Σάββατο είναι, μη Φοβάσαι…
Επεισόδιο 9: Έρωτας τον Σεπτέμβριο
Γράφει ο Φώτης Μπατσίλας
Γυρίσαμε όλοι! Βγαίνω 11 το βράδυ στο μπαλκόνι και βλέπω στην απέναντι πολυκατοικία τα φώτα αναμμένα σ’ όλα τα διαμερίσματα. Συνταξιούχοι, εργαζόμενοι, φοιτητές, όλοι εδώ, τα κεφάλια μέσα, τα σώματα μέσα, το μυαλό όμως έξω. Πόσο τον συκοφαντήσαμε αυτόν τον άμοιρο Σεπτέμβριο… Κι όμως ο Σεπτέμβριος είναι ιδανικός για κάθε είδους ξεκίνημα, επαγγελματικό, κοινωνικό, προσωπικό, ένα ξεκίνημα στέρεο, με προοπτική, διότι θα είναι ένα ξεκίνημα που γίνεται εδώ κι όχι αλλού, ένα ξεκίνημα αποφασισμένο κι αποφασιστικό κι όχι πρόχειρο κι ευκαιριακό, ένα ξεκίνημα με τα όνειρα του Αυγούστου πίσω και τις προσδοκίες του Φθινοπώρου μπροστά, κάτι σαν φως δηλαδή, διάφανο φως:
10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
Κάτι σα νεύμα μες στα σκοτάδια,
κάτι σαν φως, διάφανο φως,
είν’ η αγάπη που αφήνει σημάδια,
είναι ρυθμός, της ζωής ρυθμός.
Και σε ψάχνω σ’ αναζητώ
μες στης πόλης το βουητό,
γύρω σου αναπτύσσω τροχιά,
δορυφόρος σου κατάντησα πια.
Κι αυτή η νύχτα πώς σε παιδεύει
μ’ ένα χαδάκι απαλό.
Θυμάμαι ήτανε 10 Σεπτέμβρη,
μα σταματάει το μυαλό…
Και σε ψάχνω…
(στίχοι, μουσική, ερμηνεία Ανδρέα Μικρούτσικου από τον δίσκο του «Περνάω με Κόκκινο», 1986)
Κοιτάζω το διαμέρισμα της μικρής του πρώτου απέναντι. Έχει μέσα τον φίλο της. Την είδα το απόγευμα, μαύρισε, ομόρφυνε. Κι όμως, πριν από λίγο μόλις καιρό, αρχές του καλοκαιριού, δεν μπορούσα να την δω στα μάτια μου… Άφηνε την κουρτίνα ανοιχτή την ώρα που έκανε έρωτα με τον φίλο της, νέα παιδιά λες κι είχαν γεράσει, αργά, νωχελικά, ψόφια, έρωτας εξ ανάγκης, χουζούρικο σεξ, χωρίς συναίσθημα, χωρίς πάθος. Κι όμως στα μάτια του έβλεπα τη φλόγα, την περίμενε, αγόραζε τσιγάρα και την περίμενε, κάθε Σεπτέμβρη με νέες ελπίδες, ότι θα σπάσει τον πάγο της, ότι θα την κατακτήσει, επιτέλους…
ΚΑΘΕ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
Κάθε Σεπτέμβρη θα γυρνάς απ’ το χωριό σου
και μόνο απ’ τα’ άσπρα μέρη κάτω απ’ το μαγιό
θ’ αναγνωρίζω το κορμάκι το δικό σου,
που τους χειμώνες το κοιτάζω μόνο εγώ.
Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω;
Αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μένω ανοιχτός.
Κι αν καταφέρω και τον πάγο σου τον λιώσω
κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως.
Κάθε Σεπτέμβρη θα δαγκώνεις ένα μήλο,
κι εγώ θα κάθομαι να βλέπω σαν Αδάμ
τον πειρασμό να σε τυλίγει σαν το φύλλο
και να μου κάνει την καρδιά μου Γης Μαδιάμ.
Και τι έχει ο ήλιος…
(στίχοι, μουσική, ερμηνεία Φοίβου Δεληβοριά, από τον δίσκο του «Χάλια», 1998)
Και σήμερα δεν μπορώ να μη μιλήσω για μένα. Ο Σεπτέμβρης με κατακλύζει, η μέρα που τελειώνει νωρίς με εχθρεύεται, με πνίγει η νύχτα, οι μνήμες ξυπνούν και μου γρατσουνίζουν το μυαλό: σχολείο, Γυμνάσιο, Λύκειο, νέα αρχή, νέα πρόσωπα, άλλα ρούχα, άλλα μαλλιά, θα με κοιτάξει, άραγε;
Με κοίταξε! Και μάλιστα πολύ! Κι έντονα, και λάγνα, και θεληματικά, μα εγώ, για άλλη μια φορά, εκεί δεν ήμουν, για άλλη μια φορά δεν μπορούσα να είμαι εκεί:
ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1903
Κι αν για τον έρωτα μου δεν μπορώ να πω,
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια,
όμως το πρόσωπο σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατάω μες το μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρα μου
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.
(ποίηση Κωνσταντίνου Καβάφη, μουσική, ερμηνεία Σωκράτη Μάλαμα, από τον δίσκο του «13.000 μέρες», 1998)
Τούτος ο Σεπτέμβρης, βέβαια, μυρίζει απ’ την αρχή μπαρούτι, λες και κάποια… στουρνάρα πέτρα θέλησε να του βάλει φωτιά, τίποτα όρθιο μην μείνει, κανείς στο ύψος του, το οικονομικό, να μην σταθεί. Μικρός απολογισμός των υποσχέσεων που δόθηκαν και δεν τηρήθηκαν, και δεν γινόταν, μας λένε τώρα, να τηρηθούν, μαυρίζει τη σκέψη μας, θολώνει το μυαλό μας… Όχι, Όχι, Όχι!!! Σήμερα είναι Σάββατο, μην φοβάσαι, δεν θα λυγίσουμε, δεν θα τους κάνουμε το χατίρι! Βγες έξω και μην πας πουθενά, μείνε μέσα και πήγαινε παντού, ερωτεύσου, φέρσου σαν ερωτευμένος έστω, ο έρωτας τον Σεπτέμβριο είναι νέος, είναι υπέροχος, είναι μοναδικός, κι ας είναι μελαγχολικός. Μην ξεχνάς πως όλα, ναι, όλα μπορούν να γίνουν τον Σεπτέμβρη, κι όπως κάθε Σεπτέμβρη έτσι και τούτον… Καλή σαιζόν σε όλους!
ΚΑΘΕ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ (Τα φύλλα ντύνονται χρυσά)
Τα φύλλα ντύνονται χρυσά, να ταξιδέψουν,
βαλίτσες ετοιμάζουν τα πουλιά,
τα μάτια ακόμα μια φορά, θα σημαδέψουν
τους ίδιους δρόμους, που δε βγάζουν πουθενά.
Κάθε Σεπτέμβρη, ζωντανεύεις και με σκοτώνεις
Κάθε Σεπτέμβρη, ξαναγυρνάς
Κάθε Σεπτέμβρη, ζωντανεύεις και με πληγώνεις
Κάθε Σεπτέμβρη, με πονάς
Τα φύλλα ντύνονται χρυσά, να ταξιδέψουν,
να πάρουνε το δρόμο της βροχής
Τα χέρια ακόμα μια φορά, θα με ληστέψουν
τα χέρια κάποιας, μεθυσμένης Κυριακής
Κάθε Σεπτέμβρη…
(Παραδοσιακό Επτανήσων – Επτανησιακή Αριέτα)
(τέλος 9ου επεισοδίου)