Επάγγελμα: Κουρσάρος
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Η ιστορία της πειρατείας ξεκινάει παράλληλα με τις πρώτες προσπάθειες του ανθρώπου να δαμάσει τα κύματα και να χαράξει θαλάσσιες εμπορικές ρότες. Ειδικά ο θαλάσσιος χώρος της ανατολικής Μεσογείου ,λόγω γεωγραφίας, υπήρξε το λίκνο των πρώτων θαλασσοκρατοριών. Κλειστή θάλασσα με πλήθος νησιών μικρών και μεγάλων που διευκολύνουν την πλοήγηση και τον προσανατολισμό, ήπιο κλίμα μεσογειακό χωρίς τις εντάσεις των ωκεάνιων ανέμων και με το Αιγαίο να δεσπόζει με το «αρχιπέλαγος» των αμέτρητων νησιών και βραχονησίδων. Στον προνομιακό αυτό γεωγραφικό χώρο εμφανίζονται ήδη από τη 2η χιλιετία οι «άνθρωποι της θάλασσας», όπως αναφέρονται στα αιγυπτιακά χρονικά, οι οποίοι λεηλατούσαν τις παραλιακές πόλεις και μάλιστα απείλησαν και την ίδια την αιγυπτιακή αυτοκρατορία. Η συσσώρευση πλούτου στα παράλια αστικά κέντρα ήταν προφανώς το δέλεαρ για τους πρώτους πειρατές, και η πειρατεία θα είναι και για τα κατοπινά χρόνια το τίμημα που θα πληρώνει το υπερπόντιο εμπόριο…
Ειδικά το Αιγαίο πέλαγος, τον όρο «αρχιπέλαγος» τον επινόησαν οι Ενετοί και ουσιαστικά δηλώνει την αλυσίδα πολλών νησιών, παρείχε τις ιδανικές συνθήκες στους επίδοξους πειρατές να επιδοθούν στο, κατά Θουκυδίδη, «επικερδές επάγγελμα της πειρατείας».Όπως πολύ σωστά τονίζει ο ιστορικός η πειρατεία ήταν ένα ακόμη επάγγελμα, μια επιχείρηση στην οποία επιδίδονταν μόνο όσοι «το έλεγε η καρδούλα τους». Απαιτούσε ικανότητες πολύπλευρες και το κυριότερο εξοικείωση με τη βία αφού δια αυτής επιδιωκόταν το κέρδος. Ήταν σα να λέμε το εργαλείο της δουλειάς τους…. «Τα αγαθά κόποις κτώνται» και κανένας κόπος που αποσκοπούσε στην απόκτηση πλούτου δεν ήταν ντροπή…. Άλλωστε και η ετυμολογία της λέξης «πειρατής» από το «πειράομαι» δηλώνει προσπάθεια, που όταν στέφεται με επιτυχία αποτελεί ανδραγάθημα και γεμίζει το πουγκί με χρυσάφι και τον καπετάνιο με δόξα. Η απόκτηση πλούτου στην συγκεκριμένη «επαγγελματική ομάδα» ήταν συνδεδεμένη μ’ ένα πλήθος «επιχειρηματικών» δραστηριοτήτων όπως λεηλασίες, δηώσεις, εξανδραποδισμοί, σφαγές και απαγωγές. Μάλιστα θύμα απαγωγής από πειρατές της Κιλικίας έπεσε και ο «πολύς» Ιούλιος Καίσαρ σε ταξίδι που πραγματοποιούσε το 75 π.Χ. προς τη Ρόδο με σκοπό να σπουδάσει με τον Έλληνα δάσκαλο Απολλώνιο Μόλλωνα. Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος οι απαγωγείς τού ζητούσαν 20 τάλαντα, ποσό που ο Καίσαρ το θεώρησε προσβλητικά χαμηλό… Τους πλήρωσε 50 τάλαντα, αλλά επέστρεψε με στόλο, τους καταδίωξε και τους … σταύρωσε για την προσβολή… Αξιοπρόσεκτο είναι και το γεγονός ότι πειρατές από τα μικρασιατικά παράλια έκαναν πλιάτσικο ακόμη και στα ιταλικά παράλια. Αυτό δείχνει και το μέγεθος των δυνατοτήτων αυτών των δεινών θαλασσοπόρων. Ο Πομπήιος το 67 π.Χ. χρειάστηκε 500 πλοία και μερικές θυσίες στην Ακρόπολη των Αθηνών για να επιβάλλει την «Παξ Ρομάνα» στη θάλασσα… Ειδικά κατά τον 2ο κ 3ο μ.Χ. αιώνα η Μεσόγειος είχε μεταβληθεί σε ένα χώρο ελεύθερης και σίγουρης ναυσιπλοΐας υπό το άγρυπνο βλέμμα των τριηρών της αυτοκρατορίας.
Η κατάσταση μεταβάλλεται επί τα βελτίω για τις «επιχειρηματικές» δραστηριότητες των πειρατών με την σταδιακή αποδυνάμωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Μεσόγειος γίνεται ένα απέραντο Ελ Ντοραντο για όσους έχουν τα μέσα να συγκροτήσουν ένα μεσαίο στολίσκο ταχυπλόων και οι πάντα ευρηματικοί Άραβες βρίσκουν ελεύθερο ορίζοντα να δράσουν. Η Κρήτη γίνεται το ορμητήριο τους περί τα 820 μ.Χ. και από εκεί κυριαρχούν στο Αιγαίο σπέρνοντας τον όλεθρο και την καταστροφή σε κάθε αποβίβαση τους ή ρεσάλτο. Οι αριθμοί για το μέγεθος της καταστροφής που προκαλούν κάνουν αναφορές ακόμη και για 22.000 αιχμαλώτους μόνο από τη Θεσσαλονίκη το 904 μ.Χ. από Σαρακηνούς πειρατές. Αυτόπτης μάρτυρας της τραγωδίας ο Ιωάννης Καμενιάτης ο οποίος αφού υποδουλώθηκε από τους πειρατές και πουλήθηκε σε σκλαβοπάζαρο απέδρασε και κατέγραψε την εμπειρία του. Το δουλεμπόριο ήταν η κατεξοχήν εμπορική δραστηριότητα που επιδίδονταν οι πειρατές καθόσον απέφερε τα περισσότερα έσοδα και επιπρόσθετα ήταν μια νόμιμη εμπορική δραστηριότητα αποδεκτή από όλα τα κράτη για αιώνες. Στα σκλαβοπάζαρα του Αλγερίου και αργότερα της Μάνης, το επονομαζόμενο και «Μεγάλο Αλγέρι», χτυπούσε η καρδία του χρηματιστηρίου αξιών της ανθρώπινης σάρκας.
Περί τα τέλη του 12ου αιώνα η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο για τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου και των παραλιακών πόλεων. Σημαντικός παράγοντας της ανόδου της πειρατείας την περίοδο αυτή η απόφαση του Μανουήλ Κομνηνού να καταργήσει τα ναυτικά Θέματα και να επιβάλλει ένα ναυτικό φόρο. Άλλωστε η δράση των πειρατών διαχρονικά ήταν αντιστρόφως ανάλογη της δύναμης των ναυτικών αυτοκρατοριών της Μεσογείου. Έτσι και η άνοδος της πειρατείας στο Αιγαίο συμπίπτει με τη γενικότερη κρίση που αντιμετώπιζε η Βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία πια σε τίποτε δε θύμιζε την άλλοτε κραταιά Ρωμαϊκή. Η Αθήνα δέχεται συχνές επιδρομές τις οποίες περιγράφει δραματικά ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτος. Κάνει λόγο για πολλούς συμπολίτες του που αδυνατώντας να πληρώσουν λύτρα στους πειρατές-απαγωγείς τους κατέληγαν με κομμένα μέλη και όπως ο ίδιος αναφέρει « είχε γεμίσει ο τόπος χειροτμήτους και ρινοτμήτους». Μάλιστα ο Ακομινάτος θεωρεί ένα ταξίδι στον Κορινθιακό κόλπο ως «αποδημία εις τον Αχέροντα». Η μόνη άμυνα των κατοίκων η τοποθέτηση «βιγλατόρων» ώστε να ειδοποιούνται έγκαιρα και να σπεύδουν στα ορεινά για καταφύγιο. Παρόμοια αναφέρει και το χρονικό του Άγγλου Βενέδικτου του Peterborough για τα νησιά του Ιονίου γύρω στα 1190.
Η Φραγκοκρατία στο Αιγαίο επιφέρει αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων. Στα νερά του πλέουν πειρατές Γενοβέζοι, Σικελοί, Καταλανοί, Ισπανοί και βέβαια Έλληνες. Από έγγραφα του 1278 διαπιστώνεται ότι η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της περιόδου η Γένοβα εξόπλιζε πολλά κουρσάρικα. Σημαντικό που πρέπει να επισημανθεί είναι πως από την περίοδο αυτή και μετά οι πειρατές μετατρέπονται σταδιακά σε «κουρσάρους». Η λέξη που προέρχεται από το λατινικό “curro” και σημαίνει «τρέχω», δήλωνε τους έμμισθους «υπαλλήλους» του ενός ή του άλλου ηγεμόνα που τους επέτρεπε να πλιατσικολογούν υπό την προστασία της σημαίας του και επιστρέφοντας μερίδιο από τα λάφυρα να αποκτήσουν την εύνοια του. Οι αυλές της Ευρώπης χρωστάνε πολλά στους ατρόμητους αυτούς «επιχειρηματίες» των κυμάτων τους οποίους μάλιστα εφοδίαζαν και με το επίσημο «μισθωτήριο», το «letter of marque». Ουσιαστικά οι «κουρσάροι» ήταν ένα ακόμη εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής στα χέρια των μεσαιωνικών ηγεμόνων. Αυτή η σχέση που αναπτύσσουν με τους ηγεμόνες τους καθιστά λιγότερο ανεξάρτητους, αφού η δράση τους πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τις επιδιώξεις του «κυρίου» τους. Εμπλέκονται πλέον σε περιόδους πολέμου σε ναυμαχίες με αντιπάλους στόλους ως τακτικές ναυτικές δυνάμεις και μάλιστα ένας σεβαστός αριθμός κουρσάρων αναρριχάται σε αξιώματα στρατιωτικά ή εξαργυρώνει τον πλούτο που απέκτησε με τίτλους ευγενείας. Ήδη από τα 1261 ο Μιχαήλ Η΄ είχε προσλάβει πάνω από 90 πειρατικές ομάδες για να επιτίθενται σε βενετικά σκάφη. Ο Λικάριος της Καρύστου και ο Τζοβάνι ντε λα Κόβο, Γενοβέζοι, έλαβαν κτήματα και τον τίτλο του μεγάλου Δούκα από τον Μιχαήλ σε αναγνώριση των υπηρεσιών τους. Ένα ακόμη παράδειγμα ήταν και ο Γενοβέζος Ανδρέας Καφούρης τον οποίο βρίσκουμε στην Αθήνα στα 1308 πάμπλουτο και πρόκριτο. Ομοίως και ο Μαργαριτόνε από το Μπενεμπέτο έναν αιώνα αργότερα γίνεται ηγεμόνας της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς. Σημαντικές πληροφορίες για τη δράση των κουρσάρων μας παρέχει και ο Βενετός ιστορικός Σανούδος που περιγράφει τις πειρατικές περιπέτειες των Φράγκων ηγεμόνων της Εύβοιας οι οποίοι με έναν στόλο 100 πλοίων λήστευαν και τρομοκρατούσαν μέχρι και την Μικρά Ασία. Κατά την ίδια περίοδο έδρασε και ο μεγαλύτερος κουρσάρος της εποχής ο ηγεμόνας της Τήνου Ιερεμίας Γκύζης. Τα χρόνια της φραγκοκρατίας η πειρατεία για τους νησιώτες παύει να είναι μια παράλληλη απασχόληση με το ψάρεμα και αποκτά χαρακτηριστικά μιας κατά τα άλλα ευπρεπούς ενασχόλησης αφού αποτελούν το πλήρωμα στα περισσότερα κουρσάρικα.
Η περίοδος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βρίσκει του πληθυσμούς των νησιών κάτω από καθεστώς τριπλής τυραννίας: των Οθωμανών, των Φράγκων και των κουρσάρων. Οι Τούρκοι εμφανίζονταν άπαξ το χρόνο στα νησιά για τη συλλογή των φόρων, οι Φράγκοι χρηματοδοτούμενοι από την καθολική εκκλησία καταδυνάστευαν τους ορθοδόξους με όργανο τις καθολικές ιεραποστολές που σκοπό είχαν τον προσηλυτισμό στο δόγμα τους και οι κουρσάροι εκτελούσαν διατεταγμένες-παραστρατιωτικές αποστολές στις πολλές συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στο Αιγαίο. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης οι κάτοικοι πολλών νησιών συνθηκολογούσαν με τον ισχυρότερο από τους δυνάστες, τους κουρσάρους, οπότε είχαν να αντιμετωπίσουν την εκδίκηση των Τούρκων που τους κατηγορούσαν για υπόθαλψη πειρατείας… Στις αρχές του 15ου αιώνα ο Φλωρεντινός περιηγητής Μπουοντελμόντη στο βιβλίο του «liber insularum archipelagi» περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τη ζωή των κατοίκων της Νάξου, της Σίφνου, της Σερίφου και της Πάρου. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζουν και οι μαρτυρίες των Γάλλων La Guillet και Pitton de Tournefort το 1668 και το 1699 αντίστοιχα. Πειρατές και κουρσάροι να λυμαίνονται τα νησιά και να εξανδραποδίζουν τους κατοίκους τους. Ο La Guillet αναφέρει την κατάσταση της Σαλαμίνας της οποίας οι κάτοικοι «στη θέα μιας φελούκας στα ανοιχτά τρέχουν να κρυφτούν στις πιο απόμερες σπηλιές». Ειδικά από τον 16ο ως και τον 19ο αιώνα οι κουρσάροι της Μπαρμπαριάς στρατολογημένοι από την Οθωμανική αυτοκρατορία να κουρσεύουν πλοία του εκάστοτε αντιπάλου της υπολογίζεται ότι σκλάβωσαν περίπου 1 εκ. ανθρώπους.
Πολλοί εκ των κουρσάρων αυτών έφτασαν μέχρι το ανώτατο ναυτικό αξίωμα του οθωμανικού στόλου ,δηλαδή του Καπουδάν Πασά .Διασημότερος όλων ο Khair ad-Din ο επονομαζόμενος και Μπαρμπαρόσα . Γεννημένος στη Λέσβο στα 1478 από χριστιανή μητέρα ονόματι Κατερίνα επιδόθηκε από νωρίς στην πειρατεία μαζί με τα άλλα τρία αδέρφια του για να καταλήξει αρχηγός του στόλου της Πύλης στα 1533. Αντίστοιχη καριέρα ακολούθησε και ο Μουράτ ο μεγαλοπρεπής, ο οποίος από την Αλβανία που γεννήθηκε βρέθηκε μέλος πληρώματος σε κουρσάρικο της Μπαρμπαριάς. Μάλιστα θεωρείται ο πρώτος κουρσάρος που βγήκε στον ανοιχτό Ατλαντικό επιτιθέμενος στα Κανάρια νησιά. Στα 1594 ανακηρύσσεται «αρχηγός των θαλασσών» στο Αλγέρι και εκτελεί αποστολές ενάντια σε Αγγλικά και Γαλλικά πλοία. Οι ικανότητες του αναγνωρίζονται από την Πύλη που τον εγκαθιστά ως Μπεηλέρμπεη, κυβερνήτη κατ΄ουσίαν, στη νότιο Ελλάδα στα 1607. Πρώτο του μέλημα η πάταξη της… πειρατείας!! Πάντως και οι δυτικοί «συνάδελφοι» τους δεν υπολείπονταν σε δράση και τιμές. Κουρσάρικα ναυλώνονταν από όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις με σκοπό τον έλεγχο των θαλασσίων δρόμων προς ανατολάς, τα περιβόητα Privateers. Μάλιστα η ανατολική Μεσόγειος αποκτά σταδιακά και εξ αιτίας της αύξησης των δυνατοτήτων ναυσιπλοΐας μεγάλη εμπορική και γεωστρατηγική σημασία. Ο έλεγχος των θαλασσίων εμπορικών οδών της περιοχής ήταν υψίστης σημασίας για το ευρωπαϊκό εμπόριο. Η καλοπέραση της φεουδαρχικής αριστοκρατίας εξαρτιόταν από την απρόσκοπτη μεταφορά προϊόντων από την άπω και εγγύς ανατολή, όπως το μετάξι, τα μπαχαρικά και βεβαίως οι δούλοι. Κοντά στους φεουδάρχες και η αστική τάξη που με δειλά βήματα αρχικά καθιερώνεται στο εφοπλιστικό εμπόριο, συγκεντρώνει πλούτο και ροκανίζει την καρέκλα του φεουδάρχη… Από τους διασημότερους κουρσάρους ο φοβερός Romegas (Mathurin D’ Aux De Lescout) που από τα μέσα του 16ου αιώνα δραστηριοποιούνταν στα παράλια της Αφρικής και στο νότιο Αιγαίο. Η φήμη του σχετίζεται και με το γεγονός ότι αιχμαλώτισε και την κόρη του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς μαζί με 80.000 δουκάτα. Για να εκδικηθεί ο Σουλτάνος εκστράτευσε στη Μάλτα στα 1565, που ήταν και το κρησφύγετο του Romegas, αφού είχε ήδη χριστεί Ιππότης της Μάλτας. Η εκστρατεία απέτυχε και οι Ιππότες της Μάλτας συνέχισαν ανενόχλητοι το πλιάτσικο, δίνοντας πάντα το μερίδιο που αναλογούσε στην καθολική εκκλησία για τη… μεταθανάτια διαμεσολάβηση. Ο Τεμερικούρ Μπενεμβίλ προς το τέλος του 17ου αιώνα περιδιάβαινε το Αιγαίο έχοντας ως ορμητήριο του τη Μύκονο. Άλλος ένας θεοσεβής Ιππότης της Μάλτας… Ενδιαφέρουσα περίπτωση αποτελεί ο Γάλλος Ούγος ντε Κρεβελιέ ο οποίος από αρχοντόπουλο της Προβηγκίας αποφάσισε να στραφεί στο τυχοδιωκτικό επάγγελμα της πειρατείας που μάλλον ήταν και της μόδας τότε…Ο Σωζέ, Γάλλος κληρικός και φίλος του, μας διέσωσε πολλά για τον βίο και την πολιτεία του. Συνεργάστηκε στενά με Μανιάτες πειρατές και συγκεκριμένα με τον Ελληνα πειρατή Λυμπεράκη και επιδόθηκε σε μερικές κουρσάρικες ενέργειες σπάνιας ανδρείας αντιμετωπίζοντας πολλές φορές υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις. Σκοτώθηκε σε ενέδρα στην Αστυπάλαια το 1678. Κοντά στον Κρεβελιέ άλλος ένας Μαρκήσιος από τη Γαλλία ο Ντε Φλερύ που προσπάθησε να εδραιωθεί στο Αιγαίο αλλά χωρίς την επιτυχία του Κρεβελιέ. Πάντως παραπονούμενος δεν έμεινε αφού τελεύτησε τον βίο του στα 1683 ως κυβερνήτης του ισπανικού στόλου γεμάτος τιμές και τίτλους. Την αγριότητα αυτών των δυτικών κουρσάρων περιγράφει και ο La Guillet «Οι περισσότεροι Γάλλοι που φτάνουν στις ελληνικές ακτές, έρχονται για να αφανίσουν. […] οι Έλληνες έστειλαν αντιπροσωπεία στη Ρώμη και προσέπεσαν στον πάπα να τους βοηθήσει. Ο ποντίφηξ έστειλε στους κουρσάρους ποιμαντορική επιστολή…». Η καθολική υποκρισία σε όλο το μεγαλείο της!! Όλοι οι καθολικοί παπάδες του Αιγαίου έπαιρναν το μερίδιο τους από τα ρεσάλτα των ομοθρήσκων τους κουρσάρων. Ιησουΐτες και Καπουκίνοι τιμούσαν πάντα με μεγαλοπρεπείς κηδείες τους δυνάστες αυτούς των νησιών.
Δεν ήταν μόνο Τούρκοι και Φράγκοι κουρσάροι που λυμαίνονταν το Αιγαίο. Οι Έλληνες με προαιώνια σχέση με τη θάλασσα δεν θα μπορούσαν να λείψουν από το μεγάλο πλιάτσικο. Άλλωστε η πειρατεία πέρα από μάστιγα για τα θύματα ήταν ένα μέσο επιβίωσης, επάγγελμα και συνήθεια πολεμικών λαών όπως οι Μανιάτες. Επιπρόσθετα ο έντονος τοπικισμός ήταν εμπόδιο στην ανάπτυξη εθνικής συνείδησης από τη μεριά των «ραγιάδων». Έτσι υπήρχε αδιαφορία για το αν τα θύματα ήταν Έλληνες χριστιανοί ή μουσουλμάνοι. Μάλιστα κατά την πάγια τακτική των Μανιατών τους μουσουλμάνους δούλους τους πουλούσαν σε χριστιανούς και τους χριστιανούς σε μουσουλμάνους. Το λόγο έχουν οι Ολλανδοί περιηγητές Van Egmont και John Heyman « […] οι Μανιάτες αρνούνται να πληρώσουν φόρο στο Σουλτάνο. Πολλές φορές έστειλαν ο Τούρκοι δυνάμεις να τους υποτάξουν. Έτσι είναι οι μόνοι Έλληνες που μπόρεσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Οι Έλληνες των γειτονικών περιοχών αποκαλούν τη Μάνη «Μεγάλο Αλγέρι». Είναι όλοι πειρατές εξ επαγγέλματος. Ακόμη και οι παπάδες τους ακολουθούν στις επιδρομές κι παίρνουν το ένα δέκατο από τις λείες ως δικαίωμα της εκκλησίας». Μάλιστα στα 1797 με ισχυρό στόλο επέδραμαν μέχρι και την Αμοργό την οποία και κατέλαβαν. Από τον Ιησουΐτη Σωζέ μαθαίνουμε και για τον βίο και την πολιτεία των αδερφών Καψή, του Γιάννη και του αδερφού του Τρομάρα. Με κέντρο τη Μήλο επιδίδονται στο «ευγενές» επάγγελμα τους. Ο Γιάννης θα καταφέρει στα 1677 να εκδιώξει τις τουρκικές αρχές του νησιού και να εγκατασταθεί ως «βασιλεύς των Ελλήνων». Η στέψη έγινε στον μητροπολιτικό ναό του νησιού από τον καθολικό επίσκοπο don Antonio Camillo και η βασιλεία του διήρκησε τρία χρόνια μέχρι που οι Οθωμανοί με «μπαμπεσιά» τον έσυραν σιδηροδέσμιο στην Πόλη όπου κι πέθανε στα 1680. Ο γνωστότερος όλων των Ελλήνων κουρσάρων ο Λάμπρος Κατσώνης είναι και από τους πρώτους που διαβλέπει τη χρησιμότητα των πειρατικών πρακτικών στην υπηρεσία της απελευθέρωσης από τους Οθωμανούς. Πληροφορίες αντλούμε από το τρίτομο έργο του Saint-Sauver που υπηρέτησε ως γενικός πρόξενος της Γαλλίας στην κατεχόμενη Ελλάδα από το 1789 ως το 1798. Η αρχή της εμπλοκής του ξεκινά με τα Ορλωφικά του 1770 που δημιούργησαν και ένα ρεύμα συμπάθειας προς τη Ρωσία. Ο Κατσώνης ότι του έλειπε σε μόρφωση, ήταν αγράμματος, το κέρδισε σε δύναμη χαρακτήρα και αποφασιστικότητα. Διακρίθηκε στον ρωσικό στρατό, είχε το βαθμό του λοχαγού, αλλά και στο ναυτικό που είχε το βαθμό του «μαγκιόρου». Η Ρωσία, και ειδικά η Αικατερίνη Β’, ήταν ανάμεσα στους προστάτες του. Η άλλη δύναμη που τον στήριζε υλικοτεχνικά ήταν η Βενετία. Στους εχθρούς του συμπεριλαμβάνονται μαζί με τους Οθωμανούς και οι Γάλλοι. Ο Κατσώνης έχοντας εντρυφήσει δίπλα στους αξιόμαχους Ρώσους για καιρό ήταν από τους πρώτους που δοκίμασε κοινές επιχειρήσεις με χερσαίες δυνάμεις ενάντια σε στόχους. Συνεργάτης του ο γνωστός αρματολός Οδυσσέας Ανδρούτσος. Οι δυο τους από τη Μάνη λήστευαν και κούρσευαν αδιακρίτως. Η αποφασιστική ναυμαχία δίνεται στο Πόρτο Κάγιο στα 1792 από ενωμένο τουρκογαλλικό στόλο και στο ημερολόγιο του γαλλικού πλοίου «Μετριόφρων» ο κυβερνήτης Βενέλ δίνει μια παραστατική περιγραφή του περιστατικού. Ο Κατσώνης πάντως δεν συλλαμβάνεται και καταφεύγει στη Ζάκυνθο και από εκεί στη Ρωσία όπου επί του αυτοκράτορα Παύλου αποκτά το αξίωμα του στρατηγού καθώς και ένα χρηματικό βοήθημα. Αν για κάτι είναι αξιοπρόσεκτος ο Κατσώνης είναι διότι προσπάθησε να συνδέσει τις κουρσάρικες πρακτικές με ένα εθνικό στόχο. Πέθανε ήσυχα στην Κριμαία στα 1804 χωρίς να προλάβει να δει την απελευθέρωση των ομοεθνών του. Συνεχιστής του έργου του Λάμπρου Κατσώνη ο Νίκος Τσάρας από τα Χάσια του Ολύμπου. Και αυτός με ρωσική αρωγή και παρότρυνση εγκαθίσταται στις Σποράδες από όπου τρομοκρατεί κυρίως τουρκικούς πληθυσμούς. Μάλιστα σε μια συνεργασία με την αγγλική φρεγάτα «Θαλάσσιος Ίππος» κατέλαβε και το τουρκικό πλοίο «Μεντερέ Τζοφερή».
Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης οι κάτοικοι των νησιών και των παράλιων πόλεων καταφεύγουν για μια ακόμη φορά στην πειρατεία αφού οι πολεμικές επιχειρήσεις εμπόδιζαν την δραστηριοποίηση σε ειρηνικά έργα. Ο Δεριγνύ αναφέρει πως «σε κάθε νησί του Αιγαίου υπάρχει μια συμμορία πειρατών που επιβάλει τους νόμους της». Και ο Ν. Δραγούμης σημειώνει ότι «η πειρατεία είχε πήξει την φωλέαν αυτής κατά τας βορείους Σποράδας, όθεν ορμώμενη ελαφυραγώγει ανηλεώς ξένους και εντόπιους». Με την ίδρυση το ελληνικού κράτους όλα τα παραστρατιωτικά τμήματα των επαναστατών ενσωματώθηκαν σταδιακά στον εθνικό στρατό και ναυτικό. Οι πειρατές, όπως και οι ληστές στην ξηρά, κυνηγήθηκαν και εξοντώθηκαν στο όνομα της ομαλής λειτουργίας του έθνους-κράτους. Ο Καποδίστριας με τη βοήθεια των τριών Δυνάμεων κατόρθωσε να αποκαταστήσει την ασφάλεια στις ελληνικές θάλασσες και να ενσωματώσει του πειρατές στις εθνικές χιλιαρχίες.
Αφού για χιλιάδες χρόνια η πειρατεία προσέφερε διεξόδους επιβίωσης πρωταρχικά, στους φτωχούς πληθυσμούς του Αιγαίου αναδείχτηκε σε ένα από τα πλέον χρήσιμα εργαλεία άσκησης εξωτερικής πολιτικής για τους ηγεμόνες και τα κράτη της κεντρικής Ευρώπης. Επιπρόσθετα απέφερε τεράστια κέρδη τόσο για τους ηγεμόνες όσο και για τους ίδιους τους πειρατές ,κυρίως από το δουλεμπόριο που είχε και πιο μόνιμο εμπορικό χαρακτήρα. Με τους «κουρσάρους» τους οι ηγεμόνες μπορούσαν να αποκομίσουν εύκολο και γρήγορο προσωπικό κέρδος χωρίς όμως να εκτίθενται και προσωπικά αφού ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να αποποιηθούν οποιαδήποτε σχέση με τους «κακούργους» αυτούς. Στην περίπτωση επιτυχιών χρυσάφι και τίτλοι περιέβαλαν τον άλλοτε «απολωλότα αμνό». Η εμφάνιση των αστικών εθνικών κρατών και η δημιουργία νόμων για την εύρυθμη λειτουργία του εμπορίου περιόρισαν τη δράση των πειρατών η οποία και εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, από τη στιγμή που τις θάλασσες άρχισαν να οργώνουν τα Ντρέντνωτ των Μεγάλων Δυνάμεων από τα μέσα το 19ου αιώνα και εξής. Η πάγια τακτική των πειρατών, χτυπούσαν αιφνιδιαστικά και γρήγορα με ελαφρύ οπλισμό, ήταν απαρχαιωμένη μπροστά στην οργάνωση και τη δύναμη πυρός των συνεχώς εξελισσόμενων κανονιοφόρων των κρατών. Ο μύθος τους όμως διατηρήθηκε αφού σε όλο τον 20ο αιώνα τις τακτικές του τις εφάρμοσαν λαοί και έθνη που επεδίωκαν την αποτίναξη καταπιεστικών καθεστώτων ή την εθνική τους ανεξαρτησία. Πάντως η πειρατεία από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελούσε επάγγελμα και μάλιστα από τα πιο απαιτητικά στο οποίο επιδίδονταν σε μεγάλο βαθμό άνθρωποι που κατοικούσαν σε γεωγραφικές περιοχές που δεν πρόσφεραν ευκαιρίες για ενασχόληση με κάτι ειρηνικό, όπως είναι τα άνυδρα νησιά του Αιγαίου και οι παραμεσόγειες ζώνες της Αφρικής.
Ο Μανόλης Πλούσος είναι ιστορικός
Διαβάστε: “Οι κουρσάροι στην Ελλάδα”, Κώστας Καιροφύλας, εκδόσεις Ερίννη
“Ιστορία και ναυτιλία 16ος-20ος αιώνας”, εκδόσεις Στάχυ