Νίκος Τσιφόρος: «Είμαι διανοούμενος»
Ένα βράδυ. Μπακαλιαράκια. Υπόγειο. Σκορδαλιά. Ρομαντισμός. Ρετσίνα. Στεναγμοί και απόφαση. Γράψουμε κάτι μαζί; Σχεδόν κλάψανε. Πώς δεν το είχανε σκεφτεί τόσο καιρό;
Διαβάστε περισσότερα ›Ένα βράδυ. Μπακαλιαράκια. Υπόγειο. Σκορδαλιά. Ρομαντισμός. Ρετσίνα. Στεναγμοί και απόφαση. Γράψουμε κάτι μαζί; Σχεδόν κλάψανε. Πώς δεν το είχανε σκεφτεί τόσο καιρό;
Διαβάστε περισσότερα ›Ἡ Πούλια ἦτο ἤδη ὑψηλά, «τέσσαρες ὧρες νὰ φέξῃ», καὶ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἐξύπνισε τὸν ἱερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον ἐκ στερεοῦ ξύλου καρυᾶς καὶ πλῆκτρον, περιήρχετο τὰ Καλύβια θορυβωδῶς κρούων ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς.
Διαβάστε περισσότερα ›Κατά την παράδοσιν, χριστιανός εξωμότης υπόσχεται τω πολιορκούντι Τούρκω βασιλεί την άλωσιν της πόλεως, απαιτών μόνον ωραίαν τινά κόριν, έχουσα λαμπράν οικίαν μετά παραθύρων υάλινων. Εκβαλών δε τα πράσινα τουρκικά ενδύματα, και ιερατικά περιβαλλόμενος, εξαπατά τους φύλακας, και εισχωρήσας διευκολύνει την εισβολήν των πολιορκούντων.
Διαβάστε περισσότερα ›Τὰ παιδιά, οἱ θεαταὶ τῆς ψυχαγωγίας αὐτῆς ἐπευφήμουν, ἄλλα μὲ παιδικὴν εἰρωνίαν καὶ ἄλλα μὲ ἀφελῆ θαυμασμὸν τὸν χορὸν καὶ τὴν μουσικὴν ταύτην. Ὁ Σαραφιανὸς ἔφερνε γύρους ἀνάμεσα εἰς τὸν χορὸν καὶ τὸν ὅμιλον, ἔδιδε κέρματα εἰς τοὺς χορευτὰς κι᾿ ἔρριχνε πειράγματα εἰς τὸν Λιοσαῖον. – Ὤμορφα, ὤμορφα Γιάννη· κύτταξε μὴ σκάσῃ ἡ γκάϊδα καὶ τότε τί θὰ γίνουμε!
Διαβάστε περισσότερα ›Ένας αχρείος τον άλλονε μα την αλήθεια σέρνει / κι έτσι παντοτινά ο θεός όμοιο στον όμοιον φέρνει. / Πού τάχα, ω βρώμικε βοσκέ, τον πάς αυτόν τον χάφτη / τον παλιοζήτου-λα, μωρέ, των τραπεζιών τη λώβα;
Διαβάστε περισσότερα ›Η Αθήνα απετέλεσε την νέα πρωτεύουσα του μικρού ελληνικού βασιλείου. Από την εποχή του Όθωνα, άρχισαν να εγκαθίστανται στην πόλη αυτή λόγιοι, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την λογοτεχνία και, οι περισσότεροι εξ αυτών κατάγονταν από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης.
Διαβάστε περισσότερα ›Όλη απ’ εμένα, τέκνο μου, θ’ ακούσης την αλήθεια. / Με φέραν εδώ Φαίακες θαλασσοξακουσμένοι, / που κάθε ξένον προβοδούν που φτάση στο νησί τους• / με το γοργό καράβι τους, καθώς γλυκοκοιμόμουν, / ήρθαν στο Θιάκι, μ’ έβγαλαν, και με λαμπρά μ’ αφήκαν / δώρα, χρυσά και χάλκινα, και με φαντά περίσσια• / όλα κρυμμένα σε σπηλιά με θεϊκιά βοήθεια.
Διαβάστε περισσότερα ›Άμποτε όσο σ’ αγάπησα να σ’ αγαπάη κι ο Δίας, / που απ’ τη βαρειά του ζήτουλα κακομοιριά με σώζεις. / Έρμος στα ξένα σα γυρνάς, χειρότερο δεν είναι• / μόνε για μιά παλιοκοιλιά τόσα τραβούν οι ανθρώποι, / σαν τους πλακώνη η ρήμαξη κι η συφορά κι ο πόνος.
Διαβάστε περισσότερα ›«Τρώγε, καλέ μου ξένε, εσύ και τα καλά μας χαίρου• / το ένα ο θεός χαρίζει μας, και τ’ άλλο μας τ’ αρνιέται / όπως στο νου του βουληθή, τι δύνεται τα πάντα.» / Αυτά είπε, κι έκαψε απαρχές στους θεούς τους παναιώνιους, / κι έσταξε, κι έβαλε καυκί λαμπρό κρασί γεμάτο / μες στου Οδυσσέα του κουρσευτή τα χέρια•
Διαβάστε περισσότερα ›Πετιέται απάνω, στέκεται, κοιτάζει την πατρίδα, / και τότε θλιβερά βογγάει, και τα μεριά βαρώντας / με τις παλάμες, κλαίγεται και λέει μοιρολογώντας• / «Αλλοίς μου, και σε τι λογής ανθρώπων ήρθα χώρα; / νά ‘ναι άραγες ασύστατοι κι αδικοπράχτες κι άγριοι, / ή νά ‘χουνε φιλοξενιά και θεοφοβιά στο νου τους;
Διαβάστε περισσότερα ›
Πρόσφατα σχόλια