Ο Χένρυ Μίλλερ και ο κολοσσός απ’ το Μαρούσι
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Παραμονές του 40, επί δικτατορίας Μεταξά, ο τρομερός Χένρυ Μίλλερ επισκέπτεται την Ελλάδα, σ’ ένα ταξίδι, μάλλον απρόσμενο, που το προκάλεσαν τα γράμματα που λάμβανε για μήνες από τον Λώρενς Ντάρελ, που είχε εγκατασταθεί, σχεδόν μόνιμα, στην Κέρκυρα και κυρίως οι φλογερές ταξιδιωτικές αφηγήσεις της συγκατοίκου του στο Παρίσι, Μπέτυ Ράιαν: «….δεν είναι ακριβώς αφηγήτρια αυτό το κορίτσι, έχει ωστόσο κάποιο είδος καλλιτεχνικής φλόγας γιατί ποτέ κανείς δε ζωντάνεψε μέσα μου τη φωτοβολία κάποιου τόπου το ίδιο ολοκληρωτικά όσο έκανε εκείνη για την Ελλάδα». Ο Μίλλερ, ως εκπρόσωπος του δυτικού κόσμου, φτάνει στην Ελλάδα και καταπλήσσεται από τα πάντα. Κυριολεκτικά εμβρόντητος ξετυλίγει σελίδες απίστευτου μεγαλείου, στα όρια του παραληρήματος. Δεν είναι μόνο τα τοπία ή ο ήλιος ή οι αρχαιολογικοί χώροι που τον καθηλώνουν, είναι η ίδια η ελληνική ιδιοσυγκρασία που τον αφήνει αποσβολωμένο. Θαυμάζει τα πάντα, ενθουσιάζεται με τα πάντα βιώνοντας μια απίστευτη συναισθηματική υπερβολή. Και δεν είναι η καθαρή έκπληξη του τουρίστα που επισκέπτεται το εξωτικό, δηλαδή το κάτι πέρα από τον ίδιο, που, όπως είναι φυσικό, τον καθηλώνει (γιατί πάντα η διαφορετικότητα καθηλώνει, ιδίως τον ταξιδιώτη που από θέση αρχής αναζητά τέτοιες εμπειρίες), είναι το δέος απέναντι στην αφοπλιστική ευθύτητα μιας κοινωνίας που με τη φτώχεια της διεκδικεί πολιτισμικό ανάστημα. Είναι η αποτίμηση της απλότητας μπροστά σε μια χειροπιαστή ευτυχία που εκδηλώνεται παράφορα χωρίς να πληρείται καμία υλική προϋπόθεση. Η σύγκριση με το αγγλοσαξονικό ιδεώδες είναι αναπόφευκτη κι Μίλλερ μένει άφωνος, σχεδόν αμήχανος, μπροστά στην πρωτόγονη σοφία που εκφράζει το αυτοσχέδιο γλεντοκόπι και το ξενύχτι στα καφενεία, κάτω από τον καθαρό ουρανό. Συνταράσσεται από τη διαφορετική οπτική της ζωής, που δε θα μπορούσε ο ίδιος ποτέ και με κανένα τρόπο να συλλάβει. Ο Μίλλερ αηδιασμένος έτσι κι αλλιώς από το αμερικάνικο όνειρο βρίσκει τον επίγειο παράδεισο. Βρίσκει την οριστική απαλλαγή από τον ψευτοπολιτισμό που εκπροσωπούσε. Η άποψή του για τις Ελληνίδες συμπυκνώνει τα πάντα. «….εντυπωσιάστηκα από την απουσία όλων εκείνων των λαμπερών ψεγαδιών που κάνουν ακόμη και την πιο όμορφη Αμερικανίδα ή Αγγλίδα να φαίνεται άσχημη. Η Ελληνίδα είναι και μένει πρώτα απ’ όλα γυναίκα. Σκορπά ένα χαρακτηριστικό άρωμα, σε ζεσταίνει και σε γοητεύει…….Και το τελευταίο κορίτσι που βλέπει κανείς στο δρόμο στην Ελλάδα είναι ανώτερο από κάθε άποψη από το αντίστοιχο στην Αμερική…..»
Μοιραία, όλα είναι υπέροχα. Οι ζητιάνοι στο δρόμο που του ζητάν τσιγάρο με απαιτητικό τρόπο, δεν είναι καθόλου ενοχλητικοί. Είναι σημεία αναφοράς της ειλικρινούς θρασύτητας που ο ίδιος εκλαμβάνει ως μέγιστη ανθρωπιά. Οι ζητιάνοι της Γαλλίας, με τον ικετευτικό τους τρόπο και την πρόθεση να μην ενοχλήσουν, γίνονται ανάμνηση θλιβερή, ως μνημείο υποκρισίας ενός πολιτισμού που ύψωσε τους δήθεν τρόπους για σημαία. Ο ζητιάνος είναι από τη φύση του ενοχλητικός και οφείλει να ενοχλεί κι αυτό ο Μίλλερ το εκτιμάει απεριόριστα. Τα γυμνά, ξυπόλυτα παιδιά που τρέχουν μέσα στη βρώμα φορώντας ρετάλια είναι για το Μίλλερ ο ύμνος του ανόθευτου. Τα χαμόσπιτα με τις κουρελιασμένες κουρτίνες και τις μικρές αυλές, τις λαμαρίνες που μπάζουν και τα χαρτόνια που καλύπτουν τα παράθυρα δεν είναι παρά η απόδειξη της ελευθερίας. Γιατί ο Μίλλερ βλέπει να παιδιά να τρέχουν και να γελούν απαλλαγμένα από κάθε έννοια. Βλέπει τους ενήλικες να κάθονται στις αυλές και να καυγαδίζουν ή να γελούν φωναχτά, γιατί δεν έχουν κάτι να κρύψουν, κι όλα αυτά συνθέτουν το κονσέρτο της ζωτικότητας. Φυσικά αγνοεί την πολιτική κατάσταση, αγνοεί το φόβο των ανθρώπων, αγνοεί τον πόνο και τη δυστυχία εισπράττοντας την φωνακλάδικη επιφάνεια ως μοναδική αλήθεια. Η επιφανειακή του γνώση για την πολιτική κατάσταση δεν του επιτρέπει να δει καθαρά κι ως εκ τούτου δεν μπορούμε να τον λάβουμε ως αντικειμενικό ιστορικό τεκμήριο. Εξάλλου ο Μίλλερ δεν επιδιώκει κάτι τέτοιο. Ο Μίλλερ δεν είναι ιστορικός. Ως ένα βαθμό δεν τον ενδιαφέρει η αλήθεια. Τον ενδιαφέρει αποκλειστικά η προσωπική του αλήθεια που μόνο συναισθηματικά μπορεί να διοχετευτεί. Ο ορθολογισμός εκμηδενίζει την μαγεία και μοιραία καθίσταται περιττός. Μια αύρα κυνηγάει ο Μίλλερ, γι’ αυτή ζει, κι αυτό δεν είναι παρά ο άκρατος ρομαντισμός. «”Και τι έχει η Ελλάδα που σου αρέσει τόσο πολύ;” ρώτησε κάποιος. “Φως και φτώχεια” είπα. “Είσαι ρομαντικός” μου λέει. “Ναι” απαντώ, “είμαι αρκετά τρελός για να πιστεύω πως ο ευτυχέστερος άνθρωπος στη γη είναι εκείνος με τις λιγότερες ανάγκες. Κι επίσης πιστεύω πως αν έχεις φως, όπως έχετε εδώ εσείς, εκμηδενίζεται κάθε ασχήμια ”».
Οι περιγραφές του Μίλλερ για την Αθήνα έχουν τρομερό ενδιαφέρον. «Η Αθήνα έχει ευμετάβλητο κλίμα, όπως η Νέα Υόρκη…..Ακόμη και στην καρδιά της πόλης μερικές φορές, όπου μπορείς να δεις τα πιο υπερσύγχρονα σπίτια, οι δρόμοι δεν είναι παρά χωματόδρομοι. Μπορεί κανείς να φτάσει από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη μέσα σε μισή ώρα. Στην πραγματικότητα όμως είναι μια τεράστια πόλη αφού έχει ένα εκατομμύριο κατοίκους. Έχει μεγαλώσει εκατό φορές από τον καιρό του Βύρωνα……οι εφημερίδες τυπώνονται με γαλάζιο μελάνι…..οι Αθηναίοι κυριολεκτικά καταβροχθίζουν τις εφημερίδες….». Όσο για τον κολοσσό από το Μαρούσι, είναι ο Κατσίμπαλης, ένας πραγματικός προστάτης των τεχνών που φιλοξένησε λίγες μέρες τον Μίλλερ και τον ξενάγησε στην Πελοπόννησο. Καλοφαγάς, γλεντζές, ένας πραγματικός Ζορμπάς, και ταυτόχρονα ευαίσθητος, σκεπτόμενος, ριψοκίνδυνος και μπαρουτοκαπνισμένος, αφού πολέμησε και στον Ά παγκόσμιο και στους Βαλκανικούς. Πραγματική περσόνα των αθηναϊκών γραμμάτων, όπως ήταν φυσικό, γοήτευσε τον Μίλλερ. Ήταν ακριβώς το πρότυπο που αναζητούσε για να πλάσει την εικόνα του Έλληνα που φανταζόταν. Ήταν ο άνθρωπος που έδενε απολύτως με όλο το σύνολο των εικόνων που εισέπραττε. Η ίδια η γέννηση του θρύλου: «Κάποιο βράδυ συνάντησα τον Κατσίμπαλη όταν εκείνος γυρνούσε από το Μαρούσι. Ήταν μια γνωριμία που θα θυμάμαι……….μου φάνηκε περίεργο κράμα. Ήταν ρωμαλέος σωματικά σαν ταύρος, διέθετε την επιμονή αρπακτικού πουλιού….το κεφάλι του ήταν παράξενα μεγάλο. Με γοήτευε….χωρίς να ξέρω γιατί το εύρισκα τυπικά αθηναϊκό. Άντρας γεμάτος ζωή, δυνατός, ικανός για βίαιες χειρονομίες και λόγια τραχιά». Το οδοιπορικό του Μίλλερ αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όταν ο Κατσίμπαλης τον φέρνει σε επαφή με τον Σεφέρη: «Ακρόαση μουσικής τζαζ στο αυστηρό περιβάλλον του σπιτιού του Σεφεριάδη στην οδό Κυδαθηναίων…..Ο Σεφεριάδης είναι διασταύρωση βούβαλου και πάνθηρα……έχει, δηλαδή, ένα συλλεκτικό πάθος, όπως συνέβαινε και με τον Γκαίτε. Το πρώτο σοκ που δοκίμασα καθώς μπήκα σπίτι του εκείνη τη μέρα ήταν η συνάντησή μου με την αδερφή του Ιωάννα, γυναίκα με χάρη κι ευγένεια ασυνήθιστη. Μου έδωσε αμέσως την εντύπωση πως είχε βασιλική καταγωγή, ίσως με αιγυπτιακό αίμα……έμεινα να την κοιτάζω εκστατικός…..ο Σεφεριάδης με κοίταξε μ’ εκείνο το ζεστό του ασιατικό χαμόγελο που πάντα απλωνόταν στο πρόσωπό του σα νέκταρ κι αμβροσία…….Ήθελε να μάθε πολλά για τους Αμερικάνους νέγρους, για τη ζωή στα παρασκήνια. Τι επίδραση άσκησαν οι νέγροι στην αμερικάνικη ζωή; τι πίστευε ο αμερικάνικος λαός για τη νέγρικη λογοτεχνία;……Αλήθεια ήταν πως υπήρχε μια νέγρικη αριστοκρατία; Θα μπορούσε κάποιος σαν τον Ντιούκ Έλινγκτον να κλείσει δωμάτιο στο Σαβόι – Πλάζα χωρίς να προκαλέσει ταραχή; Τι ήξερα για τους Κάλντγουελ και το Φόκνερ – ήταν αληθινή η εικόνα του νότου που έδιναν; ….ο Σεφεριάδης είναι ακούραστος στις ερωτήσεις του».
Οι εικόνες του Μίλλερ από Πελοπόννησο, Κρήτη και Κέρκυρα δεν είναι απλώς κολακευτικές ή μοναδικές ή οτιδήποτε τέτοιο, είναι ο διθύραμβος που φτάνει στην έκσταση. Το φως, η θάλασσα, οι Μυκήνες, η Φαιστός κλπ, οδηγούν το Μίλλερ σ’ ένα ντελίριο φρενιασμένων περιγραφών που απέχουν παρασάγγας απ’ αυτό που λέμε ενθουσιασμός. Είναι η ίδια η φρενίτιδα που μένει εκστατική μπροστά στην αναπάντεχη αγαλλίαση. Η Ελλάδα αποκαλύπτει στο Μίλλερ μια συναισθηματική άβυσσο, που προφανώς ούτε ο ίδιος περίμενε. Κανένας τόπος δεν μπορεί να συγκριθεί με το ελληνικό τοπίο και κανένας πλούτος δεν φαίνεται αντάξιος αυτής της μακαριότητας. Ο αθεράπευτος ρομαντισμός του εξιδανικεύει τα πάντα. Ακόμη και η φτώχεια γίνεται πλεονέκτημα καθώς ταυτίζεται με την απλότητα. Όμως ο Μίλλερ μέσα απ’ τις αναμφισβήτητες υπερβολές του προβάλλει μια οπτική που διεκδικεί τη δική της αλήθεια. Την οπτική της αηδίας απέναντι στον δυτικό ψευτοπολιτισμό που επιβάλλει την υποκρισία για ιδανικό και την κατανάλωση για ευτυχία. Της δυστυχίας των αμερικάνικων τερατουπόλεων που καταβροχθίζουν τους ανθρώπους.. Της εκβιαστικής ταχύτητας που γίνεται η μέγγενη των ανθρώπων. Της τεχνολογικής βαρβαρότητας που εκμηδενίζει όλες τις σχέσεις. Της απάθειας που γίνεται νεύρωση. Από αυτή την άποψη τα ελεύθερα παιδιά είναι πράγματι ανείπωτη ευτυχία. Αν αναλογιστούμε ότι ο Μίλλερ κάθε άλλο παρά ρομαντικός ήταν κι ότι καταξιώθηκε έχοντας αιχμηρό ποιητικό λόγο με ακραίες, για την εποχή, σεξουαλικές περιγραφές (οι Τροπικοί ήταν απαγορευμένοι στην Αμερική ως πορνογράφημα), αντιλαμβανόμαστε την ειλικρίνεια της ρομαντικής οπτικής που του γέννησε η Ελλάδα. Όσο για την πολιτική κατάσταση: «…το Χουαρέζ, αμερικάνικο φιλμ παιζόταν αρκετές βδομάδες σ’ έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογράφους. Παρά το γεγονός πως στην Ελλάδα υπήρχε δικτατορία, το φιλμ αυτό, που λίγες μόνο σκηνές του έκοψαν μετά τις πρώτες προβολές, παιζόταν νύχτα και μέρα μπρος σ’ ένα ολοένα και μεγαλύτερο κοινό. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, το χειροκρότημα έντονα δημοκρατικό. Για πολλούς λόγους η ταινία είχε μεγάλη σημασία για το ελληνικό κοινό. Καταλάβαινες πως το πνεύμα του Βενιζέλου ήταν ακόμη ζωντανό».
2 Σχόλια