Ο «Ελεήμων» κι ο Παντελεήμων. Δυο δυσερμήνευτες απουσίες βαπτιστικών ονομάτων από την κοιλάδα του Αλιάκμονα κατά το παρελθόν
Γράφει ο Νικόλαος Σταμκόπουλος
Το μακρινό σωτήριο έτος 885, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζάντιο) προσπαθούσε να πάρει ξανά τον έλεγχο της Βαλκανικής χερσονήσου. Είχε χάσει τον έλεγχο των Βαλκανίων κατά τους προηγούμενους αιώνες λόγω των Αραβοβυζαντινών πολέμων, των Αβαροσλαβικών επιδρομών και εγκαταστάσεων καθώς και άλλων εσωτερικών παραγόντων.
Το έτος 885, η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στα Βαλκάνια ήταν η αυτοκρατορία του Βόριδος, γνωστή και ως Α’ Βουλγαρική Αυτοκρατορία. Η έκτασή της περιλάμβανε τις εκτάσεις των σημερινών κρατών της Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας, καθώς και τμήματα των εκτάσεων της σύγχρονης Ρουμανίας, Σερβίας, Αλβανίας και Βόρειας Ελλάδος. Η ελίτ που κυβερνούσε την αυτοκρατορία ανήκε στους Πρωτοβούλγαρους, έναν τουρανικό λαό που δεν πίστευε στον Χριστιανισμό. Ένα μεγάλο μέρος των κατώτερων τάξεων της αυτοκρατορίας ήταν Σλάβοι, Άντες και Άβαροι, όλοι τους παγανιστές, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα Βαλκάνια μεταξύ 7ου και 8ου αιώνα. Αυτοί ζούσαν δίπλα σε ντόπιους Βαλκανικούς πληθυσμούς, κυρίως ελληνικής και Θρακοϊλλυρικής καταγωγής, ανακατεμένους με απογόνους γερμανικών φύλων του 4ου αιώνα και επήλυδες από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, όπως η Μικρά Ασία. Αυτοί οι «ντόπιοι» πρώην ρωμαϊκοί πληθυσμοί, ήδη από αιώνες νωρίτερα είχαν γλωσσικά εξελληνιστεί ή εκλατινιστεί μέσα στην αυτοκρατορία των Ρωμαίων και είχαν εκχριστιανιστεί μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα, δηλαδή λίγο πριν χαθεί ο έλεγχος των Βαλκανίων από την Κωνσταντινούπολη. Ο εκχριστιανισμός τους ήταν μάλλον επιφανειακός, και ασπάζονταν είτε το κύριο Χαλκηδόνιο δόγμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είτε κάποια χριστιανική ή γνωστική αίρεση, διατηρώντας πολλά από τα στοιχεία των αρχαίων θρησκειών.
Το 885, ούτε η πρωτοβουλγάρικη, ούτε η σλαβική γλώσσα είχαν ακόμη γραφή και αλφάβητο. Το γλαγολητικό αλφάβητο που κατασκεύασαν για τους Δυτικούς Σλάβους οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος δεν είχε ακόμα εδραιωθεί. Έτσι, η σλάβική και η βουλγαρική γλώσσα μέσα στην Βουλγαρική αυτοκρατορία γράφονταν με ελληνικό αλφάβητο, ενώ πολλές φορές η «αυτοκρατορική» γλώσσα της Βουλγάρικης αυτοκρατορίας, γινόταν η ελληνική, με διατάγματα και καταλόγους να γράφονται στα ελληνικά.
Όλη αυτή η κατάσταση μέσα στην μεσαιωνική Βουλγάρικη αυτοκρατορία προβλημάτιζε τον τσάρο (αυτοκράτορα) Βόρη. Εκτός από την θρησκευτική ανομοιογένεια, η οποία θα προκαλούσε εντάσεις, ο Βόρις ανησυχούσε και επειδή μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της Βουλγάρικης αυτοκρατορίας, αλλά και σημαίνοντα πρόσωπα στην αυλή του, ήταν γλωσσικά και θρησκευτικά συνδεδεμένα με την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και επηρέαζαν προς όφελός της την πολιτική του. Εξάλλου, ήξερε καλά ότι οι Ρωμαίοι θα προσπαθούσαν πάλι να κάνουν τον Δούναβη σύνορο της αυτοκρατορίας τους, καταλύοντας το βασίλειό του.
Έτσι, το έτος 885, όταν οι μαθητές των Αγίων Κυρίλλου και Μεθόδιου εκδιώχθηκαν από τη Μεγάλη Μοραβία (σημερινή Τσεχία), ο τσάρος των Βουλγάρων Βόρις τους κάλεσε να έρθουν στην αυτοκρατορία του για να την εκχριστιανίσουν. Στην ουσία ήθελε ομογενοποιήσουν θρησκευτικά και γλωσσικά την χώρα του, αλλά και να την αποκόψουν από την ρωμαϊκή επιρροή.
Δύο από τους σημαντικότερους μαθητές των Αγίων Κυρίλλου και του Μεθοδίου ήταν οι Άγιοι Κλήμης και Ναούμ. Ο Ναούμ εγκαταστάθηκε στην τότε πολιτική πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, την Πρεσλάβα, ενώ ο Κλήμης στην «πολιτιστική πρωτεύουσα», την Αχρίδα. Αμφότεροι, μετά τον θάνατό τους, ενταφιάστηκαν στα μοναστήρια της Αχρίδας. Στις δύο αυτές σημαίνοντες προσωπικότητες αποδίδεται η δημιουργία του Κυριλλικού αλφαβήτου, το οποίο υιοθετήθηκε από την μεσαιωνική Βουλγάρικη αυτοκρατορία, δανείστηκε στην γειτονική Ρωσική αυτοκρατορία του Κιέβου, και στη συνέχεια εδραιώθηκε σε όλον σχεδόν τον σλαβόφωνο κόσμο. Το Κυριλλικό αλφάβητο, το οποίο κατασκεύασαν οι Κλήμης και Ναούμ και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του δασκάλου τους, είχε διαφορές με το με γλαγολιτικό αλφάβητο που είχαν κατασκευάσει για την σλάβικη γλώσσα οι αδερφοί Κύριλλος και Μεθόδιος. Το γλαγολιτικό βασίζονταν στο ελληνικό και το αρμένικο αλφάβητο, ενώ το Κυριλλικό βασίστηκε κυρίως στο ελληνικό αλφάβητο, με το οποίο οι Βαλκανικοί πληθυσμοί ήταν ήδη εξοικειωμένοι. Εννοείται πως αμφότερα τα αλφάβητα κατασκευάστηκαν κυρίως για να μπορούν τα ιερά κείμενα του Χριστιανισμού να γραφούν στην σλαβική γλώσσα, η οποία ήταν και η προφορική lingua franca της Βουλγάρικης αυτοκρατορίας. Την γλώσσα αυτή καταλάβαιναν όχι μόνο οι απόγονοι των Σλάβων εποίκων του 7ου αιώνα και η Βουλγάρικη τουρανόφωνη ελίτ, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του ντόπιου ρωμαϊκού πληθυσμού, το οποίο αργά και σταδιακά εκσλαβιζόταν, λόγω της συμβίωσης δίπλα σε σλαβικούς πληθυσμούς επί δύο περίπου αιώνες. Έτσι, το κυριλλικό αλφάβητο διαδόθηκε παράλληλα με τον Χριστιανισμό. Από τους Βουλγάρους στους Ρώσους του Κιέβου, και από εκεί στον υπόλοιπο σλαβικό κόσμο, ενίοτε και με την βοήθεια των Ρωμαίων.
Φυσικά, το ιεραποστολικό έργο των Κλήμη και Ναούμ, καθώς και των υπόλοιπων μαθητών των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου[1] δεν περιορίζεται στην κατασκευή του Κυριλλικού αλφαβήτου ούτε στην μετάφραση των ιερών κειμένων του Χριστιανισμού από τα ελληνικά στα σλαβικά. Το έργο τους ήταν πολυσχιδές και τεράστιο, αλλά όχι σκόπιμο να αναφερθεί εδώ[2]. Αποτελούν σημαίνουσες προσωπικότητες, όχι μόνο για τους Σλάβους, αλλά για όλο τον Χριστιανικό κόσμο. Είναι σίγουρα οι σημαντικότεροι άγιοι της αρχιεπισκοπής Αχρίδος, μιας αρχιεπισκοπής που ιδρύθηκε τον μεσαίωνα, και κατά κάποιον τρόπο έγινε πατριαρχείο της μεσαιωνικής Βουλγαρίας. Μετά την κατάλυση της Βουλγαρικής αυτοκρατορίας από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ τον 11ο αιώνα, από Πατριαρχείο μετατράπηκε σε αρχιεπισκοπή και καταργήθηκε το 1767[3]. Στην δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής Αχρίδας, ανήκαν για χρονικά μεγάλα διαστήματα επισκοπές των οποίων οι δικαιοδοσίες βρισκόταν σε εκτάσεις της σημερινής Νοτίου Αλβανίας (Κολώνης, Δέβολης, Κορυτσάς κλπ) και Βορείου Ελλάδος (Γρεβενών, Καστοριάς, Πρέσπας κλπ), οι πληθυσμοί των οποίων συνδέονται με τον νεότερο ελληνισμό[4].
Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι παρά την σπουδαιότητα των δύο αυτών αγίων, τα ονόματά τους δεν εμφανίζονται σε βαπτιστικά λαϊκών πέρα από τα στενά όρια της Αχρίδας. Δεν εμφανίζονται στα ονόματα των φορολογουμένων στα Οθωμανικά κατάστιχα[5] ούτε στους μοναστικούς κώδικες[6] της ευρύτρης περιοχής, τουλάχιστον μέχρι και τον 18ο αιώνα. Από τον 18ο αιώνα, η λατρεία τους θα διαδοθεί σε ολόκληρη την Δυτική Μακεδονία, αλλά και ακόμα μακρύτερα, χάρη στη δράση και την διασπορά των Μοσχοπολιτών[7].
Χάρη στους Μοσχοπολίτες, το όνομα «Ναούμ(ης)» θα γνωρίσει μεγάλη δημοφιλία, ιδιαίτερα στις περιοχές που οι Μοσχοπολίτες εγκαταστάθηκαν[8]. Αντιθέτως, το «Κλήμης» θα παραμείνει περιορισμένο. Απουσιάζει τελείως από τα Οθωμανικά κατάστιχα του 16ου αιώνα του καζά των Σερβίων και εμφανίζεται μόνο μία φορά ως όνομα ιερέα – όχι λαϊκού- της Καλαμπάκας στον κώδικα της Ζάμπορδας. Σημειώνεται, όμως, πως στον ίδιο κώδικα, έχουν καταγραφεί κάποιες δωρήτριες από τους οικισμούς Σαρακήνα, Συρήνη, Λοζιανή, Λαζαράδες και Νεζεσκό με το αμφιλεγόμενο όνομα «Κλήμω». Αμφιλεγόμενο, από τη άποψη ότι δεν είναι σίγουρο ότι προέρχεται από το αρσενικό όνομα Κλήμης, παρά την φωνητική ομοιότητα με αυτό[9]. Είναι πραγματικά δυσερμήνευτο το όνομα «Κλήμω» να είναι η θηλυκή απόδοση του αρσενικού «Κλήμης», όταν το αρσενικό «Κλήμης» απουσιάζει.
Παρόμοια παραδείγματα, όπου η δημοφιλία ή η σημασία τοπικών αγίων δεν αντανακλάται στο τοπικό ονοματολόγιο των λαϊκών υπάρχουν πολλά[10]. Διάφορες εξηγήσεις μπορούν να υποτεθούν ανάλογα με την περίπτωση. Μία από αυτές μπορεί να είναι η ταύτιση του προσώπου του αγίου με κάποιον άλλο. Η ταύτιση διαφορετικών προσώπων στη συνέχεια προκαλεί ταύτιση των ονομάτων τους. Ενίοτε συμβαίνει και το αντίστροφο. Η ταύτιση των ονομάτων προκαλεί την ταύτιση των προσώπων.
Η ταύτιση του Αγίου Κλήμεντος με τον Άγιο Παντελεήμονα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Βέβαια, η εικονογραφική απεικόνισή τους δεν παρουσιάζει ομοιότητες. Ο Άγιος Κλήμης ιστορείται ως μοναχός ή επίσκοπος ενώ ο Άγιος Παντελεήμων ως ανάργυρος ιατρός. Ούτε και οι βίοι τους παρουσιάζουν ομοιότητες, πέραν του ότι αμφότεροι είχαν μεγάλη μόρφωση και θεωρούνται θεραπευτές. Ο Κλήμης πρέπει να ήταν Σλάβος της Μακεδονίας του 9ου αιώνα και ο Πανταλέων – όπως ήταν το αρχικό όνομα του Παντελεήμονος – Βιθυνός του 3ου αιώνα. Ο Κλήμης ήταν μοναχός που απεβίωσε πλήρης ημερών, ενώ ο Πανταλέων ήταν νεαρός μάρτυρας.
Σύμφωνα με τον βίο του, ο Πανταλέων ήταν γιατρός που θεράπευσε τυφλούς και αρρώστους, ενώ ανέστησε κάποιον που είχε πεθάνει από δείγμα οχιάς. Συνελήφθη και βασανίστηκε από τους Ρωμαίους δεμένος σε μια ξερή ελιά. Όταν αποκεφαλίστηκε, μια φωνή τον κάλεσε από τον ουρανό αποκαλώντας τον «Παντελεήμων». Από τον κομμένο του λαιμό έτρεξε γάλα κι όχι αίμα, ενώ η ξερή ελιά όπου τον είχαν δέσει βλάστησε. Τα δύο τελευταία στοιχεία, το γάλα και η ελιά, τον κατέστησαν στην λαϊκή παράδοση προστάτη της κτηνοτροφίας και της δεντροκαλλιέργειας, ενώ θεωρείται επίσης προστάτης από τα φίδια και τα ατυχήματα.
Οι λόγοι που οι Άγιοι Κλήμης και Παντελεήμων πιθανότατα ταυτίζονταν στην λαϊκή συνείδηση του μεσαίωνα και της πρώιμης οθωμανικής περιόδου, σχετίζονται μάλλον με την με την φωνολογική και εννοιολογική σχέση των ονομάτων τους, καθώς και με την κοινή ημερομηνία και τοποθεσία τιμής της μνήμης τους.
Στα ελληνικά, είναι εμφανής η φωνητική ομοιότητα ανάμεσα στη γενική του ονόματος «Παντελεήμονος» και στην προσφώνηση «Πατρός Κλήμεντος». Παράλληλα, το όνομα Κλήμης/Κλήμεντος είναι λατινική προέλευσης από το clēmēns, το οποίο στα ελληνικά μεταφράζεται ως «ο ελεήμων».
Αναφορικά με την ημερομηνία και την τοποθεσία μνήμης, είναι γνωστό ότι ο Άγιος Κλήμης θεωρούσε τον Άγιο Παντελεήμονα προστάτης του. Έτσι, επιθυμία του ήταν μετά τον θάνατό του να ταφεί στο καθολικό της μονής Αγίου Παντελεήμονος στην Αχρίδας, έναν ναό που οικοδομήθηκε κατ’ εντολή του Αγίου Κλήμεντος και ο οποίος υφίσταται ακόμη και σήμερα στεγάζοντας το μνήμα του. Υποτίθεται πως ο Άγιος Κλήμης απεβίωσε και ενταφιάστηκε στις 27 Ιουλίου του 916. Η ημερομηνία δεν ανταποκρίνεται σίγουρα στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά μάλλον αποδόθηκε μεταγενέστερα, ώστε η μνήμη του Αγίου Κλήμεντος να ταυτίζεται χρονικά με την μνήμη του Αγίου Παντελεήμονος, όταν δηλαδή πανηγύριζε η φερώνυμη μονή της Αχρίδας.
Πρέπει να σημειωθεί πως η 27η Ιουλίου δεν ήταν τυχαία μέρα για τους Βουλγάρους. 74 έτη πριν το κάλεσμα του τσάρου Βόριδος προς τους Κλήμη και Ναούμ να εκχριστιανίσουν το Βουλγαρικό κράτος, δηλαδή το έτος 811, ένας άλλος Βούλγαρος τσάρος, ο Κρούμος βρισκόταν σε πόλεμο με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νικηφόρος, μαζί με τον χριστιανικό στρατό του, είχε καταλάβει και είχε λεηλατήσει την τότε πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, την Πλίσκα. Στο πέρασμά του εξαφάνισε χωριά, περιουσίες και πληθυσμούς προσκείμενους στον Κρούμο, τους οποίους οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν με το γενικό εθνώνυμο-ομπρέλα «Βούλγαροι». Όλα έμοιαζαν χαμένα για τον Κρούμο και το βασίλειό του. Στις 26 Ιουλίου, ο στρατός του Κρούμου, αποτελούμενος κυρίως από Βούλγαρους και Σλάβους παγανιστές, έστησε ενέδρα στον ρωμαϊκό στρατό του Νικηφόρου καθώς αυτός επέστρεφε στη Σερδική (σημ: Σόφια) με τα λάφυρα από την Πλίσκα. Ο παγανιστικός στρατός του Κρούμου κατατρόπωσε τους Χριστιανούς του Νικηφόρου. Ελάχιστοι γλίτωσαν, ενώ ο ίδιος ο Νικηφόρος σκοτώθηκε, η σορός του καρατομήθηκε και λέγεται πως το κρανίο του μετατράπηκε σε κρασοπότηρο του Κρούμου. Αμέσως μετά ο Κρούμος λεηλάτησε την Θράκη και την Μακεδονία και επιτέθηκε ανεπιτυχώς στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν μια τεράστια καταστροφή για τους Ρωμαίους και τον Χριστιανικό κόσμο, από την οποία άργησαν να συνέλθουν. Αντιθέτως, για τους Βουλγάρους παγανιστές ήταν μια ανέλπιστη επιτυχία, την επέτειο της οποίας θα γιόρταζαν για χρόνια, αν όχι για δεκαετίες.
Ίσως οι λόγοι που ο άνθρωπος που κλήθηκε να εκχριστιανίσει την μεσαιωνική Βουλγαρία, ο Κλήμης, επέλεξε τον Άγιο Παντελεήμονα για προστάτη του ιδίου και της μονής του να ήταν η ημερομηνία τιμής της μνήμης του. Δημιουργώντας μια πανήγυρη γύρω από την μονή, η οποία θα ξεκινούσε ή θα κορυφώνονταν την εσπέρα της παραμονή της εορτής του Αγίου Παντελεήμονα, στις 26 Ιουλίου, ο Κλήμης θα σκίαζε τις όποιες γιορτές των παγανιστών και τα επινίκιά τους έναντι των Χριστιανών την ίδια ημερομηνία. Την ίδια τακτική θα μπορούσαν να εφάρμόσουν και οι Ρωμαίοι όταν κατέλυσαν το Βουλγάρικο κράτος και ανέλαβαν τον έλεγχο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας. Αλλά αυτό είναι απλά μια υπόθεση.
Συνοψίζοντας, οι αγράμματοι άνθρωποι του μεσαίωνα και της πρώιμης Οθωμανικής περιόδου όταν πήγαιναν να προσκυνήσουν τον «Άγιο της Αχρίδας», προσκυνούσαν τα λείψανα κάποιου αγίου «ελεήμονα» (clement) μέσα σε έναν ναό αφιερωμένο σε κάποιον Άγιο Παντελεήμονα, ο οποίος πανηγύριζε επίσης στις 27 Ιουλίου. Είναι, νομίζω, αναμενόμενο, με τον καιρό τα δύο αυτά πρόσωπα να ταυτιστούν στην λαϊκή συνείδηση, όπως θα ταυτίστηκαν και τα ονόματά τους. Αυτή η ταύτιση είναι πιο πιθανή να έγινε ανάμεσα στους Βαλκανικούς πληθυσμούς που ζούσαν πέρα από τα στενά όρια της περιοχής της Αχρίδας, παρά στους πληθυσμούς που κατοικούσαν γύρω από την λίμνη.
Με άλλα λόγια, η παμπάλαια δημοφιλία του Αγίου Παντελεήμονα στις περιοχές Φλωρίνης, Αμυνταίου και Κορεστείων, ίσως «κρύβει» μια λατρεία στο πρόσωπο του Αγίου Κλήμη με ρίζες στο Μεσαίωνα. Στην ταύτιση των Αγίων Κλήμεντος και Παντελεήμονος ίσως οφείλεται η απουσία του ονόματος Κλήμης σε λαϊκούς, αλλά και φερώνυμων παλιών ναών έξω από τα όρια της Αχρίδος. Δεν απουσίαζε η ανάγκη να τιμηθεί αυτός ο τόσο σπουδαίος άγιος, αλλά η ανάγκη πιθανόν να καλύπτονταν γιατί τιμόταν με το όνομα «Παντελεήμων» σε ναούς του Αγίου Παντελεήμονος.
Αυτό, όμως, που προκαλεί μεγάλη εντύπωση, είναι πως σε αντίθεση με τις περιοχής Κορεστείων, Φλωρίνης και Αμυνταίου, στην περιοχή του Αλιάκμονα απουσιάζει και το όνομα «Παντελεήμων» εκτός από το «Κλήμης». Ούτε το όνομα Παντελεήμων, ούτε παράγωγά του εμφανίζονται στα φορολογικά κατάστιχα του καζά των Σερβίων του 16ου αιώνα[11], αλλά ούτε και στον κώδικα της Ζάμπορδας[12]. Πρέπει να σημειωθεί, ότι επισκοπές της κοιλάδας του Αλιάκμονα, όπως των Γρεβενών, του Σισανίου και της Καστοριάς, ήταν υπό τη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αχριδών, και η λατρεία του Αγίου Κλήμη, ή έστω του Παντελεήμονος, θα αναμένονταν να είναι έντονη. Παρόλα αυτά, η λατρεία αυτή απουσιάζει, τουλάχιστον στην λαϊκή έκφανση του ονοματολογίου.
Ούτε, όμως,παλιοί φερώνυμοι ναοί ή μοναστήρια υπάρχουν στην περιοχή. Τουλάχιστον στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα, δηλαδή στην περιοχή Σερβίων και Κοζάνης[13]. Το παρεκκλήσι του ναού του Αγίου Δημητρίου Κοζάνης, αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα είναι σχετικά πρόσφατο. Ο φερώνυμος ναός στην Λευκοπηγή είναι μόλις του 1922, και αποδίδεται στις ενέργειες ενός κοσμοπολίτη Λευκοπηγιώτη[14]. Μόνο το φερώνυμο ξωκκλήσι που βρίσκεται ανάμεσα στη μονή Βαζελώνος και τον οικισμό του Αγίου Δημητρίου, οικοδομήθηκε στη θέση παλιότερου ξωκκλησιού της Οθωμανικής περιόδου[15]. Αυτό το ξωκκλήσι βρίσκεται πολύ κοντά στη θέση όπου ήταν χτισμένος ο τεκές του Αλί Μπαμπά. Η τοποθεσία, γνωστή ως Bagdje, παραφθορά μάλλον του «παλαιόκαστρο»[16], είναι σε διασταύρωση παμπάλαιων μονοπατιών που χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν από τους κτηνοτρόφους του Βερμίου. Οι κοζανίτικες παραδόσεις θέλουν ο τεκές να είχε χτιστεί στη θέση βυζαντινού μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου ή του Προφήτη Ηλία. Πολύ συχνά, οι μπεκτατζίδικοι τεκέδες ήταν συνήθως χτισμένοι σε θέση βυζαντινών μοναστριών[17]. Όμως, τίποτα δεν δείχνει ότι ο τεκές του Bagdje θα μπορούσε να είναι χτισμένος στη θέση μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονος. Τίποτε, πέρα από την ιδιαίτερη σχέση της περιοχής με την κτηνοτροφία, της οποίας ο Άγιος Παντελεήμων θεωρείται προστάτης.
Συνοψίζοντας, οι Άγιοι Κλήμης και Ναούμ είναι πολύ σημαντικοί άγιοι για τα Βαλκάνια, και κυρίως για την περιοχή που είχε στη δικαιοδοσία της η Αρχιεπισκοπή Αχριδών. Μέρος της περιοχής αυτής ήταν και τμήματα της κοιλάδας του Αλιάκμονα. Η απουσία του ονόματος Κλήμης στην ευρύτερη περιοχή της δικαιοδοσίας της η Αρχιεπισκοπή Αχριδών, ίσως οφείλεται στην ταύτιση του με τον Άγιο Παντελεήμονα, στη λαϊκή συνείδηση πάντα. Εντύπωση, όμως, προκαλεί και η απουσία του ονόματος Παντελεήμων, καθώς και των παραγώγων του, από τις γραπτές πηγές που είναι παλιότερες του 18ου αιώνα, καθώς και η απουσία ναών, μοναστηριών ή έστω ναωνυμείων στην περιοχή του μέσου ρου του Αλιάκμονα, τα οποία να χρονολογούνται πριν τον 18ο αιώνα. Τα πράγματα περιπλέκει η εμφάνιση του γυναικείου ονόματος «Κλήμω» στον κώδικα της Ζάμπορδας σε δωρήτριες οικισμών των Καμβουνίων και δύο οικισμών της περιοχής Γρεβενών.
Ο Νικόλαος Σταμκόπουλος είναι Πτυχιούχος Βαλκανικών Σπουδών
Βιβλιογραφία
Elsie, R. (2001). A dictionary of Albanian religion, mythology, and folk culture. C. Hurst & Co. Publishers.
Hasluck, F. W. (1929). Christianity and Islam under the Sultans. Oxford: Oxford University Press.
Δεληκάρη, Α. (2014). Η αρχιεπισκοπή Αχριδών κατά τον μεσαίωνα. University Studio Press.
Δημόπουλος, Ι. Δ. (1994). Τα παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά : Επισκοπή Καισαρειάς 5ος-7ος αι., Επισκοπή Σερβίων 9ος αι.-1745, Επισκοπή Σερβίων και Κοζάνης 1745-1882, Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης 1882. Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης.
Ιβανόβα, Λ. (2010, Μάιος 18). Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος δεν δημιούργησαν μόνο το αλφάβητο, αλλά και τη σλαβική λόγια γλώσσα και λογοτεχνία. ((. Σ. Βανιώτης), Επιμ.) Ανάκτηση Ιούλιος 6, 2024, από Ράδιο Βουλγαρία: https://bnr.bg/el/post/100106642/—
Καμπουρίδης K. – Σαλακίδης Γ. (2013). Η επαρχία Σερβίων τον 16ο αιώνα μέσα από Οθωμανικές πηγές. Σταμούλη.
Νιχωρίτης, Κ. Γ. (2004). Παλαιοσλαβική Και Εκκλησιαστική Σλαβονική Γλώσσα Και Γραμματική. Σταμούλη.
Σίνο, Ν. (2016). Μοσχόπολη και το τυπογραφείο. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών σπουδών, Θεσσαλονίκη.
Σταμκόπουλος, Ν. (2022). Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού. Παρέμβαση.
Ταχινοσλής, Ν. (1993). Μορφές του Δημήτριος στο νομό Σερρών. Ελληνικά : φιλολογικό, ιστορικό και λαογραφικό περιοδικό σύγγραμμα, 43, 187-202.
Ταχινοσλής, Ν. (2005). Μορφές του Κωνσταντίνος (19ος αιώνας 1913). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα φιλολογίας. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ.
Ταχινοσλής, Ν. (2010). Το νεοελληνικό όνομα Βαλσάμης. Σερραϊκά σύμμεικτα, Α’, 83.
Χατζηιωάννου, Μ. –Χ. (2000). Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών στην περιοχή του Αλιάκμονα κατά την Τουρκοκρατία. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών.
[1] Οι επτά γνωστότεροι μαθητές των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου είναι γνωστοί ως Άγιοι Επτάρυθμοι.
[2] Περισσότερα στα (Νιχωρίτης, 2004) (Δεληκάρη, 2014)
[3] (Δεληκάρη, 2014)
[4] Αναμφισβήτητη είναι η προσφορά των Μοσχοπολιτών στα γράμματα και τον νεοελληνικό πολιτισμό, πριν αλλά και μετά την διασπορά τους στον βορειοελλαδικό χώρο.
[5] Απουσιάζουν από τα ονόματα των φορολογουμένων του καζά Σερβίων τον 16ο αιώνα (Καμπουρίδης K. – Σαλακίδης Γ., 2013)
[6] Απουσιάζουν από τα ονόματα των αφιερωτών της μονής Μεταμορφόσεως Ζάμπορδας (Χατζηιωάννου, 2000)
[7] Οι αρβανιτόβλαχοι Μοσχολπολίτες είχαν ιδιαίτερη σχέση με τα μοναστήρια και τους αγίους της Αχρίδας. Αφενός γιατίη επισκοπή τους υπάγονταν στην δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής Αχρίδας, αφετέρου για άλλους λόγους. Περισσότερα στο (Σταμκόπουλος, 2022) και (Σίνο, 2016).
[8] (Σταμκόπουλος, 2022) με αναφορές στα (Elsie, 2001) και (Σίνο, 2016).
[9] Πολλές φορές πίσω από γυναικεία βαπτιστικά με ξεκάθαρη ετυμολογία όπως Μαυρομάτα, Μαλάμω, Μυρσήνη, Χρυσάνθη, ή με αμφιλεγόμενη όπως Καλίνα, «κρύβονται» παραλλαγμένα ανδρικά βαπτιστικά όπως Δημήτριος και Κωνσταντίνος, τα οποία θεωρούνταν «απαγορευμένα» σε γυναίκες. Περισσότερα στις έρευνες του Ταχινοσλή.
[10] Περισσότερα για την απουσία ναωνυμίων και των βαπτιστικών Ευθύμιος, Ναούμ, και Αντώνιος από τα Οθωμανικά κατάστιχα της επαρχίας Σερβίων του 16ου αιώνα, αλλά και ναωνυμείων και των βαπτιστικών Διονύσιος και Νικάνορας από τα ονόματα των λαϊκών της Δυτικής Μακεδονίας πριν τον 20ο αιώνα στο (Σταμκόπουλος, 2022)
[11] (Καμπουρίδης K. – Σαλακίδης Γ., 2013)
[12] (Χατζηιωάννου, 2000)
[13] Όσα αναφέρονται από τον Δημόπουλο είναι σχετικά πρόσφατα (Δημόπουλος, 1994)
[14] (Σταμκόπουλος, 2022)
[15] (Δημόπουλος, 1994)
[16] (Σταμκόπουλος, 2022)
[17] (Hasluck, 1929)