνιά.

Oppidum Cassera, faucesque alterae Isthmi, Acanthus, Stagira, κλπ.―Πλιν. 1. 4, c. 10.

Η αρχική ορθογραφία μάλλον ήταν Ἀσσηρα, όπως φαίνεται στο Λεξικόν του Στέφανου, ο οποίος τα ταυτοποιεί επαρκώς με τα Άσσυρα του Αριστοτέλη, όταν τα περιγράφει, όπως κι εκείνος, ως πόλη των (Θρακιωτών) Χαλκιδαίων.

[33]Πλιν. Φυσ. Ιστ. 1.4.10―Πομπ. Μέλας 1.2.3.

[34] Θουκυδ. 1. 1, 63.

[35] Ηροδότ. 1. 8, 127.

[36] Αθήν. Ναυκρ. 1. 8, χ. 3. Η λίμνη Βολυκή δεν είναι τίποτ’ άλλο από τη λίμνη του Όλυνθου με το Β να μπαίνει ως κοινό μακεδονικό πρόθεμα, αν και, πιθανότατα, και τα δυο ονόματα έχουν την ετυμολογία τους σε μια λέξη που αναφέρεται στη λιμνοθάλασσα και έχει την ίδια σημασία και καταγωγή με το θολός.

[37] Πλιν. Φυσ. Ιστ. 1. 4, 10―Πομπ. Μέλας, 1. 2, 3.

[38] Θράμβος ἀκρωτήριον  Μακεδονίας.Στέφαν. Βυζ. προφορικά.

[39] τῷ πᾶσα Φλέγρας αἷα δουλωθήσεται, Θραμβουσία τε δειράς.―Λυκόφρων στ. 1404.

[40] Λιβ. 1. 44, 11.

[41] Θουκυδ. 1. 4, 129.

[42] Ποσίδιον.

[43] ΛΙβ. 1. 31, 45.

[44] Θουκυδ. ομοίως.

[45] Μέλας, 1. 2, 2,3.

(Εμφανιστηκε 2,921 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

2 Σχόλια

  1. Pingback: Μάρτιν Γουϊλιαμ Ληκ (William Martin Leake): Ταξείδια στη βόρεια Ελλάδα - (1806) - Ερανιστής

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.