Στήβεν Ράνσιμαν: Ιστορία των Σταυροφοριών. Η βασιλεία του Αντίχριστου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ
«῎Ετι ὄντων ἡμῶν ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν μάταια· ἀποσκοπευόντων ἡμῶν ἀπεσκοπεύσαμεν εἰς ἔθνος οὐ σῷζον.» ΘΡΗΝΟΙ ΙΕΡΕΜΙΟΥ IV. 17.
Κείμενο: Στήβεν Ράνσιμαν (Steven Runciman)
Οι χριστιανοί της Ανατολής δέχτηκαν πρόθυμα την κυριαρχία των απίστων κυρίων των. Άλλωστε δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο. Τώρα πια δεν υπήρχε πιθανότητα να σηκωθεί πάλι το Βυζάντιο, όπως τον καιρό των Περσών, για ν’ ανακτήσει τους αγίους τόπους. Οι Άραβες, σοφότεροι από τους Πέρσες, ναυπήγησαν σύντομα στόλο με βάση την Αλεξάνδρεια και απέσπασαν από τους Βυζαντινούς το πιο πολύτιμο πλεονέκτημά των, την κυριαρχία των θαλασσών. Στην ξηρά επρόκειτο να διατηρήσουν την επιθετική στάση επί τρεις σχεδόν αιώνες. Φαινόταν άσκοπο για τους χριστιανούς να περιμένουν σωτηρία από τους ηγεμόνες της Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά και μια τέτοια σωτηρία δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη από τους αιρετικούς. Σ’ αυτούς η αλλαγή των κυριάρχων είχε φέρει ανακούφιση και ευχαρίστηση. Ο Ιακωβίτης πατριάρχης Αντιοχείας, Μιχαήλ ο Σύρος, γράφοντας πέντε αιώνες αργότερα, την εποχή των λατινικών βασιλείων, αντανακλούσε την παλιά παράδοση του λαού του όταν είπε πως «ο θεός της εκδικήσεως, ο οποίος μόνος είναι ο Παντοδύναμος … σήκωσε από το νότο τα παιδιά του Ισμαήλ για να μας ελευθερώσουν από τα χέρια των Ρωμαίων». Η απελευθέρωση, πρόσθεσε, «δεν ήταν μικρό πλεονέκτημα για μας». Οι νεστοριανοί απήχησαν αυτά τα αισθήματα. «Οι καρδιές των χριστιανών», έγραφε ένας ανώνυμος νεστοριανός χρονογράφος, «χάρηκαν από την κυριαρχία των Αράβων – είθε ο Θεός να την δυναμώνει και να της δίνει προκοπή». Οι κόπτες της Αιγύπτου υπήρξαν λίγο πιο αυστηροί: αλλά η οργή τους στρεφόταν περισσότερο κατά του Αμρ, του σκληρού κατακτητή και της δολιότητας και των καταπιέσεών του, παρά εναντίον του λαού του και της θρησκείας του. Ακόμα και οι ορθόδοξοι, βλέποντας ότι είχαν γλιτώσει από τον διωγμό που είχαν φοβηθεί και πληρώνοντας φόρους, οι οποίοι, παρά την Djizya που απαιτούσαν από τους χριστιανούς ήσαν πολύ ελαφρότεροι παρά την εποχή των Βυζαντινών, δεν έδειχναν μεγάλη διάθεση ν’ αμφισβητήσουν τη μοίρα τους. Λίγες ορεινές φυλές, μαδραΐτες του Λιβάνου και του Ταύρου εξακολουθούσαν να συνεχίζουν τον αγώνα. Αλλά πολεμούσαν μάλλον από αναρχική διάθεση και εγωισμό παρά για την πίστη. Το αποτέλεσμα της αραβικής κατακτήσεως υπήρξε να σταθεροποιήσει τις εκκλησίες της Ανατολής μόνιμα στις θέσεις που βρίσκονταν. Αντίθετα προς τη χριστιανική αυτοκρατορία, η οποία επιχείρησε να επιβάλει με τη βία θρησκευτική ομοιομορφία σε όλους τους υπηκόους της -ένα ιδεώδες που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί οι Εβραίοι δεν ήταν δυνατό ούτε να προσηλυτισθούν ούτε να διωχθούν- οι Άραβες, όπως οι Πέρσες πριν απ’ αυτούς, ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν θρησκευτικές μειονότητες, αρκεί αυτές να ήταν άνθρωποι της Βίβλου.

Οι χριστιανοί μαζί με τους ζωροαστρικούς και τους Εβραίους, έγιναν ντίμμις, ή προστατευόμενοι λαοί, των οποίων η ελευθερία της λατρείας ήταν εγγυημένη από την πληρωμή της Djizya, η οποία στην αρχή ήταν ένας κεφαλικός φόρος αλλά σε λίγο μετετράπη σε φόρο που πληρωνόταν αντί της στρατιωτικής υπηρεσίας και στον οποίο προσετέθη ένας νέος έγγειος φόρος, το χαράτσι. Κάθε θρησκευτική ομάδα αποτελούσε ένα μιλλέτ, μια ημιαυτόνομη κοινότητα μέσα στο κράτος, η κάθε μια υπό τον θρησκευτικό της ηγέτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την καλή της διαγωγή απέναντι της κυβερνήσεως του χαλίφη. Η κάθε μια θα διατηρούσε τους τόπους της λατρείας της που κατείχε κατά την εποχή της κατακτήσεως, μια ρύθμιση που συνέφερε τους ορθοδόξους περισσότερο παρά τους αιρετικούς χριστιανούς, επειδή ο Ηράκλειος τους είχε πολύ πρόσφατα αποδώσει πολλές εκκλησίες. Ο τελευταίος κανόνας δεν τηρήθηκε με αυστηρότητα. Οι μωαμεθανοί κατέλαβαν μερικές χριστιανικές εκκλησίες, όπως την μεγάλη μητρόπολη του Αγίου Ιωάννου στη Δαμασκό, και κατά περιόδους κατέστρεψαν πολλές άλλες· εκ παραλλήλου κτίζονταν συνεχώς σημαντικός αριθμός από εκκλησίες και συναγωγές. Πραγματικά, μεταγενέστεροι μωαμεθανοί νομικοί αναγνώρισαν στους ντίμμις το δικαίωμα να χτίζουν κτίρια εφ’ όσον δεν θα ήσαν ψηλότερα από μωαμεθανικά κτίρια και ο ήχος από τις καμπάνες και από τις λειτουργίες τους δεν ακουγόταν από μωαμεθανικά αυτιά. Αλλά δεν έγινε καμιά χαλάρωση στον κανόνα ότι οι ντίμμις έπρεπε να φορούν διακριτικά φορέματα και ποτέ να μην ιππεύουν σε άλογο· επίσης δεν έπρεπε να προσβάλλουν δημοσία μωαμεθανικές τελετουργίες ούτε να επιχειρούν προσηλυτισμό μωαμεθανών ούτε να παντρεύονται τις γυναίκες τους ούτε να μιλούν μειωτικά για το Ισλάμ· και έπρεπε να παραμένουν πιστοί στο κράτος. Το σύστημα των μιλλέτ καθόρισε μια κάπως διαφορετική έννοια από εκείνη που εννοούμε με τον όρο εθνικότητα. Ο εθνισμός στην Ανατολή επί πολλούς αιώνες δεν βασιζόταν στη φυλή, εκτός από την περίπτωση των Εβραίων, των οποίων η θρησκευτική αποκλειστικότητα είχε διατηρήσει το αίμα τους σχετικά καθαρό, αλλά σε πολιτιστική παράδοση και γεωγραφική θέση και οικονομικά συμφέροντα. Τώρα η πίστη σε μια θρησκεία έγινε το υποκατάστατο των εθνικών πίστεων.

Ένας Αιγύπτιος, παραδείγματος χάριν, δεν θα θεωρούσε τον εαυτό του ως πολίτη της Αιγύπτου αλλά ως μωαμεθανό ή ως κόπτη ή ως ορθόδοξο, ανάλογα με την περίπτωση. Η θρησκεία του ή το μιλλέτ του ήταν εκείνο που καθόριζε την αφοσίωσή του. Αυτό έδινε στους ορθοδόξους ένα πλεονέκτημα έναντι των αιρετικών. Ήταν ακόμα γνωστοί ως μελκίτες, οι άνθρωποι του αυτοκράτορα και θεωρούσαν τους εαυτούς των ανθρώπους του αυτοκράτορα. Η σκληρή ανάγκη μπορεί να τους έταξε κάτω από την κυριαρχία των απίστων, τους νόμους των οποίων ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν· αλλά ο αυτοκράτωρ ήταν ο αντιβασιλεύς του Θεού επί της γης και ο πραγματικός των ηγεμών. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο ίδιος αξιωματούχος της αυλής του χαλίφη, απευθυνόταν πάντοτε στον αυτοκράτορα, παρ’ όλο ότι διαφωνούσε έντονα μαζί του στα θεολογικά ζητήματα, ως αυθέντη και κύριό του και ανέφερε τον εργοδότη του απλώς ως εμίρη. Οι ανατολικοί πατριάρχες, γράφοντας τον ένατο αιώνα στον αυτοκράτορα Θεόφιλο για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της θρησκευτικής πολιτικής του, χρησιμοποιούσαν παρόμοιες εκφράσεις. Οι αυτοκράτορες αναλάμβαναν την ευθύνη. Σε όλους τους πολέμους και τις διπλωματικές σχέσεις των με τους χαλίφες, είχαν στη σκέψη τους την ευημερία των ορθοδόξων έξω από τα σύνορά των. Δεν ήταν θέμα διοικητικό. Δεν μπορούσαν να παρέμβουν στην καθημερινή διακυβέρνηση των μωαμεθανικών χωρών· ούτε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε καμιά δικαιοδοσία επάνω στους ανατολικούς συναδέλφους των. Ήταν μια έκφραση, αισθηματική αλλά παρ’ όλα ταύτα ισχυρή, της συνεχίσεως της ιδέας ότι η χριστιανοσύνη ήταν μία και αδιαίρετη, και ότι ο αυτοκράτωρ ήταν το σύμβολο της ενότητάς της. Οι αιρετικές εκκλησίες δεν είχαν τέτοιον λαϊκό προστάτη. Ήσαν ολοκληρωτικά εξαρτημένες από την καλή θέληση του χαλίφη· και η επιρροή των και το γόητρό των υπέφεραν ανάλογα. Επί πλέον, οι αιρέσεις των χρωστούσαν κατά μεγάλο μέρος την προέλευσή τους στην επιθυμία των ανατολιτών ν’ απλοποιήσουν τις χριστιανικές δοξασίες και εφαρμογές. Το Ισλάμ που βρισκόταν αρκετά πλησίον στον χριστιανισμό ώστε να θεωρείται από πολλούς ότι ήταν απλώς μια προχωρημένη μορφή του Χριστιανισμού, και που τώρα είχε το μεγάλο κοινωνικό πλεονέκτημα να είναι η πίστη της νέας κυβερνώσας τάξεως, ήταν εύκολα παραδεκτό από πολλούς απ’ αυτούς. Δεν υπάρχει μαρτυρία που να μας λέει πόσοι προσήλυτοι του Ισλάμ προήλθαν από τον χριστιανισμό· αλλά είναι βέβαιο ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των προσήλυτων προήλθαν από τους αιρετικούς και όχι από τους ορθοδόξους. Μέσα σ’ έναν αιώνα από την κατάκτηση, η Συρία, της οποίας ο πληθυσμός υπήρξε κατά το πλείστον από αιρετικούς χριστιανούς, ήταν μια κυρίως μωαμεθανική χώρα, αλλά ο αριθμός των ορθοδόξων είχε περιορισθεί πάρα πολύ. Στην Αίγυπτο, οι κόπτες, χάρη στον πλούτο τους, έχασαν έδαφος πιο αργά· αλλά η μάχη τους ήταν χαμένη. Από το άλλο μέρος, η συνέχιση της ύπαρξης των αιρετικών εξασφαλίσθηκε από το σύστημα των μιλλέτ, το οποίο με την σταθεροποίηση της θέσεώς των κατέστησε αδύνατη κάθε συνένωση εκκλησιών. […]
Πηγή: Στήβεν Ράνσιμαν (Steven Runciman). Ιστορία των Σταυροφοριών. Εκδόσεις. ΔΕΚ. Γενικού Επιτελείου Στρατού. Μετάφραση από τα Αγγλικά: Νικ. Κ. Παπαρρόδος. Αθήνα, 1977.