Παραδοσιακές «οικολογικές» βαφές
Γράφει ο Χρήστος Γ. Έξαρχος
Για βάψιμο των μάλλινων υφαντών (βάλες, τσεργόπλες για καβάλα) ή και τρούμπες (τόπια) χρησιμοποιούσαν διάφορους τρόπους: α) Των λεπτών: 1) Για βίνιτο (γαλάζιο σκούρο χρώμα) χρησιμοποιούσαν ρίζες στουμπισμένες από μπρούστιρα (φυτά σαν τα λάπατα, αλλά με πικρή γεύση), κλωνάρια φράξου (είδος δέντρου) και σιάρβα. Τα’ βραζαν στο καζάνι 2-3 ώρες, τ’ ανακάτωναν με σανίδι ή ξύλο, έβγαζαν το ύφασμα, έριχναν λουλάκι (κομμάτι, αργό, βραδείας βαφής), τ’ ανακάτωναν, ξαναέβαζαν το ύφασμα και τ’ άφηναν 8 έως 10 μέρες.
Ύστερα έβαζαν ξηρές στουμπισμένες ρίζες ριζαριού (ερυθρόδανου) ή σιούπκες από φύλλα βαλανιδιάς (παράσιτα σαν καρύδι, κηκίδες) για να σφίξει το χρώμα (να γίνει ανεξίτηλο). Τ’ ανακάτωναν συχνά για να λιώσουν καλά τα χρώματα και να βαφεί παντού ομοιόχρωμα το ύφασμα. Τώρα ρίχνουν λουλάκι της ώρας (σκόνη) στο καζάνι, βουτούν το ύφασμα 2-3 φορές, όταν είναι χλιαρό το μίγμα και τ’ αφήνουν να βράσει πάνω από 24 ώρες. Τ’ αφήνουν να κρυώσει λίγο, το βγάζουν, τ’ αφήνουν να στραγγίσει, το πλένουν με κρύο νερό, το κοπανίζουν και το στεγνώνουν στον ήλιο. Όταν θέλουν να γίνει το χρώμα ουρανίσιο (σιέλ) τ’ αφήνουν λίγη ώρα στο καζάνι το ύφασμα ή το νήμα κι ύστερα το βγάζουν. β) Των χοντρών (κάπες, μαλιότα, ταλαγάνια, σάρικες) 1) Για μαύρο χρώμα έβαζαν κλέτσιο (παράσιτο βαλανιδιάς) ή κλωνάρια φράξου ή φλούδα σκλήθρου (είδος δέντρου), τα ‘βραζαν 24 ώρες στο καζάνι, τα ‘βγαζαν δυο φορές, έριχναν και καραμπογιά (βιτριόλι πράσινο) αντί για ριζάρι, για να γίνει ανεξίτηλο το χρώμα. Έβαζαν το ύφασμα, τ’ άφηναν μισή ώρα να βράσει, τραβούσαν τη φωτιά απ’ το καζάνι, έβγαζαν το ύφασμα, το τύλιγαν μ’ άλλο μάλλινο για ν’ απορροφήσει καλά τον ατμό και να μαυρίσει καλά, κι ακολουθούσε η παραπάνω εργασία. 2) Για κίτρινο χρώμα χρησιμοποιούσαν φλούδες κρεμυδιών ή λουλούδια κίτρινου φυτού ή φύλλα λυγαριάς, έριχναν και ώριμα κίτρινα αγριοκορόμηλα που ωριμάζουν το φθινόπωρο, κι αλάτι μαγειρικής, για να γίνει ζωηρότερο κι ανεξίτηλο το χρώμα. Τώρα ρίχνουν σπίρτο (θειικό οξύ) αντί για αλάτι. 3) Γι’ ανεξίτηλο κόκκινο έβαζαν και κρεμεζί χρώμα (προς το κόκκινο). 4) Για καφέ (καρυδάτο ανεξίτηλο) έβαζαν στουμπισμένες πράσινες φλούδες καρυδιών, μαζί με το ύφασμα ή νήμα (κλωστή μάλλινη) κι έριχναν και φύλλα καρυδιάς. 5) Για πορτοκαλί χρώμα έβαζαν ριζάρι. Στα χρόνια της μαύρης τριπλής κατοχής (1941 – ‘44) έβαφαν μόνο με καπνιά (φούμο) απ’ το τζάκι και γίνονταν καφέ ανοιχτό το χρώμα. Γι’ ανοιχτό κίτρινο χρησιμοποιούσαν αντιπυρίνες. Έριχναν και λίγο αλάτι μαγειρικής, για να γίνει ανεξίτηλο. Τώρα βάφουν το μαλλί με διάφορες μπογιές (χρώματα) του εμπορίου, αφού πρώτα το πλύνουν καλά για να πάρει γλυκό (ωραίο) χρώμα κι ανεξίτηλο. Ρίχνουν στο καζάνι σκόνη λουλάκι ή άλλο χρώμα, βουτούν το μαλλί 2-3 φορές, όταν είναι χλιαρό το μίγμα, το ζεματίζουν 15 λεπτά της ώρας, το βγάζουν, το ξεπλύνουν σε κρύο νερό και το στεγνώνουν στον ήλιο. Μετά το πηγαίνουν στη λανάρα (λαναρομηχανή), όπου γίνεται μικρές βάλες, κι από ‘κει το επεξεργάζονται οι γυναίκες και τα κορίτσια. Για κιλίμια, μαξιλάρια, καναπέδες και διαδρόμους βάφουν τις μάλλινες κλωστές (υφάδι) και το νήμα (στημόνι βαμβακερό) τ’ αγοράζουν βαμμένο. Για μπαντανίες, εξόν απ’ το βαμμένο μάλλινο υφάδι, βάζουν και υφάδι άσπρο, βαμβακερό και το νήμα τ’ αγοράζουν άσπρο. Αφήνουν άβαφα, το κάλτσινο, που προορίζεται για μπουραζάνες (παντελόνια φαρδιά ή στενά και μακριά των τσελιγκάδων), το φανέλλο και το γιδομαλλίσιο ύφασμα για τις φλώρες κάπες (γκρι γλυκό, φλωροκάνουτο χρώμα). Αυτές λέγονταν και κάπες κλέφτικες, γιατί τέτοιες είχαν οι κλέφτες για να φαίνονται περήφανοι και γίνονταν από άσπρο και γκρι γιδόμαλλο. Επίσης αφήνουν άβαφες και όσες τσεργόπλες, βελέντζες, πατάκια θέλουν να τις έχουν άσπρες. Τα βαμβακερά πανιά τ’ αφήνουν πάντοτε άβαφα.
Πηγή: Χρήστος Γ. Έξαρχος. Η Φούρκα της Ηπείρου. Β’ έκδοση. Ιωάννινα, 2007.