Η ακαδημαϊκή «επάρκεια» του κινήματος Woke
Του Νικόλα Δημητριάδη – εισαγωγικό κείμενο στο αφιέρωμα του νέου Λόγιου (Ερμή τ. 26) το κίνημα woke και η υπεράσπιση της επιστήμης
Η επέλαση του διαβόητου κινήματος «Woke» στα αμερικανικά πανεπιστήμια συνοδεύεται πλέον από ένα πραγματικό κυνήγι μαγισσών, όσων επιχειρούν να αμφισβητήσουν την ιδεολογική ορθοδοξία του. Οι διάφορες γνωστές κατηγορίες (του «ρατσιστή», του «ομοφοβικού» κ.ά.) εκτοξεύονται με αδιανόητη ευκολία εναντίον όσων καθηγητών και φοιτητών θα τολμήσουν να υποβάλουν τις θεωρίες του γουοκισμού σε κριτική. Έτσι, η λεγόμενη «πολιτική ορθότητα» δεν χρησιμεύει απλώς στην ιδεολογική εξάπλωση του κινήματος αυτού, αλλά έχει και έναν επιπλέον –πιο «αμαρτωλό»– στόχο: να αποθαρρύνει την ακαδημαϊκή κοινότητα από κάθε απόπειρα επιστημονικού ελέγχου των θεωριών αυτών.
Οι «σπουδές φύλου», οι «μαύρες σπουδές» και τα άλλα ιδεολογικά προπύργια του γουοκισμού λειτουργούν σε ένα ιδιότυπο περιβάλλον ακαδημαϊκής προστασίας: Λίγοι έχουν το θάρρος να θέσουν τις σπουδές αυτές στη βάσανο της επιστημονικής κριτικής και του ελέγχου της μεθοδολογίας τους. Οι θεωρίες τους κυκλοφορούν εσωτερικά μεταξύ των ακαδημαϊκών που τις ενστερνίζονται, ενώ όσοι διαφωνούν μαζί τους προτιμούν τη σιωπή, καθώς οποιαδήποτε κριτική μπορεί να επιφέρει βαρύτατες συνέπειες, που ξεκινάνε από τον συνήθη στιγματισμό και καταλήγουν ως και στην απόλυση. Έτσι, το κίνημα Woke αναπτύσσεται σε συνθήκες ακαδημαϊκού θερμοκηπίου: μέσω του εκφοβισμού καθίσταται απρόσβλητο στην επιστημονική κριτική. Οι οπαδοί του έχουν το ελεύθερο να προωθούν τις ιδέες τους χωρίς καμία κριτική, σε ένα περιβάλλον όπου «όλα μπορούν να ειπωθούν» και «κάθε θεωρία είναι σεβαστή», αρκεί να είναι πολιτικά ωφέλιμη.
Ένα από τα θύματα της πολιτικής ορθότητας υπήρξε και ο Peter Boghossian: Ένας καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ, από το οποίο εν τέλει παραιτήθηκε, καταγγέλλοντας το κλίμα ανελευθερίας που επικρατούσε στο Πανεπιστήμιο και τις απειλές που δεχόταν ο ίδιος. Όπως συνόψισε στην επιστολή παραίτησής του:
Οι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ δεν μαθαίνουν να σκέφτονται. Αντίθετα, εκπαιδεύονται στο να μιμούνται τη στρατευμένη ηθική βεβαιότητα των ιδεολόγων. Το διδακτικό προσωπικό έχει παραιτηθεί από την αποστολή του πανεπιστημίου να αναζητά την αλήθεια και αντ’ αυτού προωθεί τη μισαλλοδοξία απέναντι στις διαφορετικές πεποιθήσεις και απόψεις. Αυτό έχει δημιουργήσει μια κουλτούρα προσβολής, όπου οι φοιτητές φοβούνται πλέον να μιλήσουν ανοιχτά και ειλικρινά[1].
Βιώνοντας το κλίμα εκφοβισμού που επέβαλε η «αστυνομία σκέψης», ο Peter Boghossian αποφάσισε να αποκαλύψει την έκταση του προβλήματος με έναν πρωτότυπο τρόπο. Μαζί με τους συνεργάτες του, James Lindsay και Helen Pluckrose, προέβησαν σε ένα πείραμα: Έγραψαν μία σειρά ψεύτικων και εξωφρενικών άρθρων, τα οποία στη συνέχεια απέστειλαν για κρίση και δημοσίευση σε μία σειρά επιστημονικών περιοδικών που τοποθετούνται στο ευρύτερο φάσμα του «γουοκισμού». Συνολικά έγραψαν 20 ψεύτικα άρθρα, στα εξής επιστημονικά πεδία: φεμινισμός, θεωρία του ρατσισμού, σπουδές φύλου (queer theory), μετα-αποικιακές σπουδές και σπουδές… πάχους (fat studies – ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο όρος). Οι τρεις επιστήμονες αποκαλούν τα πεδία αυτά «σπουδές παραπόνων» (grievance studies), ισχυριζόμενοι ότι, στους σχετικούς κλάδους, επικρατεί μία ακαδημαϊκή πρακτική να επιτρέπονται μόνον ορισμένα συμπεράσματα και να τίθεται η εκάστοτε κοινωνική καταγγελία υπεράνω της αντικειμενικής αλήθειας.
Το αποτέλεσμα του πειράματος ήταν αποκαρδιωτικό, καθώς, το ένα μετά το άλλο, τα άρθρα αυτά άρχισαν να γίνονται αποδεκτά από τις επιστημονικές επιτροπές πολλών περιοδικών και να δημοσιεύονται. Οι κριτικές επιτροπές των περιοδικών αυτών δεν έκαναν καμία προσπάθεια να ελέγξουν την επιστημονική βάση των άρθρων αυτών. Η ιδεολογική συνέπεια που παρουσίαζαν αρκούσε για τη δημοσίευσή τους. Αντιθέτως, τα άρθρα που εστάλησαν σε περιοδικά κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών, δεν είχαν την ίδια τύχη, καθώς «κόπηκαν» από τις αντίστοιχες επιστημονικές επιτροπές.
Τι περιεχόμενο είχαν τα δημοσιευθέντα άρθρα; Ας δούμε μερικά: Το ένα κατηγορούσε τη «δυτική αστρονομία» ως σεξιστική και ιμπεριαλιστική, προτείνοντας μία διαφορετική, φεμινιστική, οπτική στην εξέταση των άστρων. Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Υπάρχουν και άλλοι τομείς, ανώτεροι των φυσικών επιστημών, αν θέλουμε να αποκτήσουμε εναλλακτικές γνώσεις σχετικά με τα αστέρια και να εμπλουτίσουμε την αστρονομία. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η εθνογραφία και άλλες μεθοδολογίες των κοινωνικών επιστημών, η προσεκτική αντιπαράθεση των υφιστάμενων αστρολογιών από όλο τον κόσμο, η ενσωμάτωση μυθολογικών αφηγήσεων και η σύγχρονη φεμινιστική ανάλυσή τους, οι φεμινιστικοί ερμηνευτικοί χοροί (ιδίως όσον αφορά στις κινήσεις των άστρων και την αστρολογική τους σημασία) και η άμεση εφαρμογή των φεμινιστικών και μετα-αποικιακών μαθημάτων σχετικά με τις εναλλακτικές γνώσεις και τις πολιτισμικές αφηγήσεις[2].
Ένα άλλο άρθρο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Gender, Place and Culture, εξέταζε την «κουλτούρα του βιασμού» και τον σεξισμό μεταξύ των… σκύλων στα πάρκα του Πόρτλαντ. Βασιζόταν σε επιτόπια μελέτη και παρατήρηση των συμπαθών τετραπόδων και αναρωτιόταν αν: «δέχονται οι σκύλοι καταπίεση με βάση το (αντιληπτό) φύλο τους». Ένα τρίτο άρθρο παρουσίαζε ως μία μορφή «μετασεξουαλικής κακοποίησης» τον αυνανισμό, καθώς οι άνδρες σκέφτονται κατά τη διάρκεια του αυνανισμού γυναίκες, χωρίς να έχουν ζητήσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή τους για να τις συμπεριλάβουν στη φαντασία τους. Τέλος, ένα άλλο άρθρο καταπιανόταν με τη «παχυσαρκοφοβία» (fatphobia) και υποστήριζε ότι ένα ευμέγεθες σώμα, του οποίου ο όγκος οφείλεται στο λίπος, πρέπει να είναι εξίσου αποδεκτό με ένα ευμέγεθες σώμα, του οποίου ο όγκος οφείλεται στους μύες. Ζητούσε λοιπόν τη συμπερίληψη των παχύσαρκων στους διαγωνισμούς «body-building», βασιζόμενο σε προγενέστερες «μελέτες» των «fat studies», οι οποίες απορρίπτουν ως ανυπόστατους τους ιατρικούς ισχυρισμούς, ότι η παχυσαρκία βλάπτει την υγεία (!).
Το γεγονός ότι τα άρθρα αυτά, παρά το εξωφρενικό περιεχόμενό τους, έγιναν δεκτά από τις επιστημονικές επιτροπές των περιοδικών δεν κατέδειξε μόνον τα ανύπαρκτα επιστημονικά κριτήρια, βάσει των οποίων δέχονται, κρίνουν και δημοσιεύουν άρθρα τα εν λόγω επιστημονικά περιοδικά. Κατέδειξε, επίσης, την ελευθερία με την οποία οι οπαδοί του γουοκισμού μπορούν να διακινούν την ιδεολογία τους, μασκαρεύοντάς την ως επιστήμη, χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτούν σε κανέναν για την επιστημονική της επάρκεια.
Επιπλέον, καθώς οι τρεις συνεργάτες τοποθετούν τον εαυτό τους στον χώρο της φιλελεύθερης Αριστεράς, δεν διστάζουν να καταγγείλουν τις βαρύτατες συνέπειες που έχει ο γουοκισμός, όχι μόνον στην ακαδημαϊκή κοινότητα (της οποίας το κύρος υποσκάπτει) αλλά και στα ίδια τα θύματα των κοινωνικών ανισοτήτων, τα οποία υποτίθεται ότι ο γουοκισμός επιχειρεί να προστατεύσει. Στο άρθρο που δημοσίευσαν, για να παρουσιάσουν το πείραμά τους, καταλήγουν στις εξής διαπιστώσεις:
Βάσει των δεδομένων μας, υπάρχουν προβλήματα στην παραγωγή γνώσης σε όσα πεδία έχουν αλλοιωθεί από τις «σπουδές παραπόνων», οι οποίες απορρέουν από τον κριτικό κονστρουκτιβισμό και τον ριζοσπαστικό σκεπτικισμό. Μεταξύ των προβλημάτων είναι ο τρόπος με τον οποίο ερευνώνται ζητήματα γύρω από τη φυλή, το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Ίσως το πιο ανησυχητικό είναι το ότι η ακραία ιδεολογικοποίηση των κλάδων αυτών υπονομεύει την αξία άλλων, πιο σοβαρών μελετών γύρω από τα ζητήματα αυτά και διαβρώνει το κύρος του εκπαιδευτικού συστήματος. Η έρευνα σε αυτούς τους τομείς είναι ζωτικής σημασίας και πρέπει να διεξάγεται με αυστηρότητα, ελαχιστοποιώντας τις ιδεολογικές επιρροές. Όσο περισσότερο αποκλίνουν από την πραγματικότητα τα αποτελέσματα των μελετών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να βλάψουν τελικά εκείνους που οι επιστήμες αυτές στοχεύουν να βοηθήσουν.
Ακόμα χειρότερα, το πρόβλημα της διαβλητής ακαδημαϊκής γνώσης έχει ήδη επεκταθεί και σε άλλους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η κοινωφελής εργασία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η ψυχολογία και η κοινωνιολογία, και συνεχίζει να εξαπλώνεται. Αυτό προκαλεί σοβαρή ανησυχία, καθώς υπονομεύεται ταχύτατα η νομιμότητα και η φήμη των πανεπιστημίων, διαστρεβλώνεται η πολιτική, καταπνίγεται ο απαραίτητος διάλογος και ωθείται ο «πολιτισμικός πόλεμος» σε μία όλο και πιο τοξική και υπαρξιακή πόλωση. Περαιτέρω επηρεάζεται ο ακτιβισμός υπέρ της ισότητας των γυναικών και των φυλετικών και σεξουαλικών μειονοτήτων με τρόπο αντιπαραγωγικό, τροφοδοτώντας την αντιδραστική δεξιά αντίθεση στην ισότητα αυτή[3].
Πράγματι, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για το κίνημα Woke, η υπεράσπιση των πάσης φύσεως μειονοτήτων, υπαρκτών ή και φανταστικών, δεν είναι παρά ένα εργαλείο στην προσπάθεια επιβολής της ατζέντας του. Το κίνημα αυτό στρέφεται εναντίον της κοινωνικής συνοχής, επιθυμώντας την «κατασκευή» ενός τύπου ανθρώπου ελεύθερου από κάθε συλλογικό προσδιορισμό και ταυτότητα. Στον βωμό του ακραίου αυτού «υπερφιλελευθερισμού», όπου βάλλεται ακόμη και η ίδια η φύση του ανθρώπου, οι κοινωνικές μειονότητες και τα δικαιώματά τους ουσιαστικά επιστρατεύονται με αποκλειστικό σκοπό να πλήξουν ό,τι στοχοποιείται ως… «κανονικότητα». Γι’ αυτό και, σε όλα τα κοινωνικά και ταυτοτικά ζητήματα που ανακύπτουν, ο γουοκισμός παρεμβαίνει πάντα με τρόπο πολεμικό και μανιχαϊστικό, με σκοπό να παροξύνει τις πολιτισμικές και ταυτοτικές αντιθέσεις, αντί να τις εξομαλύνει και να τις θεραπεύει. Η μισαλλοδοξία αυτή προκαλεί την αναπόφευκτη αντίδραση της κοινωνικής πλειοψηφίας και δίνει πάτημα σε κάθε αντιδραστική φωνή.
Και η επιστημονική αλήθεια; Αυτή, όπως κατέδειξε και το «ντοκιμαντέρ» του Νέτφλιξ για την Κλεοπάτρα, δεν λαμβάνεται πλέον υπόψιν, ούτε έχει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο να παίξει στους σύγχρονους «πολιτισμικούς πολέμους». Είναι χαρακτηριστικά, π.χ., τα όσα γράφει επί του θέματος η φιλόλογος Mary Lefkowitz, η οποία, έχοντας ασχοληθεί επισταμένως με την ψευδοϊστορία, επιχείρησε να καταρρίψει τους μύθους του αφροκεντρισμού με τα βιβλία της Black Athena Revisited και Not Out of Africa: How Afrocentrism Became an Excuse to Teach Myth As History. Από την εμπειρία της στα αμερικανικά πανεπιστήμια διαπίστωσε με έκπληξη πως:
Υπάρχει σήμερα μία τάση, τουλάχιστον μεταξύ των ακαδημαϊκών, να αντιμετωπίζεται η Ιστορία ως μία μορφή μυθοπλασίας που μπορεί και πρέπει να γράφεται διαφορετικά από κάθε χώρα και εθνότητα. Η τάση αυτή υποθέτει ότι, με κάποιον τρόπο, όλες αυτές οι εκδοχές είναι ταυτόχρονα σωστές, ακόμη και αν είναι αντικρουόμενες σε ορισμένες τους λεπτομέρειες. Έτσι, η αφήγηση της αρχαίας Ιστορίας που προτείνει ο αφροκεντρισμός δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ψευδοϊστορία, αλλά ως μία εναλλακτική ματιά στο παρελθόν. Μπορεί να θεωρηθεί εξίσου έγκυρη με την παραδοσιακή οπτική, ίσως και πιο έγκυρη, λόγω της «ηθικής ατζέντας» της[4].
Η Mary Lefkowitz βίωσε αυτή την αντίληψη σε πολλές περιπτώσεις, μία εκ των οποίων μοιράστηκε με τους αναγνώστες της: Σε ένα συνέδριο Ιστορίας άκουσε τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι ο Αριστοτέλης είχε «κλέψει» τη φιλοσοφία του από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, δείγμα της αφρικανικής και «μαύρης» προέλευσης της ελληνικής φιλοσοφίας (καθώς η Αλεξάνδρεια βρίσκεται… στην Αφρική). Όταν είπε στον ομιλητή ότι ο Αριστοτέλης είχε πεθάνει πριν τη δημιουργία της Βιβλιοθήκης αυτής, η απάντηση που έλαβε ήταν αφοπλιστική: «Αυτή είναι η δική σας οπτική στο ζήτημα»[5]…
***
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι το κίνημα Woke, παρ’ ότι αναπτύσσεται κυρίως στο περιβάλλον των αμερικανικών πανεπιστημίων, γίνεται πλέον αντιληπτό περισσότερο ως μία πολεμική αίρεση με θρησκευτικά χαρακτηριστικά, παρά ως ένα κοινωνικό κίνημα με ακαδημαϊκό υπόβαθρο και λόγο. Έτσι το αντιμετωπίζει, φερ’ ειπείν, και ο Γάλλος καθηγητής φιλοσοφίας Jean-François Braunstein, στο πρόσφατο βιβλίο του La Religion Woke («Η θρησκεία Woke»). Το συμπέρασμά του είναι άκρως απαισιόδοξο για την επιρροή της ιδεολογίας αυτής στον ακαδημαϊκό χώρο:
Ο διφορούμενος ρόλος του ακαδημαϊκού κόσμου στην ανάπτυξη του κινήματος αυτού καθιστά την επιστημονική και ορθολογική κριτική του σχεδόν αδύνατη. Κανένα επιχείρημα δεν ασκεί την παραμικρή επίδραση πάνω τους. Μπορούμε να επιχειρήσουμε να τους σταματήσουμε, αλλά όχι και να τους πείσουμε[6].
Παρ’ όλα αυτά, οι φωνές εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας που επιχειρούν να αντιταχθούν στην υπονόμευση της επιστημονικής αλήθειας πληθαίνουν, προέρχονται δε από όλο το πολιτικό φάσμα. Στο τεύχος αυτό παραθέτουμε δύο εκτενή «απολογητικά» κείμενα Αμερικανών επιστημόνων, που επιχειρούν ακριβώς αυτό: να υπερασπιστούν την ακαδημαϊκή ελευθερία και το κύρος της επιστήμης.
[1] Ολόκληρη η επιστολή παραίτησης (με τίτλο «Το Πανεπιστήμιο θυσίασε τις Ιδέες στον βωμό της Ιδεολογίας) στο https://peterboghossian.com/my-resignation-letter.
[2] Τα αποσπάσματα είναι από το άρθρο «What an Audacious Hoax Reveals About Academia» του Yascha Mounk (5 Οκτωβρίου 2018, www.theatlantic.com).
[3] James A. Lindsay, Peter Boghossian, Helen Pluckrose, «Academic Grievance Studies and the Corruption of Scholarship», 2 Οκτωβρίου 2018, areomagazine.com.
[4] Mary Lefkowitz, Not Out of Africa: How Afrocentrism Became an Excuse to Teach Myth As History, New Republic Book 1997, σελ. xiv
[5] Mary Lefkowitz, ό.π.
[6] Βλ. «Jean-François Braunstein: Το κίνημα Woke είναι μία θρησκεία χωρίς συγχώρεση», εφημερίδα Ρήξη, φύλλο 183, 28 Απριλίου 2023.