Βαθμών κατάθεση, ευθυνών μετάθεση
Ο τρόπος αξιολόγησης των μαθητών, η ανοχή στην παραβατικότητα & οι παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος
Του Τάσου Χατζηαναστασίου
Κάθε χρόνο –στις αρχές Φεβρουαρίου– κατατίθενται οι βαθμολογίες τετραμήνου στα γυμνάσια και τα λύκεια της χώρας. Αυτό κανονικά δεν θα έπρεπε ν’ απασχολεί κανέναν εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Τις τελευταίες, ωστόσο, δεκαετίες, ο τρόπος αξιολόγησης των μαθητών αντανακλά την παθογένεια του εκπαιδευτικού μας συστήματος και γι’ αυτό θα πρέπει να μας απασχολήσει, προκειμένου να υπάρξουν συγκεκριμένες παρεμβάσεις και αλλαγές.
Οι διαπιστώσεις είναι γνωστές και σχεδόν επαναλαμβάνονται τελετουργικά κάθε χρόνο, καθώς ολοένα και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι το ελληνικό σχολείο ίσως είναι το μοναδικό παγκοσμίως το οποίο παρέχει απολυτήριο λυκείου όχι μόνο σε άτομα που δεν έχουν ανοίξει ποτέ τους βιβλίο, αλλά ακόμη και σε παιδιά που πρακτικά δεν γνωρίζουν επαρκώς τα ελληνικά ή έχουν διαγνωστεί με σοβαρή νοητική υστέρηση. Αυτό συμβαίνει διότι, αν ένα παιδί απορριφθεί σε όλα τα μαθήματα που απαιτούν μελέτη, στο τέλος προάγεται από τον μέσο όρο του τελικού βαθμού, ο οποίος προκύπτει από το σύνολο των μαθημάτων, σε πολλά από τα οποία – και σωστά ίσως – δεν υπάρχει γραπτή ή κάποιου άλλου είδους μετρήσιμη αξιολόγηση. Αρκεί δηλαδή το σχεδόν δεδομένο «άριστα» στη γυμναστική. Αυτό, όμως, δεν είναι ευθύνη των γυμναστών, που καλά κάνουν και αξιολογούν με βάση κριτήρια ποιοτικά και ποσοτικά διαφορετικά από των φιλολόγων ή των μαθηματικών· οφείλεται στην ανυπαρξία βούλησης της πολιτείας να υπάρχει έλεγχος για την εμπέδωση της γνώσης.
Πέρα από τις κρατικές ευθύνες, η πλειονότητα των καθηγητών δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της διαπίστωσης του επιπέδου γνωστικής επάρκειας των μαθητών της και προτιμά να τη μεταθέτει αλλού. Ελάχιστοι είναι αυτοί που θα βαθμολογήσουν όπως τους αξίζει μαθητές που είναι παντελώς έως και προκλητικά αδιάφοροι, επικαλούμενοι, υποκριτικά συνήθως, διάφορες «παιδαγωγικές» θεωρίες, ή ότι το να βαθμολογείς αποτελεί …ταξική διάκριση. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η αντίληψη, παρότι εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες, δεν έχει με κανέναν τρόπο δικαιωθεί, ούτε βέβαια έχει άρει τις κοινωνικές ανισότητες. Το δε κόστος δεν το πληρώνουν μόνο τα παιδιά που μένουν αγράμματα και χωρίς την απαραίτητη εμπειρία διαχείρισης οποιαδήποτε αποτυχίας, αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Μεγαλύτερα θύματα είναι όσοι νέοι προέρχονται από τα φτωχότερα στρώματα, αφού οι γονείς των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων βρίσκουν τον τρόπο να μορφώσουν τα παιδιά τους. Κοντολογίς, δεν υφίσταται κανένας έλεγχος της εμπέδωσης της γνώσης, τόσο εξαιτίας του θεσμικού πλαισίου όσο και λόγω της νοοτροπίας μεγάλου μέρους των καθηγητών, που εμφανίζονται στην περίπτωση αυτή συνεπείς αρνητές κάθε αξιολόγησης, στην ουσία αρνητές της αλήθειας.
«Έλα, μωρέ, παιδιά είναι!»
Χέρι χέρι με τη θεσμική και εθιμική κατοχύρωση της…αμορφωσιάς, πηγαίνει και το καθεστώς της ατιμωρησίας, που επίσης οφείλεται αφενός στο νομοθετικό πλαίσιο κι αφετέρου στην παιδοκεντρική αντίληψη που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία συνολικά. Στις λίγες φορές που τίθεται θέμα επιβολής κάποιας ποινής στο σχολείο, υπάρχουν ισχυρές φωνές οι οποίες επιχειρούν ν’ αποτρέψουν την τιμωρία, δικαιολογώντας ή και ανεχόμενες απαράδεκτες, ακόμη και επικίνδυνες και κακοποιητικές συμπεριφορές. Με το «έλα, μωρέ, παιδιά είναι», όμως, φτάσαμε να παρακολουθούμε έντρομοι το τι τέρατα μπορεί να παραγάγουν η σύγχρονη ελληνική οικογένεια και το σχολείο. Διαμορφώσαμε ένα περιβάλλον ανοχής στην παραβατικότητα, με αποτέλεσμα τα πιο ευάλωτα μέλη της σχολικής κοινότητας να αισθάνονται ανασφαλή και ανυπεράσπιστα, σε αντίθεση με τους θύτες που αισθάνονται απρόσβλητοι. Με δεδομένο ότι η εφαρμογή της ποινής της αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος -με τους τόσους περιορισμούς- έχει καταστεί πρακτικά αδύνατη, η αυστηρότερη ποινή που απομένει για να συνετίσει και να παραδειγματίσει είναι η διήμερη αποβολή, δηλαδή πρακτικά οι δεκατέσσερις απουσίες το πολύ.
Η αποδόμηση κάθε αξίας, όπως ο σεβασμός και η τήρηση κανόνων, ακόμη περισσότερο η θρησκευτική (η ανιδιοτελής αγάπη) και εθνική (ν’ αγαπάς τον τόπο σου και τον πολιτισμό του) συνείδηση ως αντιδραστικών και συντηρητικών αντιλήψεων, αντί για τη θρυλούμενη απελευθέρωση του ατόμου από τον καταναγκασμό, οδήγησε στην αποθηρίωση του πιο άκρατου ατομισμού. Αντί στη σχολική εκπαίδευση να προβάλλουμε και να καλλιεργούμε τα διαχρονικά πρότυπα της ελληνικής παράδοσης, την κοινοτική αλληλεγγύη, του σοφού, του αγίου και του ήρωα προμάχου-υπερασπιστή του δικαίου και της «πόλεως», τ’ απαξιώνουμε και τα περιφρονούμε ως… εθνικιστικά. Και με τι τα έχουμε αντικαταστήσει; Κυρίαρχα πρότυπα είναι η εγωπάθεια, η λατρεία της δύναμης και ο σεξισμός που προβάλλουν η τραπ και μεγάλο μέρος των ηλεκτρονικών βιντεοπαιχνιδιών.
Το «σχολείο της αμάθειας» και η ανοχή στην κάθε είδους παραβατικότητα απολαμβάνει την πλήρη συναίνεση κομμάτων και συνδικαλιστικών φορέων. Ο λόγος είναι ότι έτσι η πλειοψηφία των άμεσα ενδιαφερόμενων μένει ευχαριστημένη και ουδείς αρμόδιος διανοείται να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά, αναλαμβάνοντας την ευθύνη ν’ αποκαταστήσει τον ιδρυτικό σκοπό του σχολείου, δηλαδή τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση των μαθητών. Οι αδιάφοροι και κακομαθημένοι μαθητές έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι, αφού παίρνουν προβιβάσιμους βαθμούς «χαλαρά», γλιτώνοντας και την γκρίνια στο σπίτι. Οι γονείς είναι ευχαριστημένοι γιατί βλέπουν μεγάλους βαθμούς και καμαρώνουν. Λίγοι εξ αυτών αντιλαμβάνονται πόσο πλασματική είναι η βαθμολογία και σε τι πραγματικές γνώσεις αντιστοιχεί. Η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών είναι ευχαριστημένη διότι απαλλάσσεται από την πίεση των γονέων για βαθμούς και από τις συχνά θρασύτατες επιθέσεις δήθεν αδικημένων μαθητών, όταν κάποιοι τολμούν ν’ αποτυπώσουν μ’ έναν χαμηλό βαθμό την πραγματικότητα. Όλοι οι παραπάνω μεταθέτουν σ’ ένα αόριστο μέλλον την ευθύνη της προετοιμασίας των νέων ανθρώπων για την πραγματική ζωή. Έτσι το σχολείο στην πραγματικότητα καλλιεργεί και εθίζει στην ανευθυνότητα, επιβραβεύει την παθητικότητα και την αδιαφορία, υπονομεύοντας το μέλλον και των παιδιών και του κοινωνικού συνόλου.
Διότι το πρόβλημα δεν είναι τελικά τι βαθμούς θα βάλουμε, ή η επιβολή ποινών, αλλά το τι παιδιά διαπαιδαγωγούμε και άρα τι κοινωνία προετοιμάζουμε. Πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα ήταν -πρώτα πρώτα- να τεθούν επιτέλους εθνικοί, εφικτοί και ρεαλιστικοί, γνωστικοί στόχοι από το δημοτικό και να υπάρχει μέριμνα να καλύπτονται. Η ιδιαίτερη στήριξη των παιδιών που για οποιονδήποτε λόγο δεν συμβαδίζουν να γίνεται σε υποχρεωτική βάση. Θ’ αποφεύγεται έτσι το τραγικό φαινόμενο, παιδιά λυκείου να μην μπορούν να κάνουν ανάγνωση ή απλές πράξεις της αριθμητικής και αυτό να μην έχει απασχολήσει κανέναν ως τότε. Σε ό,τι αφορά την ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, απαιτείται ένας επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων κυρίως σχετικά με την τήρηση στοιχειωδών κανόνων συμπεριφοράς βάσει αξιών και υψηλών προτύπων και τη μηδενική ανοχή σε φαινόμενα εκφοβισμού και βίας κάθε μορφής.
- Ο Τάσος Χατζηαναστασίου είναι εκπαιδευτικός
Πηγή: https://ardin-rixi.gr/