22 Ιουνίου 2013 at 08:46

Σαν τον Ναυαγό στο Κύμα….

από

Σάββατο είναι, μη Φοβάσαι…

Επεισόδιο 13: Σαν τον Ναυαγό στο Κύμα…

Γράφει ο Φώτης Μπατσίλας

 Βαγγέλης Γερμανός ‎– Τα Μπαράκια
Βαγγέλης Γερμανός ‎– Τα Μπαράκια

Τόσες ’βδομάδες που κάθε Σάββατο ξυπνώ και φωνάζω «Σάββατο είναι, μη φοβάσαι» και ξεδιπλώνω στο ηλεκτρονικό χαρτί τις μύχιες σκέψεις μου, κι αυθυποβάλλομαι και προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος, και λέω πως όλα θα φτιάξουν, κι ο καθένας μας θα πάρει, εν τέλει, αυτό που επιδίωξε, αυτό που ονειρεύτηκε, αυτό που αξίζει, επί της ουσίας κάνω ένα λογικό άλμα –δεν φοβάμαι να το πω-, ένα λάθος, ένα μεγάλο λάθος, διότι θεωρώ δεδομένο ότι αυτό που ο καθένας επιδίωξε είναι το ίδιο με αυτό που ήθελε και ονειρεύτηκε, κι αυτό που στο τέλος αξίζει. Δεν είναι έτσι, δυστυχώς: η θέληση του καθενός μας είναι αδιόρατη, προσπαθούμε και εμείς οι ίδιοι να την διακριβώσουμε, να την εντοπίσουμε, να την διαγνώσουμε, μα αυτό δεν είναι ευχερές, χρειάζεται εμπειρίες, πολλές και συγκριτικές, δικές και άλλων, σκέψεις λογικές και παράλογες, της πεπατημένης οδού ή εξεζητημένες, περίεργες και παράξενες, μεστές και οξύμωρες, και πάλι το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο. Έτσι, πάντα ή σχεδόν πάντα θα νομίζουμε ότι θέλουμε κάτι συγκεκριμένο, ότι επιδιώκουμε αυτό που νομίζουμε πως θέλουμε, κι ότι μας αξίζει αυτό που νομίζουμε πως επιδιώκουμε, αλλά κατ’ ουσίαν θα χρυσώνουμε απλώς το χάπι της αληθινής μας θέλησης, της βούλησης δηλαδή, κατόπιν συνειδητής ή ασυνείδητης σκέψης, της μόνης αληθινής εξωτερικευμένης θέλησης, αυτής που πάντα κυριαρχεί (και που όταν αυτό δεν συμβαίνει το ονομάζουμε «τρέλα» και καθαρίζουμε…), αυτής που πάντα επιτυγχάνεται διότι αυτήν επιδιώκουμε να ικανοποιήσουμε, κι ας νομίζαμε πως αλλιώς ήταν τα πράγματα διότι (κοιτάξ’τε έπαρση!) δεν μπορεί, λέμε, είναι αδύνατο να είμαστε κι εμείς όπως όλοι, εμείς δεν νομίζουμε, ξέρουμε τι θέλουμε, αυτό επιδιώκουμε αυτό μας αξίζει…

Κι όμως, μπορεί και παραμπορεί, κι είναι το μόνο δυνατό: χρήματα, ασφάλεια, ευδαιμονισμός και… δικαιολογίες, και ευθύνες άλλων, και «ανυπέρβλητα εμπόδια», και η «κακιά στιγμή», και, κυρίως, πάντα ένα μεγάλο «αν» κι ένα μεγαλύτερο «ίσως», ποτέ η παραδοχή, ποτέ ο καθρέφτης, σχεδόν ποτέ το «φταίω κι εγώ», ποτέ μα ποτέ το αληθές, το «φταίω μόνο εγώ». Μοιραία, το ενδιάμεσο στάδιο αυτό που (για να επανέρθουμε και «στα δικά μας») περιέγραψε έξοχα ο Βαγγέλης Γερμανός στα «Μπαράκια» του, στο τραγούδι που λέει «Ω, πώς φοβάμαι τον ψηλό με τα γυαλιά…», φοβάμαι τον άλλο δηλαδή, τον άλλο, όχι εμένα, κι όλα όσα μπορεί να κάνει αυτός «για το χατίρι σου», κι ύστερα η δήθεν παραδοχή της ήττας και η λησμονιά του υπαίτιου (αυτό είναι το ενδιάμεσο στάδιο), η δήθεν ευχή προ αυτόν, η δήθεν αθώα απειλή, η ασύμμετρη κατάρα όμως και κατ’ ουσίαν:

Μα όμως πρόσεξε κι εσύ να μην βρεθείς

στην εξορία που με δίκασες να ζήσω.

Πόρτες θα κλείνουνε καθώς θα μένεις πίσω,

χωρίς αγάπη, χωρίς αγάπη.

Τα ανεξίτηλα σημάδια σου θα σβήσω

σα χαλικάκι μες στο ρέμα θα χαθείς…

Βρέθηκα, κι εγώ κάποτε, μικρός, σε παρόμοια κατάσταση και ξέρω τι σας λέω. Και τώρα που μεγάλωσα κι η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα βεβαίως (διότι μόνον ως φάρσα μπορεί να επαναληφθεί μια ιστορία, κι ας λένε κάποιοι επαγγελματίες γραφιάδες ό,τι θέλουν…), θυμάμαι πως κι εγώ αυτήν την λύση είχα βρει, «φταίνε οι καταστάσεις», «φταίει αυτή που δεν με κατάλαβε, που δεν με αγάπησε όσο εγώ, που…» μοιραία, είχα θελήσει κι εγώ να εκφράσω την κακεντρέχειά μου εμμέτρως με τους στίχους:

Σαν τον ναυαγό στο κύμα

πρόσεξε να μην βρεθείς,

μα αν η μοίρα σου σε φέρει,

τότε θα με θυμηθείς.

Ο Φώτης Μπατσίλας, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Λιβαδερό, στην ταβέρνα του "Κάκα".
Ο Φώτης Μπατσίλας, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Λιβαδερό, στην ταβέρνα του “Κάκα”.

Σήμερα, λοιπόν, μετά τις παραπάνω σκέψεις, έχω συνειδητοποιήσει, νομίζω, πως, όπως ακριβώς το είπε ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ότι δηλαδή «το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί είναι αυτό που μας συμβαίνει κάθε στιγμή, γιατί οτιδήποτε άλλο δεν υπάρχει καν», καλώς έγινε ό,τι έγινε, καλώς γίνεται ό,τι γίνεται, καλώς θα γίνει ό,τι κι αν γίνει, διότι, στο τέλος-τέλος, αυτό που στ’ αλήθεια θέλουμε, αυτό επιδιώκουμε, κι αυτό πραγματικά αξίζουμε, και, άρα, αυτό συμβαίνει. Κι αν υπάρχουν στιγμές που αισθανόμαστε Σαν τον Ναυαγό στο Κύμα, χωρίς σανίδα σωτηρίας, χωρίς Σάββατα, μόνο με Φόβους, στο χέρι μας είναι να το ξεπεράσουμε κι αυτό στάδιο, να μιλήσουμε στους ίδιους τους Φόβους μας και να τους φωνάξουμε κατάμουτρα, όπως ο Κώστας Ουράνης, ο ποιητής, «Πάψετε πια!». Διότι, αν πράγματι θέλουμε «ν’ αγγίξουμε τ’ αστέρια», οφείλουμε να ξέρουμε πως «το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!»…

 

Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε,
κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια!
Το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!

Τι; Πάλι να γυρίσουμε στην βαρετήν Ιθάκη,
στις μίζερες τις έγνοιες μας και τις φτηνές χαρές μας,
και στην πιστή τη σύντροφο, που σαν ιστόν αράχνης
ύφαινε την αγάπη της γύρω από τη ζωή μας;

Πάλι να ξέρουμε από πριν το αύριο τι θάναι
και να μη νοιώθουμε καμμιά λαχτάρα ν’ ανατέλλει;
Πάλι σαν τους ανήλιαστους καρπούς, που μαραζώνουν
και πέφτουν σάπιοι καταγής, να μοιάζουν τα όνειρά μας;

Η τόλμη αφού μας έλλειψε – και θα μας λείπει πάντα! –
να βγούμε μόνοι απ’ τη στενή και τη στρωτή μας κοίτη,
κ’ ελεύθεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή του κόσμου,
τους άγνωστους να πάρουμε και τους μεγάλους δρόμους
μ’ ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο χώμα
και την ψυχή μας ριγηλή σα φυλλωσιά στην αύρα,
τουλάχιστο ας μη χάσουμε την ευκαιρία τώρα
το παίγνιο να γίνουμε των άγριων των κυμάτων –
κι όπου το φέρει.

Ως πλόκαμοι μπορούν να μας τραβήξουν
τα κύματα της θάλασσας τα σκοτεινά τα βύθη,
μα και μπορούν στη φόρα τους να μας σηκώσουν τόσο
ψηλα, που με το μέτωπο ν’αγγίξουμε τ’ αστέρια.

KΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

Τόσες ’βδομάδες που κάθε Σάββατο ξυπνώ και φωνάζω «Σάββατο είναι, μη φοβάσαι» και ξεδιπλώνω στο ηλεκτρονικό χαρτί τις μύχιες σκέψεις μου, κι αυθυποβάλλομαι και προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος, και λέω πως όλα θα φτιάξουν, κι ο καθένας μας θα πάρει, εν τέλει, αυτό που επιδίωξε, αυτό που ονειρεύτηκε, αυτό που αξίζει, επί της ουσίας κάνω ένα λογικό άλμα –δεν φοβάμαι να το πω-, ένα λάθος, ένα μεγάλο λάθος, διότι θεωρώ δεδομένο ότι αυτό που ο καθένας επιδίωξε είναι το ίδιο με αυτό που ήθελε και ονειρεύτηκε, κι αυτό που στο τέλος αξίζει.

(τέλος 13ου επεισοδίου)

(Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στον Ερανιστή στις 13 Οκτωβρίου του 2012)

(Εμφανιστηκε 741 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.