Επιστολές κλεφτών και ο Νενέκος
[…] Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήση,
για να του πω τα κρίματα, όσά χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια άρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.
(Του κλέφτη το κιβούρι)
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Στα τέλη του 18ου αιώνα, παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, δρούσαν στον ελλαδικό και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο πλήθος ενόπλων ομάδων, οι οποίες αποτελούνταν συνήθως από χριστιανούς αλλά και μουσουλμάνους σε κάποιες περιπτώσεις, οι οποίες αμφισβητούσαν εμπράκτως την οθωμανική κυριαρχία σε ορισμένες περιοχές της αυτοκρατορίας. Η εθνοτική ή άλλη σύνθεση αυτών των ομάδων είναι ένα ζήτημα περίπλοκο, απλώς αναφέρουμε εδώ ότι στην περίπτωση του ελλαδικού χώρου, εκτός από τους Έλληνες Χριστιανούς, οι Αρβανίτες, οι Αλβανοί αλλά και ανυπότακτοι Μουσουλμάνοι, συγκροτούν κι αυτοί αμιγή ή μεικτά μισθοφορικά σώματα, καθώς και ισχυρές κλέφτικες ομάδες. Οι ένοπλοι αυτοί καταγράφονται συνήθως στην ιστοριογραφία και τις πηγές ως δίδυμο: κλέφτες και αρματολοί. Ως κλέφτες εννοούνται τα μέλη ένοπλων ομάδων με στοιχειώδη οργάνωση και ιεραρχία, που επιδίδονται σε διάφορες “παράνομες” δραστηριότητες όπως ληστείες, απαγωγές, “προστασία” ολόκληρων περιοχών, επιθέσεις σε ταξιδιώτες, επιδρομές κ.λ.π. Η σχέση τους με τους ντόπιους πληθυσμούς εξαρτάται κάθε φορά από τα τοπικά δίκτυα εξουσίας, τα συγγενικά δίκτυα, τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής και τις εκάστοτε περιστάσεις.
Σε έγγραφο του 18ου αιώνα, με αφορμή το φημισμένο κλέφτη Γιώργο Θώμο, οι πρόκριτοι της Λευκάδας απαντούν στις οθωμανικές αρχές ότι Ακαρνάνες προύχοντες καλύπτουν το ληστή ενώ «όταν θέλουν ημπορούν να τον σκοτώσουν ή να τον ησυχάσουν. Οι κλέπτες όταν δεν έχουνε ορτά (κάλυψη) τους αρματολούς δεν τολμούν να κάμουν κλεψιές». Ο καπετάν Θόδωρος σε άλλο γράμμα απευθύνεται επίσης στους προύχοντες, ζητάει το μεϊντάνιλίκι πρώτα με το καλόν (αν μας αγαπάτε και (θέλετε) την δική μας φύλαξη) και στη συνέχεια απειλητικά σημειώνει ότι αν τοποθετήσουν άλλους δεν θα έχουν ησυχία (τώρα ήρθαμε ως 15 άνδρες κι αύριο θα έρθομε με 56):
«Από εμέ τον καπετά Θόδωρο και από τον Γιώργο Ντουνιστιάνο και από το Γιώργο Αβασιώτη και από το Δήμο Σπαρτιώτη σε σένα κυρ Γέρο (Vechio) Ρίζο και Νικολό Μπατσιγιάννη και υπόλοιποι της πόλης όλους σας χαιρετούμε και σας γράψομε να ξέρετε περάσαμε και ήρθαμε στην περιοχή σας και θέλομε το μεϊντάνιλίκι με το καλόν αν μας αγαπάτε και (θέλετε) την δική μας φύλαξη και να ησυχάσομε και εμείς (να μονιμοποιηθούμε) σ’ ένα τόπο. Εμείς το ξέρομε πως θέλετε να τοποθετήσετε ή μάλλον να διορίσετε άλλους, είναι καλύτερα να βάλετε εμάς και μην πιστεύετε πως βάζοντας άλλους θα έχετε ησυχία γιατί τώρα ήρθαμε ως 15 άνδρες κι αύριο θα έρθομε με 56 και συγκεντρωθείτε όλοι να ορίσετε (να αποφασίσετε) για να μας στείλετε απάντηση μέχρι αύριο το βράδυ και μην κάμετε αλλιώς και να σας βρει το γράμμα μας υγιείς και καλά από όλους τους άλλους πολλούς χαιρετισμούς». [1]
Σε επιστολή προς τον τοπικό ενετό διοικητή, ο ίδιος καπετάνιος ζητά να μείνουν στη σκιά του πρίγκηπά τους και να ταχθούν ως μεϊντάνηδες στην υπηρεσία του, αφήνοντας τη ληστρική ζωή:
«Εγώ ο καπετά Θόδωρος έγραψα και ταπεινά απευθύνομαι στην εξοχότητά σου με όλους τους ανθρώπους μου γονατιστός ζητάω συγχώρεση από την εξοχότητά σου που δεν σας εγράψαμε προτήτερα σαν αγράμματοι που είμαστε. Και τώρα γράφομε στην εξοχότητά σου εμείς σουδήτοι (υπήκοοι) του πρίγκηπά μας (του δόγη) και θέλομε να είμαστε κοντά στον πρίγκηπά και αν μπορούμε να έχομε μια fede (πιστοποίηση) από την εξοχότητά σου εάν μας αγαπάς να μείνομε στη σκιά σου και εμείς θα αφήσομε τη ληστρική ζωή (το κακό) και είμαστε ένοχοι πρώτα στο θεό και δεύτερα στο πρίγκιπα και για αυτό γράφομε και παρακαλούμε την εξοχότητά σου να μας δώσεις μία fede για να μείνομε ως μεϊντάνηδες γιατί παρατηρούμε και εμείς πως οι χωριάτες μας χρειάζονται απέναντι στους τούρκους και στους κακούς ανθρώπους και αναλαβαίνουμε να τους σώσουμε και να μας γράψεις για αυτό μια απάντηση με το χέρι σου για να ξέρομε και εμείς θα σταθούμε άντρες θα το ιδείτε».
Η διαφορά του ύφους είναι εμφανής: απευθύνομαι στην εξοχότητά σου, γονατιστός ζητάω συγχώρεση, θα αφήσομε τη ληστρική ζωή, γράφει στον ισχυρό Ενετό αξιωματούχο, ενώ στους προκρίτους απευθύνεται σχεδόν ως ίσος προς ίσο (σε σένα κυρ Γέρο (Vechio) Ρίζο και Νικολό Μπατσιγιάννη και υπόλοιποι της πόλης).[1] Σε άλλη επιστολή, με χρονολογία 9.9. 1799, ο κλεφταρματολός Γιάννης Παράβολας απευθύνεται στους «εκλαμπρότατους αφεντάδες της Αγίας Μαύρας» και διαμαρτύρεται επειδή αυτοί ενέδωσαν στην αξίωση του αρματολού της Στερεάς καπετάν Χρίστου (Κατσικογιάννη;) να καταδιωχθεί και να κυνηγηθεί ο Παράβολας από το νησί. Η επιστολή του διασώζει το ντόπιο κλέφτικο ήθος και την γλώσσα της εποχής:
«Τi μεγάλα κάζα έκαμα εις τους τόπους σας και με κυνηγάτε; Εγώ δεν επήραξα κενενός μίνια κόττα στανικώς, όξου α με φιλέψη κανένας. Με τη(ν) Τουρκιά, οπού έχω να κάμω, μου επήρανε δύο τρεις φορές το γείδος μου και με κυνηγάνε και μένανε και τους πειράζω κ’ εγώ. Τώρα εγώ με τους τόπους σας δεν έχω να κάμω, μούνε μου έρχεται παράπονο, οπού δίχως να σας πειράξω να με κυνηγάτε, οπού μ’ έχετε πατριώτη και θε να με κάμετε να την αφήκω τη(ν) πατρίδα μου -και λέτε όπως σας στενεύει ο κεπετάν Χρίστος και σας λέγει να του δώκετε θέλημα να με κυνηγήση με Τούρκους μέσα στους τόπους σας. Δώτε του να φέρει και Τούρκους μέσα ευτού να σας προδώκη τη χώρα, σα(ν) και πρώτα. Και σας λέγει όπως με φυλάτε ευτού μέσα και δε(ν) του λέτε όπως με φυλάγει ο γίδιος, ωσα(ν) και πέρσι, οπού μ’ έβανε να χαλάσω τα τσιφλίκια του πασά και τώρα αυτείνοι με φυλάνε, διατί άνι με κυνηγήσουνε, τους σκοτώνω τα βόδια τους και τους ανθρώπους τους και τα γεννήματά τους τα καίγω και ό,τι μπορέσω θε να τους κάμω κ’ εδώ γείμαι κι ας με κυνηγήση. Να κάμη ζάπι τον εδικό του τόπο, όχι χαλεύει να ζαπίση και της εκλα(κλα)(μ)πρότη(ς) σας τους (σ) τόπους!
Δε(ν) του λέτε να πάγη στο(ν) τόπο του ο καθένας; Τι σας εφορτώθηκε και πολεμάγει να ορίση το(ν) τόπο σας και σας λέγει, όπως όποιος μου δίνει ψωμί να τόνε κυνηγάτε. Εγώ μου δίνει όλος ο κόσμος ψωμί, διατί α δε μου δώκη, του σκοτώνω το βόδι του, γή το μουλάρι του, γή τ’ άλογό του, γή και τον ίδιο. Φυλάγω μες στη πόρτα του και τόνε σκοτώνω. Τώρα γη εκλαμπρότη σας το γνωρίζετε, μούνε θέλετε να παιδεύετε τους ραγιάδες (σ)ας και σας περικαλώ να μην ακούτε τα μοναφίκικα ψέματα και παιδεύετε τους γειτόνου(ς) σας, διατί εγώ θε να κάμω ό,τι να μπορέσω εκεί, όπου μου επήρανε το γείδος μου και γη εκλαμπρότη σας κάμετε όπως ορίσετε. Και ανίσως και σας γράψω και κανένα ενάντιο, ας έχω και συμπάθιο, διατί γείμαι γιδιώτης. Και το γράμμα μου να το διαβάσετε όλοι γοι αφεντάδες σας περικαλώ και άνι σας έκαμα κακό, ας το εύρω. Και όποιονε έβλαψα να μου το φανερώσετε και κείνονε όπου με κυνηγάει να τόνε ξέρω». [1]
Σε έγγραφο της πολιτικής διοίκησης της Λευκάδας προς την Ιόνια Γερουσία, το 1800, αναφέρεται γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολη η καταστολή της δράσης των κλεφτών στο νησί. Ο διαβόητος Ραφτογιάννης, αν και είχε ρημάξει τον τόπο τους προηγούμενους μήνες και έκανε φριχτά πράγματα, ζει ήσυχος και απολαμβάνει την προστασία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων:
«Το πέρασμα, γράφει, από τη νόμιμη ζωή των αρματολών σ’ εκείνη των κλεφτών είναι πολύ συχνό κι εξαρτάται μοναχά από τη θέληση του ανώτατου εξουσιαστή της γειτονικής Στερεάς. Αν εκείνος που παρανομεί, αν εκείνος που κακοποιεί… καταδιώκονταν σταθερά και ετιμωρούνταν, το κακό θα σπόρπαε και θα τέλειωνε. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική και συχνά βλέπομε το φονιά και τον τύραννο των αθώων να απολαμβάνει τη φιλία εκείνου, που ώφειλε να τον τιμωρήσει…. Ο διαβόητος Ραφτογιάννης… που τους περασμένους μήνες είχε τόσο ταράξει τον τόπο μας που είχε βάλει φορολογία στους πιο φιλήσυχους κατοίκους, που είχε πιάσει ομήρους και σε βάρος τους έκαμε φριχτά πράγματα, αυτός που πολλές φορές είχε απασχολήσει την Κυβέρνηση, ζει τώρα μια χαρά και ήσυχα στο οθωμανικό έδαφος και απολαμβάνει την εύνοια του Αλή Πασά.» [1]
Και αλλού: «Οι κλέπτες και οι ληστές είναι εδική σας ραγιάδες, εις τον τόπον σας πράζουν ζουλούμια (αρπαγές) οι αρματολοί σας τους φυλούν ή τους κάνουν χάζι».
Οι χριστιανικοί αγροτοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί αντιμετώπιζαν τους κλέφτες μάλλον με συναισθήματα φόβου και θαυμασμού. Υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία δείχνουν την ανοιχτή στήριξη ή “ευμενή ουδετερότητα” των τοπικών κοινωνιών στους κλέφτες (τροφή, καταφύγιο ή πληροφορίες) και άλλα που μαρτυρούν απηνείς διώξεις κατά περιόδους, όπως στην περίπτωση του κατατρεγμού των κλεφτών στην Πελοπόννησο, το 1805. Στο Μοριά, όλα σχεδόν τα κέντρα ισχύος, ντόπιοι Οθωμανοί αξιωματούχοι, θρησκευτική εξουσίας, αρχιερείς και ντόπιοι προύχοντες, στράφηκαν ανοιχτά εναντίον των ομάδων αυτών και οι κλέφτες της Πελοποννήσου αφορίστηκαν επισήμως, όπως συνέβη με τους Σουλιώτες και εκατοντάδες άλλους αργότερα. Συχνά τα μοναστήρια πρόσφεραν για διάφορους λόγους καταφύγιο στους κλέφτες, πιθανόν και με την απειλή της “εκδίκησης” και του “καψίματος”, μιλάμε άλλωστε για ομάδες που μιλούσαν κυρίως τη γλώσσα της δύναμης. Η “φωτιά και το τσεκούρι” εφαρμόζονταν ακόμα και εναντίον ομόθρησκων πληθυσμών, όπως έδειξε η πρακτική του ικανότατου πρώην κλέφτη Κολοκοτρώνη, και βεβαίως κατά του Ιμπραήμ, μετά την αποβίβασή του στο Μοριά. Έχουμε αναφερθεί αλλού αναλυτικότερα στο γενικότερο χαρακτήρα των αντιθέσεων στον οθωμανικό κοινωνικό σχηματισμό, όπως αυτός διαμορφώνονταν στην κρίσιμη περίοδο πριν την Επανάσταση του 1821. Ενδεικτικά: βλέπουμε σποραδικές συμμαχίες των Σουλιωτών με τους Χριστιανούς Τσάμηδες σε μια προσπάθεια διαφύλαξης της τοπικής εξουσίας τους που απειλείται από τον Αλή Πασά. Αντίστροφα: στα αληπασαλήδικα στρατεύματα που πολεμούν τους Σουλιώτες στο Σούλι, στον Ζάλογγο ή στον Σέλτσο συμμετέχουν και χριστιανοί αρματολοί της περιοχής, ενώ οι ανυπότακτοι Σουλιώτες, πριν ξεχυθούν ορμητικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, συμμαχούν ακόμη και με τον άσπονδο εχθρό τους Αλή Πασά. Γνωστή είναι και η περίπτωση του περιβόητου Χριστιανού Αρβανίτη Νενέκου στην Αχαΐα, ο οποίος είχε συγκροτήσει ένοπλο σώμα 2000 χριστιανών ντόπιων στο πλευρό του Ιμπραήμ. Το γεγονός που εξόργισε τον Κολοκοτρώνη ήταν ότι ο Νενέκος είχε την ευκαιρία να αιχμαλωτίσει ή να εξοντώσει τον Ιμπραήμ και δεν το έπραξε. Σημειωτέον ότι ο Ιμπραήμ χρησιμοποιούσε κάθε είδους μέσο, τρομοκρατία και βαρβαρότητες, ακόμα και απόπειρες δολοφονίας κατά του Κολοκοτρώνη για να σβήσει την Επανάσταση. Το περιστατικό περιγράφεται από τον Φωτάκο. Ο Ιμπραήμ βρέθηκε στο έλεος του Νενέκου, όταν χάθηκε μόνος του σε δάσος, αλλά ο Νενέκος πιστός στην συμφωνία τους τον περιποιήθηκε και τον οδήγησε ασφαλή στο στρατό του:
“Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε. Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπόρθητον. Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον· οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των· ἀλλ᾿ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους. Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε· (πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ). Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἀθανάσιος Σαγιᾶς ἐφόνευσε τὸν Νενέκον.”
Ο ϊδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά στα απομνημονεύματά [2] του την οριστική εντολή του για την εκτέλεση του Νενέκου, που παρέμενε πιστός στους Τούρκους ακόμα και όταν έφτασε ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδος:
“Καὶ τότενες μ᾿ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα (1), ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά.”
Η επαναστατική διαταγή για την εκτέλεση του προσκυνημένου Νενέκου είχε εκδοθεί από το 1826:
“Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο.”
[1] Οι επιστολές είναι από το άρθρο Παρακοινωνικά στοιχεία στη Λευκάδα του 18ου και 19ου αιώνα, Γιώργος Κοντογιώργης, στο συλλογικό Αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Σβορώνου, εκδ. Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1992
[2] http://el.wikipedia.org/wiki/