Ο ερωτισμός στον Παπαδιαμάντη
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Όσο αφορά τον Παπαδιαμάντη, δεν θα μπορούσε να βρεθεί μεγαλύτερη απόδειξη του αγεφύρωτου προσωπικού χάσματος απέναντι σ’ έναν κόσμο υλιστικό και συμφεροντολογικό – κι ως εκ τούτου ακατανόητο κι ανυπόφορο – από την ίδια τη ζωή του. Μεγαλωμένος στη Σκιάθο μέσα σε πολυμελή οικογένεια και μυημένος βαθιά στο μεγαλείο της φυσικής ζωής και της καθημερινής ανθρώπινης απλότητας βρίσκεται εγκλωβισμένος στην Αθήνα, σ’ έναν κόσμο που αδυνατεί να κατανοήσει, πολύ περισσότερο να ενταχθεί. Το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν ιερέας αποτέλεσε καταλύτη για τη χριστιανική του ανατροφή, τη συνυφασμένη με τη θρησκευτική παράδοση και τις εκκλησιαστικές τελετουργίες. Για τον Παπαδιαμάντη τα ξωκλήσια, η ψαλτική, η όλη θρησκευτική ατμόσφαιρα της κατάνυξης των απλών ανθρώπων δεν είναι απλό νοσταλγικό παιδικό βίωμα ενός εξιδανικευμένου εθιμοτυπικού, αλλά στάση ζωής και καίριο στοιχείο διαμόρφωσης προσωπικότητας, αφού η φυσική ζωή, στο σύνολο του έργου του, είναι αλληλένδετη με τη θρησκευτική λατρεία σε μια ενότητα αδιάσπαστη, σχεδόν αυτονόητη. Η βαθύτατη χριστιανική ηθική και η αγάπη για τις χαρές του ανόθευτου φυσικού τοπίου είναι η πηγή της προσωπικής του ιδιορρυθμίας που τον έκανε ακατανόητο, ολοκληρωτικά ξένο, όταν κατέβηκε στην Αθήνα. Η ανικανότητά του να διαχειριστεί το χρήμα δεν είναι παρά η προσωπική του άρνηση να κατανοήσει τον αστικό τρόπο ζωής. Ακόμη κι όταν η εφημερίδα «Ακρόπολη» του έδινε 200 και 250 δραχμές το μήνα – ποσό υπέρογκο για την εποχή – η οικονομική του κατάσταση παρέμεινε άθλια, αφού τα χρήματα τα ξόδευε αφειδώς σαν παιδί που δεν έχει καμία συναίσθηση. Βοηθούσε φτωχούς κι έστελνε λεφτά στην οικογένειά του στη Σκιάθο ενώ ο ίδιος παρέμενε σε καθεστώς εξαθλίωσης με ρούχα παμπάλαια, σχεδόν κουρέλια, και πρόσωπο βρώμικο και αξύριστο. Ξόδευε χωρίς ποτέ να μπορεί να υπολογίσει την επόμενη μέρα. Παροιμιώδες έχει μείνει το περιστατικό της συνεργασίας του με την εφημερίδα «Εστία» όπου του προσέφεραν 150 δραχμές το μήνα και ο ίδιος ζήτησε να του τις κάνουν 100 γιατί οι 150 ήταν πολλές. Η αποστάσεις που κρατούσε πάντα από όλες τις χαρές της κοσμικής ζωής και η οικιοθελής ολιγάρκεια, στα όρια της καλογερικής, τον έκαναν πάντα απλησίαστο και παράξενο. Πολλοί ερμήνευσαν αυτή του τη στάση ως θρησκευτική εμμονή που επέβαλλε τις στερήσεις για τη χαλύβδωση της ψυχής. Ως αντίσταση στους κίβδηλους επίγειους πειρασμούς. Άλλοι θεώρησαν ότι συνέχισε να ζει στη στέρηση, αφού είχε μάθει να ζει στερημένα. Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα δεν ήταν εύκολα. Ζούσε από τη δημοσιογραφία και κυρίως από μεταφράσεις που έκανε με πενιχρές απολαβές και δεν μπόρεσε ποτέ να τελειώσει τη Φιλοσοφική Σχολή στην οποία ήταν εγγεγραμμένος. Όπως και να ‘χει ο Παπαδιαμάντης κατάφερε να πληρώσει τα χρέη του και να αγοράσει καινούρια ρούχα το 1908, όταν από φίλους του διοργανώθηκε γιορτή στο Φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» που κατάφερε να συγκεντρώσει ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό. Μετά από αυτό έφυγε οριστικά για τη Σκιάθο (αν και η υγεία του είχε χειροτερέψει και το νοσοκομείο κρινόταν επιβεβλημένο) όπου και πέθανε τρία χρόνια αργότερα.
Ακούστε: τέσσερις στίχοι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Σωκράτης Μάλαμας
Η ερωτική ζωή του Παπαδιαμάντη είναι άλλη μία πτυχή της ιδιόρρυθμης προσωπικότητάς του. Το σίγουρο είναι ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ όπως κι ότι δεν είχε ποτέ κάποια σχέση που να πάρει δημόσιες διαστάσεις. Όπως είναι φυσικό η παραφιλολογία τροφοδοτήθηκε δεόντως. Ειπώθηκε ότι ήταν μισογύνης, ότι θεωρούσε τις γυναίκες άπιστες και κατώτερες ή ότι απέφευγε τις σχέσεις από καθαρή θρησκοληψία. Ειπώθηκε επίσης ότι δεν είχε ποτέ καμία ερωτική εμπειρία. Η έντονη θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη οπωσδήποτε δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Το γεγονός ότι το 1872 παρέμεινε οχτώ μήνες στο Άγιο Όρος ως δόκιμος μοναχός αποδεικνύει ότι η αυστηρή μοναστική ζωή δεν ήταν έξω από τις σκέψεις του. Όμως, όπως και να ‘χει, για τους δικούς του καθαρά προσωπικούς λόγους, εγκατέλειψε αυτή την ιδέα κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εξάλλου η εκκλησία ευλογεί το γάμο και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο γάμος αντίκειται στη χριστιανική ηθική. Ίσως το γεγονός ότι τρεις από τις τέσσερις αδερφές του παρέμειναν ανύπαντρες να είναι λογικότερη εξήγηση. Φυσικά, όλα αυτά έχουν ελάχιστη σημασία μπροστά στο πορτρέτο της ολοκληρωτικής ερωτικής αποχής που συμπληρώνει την εικόνα του κοσμοκαλόγερου, του αδιάσπαστα προσηλωμένου στη λιτότητα, του ρακένδυτου αρνητή του σύγχρονου υλικού πολιτισμού. Ο Δ. Γρ. Τσάκωνας αναφέρει ότι ο Παπαδιαμάντης επιχείρησε να αυτοκτονήσει και μάλιστα πολλές φορές.
Κι όμως, σαν σε προσωπικό παιχνίδι ανατροπής, αυτός ο αθεράπευτα εσωστρεφής κοσμοκαλόγερος δημοσίευσε διηγήματα που φανερώνουν τις πιο υπόγειες, τις πιο βαθιές κι ανεκπλήρωτες – στα όρια του τυραννικού – ερωτικές διαχύσεις. Βέβαια, ο έρωτας είναι πάντα πλατωνικός, σαν μια ιδέα που αιωρείται, σαν άρωμα, σαν καθαρή νοσταλγική ονειροπόληση που κρύβει όμως απερίγραπτο θαυμασμό. Το διήγημα «Όνειρο στο Κύμα» είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, σαν αυτοβιογραφική εξομολόγηση, καταδεικνύει το άφατο μεγαλείο του εφηβικού αισθησιασμού, όταν ανυποψίαστος τσοπανάκος γίνεται άθελά του παρατηρητής του νυχτερινού μπάνιου νεαρής καλλονής. Δεν είναι μόνο η περιγραφή του γυναικείου σώματος που αντανακλάται στο σεληνιακό ημίφως «την αμαυδράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της……τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς…….την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνύμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα», αλλά και η συναισθηματική ένταση του εφήβου, η εκρηκτική αμηχανία του πρωτάρη μπροστά στο δυσθεώρητο πανηγύρι των αισθήσεων, που ξεδιπλώνουν την αφοπλιστική παπαδιαμαντική αθωότητα. Οι παράλογες ηρωικές σκέψεις που τον θέλουν να τη σώζει από σκυλόψαρο και οι ενοχές που του επιβάλλουν να φύγει αμέσως συνθέτουν την ολοκληρωτική συναισθηματική παραζάλη που όμως σε καμία περίπτωση δεν παίρνει διαστάσεις σαρκικές, αλλά παραμένει στο ιδεατό ως ανυπέρβλητος θαυμασμός, ως προσκύνημα στην ίδια τη φύση που καθημερινά γεννά θαύματα. Ο ερωτισμός είναι συνυφασμένος με το φυσικό τοπίο σαν ανεξέλεγκτη δύναμη, σαν ασταμάτητη ορμή, σαν γενεσιουργός προοπτική αυτού του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα συμβαίνουν σ’ ένα ειδυλλιακό σεληνόφως. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τσοπάνης έχει δίπλα δεμένη την κατσίκα του. Δεν είναι τυχαίο ότι το διήγημα κλείνει ως αναπόληση κι ως επιστροφή στον ασφυκτικό κόσμο της πόλης, μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός γραφείου. Γιατί ο ερωτισμός μόνο στην ελευθερία της φύσης μπορεί να επιτευχθεί. Γιατί το αστικό τοπίο της πόλης δεν μπορεί παρά να απομυθοποιήσει κάθε μαγεία υποβιβάζοντας τα πάντα στην ευτέλεια. Γιατί ο αισθησιασμός, ως αναπόσπαστη φυσική επιταγή, οφείλει να ζήσει στο μύθο και οι μύθοι, κατά τον Παπαδιαμάντη, δεν χωράνε στην ασφυξία της πόλης.
Ακούστε: Το ποίημα του Παπαδιαμάντη “Το σκοτεινό τρυγόνι” μελοποιημένο από τον Μανώλη Λιαπάκη και τραγουδισμένο από τον Σωκράτη Μάλαμα.
Στο διήγημα «Ολόγυρα στο κύμα», βλέπουμε και πάλι τον πλατωνικό έρωτα προς την Πολύμνια και τον ανταγωνισμό δύο εφήβων που προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοιά της. Η εξιστόρηση γίνεται σε δεύτερο πρόσωπο, σαν να μιλάει ο Παπαδιαμάντης στον εαυτό του, ως τρίτος. Όταν η Πολύμνια ζητάει λουλούδια οι νεαροί τσακίζονται να της τα φέρουν, κι όπως πάντα ο Χριστοδουλής αποδεικνύεται γρηγορότερος. Όταν απουσιάζει, ο κεντρικός χαρακτήρας την αναζητά απελπισμένα. Όταν κινδυνεύει στη βάρκα, ο Χριστοδουλής βουτάει και σώζει την κατάσταση. Η εφηβική διαμάχη και το φυσικό τοπίο εναρμονίζονται με το κυριότερο παπαδιαμαντικό συστατικό, τη νοσταλγία. Ο έρωτας λειτουργεί εξυψωτικά μόνο ως ανάμνηση. Ως ανάμνηση της χαμένης αθωότητας και του εφηβικού ενθουσιασμού. Ως εξιδανίκευση που μόνο το παρελθόν μπορεί να εξασφαλίσει. Γιατί ο ερωτισμός του Παπαδιαμάντη είναι η ίδια η αναπόληση που παίρνει διαστάσεις παραμυθιού, είναι ο έρωτας προς την ιδέα του έρωτα που μόνο ονειρικά μπορεί να διοχετευθεί. Γιατί μόνο το παρελθόν εξασφαλίζει την ασφάλεια του άφθαρτου, ενώ το παρόν κρύβει πάντα την οδύνη της φθαρτής πραγματικότητας. Γι’ αυτό ο παπαδιαμαντικός ερωτισμός τείνει προς την αθανασία. Γιατί στηρίζεται στα αθάνατα πρωτογενή συστατικά του ονείρου και της αθωότητας. Γιατί ταυτίζεται με την παιδικότητα της ψυχής. Γιατί δεν διστάζει να επικαλεστεί τη θυσία ως ύψιστη απόδειξη αιώνιας αγάπης όπως στο διήγημα «Έρως – Ήρως» όπου ο μικρός ναύτης Γιωργής βλέπει την κοπέλα που αγαπά να την παντρεύουν με πλούσιο μεσήλικα και είναι υποχρεωμένος να τους μεταφέρει με τη βάρκα του. Μέσα στην τύφλωση της οργής σκέφτεται να αναποδογυρίσει τη βάρκα για να πνιγούν όλοι και να σώσει μόνο την αγαπημένη του. Όμως δεν το κάνει. Επιλέγει το βουβό πόνο της στέρησης επιδεικνύοντας τον ύψιστο ηρωισμό. Γιατί ο έρωτας ταυτίζεται με τον ηρωισμό που μόνο η θυσία μπορεί να διασφαλίσει. Γιατί η μέγιστη θυσία είναι η ίδια η άρνηση του εαυτού. Κι εδώ βέβαια δεν μιλάμε για ρομαντισμό. Γιατί ο ρομαντισμός εμπεριέχει την ερωτική εξιδανίκευση που επιτυγχάνεται, σχεδόν νομοτελειακά, με την άρση όλων των εμποδίων και την τελική ένωση του ζευγαριού, ενώ οι παπαδιαμαντικοί έρωτες στηρίζονται κατά βάση στο ανεκπλήρωτο κι έχουν, σαν από αντίστροφη νομοτέλεια, άδοξο τέλος, αφού μόνο έτσι διασφαλίζεται η αθανασία. Γιατί ο ρομαντισμός επικαλείται το φυσικό τοπίο μόνο υποστηρικτικά, ως πλαισίωμα της ερωτικής ιστορίας, ως ιδανικό περιτύλιγμα των συναισθημάτων, ως συμβατό χώρο για την εξιστόρηση, ενώ στον Παπαδιαμάντη το φυσικό τοπίο είναι η βάση, ο θεμελιώδης πυρήνας κάθε ερωτισμού. Θα λέγαμε ότι από ένα σημείο και μετά ο έρωτας και η φύση ταυτίζονται ως αδιάσπαστη ενότητα. Το πιο ενδεικτικό διήγημά του, προς αυτή την κατεύθυνση, είναι το «Υπό την βασιλικήν δρυν» όπου και πάλι σε πρώτο πρόσωπο παρακολουθούμε νεαρό που το σκάει από τους γονείς του για να καταφύγει στην υπέροχη πλούσια δρυ που έχει προσέξει από καιρό. Ξαπλώνει κάτω από τη σκιά της, οσμίζεται τα αρώματά της, ρεμβάζει, τραγουδάει, βρίσκεται σε έκσταση. Όταν κοιμάται ονειρεύεται ότι το δέντρο μεταμορφώνεται σε γυναίκα: «Εις μιαν στιγμή η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην…..ο κορμός μου εφάνη, ότι διεπλάσσετο κι εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας……και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τα άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω». Η συναισθηματική έξαρση του εφήβου και η μεταμόρφωση του δέντρου σε γυναίκα δεν είναι παρά η ταύτιση του ερωτισμού με τη φύση. Όσο για το τελικό συμπέρασμα δεν είναι παρά ο ανόθευτος παπαδιαμαντικός ερωτικός ιδεαλισμός: «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη. Και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!»
Έρωτας στα χιόνια, Σαπφώ Νοταρά
Pingback: Ο ερωτισμός στον Παπαδιαμάντη | Νεοελληνική λογοτεχνία κατεύθυνσης