Σάββατο είναι, μη φοβάσαι…..
Επεισόδιο 1: Η Μυθολογία του Σαββάτου
[quote]Γράφει ο Φώτης Μπατσίλας [/quote]
Δεν είναι Κυριακή το Σάββατο, να σου υποσχεθεί τα πάντα με το πρώτο φως, να την πιστέψεις με τη λήξη της Θείας Λειτουργίας και, σιγά-σιγά, μετά το μεσημεριανό τραπέζι το γιορτινό και την αναμετάδοση των Αγώνων, να σε βάλει σε διαδικασία να την αμφισβητείς, ώσπου να φτάσει το απόγευμά της το μελαγχολικό, να σε προδώσει, να σε ρημάξει, κι ύστερα το σούρουπο, να χώσει τα νύχια του στις πληγές σου, παλιές και νέες, να ’ρθει το βράδυ, τέλος, και να μην πιστεύεις πόσα έχασες και πώς τα έχασες, που ήταν Κυριακή και τώρα πια δεν είναι, δεν είναι Κυριακή το Σάββατο, δεν είναι…
Το Σάββατο έρχεται με φόρα απ’ όλη τη ’βδομάδα, τη δύσκολη, την ατελείωτη, έχει Παρασκευή πίσω του και Κυριακή μπροστά του, κι έχει και τη δική του υπόσταση, τη δική του υπόθεση, δεν διαρκεί 24 ώρες, όπως οι άλλες μέρες, οι κοινές, διαρκεί όσο θες κι όσο μπορείς, έχει τη δική του ψυχολογία και, ναι, τη δική του μυθολογία. Θυμηθείτε, για να καταλάβετε, τη Μυθολογία του Σαββάτου, του σημαντικού κι αγαπημένου ποιητή Γιώργου Χρονά και του εξαιρετικού συνθέτη Μιχάλη Τρανουδάκη, έναν δίσκο του «Σείριου» του Χατζιδάκι, με διπλό εξώφυλλο, όπως όλοι, αν και μονός, 33 στροφών, που ερμήνευσαν μοναδικά η Μαρία Δημητριάδη και ο Βασίλης Λέκκας, με τραγούδια πότε λυπητερά έως πένθιμα, και πότε ηρωικά, για ιδιότυπους ανθρώπους, ιδιότυπους ήρωες, τον Μουχτάρ Πασά με το Χαμάμι του, για ιδέστε το, πώς λιώνει πώς ξεφτάει, την πιο διάσημη κι ακουσμένη ηρωίδα του δίσκου, την Κάρμεν την τσιγγάνα που είναι Γιουγκοσλάβα, αυτήν που μπροστά στο παράθυρο τρία-τρία καπνίζει τα τσιγάρα και στους άντρες νοήματα κάνει, έναν δίσκο υπέροχο τω όντι, με τα όλα του, που λένε, με μουσική, στιχουργική κι ερμηνευτική ενότητα, όχι δίσκος-αχταρμάς, με τον Μάρλον Μπράντο και τη Βίβιαν Λη στο εξώφυλλό του, σκηνή από το Λεωφορείον ο Πόθος, του Ελία Καζάν και του Τέννεσση Ουίλλιαμς, η Μυθολογία του Σαββάτου, ανθολογία στιγμών ιδιαίτερων, εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων, σαν ένα τεύχος της Οδού Πανός σε βινύλιο, εξαιρετικών κι εξαίρετων μαζί, γι’ ανθρώπους-ακροατές εξαιρετικά εξαίρετους και μη εξαιρετέους, σαφώς και απολύτως.
Ενέχει, βέβαια, και την Κυριακή η Μυθολογία του Σαββάτου, μας μιλάει για το παιδί της πρώτης του μηνός, το παιδί της μαύρης Κυριακής, που το στόμα του μυρίζει ακόμα αλκοόλ, τσιγάρο τα μαλλιά του και τα πουκάμισά του, και που ακόμα χρωστά το νοίκι, ένα πρώιμο της κρίσης παιδί, ένα παιδί της μόνιμης κρίσης, παιδί που η κοινωνία ποτέ δεν ανέχθηκε, έστω, πόσω μάλλον να κατανοήσει, κι είναι παιδί ή άντρας, αλλά και την Τετάρτη, διότι ήταν Τετάρτη, μέρα Τετάρτη, την πρώτη φορά που αγαπηθήκαμε σ’ έρημους δρόμους, ένα από τα πρώτα κι ωραιότερα ποιήματα του Χρονά (απ’ τις Λάμπες, αν δεν κάνω λάθος), κι εκτός αυτών τα Χρυσά Τακούνια με τον πιο ναρκισσιστικό και όχι μόνο στίχο που γράφτηκε ποτέ, μην ξεχνάτε, πρώτη εγώ, φόρεσα τακούνια μαύρα, μην ξεχνάτε, πρώτη εγώ, φόρεσα ξώπλατα φουστάνια! Κι ύστερα – για Σάββατα μιλάμε!- τα Σάββατα συμμερίζομαι την αγωνία των κατεδαφιζομένων κτηρίων, των τραμ που τους ξηλώσαν τις γραμμές, των ταυρομάχων που έμειναν στην αρένα χωρίς κόκκινο σεντόνι, τα Σάββατα συμμερίζομαι την αγωνία των νεκρών που δεν αναστήθηκαν, και κάτι χαλασμένα τζουκ-μποξ παίζουνε τα τραγούδια μας, τα Σάββατα κάτι μεθυσμένοι, λεηλατημένοι φαντάροι, τα χορεύουνε στη Θήβα και στη Χαιρώνεια, ενώ τη μέρα πια (δηλαδή την Κυριακή), δεν ακούγεται τίποτα…
Αν το φοβηθείς, λοιπόν, το Σάββατο, αν δεν καθίσεις ένα γλυκό απόγευμα Σαββάτου στο μπαλκόνι του σπιτιού σου, σ’ ένα κάποιο μπαλκόνι, τέλος πάντων, και δεν αφήσεις το μυαλό σου να τραφεί με αναμνήσεις, χρόνια πίσω, μια φίλη απ’ τα παλιά εμφανίστηκε, πολλά σου θύμισε, περισσότερα θυμήθηκες, στιγμές ειδικές και ιδιαίτερες, πώς έγιναν τα πράγματα, πώς θα μπορούσαν να γίνουν, μια φίλη, μια συνάντηση σ’ ένα καφέ-μπαρ των Εξαρχείων, ένα μπαλκόνι, στο Φλοράλ, αναμνήσεις πολλές, κάτι σαν το An Affair to Remember, την έγχρωμη (1958) ταινία του Leo Mc Carey που είδαμε ένα βράδυ Σαββάτου με τη Βάσω στα Παναθήναια, Ένας Μεγάλος Έρωτας, με τον μεγάλο γόη και πλαίυ-μπόυ Κάρυ Γκραντ να ερωτεύεται εν πλω προς τη Νέα Υόρκη την τραγουδίστρια Ντόρις Νταίη, δεσμευμένοι κι δυο, δύσκολες καταστάσεις, να την μυεί στον τρόπο και να της γνωρίζει τον τόπο όπου μπορεί κανείς να ανακαλεί τις αναμνήσεις του, αρκεί να έχει φροντίσει έγκαιρα να δημιουργήσει αναμνήσεις, κι ύστερα, να αλλάζουν τη ζωή τους, να αφήνουν κι οι δυο τα σίγουρα, ο ένας να διεκδικεί τον άλλον, με τον τρόπο του ο καθένας, λες κι έπρεπε να γίνει έτσι, λες και δεν μπορούσε αλλιώς να γίνει, σαν νομοτέλεια, σαν ευχή, σαν μοίρα…
Σάββατο είναι, μη φοβάσαι, λοιπόν, όλα μπορούν να γίνουν, όλα μπορούν ν’ αλλάξουν, αρκεί τον φόβο να νικήσεις, και θα τον νικήσεις, με νότες, με εικόνες και με λόγια, και μ’ ό,τι άλλο θες, ό,τι άλλο μπορείς, ό,τι άλλο προκύψει, ό,τι άλλο… μη φοβάσαι, αρκεί να μη φοβάσαι…
(τέλος 1ου επεισοδίου)
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2012 στον Ερανιστή
Ένα σχόλιο