Ο Φίλιπ Ροθ και οι μεταμορφώσεις
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το μυθιστόρημα του Ροθ «Το Βυζί» ξεπερνά κάθε όριο. Ο κύριος Ντέηβιντ Άλαν Κέπες, καθηγητής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών κι Επιστημών του Στόουνυ Μπρουκ έχει μεταμορφωθεί σε βυζί και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Ζυγίζει 70 κιλά κι είναι ένα κι ογδόντα πέντε με μια τεράστια θηλή που δεν χωρά καμία διαπραγμάτευση. Φυσικά, όλο αυτό συνέβη τελείως απροσδόκητα, απροειδοποίητα. Θα λέγαμε κυριολεκτικά στα καλά καθούμενα. Οι εκτενείς περιγραφές αυτού του τεράστιου πλαδαρού όγκου είναι η επισφράγιση της ολοκληρωτικής καρναβαλικής φάρσας του Ροθ κι όσο για την ακόρεστη σεξουαλικότητα που αναπτύσσεται, δεν είναι παρά το κερασάκι πάνω στην αλλοπρόσαλλη τούρτα. Το παράλογο εκτυλίσσεται μεθοδικά, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, ξετυλίγοντας τις σκέψεις του ασθενή σ’ ένα ντελίριο αλλοφροσύνης που διαρκώς κλιμακώνεται καθώς ο Κέπες δεν έχει άλλη επιλογή από τη λογική. Η διαρκής προσπάθεια εκλογίκευσης του απόλυτου παραλογισμού είναι η μέγιστη κωμικότητα, αφού λειτουργεί μονάχα αντίστροφα. Όσο πιο λογικά σκέφτεται ο Κέπες τόσο περισσότερο απομακρύνεται από την αλήθεια κι αυτό ξεπερνά κάθε βασανιστήριο. Νομοτελειακά μετατρέπεται στον έσχατο αυτοσαρκασμό. Ο δόκτωρ Κλίνγκερ προσπαθεί να τον συμφιλιώσει με την ανεπανόρθωτη αλήθεια, κάτι, που όπως είναι φυσικό, καθίσταται αδύνατο. Κι έτσι συνεχίζεται το παράλογο που παίρνει τη σπαρακτική μορφή της ματαιότητας μπροστά στο προδιαγεγραμμένο. Η αποδοχή μετατρέπεται σε λύτρωση. Ο συμβιβασμός σε σοφία. Η απλότητα των περιγραφών, των χαρακτήρων, των διαλόγων και κυρίως το εξωφρενικό που διαγράφεται μη εξελίξιμο σεναριακά, δίνουν την εντύπωση περισσότερο λογοτεχνικής άσκησης παρά ολοκληρωμένου μυθιστορήματος. Η απόλυτη στασιμότητα και η επανάληψη των προσώπων που εναλλάσσονται μπροστά στον Κέπες δίνουν μια απόχρωση καθαρά θεατρική. Η πρωταγωνιστική παρουσία ενός τεράστιου βυζιού είναι το γκροτέσκο που παίρνει διαστάσεις ιδεολογίας χωρίς όμως να ξεπέφτει στον εκχυδαϊσμό. Γιατί το χυδαίο κρύβεται πάντα πίσω από τη φτήνια της επιτηδευμένης πρόκλησης, της σεξουαλικότητας προς εμπορική χρήση κι ο Ροθ δεν έχει καμία σχέση με τέτοιες λογικές. Ο Ροθ παίζει με την ιδέα της μεταμόρφωσης και το βυζί δεν είναι παρά η αφετηρία της αντιστραμμένης λογικής, η ειρωνεία που ξεπερνά όλα τα όρια, δηλαδή η κωμικότητα.
Όμως ποια είναι η ουσία της ίδιας της έννοιας μεταμόρφωση; Οι άνθρωποι μπορούν να μεταμορφωθούν; Κι αν ναι κατά πόσο γίνεται αυτό συνειδητά; Και τι επίδραση μπορεί να φέρει στον ψυχισμό τους; Ο σπουδαίος Χάξλεϊ στο μυθιστόρημα «Κολασμένος χορός» κατευθύνει έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες, που βασανίζεται από τη διστακτικότητα και την έλλειψη πυγμής, να γίνεται άλλος άνθρωπος φορώντας μια περούκα. Παρουσιάζει δηλαδή την περούκα ως μηχανισμό ψυχικής κι όχι εμφανισιακής μεταμόρφωσης. Το ότι η εμφανισιακή μεταμόρφωση μεταλλάσσει την ψυχική διάθεση επιβεβαιώνεται καθημερινά στην πράξη. Και μόνο η αλλαγή ρούχων φέρνει ψυχικές μεταβολές. Τα επίσημα ρούχα διαφέρουν από τα ρούχα της δουλειάς όχι για την ποιότητα ή την καλαισθησία, αλλά για τις συναισθηματικές αλλαγές που επιφέρουν. Η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών μαρτυρά ότι η χρήση καλλυντικών συμβάλλει θετικά στην ψυχολογία τους. Το κατά πόσο όλα αυτά είναι τεχνητά διαμορφωμένα μέσα από μηχανισμούς διαφήμισης, μίμησης, ανάγκης ένταξης κλπ, δεν αλλάζουν καθόλου την ουσία, που επιβεβαιώνει ότι οι εξωτερικές μεταβολές, οι μεταμορφώσεις αυτής της μικρής κλίμακας, έχουν σαφείς ψυχολογικές διαστάσεις. Η ανάγκη της μεταμόρφωσης ως ψυχική επικοινωνία χάνεται μέσα στα βάθη της ιστορίας. Οι θρησκευτικοί τελετάρχες δεν ήταν δυνατό να φορούν τα ίδια ρούχα με τους υπόλοιπους. Η διαφοροποίησή τους από το πλήθος, η δική τους δηλαδή μεταμόρφωση, διασφάλιζε και το δέος μπροστά στο θεό. Και μόνο ο παγκόσμιος θεσμός του καρναβαλιού πιστοποιεί την αναγκαιότητα της μεταμόρφωσης ως ψυχική διαφυγή. Η αλλαγή παρουσιαστικού αποτελεί ξεκάθαρα και ψυχική ανανέωση και το καρναβάλι είναι η θεσμοθετημένη αποχαλίνωση αυτού του μηχανισμού. Είναι το ξέφρενο γλέντι, η διονυσιακή λατρεία, που μόνο μεταμορφωμένος μπορεί να ζήσει κανείς. Κάθε καρναβαλική μεταμόρφωση συνοδεύεται κι από την αντίστοιχη συμπεριφορά κι αυτό είναι η οριστική μεταμόρφωση, δηλαδή η επισφράγιση της καρναβαλικής αναγκαιότητας.
Όμως οι μεταμορφώσεις δεν προέρχονται, ούτε αφορούν μόνο το εξωτερικό παρουσιαστικό. Έχουν και άλλες βαθύτερες κι ανεξιχνίαστες διαστάσεις. Αφορούν την ίδια την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, που οφείλει να εκφραστεί με κάθε τρόπο. Παρακολουθούμε ανθρώπους πράους να μεταμορφώνονται στιγμιαία σε λύκους για ασήμαντη αφορμή. Ανθρώπους κυνικούς και πεζούς να εκδηλώνουν ποιητική διάθεση. Σπαγκοραμμένους σε κρίσεις γενναιοδωρίας. Ο δόκτωρ Τζέγκιλ που γίνεται κύριος Χάιντ δεν είναι η λογοτεχνική απεικόνιση του αμφίσημου, αλλά η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση, που περικλείει άπειρες μορφές έτοιμες να έρθουν στο φως ανά πάσα στιγμή. Γι’ αυτό και ξεπέρασε τα λογοτεχνικά όρια κι έγινε κομμάτι της γλώσσας σε παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί όρισε την ανθρώπινη συμπεριφορική πολλαπλότητα. Το φυσικό τοπίο, το αλκοόλ, η εργασιακή πίεση, το βιομηχανικό περιβάλλον κλπ, μεταλλάσσουν τους ανθρώπους. Φυσικά δεν μιλάμε για κυκλοθυμίες ή για ψυχικές παθολογίες διχασμένης συμπεριφοράς. Μιλάμε για τις μικρές καθημερινές μεταμορφώσεις των ανθρώπων που νοηματοδοτούν την ίδια την ύπαρξη. Εξάλλου, ο ίδιος ο καθορισμός κοινωνικών ρόλων επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της μεταμόρφωσης σε κοινωνικό επίπεδο. Ο ίδιος άνθρωπος είναι σύζυγος και πατέρας κι εργαζόμενος και φίλος και θαμώνας καφενείου και καταναλωτής και κριτής και θύτης και θύμα. Όλοι αυτοί οι ρόλοι δεν είναι παρά αντίστοιχες συμπεριφορές. Όλες αυτές οι διαφορετικές συμπεριφορές δεν είναι παρά μικρές μεταμορφώσεις.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στη βαθύτερη και ριζικότερη ανθρώπινη μεταμόρφωση, τη σωματική μεταμόρφωση, που συντελείται ακαριαία από τυχαίους παράγοντες ή σταδιακά από την ηλικία, με όλες τις ψυχολογικές της προεκτάσεις. Γιατί εδώ κρύβεται η ανεπανόρθωτη οδύνη του ανεπιθύμητου. Το οδοιπορικό της φθοράς. Οι δυσάρεστες σωματικές μεταμορφώσεις είναι η συνείδηση της αδυναμίας και γι’ αυτό, αρχικά τουλάχιστο, είναι αποκρουστικές. Η προσπάθεια του ανθρώπου να τις καταπολεμήσει, κι εδώ μιλάμε για τις ηλικιακές μεταμορφώσεις, δεν είναι παρά η αντίστασή του στο χρόνο, δηλαδή η αποθέωση της ματαιότητας. Τα ασύλληπτα κέρδη της βιομηχανίας (από καλλυντικά μέχρι εγχειρίσεις) που έχει στηθεί γύρω από το θέμα καταδεικνύουν το κωμικό ανθρώπινο ασυμβίβαστο. Είναι η ιστορία του Κέπες που αρνείται ότι είναι βυζί. Που προτιμά να θεωρείται τρελός παρά βυζί. Που προσπαθεί να ορθώσει τη λογική και σπάει τα μούτρα του. Η ερμηνείες που δίνει ότι τρελάθηκε από τη λογοτεχνική διδασκαλία κι ότι ταυτίστηκε με τον Κάφκα ή τον Γκόγκολ σε μια ανεξέλεγκτη ψυχική διαταραχή είναι ο δικός του μάταιος αγώνας. Οι αναζήτηση των ενοχών και η εκδοχή ότι πληρώνει την αλαζονεία και την πικρόχολη χαρά για τη συντριβή της πρώτης του γυναίκας είναι μια ακόμη δικαιολογία. Ο δόκτωρ Κλίνγκερ προσπαθεί να τον λογικέψει. Να τον συμβιβάσει. Να του κάνει αποδεκτή τη νέα του υπόσταση. Η αποδοχή της μοίρας, της κάθε μοίρας, από τα γηρατειά μέχρι οποιαδήποτε ανεπιθύμητη κι αμετάκλητη μεταμόρφωση, μετατρέπεται σε μέγιστη επαναστατικότητα. Ο Κέπες έγινε βυζί κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
Ο άνθρωπος όμως οφείλει να συνεχίσει σε κάθε περίπτωση. Οφείλει να ζήσει. Οφείλει να αναζητά τη ζωή, δηλαδή να σχεδιάζει το μέλλον. Η αποδοχή οποιασδήποτε κατάστασης δεν ταυτίζεται με την παραίτηση. Η αισιοδοξία μετατρέπεται σε ύψιστη αγωνιστικότητα κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την άρνηση. Η άρνηση των γηρατειών ή της σωματικής αναπηρίας ή του χωρισμού ή του οτιδήποτε είναι η στείρα εμμονή στο παρελθόν, με δυο λόγια η ολοκληρωτική καταστροφή. Η αποδοχή είναι η συνείδηση της πραγματικότητας που θεμελιώνει το μέλλον. Είναι η δύναμη της ζωής που οφείλει να εξακολουθήσει έστω και σαν ψευδαίσθηση, γιατί η ψευδαίσθηση είναι η υποκειμενική αποδοχή κι αυτό είναι η βαθύτερη ευτυχία, ενώ η άρνηση διαλύει όλες τις ψευδαισθήσεις: «Τώρα πια δεν φοβάμαι τα ακατάσχετα γέλια, αλλά τις σοβαρές συμβουλές, τις ιδέες κάποιου άλλου για το πώς θα συνεχίσω τη ζωή που ζω………Βαρέθηκα να τρέμω μήπως χάσω την Κλαίρη. Ας φύγει, ας βρει άλλο εραστή….Βαρέθηκα να τρέμω μήπως χάσω την καλοσύνη της. Βαρέθηκα και την πάρλα του πατέρα μου. ……..Φίλε μου, θέλω να βγάλω λεφτά. Δε μου φαίνεται και τόσο δύσκολο. Αφού οι Μπήτλς γεμίζουν ολόκληρο στάδιο, γιατί να μην το γεμίσω κι εγώ;…….Κι έπειτα θα ‘χω γκόμενες. Θέλω πιτσιρίκες….Αφού τις βρίσκουνε οι Ρόλινγκ Στόουνς θα τις βρούμε κι εμείς………εμένα με λένε Ντέηβιντ “Βύζο” Άλαν Κέπες και θα ζήσω με το σπαθί μου».