Σιωπές για τη Μαριούπολη
Εγκαταλείποντας τον ελληνοκεντρισμό για τη «νέα ιδεολογική πατρίδα»
Του Γιώργου Ρακκά
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι, ομολογουμένως, ο πρώτος πόλεμος που ξεκινάει από μια μεγάλη δύναμη που εκφράζει βλέψεις αυτοκρατορικού χαρακτήρα. Προηγήθηκαν οι πόλεμοι της «αμερικανικής αυτοκρατορίας» στη Σερβία, το Ιράκ, η απόπειρα του τζιχαντισμού να εγκαθιδρύσει το χαλιφάτο του στο Λεβάντε. Και, βέβαια, η εισβολή του τουρκικού επεκτατισμού στην Κύπρο, οι πιο πρόσφατες στη Βόρεια Συρία, το Ιράκ, η εμπλοκή στη Λιβύη και τη σύγκρουση του Αζερμπαϊτζάν με την Αρμενία.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι, όμως, ο πρώτος πόλεμος που δεν αντιμετωπίζει την ομόθυμη καταγγελία της ελληνικής κοινωνίας. Ο πρώτος πόλεμος, αντίθετα, που κομμάτια της, τα οποία άλλοτε κατήγγειλλαν τις πολεμικές εκστρατείες της Δύσης με πάθος και κινητοποιήσεις, σήμερα επιδίδονται στην κατασκευή ευφάνταστων προφάσεων και δικαιολογιών (ο Κίσιγκερ, ο Μερσχάιμερ, η περικύκλωση της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ, το υποτιθέμενο πραξικόπημα του 2014, η υποτιθέμενη γενοκτονία στην Ανατολική Ουκρανία κ.ο.κ.) προκειμένου να παρέχουν ελαφρυντικά στον δράστη. Πίσω από αυτό το επιχείρημα μάς συστήνεται ένας νέος κυνισμός, ο οποίος εκπορεύεται από την κοινωνική βάση και όχι από τις ελίτ –οι πιο χαρακτηριστικοί εκφραστές του, μάλιστα, δηλώνουν «αντισυστημικοί». Σύμφωνα με αυτόν, η Ουκρανία δεν είναι χώρα, αλλά χώρος, οι Ουκρανοί είναι «λαότητα» (που έλεγε και ο Στάλιν) και όχι έθνος, μόνο και μόνο γιατί έτσι διαχρονικά θέλει η Ρωσική Αυτοκρατορία με τα διάφορα προσωπεία της. Και δικαιούται να το θέλει «γιατί μπορεί»… Μια μεγάλη δύναμη έχει από την ιστορία το προνόμιο να ορίζει τι πρέπει να συμβαίνει στους γύρω της, τελεία και παύλα.
Έτσι βλέπουμε να αναβιώνει ανέλπιστα μια επιχειρηματολογία η οποία θυμίζει κατά πολύ τις αρχές και τις αξίες που η Ιερά Συμμαχία ήθελε να επιβάλει στην Ευρώπη όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση το 1821: Οι αυτοκρατορίες διατηρούν «ιστορικά δικαιώματα» στις ευρύτερες επικράτειές τους, τα οποία τα αφυπνισμένα έθνη δεν δύνανται να παραγράψουν με τους αγώνες τους για την Ελευθερία. Επιχείρημα που τότε είχε τα παραδείγματα της ιστορίας, τους αριθμούς των στρατευμάτων και την ισχύ των ανακτοβουλίων με το μέρος του. Τότε όμως, και ευτυχώς, δεν νίκησαν οι «ρεάλος» που σήμερα βλέπουν τον Μακιαβέλι ή τον Θουκυδίδη να ενσαρκώνονται στη φιγούρα του… Βλαδίμηρου Πούτιν.
Η ισοπέδωση της Μαριούπολης, που από πόλη έχει μεταβληθεί πλέον σ’ ένα σωρό από ερείπια και πτώματα (για να λέμε ακριβώς τι συνέβη εκεί και να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο αυτής της νέας πολιτικής ορθότητας, όπου για κάθε έγκλημα του ρωσικού ιμπεριαλισμού υποχρεούσαι να καταγγέλλεις τουλάχιστον τέσσερα εγκλήματα του δυτικού), είναι ένα μείζον γεγονός εθνικής συρρίκνωσης του Ελληνισμού.
Ωστόσο, ένα μεγάλο κομμάτι του πατριωτικού χώρου παρέμεινε επιδεικτικά απαθές απέναντι στην ισοπέδωση της Μαριούπολης. Σιώπησε γιατί έχει παρασυρθεί από τον αντιδυτικισμό του ή/και τη ρωσοφιλία του και έχει υποβαθμίσει την ελληνοκεντρικότητα σε ζήτημα δευτερεύον και εξαρτώμενο από την κεντρική τοποθέτηση υπέρ μιας νέας «ιδεολογικής πατρίδας» – για να θυμηθούμε και μια έκφραση των εποχών όπου το φιλοσοβιετικό κίνημα ήταν ακόμα ζωντανό.
Πολυπολικός κόσμος, ή «χαλίφης στη θέση του χαλίφη»;
Ας δούμε λίγο το σύγχρονο περιεχόμενο αυτής της «ιδεολογικής πατρίδας», το οποίο βέβαια ποικίλλει ανάλογα με το αν συζητούμε για την παραδοσιοκεντρική ή την αριστερόστροφη ρωσοφιλία. Υπάρχουν, ωστόσο, και σημεία σύγκλισης, όπως είναι η κοινή προτίμηση σε καθεστώτα μονοκομματικού τύπου· ή στο γεγονός ότι ο Πούτιν, όπως και ο Ερντογάν ή ο Σι Τζινπίνγκ εξάλλου, υιοθετεί μια ρητορική καταγγελίας των ιστορικών εγκλημάτων της δυτικής αποικιοκρατίας.
Η εμφατικότερη, όμως, ιδεολογική αιχμή αφορά στην κριτική της μηδενιστικής Δύσης και την προάσπιση των παραδοσιακών αξιών, θεματική τόσο προσφιλής στον Πούτιν, τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο, ή τον Αλεξάντερ Ντούγκιν. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, ωστόσο, δεν θεωρεί τις «παραδοσιακές αξίες» με τον τρόπο που τις εννοεί ο άνθρωπος που τις σέβεται στην Ελλάδα.
Τις εννοεί ως επιστροφή στις αυτοκρατορικές πολιτικές παραδόσεις της Ιεράς Συμμαχίας, καθώς πιστεύει ότι ο κόσμος που γέννησαν οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις –οι οποίες, ας μην το ξεχνάμε, οδήγησαν στην ιστορική ανάδυση του εθνικού κράτους– έχει πλέον σαπίσει οριστικά και αμετάκλητα. Έτσι εξηγούνται εξ άλλου και ορισμένα στοιχεία από την πολιτική συμπεριφορά του Βλαντιμίρ Πούτιν, όπως για παράδειγμα ότι θεωρεί πως τα όρια της γεωπολιτικής του επιρροής στην Ευρώπη είναι ένα ζήτημα που δεν θα κριθεί κατά τις διαπραγματεύσεις του με τους ηγέτες των ευρωπαϊκών κρατών, αλλά με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μιας και η αντίληψη που έχει για τις διεθνείς σχέσεις είναι εκείνη των μεγάλων πόλων της ισχύος που μοιράζουν αναμεταξύ τους τον κόσμο. Την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση είχε και ο Στάλιν όταν έσπευσε στη Γιάλτα για να συνεννοηθεί κυρίως με τον Τσώρτσιλ το μοίρασμα της Ευρώπης σε υπερεθνικές σφαίρες επιρροής.
Δεύτερον, όπως πολύ λεπτομερώς έχει αναλύσει ο ίδιος ο Ντούγκιν στο σκιαγράφημα που έχει κάνει της αντιδυτικής ευρασιατικής συμμαχίας, η «προάσπιση των παραδοσιακών αξιών» παραπέμπει σε ένα αντιδραστικό σχέδιο κατά το οποίο η Ρωσία, το ισλάμ και ο σινικός κόσμος συμμαχούν για την περιθωριοποίηση της Δύσης στη νέα μορφή που θα λάβει το παγκόσμιο σύστημα μέσα στον 21ο αιώνα. Το ευρασιατικό μπλοκ, τουλάχιστον έτσι όπως το εννοεί ο Πούτιν, ή το περιγράφει ο Ντούγκιν στα γραπτά του, δεν επιδιώκει έναν πολυπολικό κόσμο.
Το εύρος των επεμβάσεων της Ρωσίας, αλλά και της Κίνας, πολύ πέραν του ευρασιατικού ηπειρωτικού χώρου, προς την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, η διείσδυση του υβριδικού πολέμου στο εσωτερικό της Δύσης –όπου εδώ και χρόνια εξελίσσεται μια απόπειρα χειραγώγησης της δεξιάς και αριστερής λαϊκιστικής αντιπολίτευσης και μετατροπής της σε υποβρύχιο της ρωσικής πολιτικής– είναι δεδομένα που αποδεικνύουν ότι η Ευρασία δεν ενδιαφέρεται μόνον ή κυρίως να οργανώσει το εσωτερικό της αυτόνομα από τις σφαίρες επιρροής της Δύσης, αλλά να υποκαταστήσει την παγκόσμια ηγεμονία της, να γίνει δηλαδή «χαλίφης στη θέση του χαλίφη».
Η ανάδυση του εναλλακτικού πόλου παγκόσμιας ισχύος φέρνει, φυσικά, μαζί της και μια πρόταση για την πολιτική αναδιοργάνωση του κόσμου – και εδώ είναι που η συσπείρωση των αυταρχικών ως επί το πλείστον καθεστώτων γύρω από τον ευρασιατικό άξονα αποκτά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αξίζει ως προς αυτό να θυμηθούμε την περίφημη απόκριση του Τσου Εν Λάι κατά την επίσκεψη Νίξον-Κίσιγκερ στην Κίνα, το 1972, όταν ρωτήθηκε για το αποτύπωμα της Γαλλικής Επανάστασης: «Πολύ νωρίς για να πει κανείς». Οι ιστορικοί και οι διπλωμάτες της Δύσης, ερμηνεύοντας αυτά τα λόγια υπό το πρίσμα μιας οπτικής που πίστευε πως το ιστορικό αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων είναι αμετάκλητα κατοχυρωμένο εις το διηνεκές, αναρωτήθηκαν αν ο Κινέζος ηγέτης εννοούσε με την απόκρισή του τις επαναστάσεις του 1968, ή εκείνες που συνέβησαν δύο αιώνες πριν. Σήμερα, ενδεχομένως, καθώς κατανοούμε πλέον τη σαφή πρόθεση των ευρασιατικών δυνάμεων να εκτρέψουν το υπό διαμόρφωση πολυπολικό διεθνές σύστημα σε μια παγκοσμιοποίηση που θα έχει ως κέντρο τον ίδιο τους τον εαυτό, ίσως να κατανοούμε καλύτερα το νόημα αυτής της μυστηριώδους απόκρισης.
«Σταλινορθοδοξία»;
Το αυτοκρατορικό σχέδιο της Ρωσίας έχει προετοιμαστεί, εξ άλλου, και με τις απαιτούμενες ιδεολογικές μετατοπίσεις του καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας.
Το πρόταγμα της Ρωσίας (είτε μιλάμε για τη μοσχοβίτικη ορθοδοξία στην υπηρεσία της απολυταρχίας είτε για την περίοδο του σταλινισμού) υπήρξε πάντοτε αυτοκρατορικό. Πόσο μάλλον εκείνο του Βλαδίμηρου Πούτιν που είναι στην κυριολεξία «σταλινορθόδοξο», με την έννοια ότι προωθεί ένα κρατικό αφήγημα το οποίο ενσωματώνει σε μία πορεία ευθύγραμμη τους τσάρους και τον Στάλιν. Υπ’ αυτό το πρίσμα, βεβαίως, η σημασία της 9ης Μαΐου ως ημέρας ενθύμησης του νικηφόρου Πατριωτικού Πολέμου –όπως αποκαλεί η Ρωσία πια τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– έχει μετατοπιστεί σημαντικά: Η επέτειος δεν εκφράζει πια τη νίκη του κομμουνισμού επί του ναζισμού, μιας και ο πρώτος είναι πλέον ανάμνηση, αλλά σηματοδοτεί μια επικράτηση που θα φέρει επιτέλους τη ρωσική αυτοκρατορία στο απόγειο της επέκτασής της. Τα άρματά της, που έφτασαν μέχρι το Βερολίνο, της επέτρεψαν να συγκροτήσει ένα μπλοκ μέσω του οποίου θα εξουσιάζει επί δεκαετίες όλη την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ενώ πια, ο σοβιετισμός προσεγγίζεται απλώς ως ένα «ιδεολογικό εργαλείο», χρήσιμα πρόσκαιρο, καθώς θα επιτρέψει τον εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορικής παράδοσης των τσάρων, μιας και η απολυταρχία δεν μπορούσε πλέον να συμβαδίζει με τις απαιτήσεις του μοντέρνου πια 20ού αιώνα.
Αντίστοιχη μετατόπιση πραγματοποιεί στο περιβάλλον του 21ου αιώνα το καθεστώς του Πούτιν. Οι εκλεκτοί του ολιγάρχες αποτελούν τον ιδιαίτερο ρωσικό τρόπο με τον οποίον υλοποιείται η προσαρμογή της χώρας στην παγκοσμιοποίηση. Με τον ίδιο τρόπο που το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει μετεξελίξει το κινεζικό μοντέλο σε μια κρατικά διευθυνόμενη οικονομία με στοιχεία αγοράς η οποία ελέγχει ασφυκτικά την κοινωνία, έτσι και ο Πούτιν θα συγκροτήσει ένα καθεστώς όπου κυριαρχεί ο εξορυκτισμός, δηλαδή η εντατική απόσπαση και εξαγωγή φυσικών πόρων, το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, ένα μονοκομματικό σύστημα και μια ακραία αστυνομοκρατία – 400.000 είναι, σύμφωνα με τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, οι εγγεγραμμένοι ως πράκτορες των ποικιλώνυμων μυστικών υπηρεσιών της χώρας.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το καθεστώς αυτό –όπως και το αντίστοιχο του Ερντογάν εξ άλλου–, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010, έδινε ιδιαίτερη προτεραιότητα στην ενίσχυση των μεσαίων τάξεων και τη δημιουργία όρων μιας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Σε ό,τι αφορά στη Ρωσία, μη διαθέτοντας επαρκή οικονομική βάση (ας το υπενθυμίσουμε ξανά, η οικονομία της Ρωσίας είναι μεσαίων μεγεθών και το 2020, για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε αγοραίες τιμές αντιστοιχούσε σε 1,483 τρισ.$ Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, όταν το αντίστοιχο της Ιταλίας ήταν 1,886 τρισ.$), ο Πούτιν θα επιχειρήσει να δημιουργήσει ένα κλίμα σταθερότητας στο εσωτερικό της χώρας και σχετικής αποκατάστασής της έπειτα από την καθίζηση της εποχής Γιέλτσιν, διοχετεύοντας ένα μέρος των εσόδων του από την πώληση πετρελαίου και φυσικού αερίου σε κοινωνικές παροχές και προγράμματα ποικίλου είδους.
Ωστόσο, αυτή η πολιτική του δείχνει τα όριά της στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2010, οπότε και ξεσπάει ένα σφοδρό εσωτερικό κίνημα αμφισβήτησης του Πούτιν, το πρώτο τόσο σημαντικό από την άνοδό του στην εξουσία. Ακολουθεί η στροφή στην εξωτερική επέκταση με τα γεγονότα του 2014 στην Ουκρανία, την προσάρτηση της Κριμαίας και τη δι’ αντιπροσώπων κατοχή μέρους της περιοχής του Ντονμπάς. Έκτοτε, η όξυνση της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης –που κορυφώνεται στις μέρες μας– θέτει σε περαιτέρω περιδίνηση τη ρωσική οικονομία και το καθεστώς επιδιώκει πλέον μια συσπείρωση στο εσωτερικό της χώρας γύρω από την ιδέα της ανάκτησης του παλιού αυτοκρατορικού μεγαλείου.
Υπάρχει, τέλος, και μια τρίτη, απώτερη διάσταση που εξηγεί γιατί η Ρωσία επισπεύδει το επεκτατικό της εγχείρημα – που σήμερα παίρνει κυριολεκτικά τα χαρακτηριστικά μιας φυγής προς την επέκταση. Η βαρύτητα της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα βαίνει μειούμενη λόγω της δημογραφικής της συρρίκνωσης και της παράλληλης εσωτερικής δημογραφικής μεταβολής, καθώς οι χριστιανικοί πληθυσμοί μειώνονται ραγδαία ενώ αυξάνονται οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, και καθώς η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας απειλεί να δορυφοροποιήσει την ίδια τη Ρωσία σε μερικά χρόνια από τώρα.
Με την εισβολή στην Ουκρανία, ο Πούτιν θέλει να εκβιάσει, εδώ και τώρα, μια επαναδιαπραγμάτευση του παγκόσμιου συστήματος και όχι να την αφήσει να συντελεστεί σταδιακά με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας –και όχι μόνο– προς την Ανατολή. Ο χρόνος δουλεύει υπέρ των Κινέζων και όχι των Ρώσων οπότε, όσο νωρίτερα προκύψει μια νέα διευθέτηση ισχύος, τόσο καλύτερα για τους τελευταίους.
Ενσωμάτωση;
Αν επιμείναμε στο τι αντιπροσωπεύει πραγματικά η πολιτική Πούτιν για τη Ρωσία και τον κόσμο, και όχι στο τι ισχυρίζεται το ίδιο το καθεστώς για τον εαυτό του, είναι για να δείξουμε την τεράστια απόκλιση μεταξύ των προσδοκιών που τρέφει ένα κομμάτι του πατριωτικού χώρου για τον Πούτιν, και του τι πραγματικά αντιπροσωπεύει αυτός για την παγκόσμια κατάσταση σήμερα.
Ωστόσο, καθώς το κομμάτι αυτό του πατριωτικού χώρου διολισθαίνει στην προάσπιση της νέας «ιδεολογικής πατρίδας», εκείνο που του συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι ενσωματώνεται. Ενσωματώνεται στην υπηρεσία μιας επίδοξης υπερδύναμης και υπάρχουν ήδη ορισμένα στοιχεία που επαληθεύουν το γεγονός αυτό. Κατ’ αρχάς, η στροφή στον περίφημο «ρεαλισμό» – δηλαδή τον κυνισμό που επιδεικνύει το κομμάτι αυτό, το οποίο πλέον διακηρύττει ότι ενδιαφέρεται να συζητήσει (και άρα να ζήσει) στο πλαίσιο ενός κακοχωνεμένου μακιαβελισμού.
Η πολιτική πλέον οφείλει να προσανατολιστεί στα μαθηματικά και τους συσχετισμούς της ισχύος και κάθε επίκληση αρχών, αξιών και της οραματικής διάστασης καταδικάζεται στο πυρ το εξώτερον ως «συναισθηματισμός». Για παράδειγμα, είναι ανώφελο, γι’ αυτήν την τάση, να επικαλείται κανείς τη σημασία προάσπισης του εθνικού κράτους ως του μοναδικού ιστορικά υπαρκτού φορέα δημοκρατίας, αυτοδιάθεσης, πολιτισμού, συλλογικών και ατομικών ελευθεριών ή πολιτικών προστασίας της κοινωνίας, καθώς το παιχνίδι έχει πάρει συγκεκριμένη όψη, εκείνη της ωμής γεωπολιτικής. Και άρα η μόνη απόφαση που έχει σημασία είναι η επιλογή της πλευράς στην οποία θα στρατοπεδεύσουμε.
Οι σιωπές για τη Μαριούπολη κρύβουν στο βάθος τους το «τέλος της ιδεολογίας». Αυτή τη φορά, όμως, δεν αφορά στους φιλελεύθερους αλλά στην αριστερά με το απολίτικο σύνθημά της «η ειρήνη είναι η απάντηση σε κάθε ερώτηση», αλλά και μια μεγάλη μερίδα του πατριωτικού χώρου. Για τον τελευταίο, η στροφή προς τον κυνισμό σηματοδοτεί αν μη τι άλλο ενσωμάτωση. Ο ωμός ρεαλισμός καθίσταται επαρκές στοιχείο ανάλυσης, όχι όταν κάποιος δεν διαθέτει καμία ιδεολογική θέση αλλά όταν αντίθετα έχει καταλήξει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει». Η επιλογή, λοιπόν, να αντιμετωπίζεται η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με δικαιολογίες και μισόλογα, ο «γουαταμπαουτισμός» [η τακτική του να αντιμετωπίζει κανείς τις κατηγορίες αντιστρέφοντάς τις, ή επικαλούμενος ένα άλλο ζήτημα] που θυμάται σήμερα τους βομβαρδισμούς στη Σερβία του 1999, στο πλαίσιο μιας συμψηφιστικής λογικής, παραπέμπει σε απεμπόληση της αυτονομίας του χώρου αυτού, δηλαδή, στην αποσύνθεσή του.
Την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη, η οποία, στο πλαίσιο των νέων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, είναι στριμωγμένη όσο κανείς άλλος, λαμβάνουν χώρα ιδεολογικοί σεισμοί και μετατοπίσεις. Η πολιτική των κυρώσεων, την οποία ας μην ξεχνάμε καθιέρωσε πρώτος ο Ντόναλτ Τραμπ κατά τη θητεία του σηματοδοτώντας στροφή σε νεοπροστατευτικές πολιτικές, συνεπάγεται αποπαγκοσμιοποίηση. Η επώδυνη οικονομική κρίση και αστάθεια θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση της εθνικής και της περιφερειακής οικονομικής αυτοδυναμίας. Εγκαταλείπονται, όμως, και τα ιδεολογικά θέσφατα της παγκοσμιοποίησης, καθώς η μεταεθνική ιδεολογία υπονομεύει ποικιλοτρόπως την προσπάθεια της Δύσης να απαντήσει συντεταγμένα σε αυτήν τη γεωπολιτική κρίση. Αφ’ ης στιγμής το εκκρεμές της παγκοσμιοποίησης μετατοπίστηκε προς την Ανατολή, η Δύση συνειδητοποιεί πως η αποτροπή συγκρότησης αρνητικών γι’ αυτήν γεωπολιτικών συσχετισμών περνάει μέσα από πολιτικές που θα την περιορίζουν. Υπάρχει και κάτι βαθύτερο: η αντιπαράθεση με τις νεοαναδυόμενες αυτοκρατορίες αναγκάζει την Ευρώπη να αναζητήσει στη δική της παράδοση τα στοιχεία μιας αντι-αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Και έτσι ανανεώνεται το ενδιαφέρον για τις μεγάλες ευρωπαϊκές επαναστάσεις –μεταξύ των οποίων και η ελληνική– που οδήγησαν στην οικοδόμηση του εθνικού κράτους με τις κεκτημένες του ελευθερίες.
Η τάση αυτή αλλάζει και το ιδεολογικό περιεχόμενο του πατριωτισμού, το συνδέει με νέα και πολύ πιο διευρυμένα ακροατήρια και εντός της ελληνικής κοινωνίας. Ανοίγει μια αναβαθμισμένη ιδεολογική συζήτηση όπου, σε στενή συνάφεια με την τουρκική επιθετικότητα, τα αδιέξοδα της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης ή το δημογραφικό, τίθεται και το ζήτημα για το είδος του παγκόσμιου συστήματος, αλλά και τον χαρακτήρα του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος που θα επιτρέψουν στον Ελληνισμό να επιβιώσει και να ανασυγκροτηθεί.
Πηγή: περιοδικό Άρδην τ. 123