Ο εμφύλιος του 1831-1832
Η δολοφονία του Ι. Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 δημιούργησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην πολιτική ζωή του άρτι ιδρυθέντος ελληνικού κράτους. Αυτό φάνηκε καθαρά από τα γεγονότα που ακολούθησαν και που ουσιαστικά οδήγησαν σε έναν ακόμη εμφύλιο σπαραγμό, μια περίοδο κυριολεκτικής αναρχίας, όπου ο κάθε πολιτικάντης και ο κάθε στρατιωτικός ηγέτης ορεγόταν την εξουσία για ίδιον όφελος. Ο φατριασμός και οι πολιτικές ίντριγκες κορυφώθηκαν μέχρι και την έλευση του βασιλιά δημιουργώντας ουσιαστικά έναν πολιτικό κυκεώνα που ξεθεμελίωσε ό, τι θετικό είχε χτίσει η διακυβέρνηση Καποδίστρια. Ο Ν. Δραγούμης σημειώνει χαρακτηριστικά: «…ὅτι οὐδείς πλέον ἐκήδετο τῆς πατρίδος, ὅτι ἀπεσβέσθη καί ὁ τελευταῖος τῆς φιλοπατρίας σπινθήρ, καί ὅτι πάντες ἐφρόντιζον περί τῶν ἰδίων. Τίς πρῶτος ν’ ἁρπάση τήν ἀρχήν, ἶνα κατά τήν ἔλευσιν τοῦ βασιλέως εὑρεθῆ κατέχων αὐτήν‧ οὗτος ὑπῆρξεν ὁ καθυπέρτατος σκοπός, περί ὄν διεμάχοντο μέν οἱ λογάδες τοῦ ἔθνους, κατεστρέφετο δέ τό ἔθνος αὐτό». Το συγκεντρωτικό διοικητικό μοντέλο του Καποδίστρια, ξένο εν πολλοίς στα πολιτικά ειωθότα των αυτόνομων ελληνικών κοινοτήτων, κατάφερνε εντούτοις να συγκρατεί τις φυγόκεντρες δυνάμεις του τοπικισμού και να περιορίζει τις ορέξεις των ντόπιων «αληπασαλήδων». Πλέον, οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, οι εφοπλιστές των νησιών και οι πολέμαρχοι της επανάστασης στρέφονταν κατ’ αλλήλων σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να πλασαριστούν όσο το δυνατόν καλύτερα στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας.
Την ίδια μέρα της δολοφονίας του Κυβερνήτη, η 27μελής «καποδιστριακή» Γερουσία διόρισε μια τριμελή επιτροπή ως προσωρινή κυβέρνηση του τόπου με έδρα το Ναύπλιο. Μέλη της ήταν ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης, ο Ι. Κωλλέτης και ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, αδελφός του εκλιπόντα κυβερνήτη. Στην διακήρυξή της προς τον λαό τόνιζε ότι σκοπός της ήταν η συνέχιση της διακυβέρνησης του τόπου ενώ, αν κρίνει κανείς από την σύνθεση της τριανδρίας, γινόταν φανερή η μεγάλη επιρροή που ασκούσε η ρωσόφιλη μερίδα. Ο Μέντελσον-Μπαρτόλντυ τονίζει ότι: «Τό ἐπικρατοῦν πνεῦμα παρά τῇ κυβερνητικῆ τριανδρία ἦτο ἱκανή ἐγγύησις τῆς ὑπεροχῆς τῆς ρωσσικῆς πολιτικῆς». Το γεγονός αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν διέλαθε της προσοχής της αντιπολίτευσης. Τα μέλη της (Ζαΐμης, Κουντουριώτης, Μαυροκορδάτος κ.α.), υποστηριζόμενα και από τους πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, είχαν συγκεντρωθεί στην Ύδρα από όπου κατήγγειλαν την ενέργεια της Γερουσίας με επιστολή τους την 30η Σεπτέμβρη. Σε αυτήν τονιζόταν ότι δεν αναγνώριζαν την αυθαίρετη ενέργεια της Γερουσίας να διορίσει την τριανδρία, αφού ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός και πως μόνη αρμόδια για διορισμό κυβέρνησης ήταν η Εθνοσυνέλευση. Παράλληλα, ζητούσαν νέες εκλογές και σύγκληση Εθνοσυνέλευσης σε ασφαλές μέρος και όχι στο Άργος, που βρισκόταν πολύ κοντά στην έδρα των «καποδιστριακών», Ναύπλιο. Τέλος, σαν κίνηση συνδιαλλαγής πρότειναν την αύξηση των μελών της έκτακτης κυβέρνησης από τρία σε πέντε, ώστε να συμπεριληφθούν και δυο μέλη της αντιπολίτευσης. Ο Θήρσιος (Friedrich Thiersch), που περιόδευε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, σημειώνει σχετικά με την ενέργεια της Γερουσίας: «Ἡ συνέλευσις λοιπόν ὑφίστατο ἀκόμη νομίμως, καίτοι τά μέλη αὐτῆς ἦσαν ἤδη διεσκπρπισμένα. Εἶχε τόν Πρόεδρον αὐτῆς (Σισίνην) τόν Γραμματέα τῆς (Ἰακωβάκην Ρίζον) ‧ ἦτο δέ αὐτή μέν ἡ πολιτικῶς ἐγκατεστημένη ἀρχή κατά τόν θάνατον τοῦ Κυβερνήτου, ὁ δέ Σισίνης ὁ ἀμέσως μέτ΄ ἐκεῖνον νόμιμος ἄρχων τοῦ ἔθνους […] ἡ δέ Γερουσία ὑπερέβη (δια πραξικοπήματος) τά δικαιώματά της, καί ἐξέλεξεν ὅλως αὐθαιρέτως, προφασιζόμενη τό ἐπεῖγον τῶν περιστάσεων Κυβερνητικήν Ἐπιτροπήν».
Οι προτάσεις της αντιπολίτευσης, όπως ήταν αναμενόμενο, απορρίφθηκαν συνολικά. Ειδικά ο Αυγουστίνος έπνεε τα μένεα ενάντια στους «συνταγματικούς» και επιθυμούσε διακαώς εκδίκηση για την δολοφονία του αδερφού του, για την οποία τους θεωρούσε υπεύθυνους. Ο Πρόκες- Όστεν, μετέπειτα πρεσβευτής της Αυστρίας στην Ελλάδα, αναφέρει για τον Αυγουστίνο τα εξής: «Ὁ κόμης Αὐγουστῖνος δέν ἦτο ἱκανός νά δαμάση τάς τότε περιστάσεις. Ἐλαφρόνους, ἐπιπόλαιος, ευερέθιστος, ξένος εἰς τήν χώραν ὡς ἐκ τῆς ἀνατροφῆς καί τῶν ἕξεών του, μᾶλλον ἀσθενῆς ἤ καλός, ἀπεδείχθη καί εἰς αὐτούς τούς φίλους τοῦ ἀνίκανος». Αντίστοιχα αδιάλλακτος ήταν και ο Κολοκοτρώνης που θεωρούσε ως μοναδικό στήριγμα της Ελλάδας της Ρωσία έχοντας παράλληλα καλλιεργήσει αγαστές σχέσεις με τον ναύαρχο Ρίκορντ, τον οποίο λίγο αργότερα θα προτείνει και για Κυβερνήτη της Ελλάδας. Γράφει σχετικά ο Πρόκες- Όστεν: «Ὁ Θεοδ. Κολοκοτρώνης, ἀνήρ ἰσχυρᾶς θελήσεως, θεωρῶν τήν ὁμόθρησκον Ρωσσίαν ὡς τό στήριγμα τῆς Ἑλλάδος, ἐβάσταζε δια τῆς ἐν τῇ χώρᾳ ἐπιρροῆς του τόν κόμητα Αὐγουστῖνον. […] Ἐνεφανίζετο σχεδόν πάντοτε συνοδευόμενος ὑπό τοῦ ναυάρχου Ρικόρδου. Δέν ἐδύνατο δέ νά κρύψη την τῷ ὄντι δικαίαν δυσπιστίαν του κατά τῶν ἀντιπρέσβεων τῶν ναυτικῶν Δυνάμεων». Όσον αφορά τον Κωλλέτη, ακολούθησε μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στα αιτήματα της αντιπολίτευσης, όχι τόσο επειδή συμφωνούσε, αλλά επειδή μια τέτοια στάση τον απομάκρυνε από την αδιαλλαξία των άλλων δυο μελών. Έχοντας ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τους πρέσβεις Αγγλίας και Γαλλίας, ο σχεδιασμός του αφορούσε περισσότερο την προσωπική του πολιτική επιβίωση, παρά την διάσωση της τριανδρίας… Σημειώνει για την στάση του απέναντι στα άλλα δυο μέλη ο Πρόκες- Όστεν: «Κατέκρινε τήν διαγωγήν τοῦ κόμητος, κατέκρινε καί τόν διατρανωθέντα σκοπόν τοῦ ν’ ακολουθήση εἰς πάντα καί εἰς τά καθέκαστα τό παράδειγμα τοῦ ἀδελφοῦ του, χωρίς νά ἔχη τήν δύναμιν καί τόν νοῦν αὐτοῦ. […] Κατέκρινε τήν πρόθεσιν τοῦ Κολοκοτρώνη νά διενεργήση ἐν τῇ ἐθνικῇ συνελεύσει τήν ἐκλογήν τοῦ κόμητος Αὐγουστίνου ὡς κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος». Σε μια κίνηση να χτυπήσουν τους «συνταγματικούς», Κολοκοτρώνης και Αυγουστίνος, υποστηριζόμενοι από τον Ρώσο πρεσβευτή Ρουκμάν και τον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ προχώρησαν σε ναυτικό αποκλεισμό της Ύδρας, τον οποίον όμως παρέκαμπταν πονηρά οι αντιπολιτευόμενοι, αφού τους είχε δοθεί άδεια από τους πρεσβευτές Αγγλίας και Γαλλίας να χρησιμοποιούν στα πλοία τους τις σημαίες των χωρών τους… Ζυγιάζοντας, τέλος, την κατάσταση ο Κωλλέτης λίγο πριν την έναρξη της Εθνοσυνέλευσης έκανε την κίνησή του. Αιφνιδιάζοντας τους πάντες, συντάχθηκε με τους αντιπολιτευόμενους τους οποίους και έθεσε υπό την προστασία του.
Μέσα σε ένα τέτοιο τεταμένο κλίμα ορίστηκε να ξεκινήσουν οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης στο Άργος την 5η Δεκεμβρίου 1831. Από τους 236 πληρεξούσιους οι «καποδιστριακοί» ήλεγχαν τους 146. Οι υπόλοιποι αντιμετώπισαν πλήθος προσκομμάτων από την κυβέρνηση στην προσπάθειά τους να μεταβούν στο χώρο της συνέλευσης, ακόμη και αστυνομικά μέτρα με συλλήψεις και φυλακίσεις μη αρεστών πληρεξουσίων, κυρίως όσων έρχονταν από την Ύδρα. Παρά ταύτα οι 90 πληρεξούσιοι της αντιπολίτευσης, οι «ξυλοποίητοι», όπως τους απεκάλεσε ο Μαυροκορδάτος λόγω της βίας που υπέστησαν στην προσπάθειά τους να παραβρεθούν στην συνέλευση, κατάφεραν να συγκεντρωθούν στο Άργος. Οι περισσότεροι είχαν έρθει από την Στερεά Ελλάδα (50 πληρεξούσιοι) με πολυπληθή στρατιωτική ακολουθία, γεγονός που τίποτε θετικό δεν προμήνυε… Οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης, πάντως, ούτε συνταγματικοί ήταν, ούτε ιδεολόγοι, όπως σωστά αναφέρει ο Μέντελσον- Μπαρτόλντυ: «Οἱ ἀρχηγοί τῆς Ρούμελης ἐλάχιστα κατά βάθος ἐφρόντιζον περί συνταγματικῆς ἐλευθερίας, ἀλλ’ ἦσαν ἕτοιμοι νά συνταχθῶσιν εἰς οἱανδήποτε ἀντιπολίτευσιν, ἱκανή νά ἀσφαλίση αὐτοῖς τόν ἁδρόν μισθόν καί τήν ἀφθονία σιτηρεσίων […] ὁ Κωλέττης, ὅστις συνεδέετο ἤδη ἀπό μακροῦ χρόνου δια στενῆς οἰκειότητος πρός τούς μᾶλλον διακεκριμένους ἀρχηγούς αὐτῶν, ἐφαίνετο αὐτοῖς ὁ ἀρμοδιώτατος ἀνήρ πρός ὑποστήριξιν τῶν ἀπαιτήσεών των». Το κύριο αίτημά τους σχετιζόταν με την πληρωμή των μισθών των «παλικαριών» τους και ήταν αποφασισμένοι να το διεκδικήσουν «ἔστω καί διά βίας τινός φυσικῆς». Μόνον ο Κωλλέτης έτεινε ευήκοον ους στα αιτήματά τους. Ο Γ. Μπενέκος στην βιογραφία του Κωλλέτη αναφέρει με την σειρά του: «Ο Κωλλέτης πλεύριζε τους αγαναχτισμένους αυτούς ανθρώπους και τους βεβαίωνε πως αυτός είναι «θερμότατος υπερασπιστής τους». Έτσι, κάθε αντιπολιτευόμενο και δυσαρεστημένο τον έπαιρνε μαζί του, τον έκανε φίλο κι οχτρό της Κυβερνητικής Επιτροπής». Ο παμπόνηρος Ηπειρώτης γνώριζε ότι μόνη η συμπάθεια των πρέσβεων Αγγλίας και Γαλλίας δεν αρκούσε για να αρπάξει το «γκουβέρνο», χρειαζόταν και στράτευμα ισχυρό.
Τελικά οι «καποδιστριακοί» αφού συγκεντρώθηκαν ξέχωρα από την αντιπολίτευση, εξέλεξαν τον Αυγουστίνο Καποδίστρια «Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβερνήσεως», καταργώντας de facto την τριανδρία. Την ασφάλεια της «καποδιστριακής» συνέλευσης είχαν αναλάβει τα στρατιωτικά σώματα του Κολοκοτρώνη και του Τζαβέλα. Οι «συνταγματικοί» συγκάλεσαν με την σειρά τους την δική τους συνέλευση, γεγονός που εξερέθισε ακόμη περισσότερο τους «καποδιστριακούς». Έτσι μετά από συνεννοήσεις μεταξύ Κολοκοτρώνη και του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, αποφασίστηκε να χτυπήσουν τα ρουμελιώτικά στρατεύματα, που αριθμούσαν λίγο περισσότερους από 1200 άνδρες, στο Άργος. Παράλληλα, κρίθηκε σκόπιμο να μεταφερθεί η συνέλευση από το Άργος στο Ναύπλιο για περισσότερη ασφάλεια. Πράγματι, την 9η Δεκέμβρη ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες στο Άργος. Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα, αν και λιγότερα, κατάφεραν να κρατήσουν τις θέσεις τους για τρεις μέρες. Και η διαμάχη σίγουρα θα συνεχιζόταν, ενδεχομένως με επικράτηση των «καποδιστριακών», αφού υπερείχαν σε οργάνωση και εξοπλισμό έναντι των άτακτων του Γρίβα και άλλων Ρουμελιωτών οπλαρχηγών, αν δεν παρενέβαινε ο πρεσβευτής της Αγγλίας Στρ. Κάννιγκ, που πέρναγε από το Ναύπλιο καθ’ οδόν για την Πόλη. Αφού μεσολάβησε μεταξύ των αντιμαχομένων κατάφερε ώστε να παύσουν οι εχθροπραξίες και να επιτραπεί στα αντιπολιτευόμενα στρατεύματα να εκκενώσουν το Άργος και να κατευθυνθούν πέρα από τον Ισθμό. Έτσι και έγινε. Οι «συνταγματικοί» με πρώτο τον Κωλλέτη αποχώρησαν, πέρασαν τον Ισθμό και στρατοπέδευσαν στο χωριό Περαχώρα, δίπλα από τα Μέγαρα. Εκεί συγκεντρώθηκαν και οι αντικαποδιστριακοί πληρεξούσιοι και εξέλεξαν δική τους κυβερνητική επιτροπή με ηγέτες τους Κωλλέτη, Αλ. Ζαΐμη και Γ. Κουντουριώτη. Πλέον το μικρό και ταλαιπωρημένο ελληνικό κράτος είχε την… πολυτέλεια δυο κυβερνήσεων αντίπαλων μεταξύ τους. Ουσιαστικά ο πυρήνας της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δυο παρατάξεις σχετιζόταν με τον τύπο της διακυβέρνησης του κράτους. Οι μεν «καποδιστριακοί» επιθυμούσαν «Κυβερνήτη» περιβεβλημένο με όλες τις εξουσίες μέχρι και την έλευση του βασιλιά, ενώ οι «συνταγματικοί» προτιμούσαν «Κυβέρνηση» που θα οριζόταν μέσα από νέες εκλογές.
Η κυβέρνηση της Περαχώρας αμέσως έπαυσε την καποδιστριακή διοίκηση και κατέλυσε τις κυβερνητικές αρχές. Τα αντικαποδιστριακά στρατεύματα συγκεντρώνονταν συνεχώς στην έδρα της νέας κυβέρνησης αλλά παράλληλα ζητούσαν και τους μισθούς τους. Ο Κωλλέτης, βέβαια, δεν είχε ούτε γρόσι, αλλά με μαεστρία κατάφερνε να ξεγελάει τις διαθέσεις των ισχυρών καπεταναίων. Ο Αλ. Ραγκαβής, εθελοντής στον στρατό των «συνταγματικών», ήταν αυτόπτης μάρτυρας στη συνάντηση του Κωλλέτη με τους οπλαρχηγούς, οι οποίοι αφού εξέθεσαν τα αιτήματά τους άκουσαν περίλυπο τον Κωλλέτη να τους δηλώνει αδυναμία πληρωμής καλώντας τους να πράξουν ό, τι καλύτερο νομίζουν για τους ίδιους και πως ο αυτός θα έμενε σταθερός στον αγώνα του μέχρι τέλους. Η αντιστροφή των οργισμένων συναισθηματικά οπλαρχηγών υπήρξε εντυπωσιακή. Περιγράφει ο Αλ. Ραγκαβής: «Οἱ ἐξηγριωμένοι ἐκεῖνοι στρατιῶται, οἱ πρό μιᾶς στιγμῆς ἀπειλοῦντες, αἴφνης ἐπί τοσοῦτον ἐκάμφθησαν, ὥστε προσελθόντες ἐφίλουν τήν φουστανέλλαν του καί ὑποδακρύοντες ἔλεγον ὅτι πᾶσαν θυσίαν, καί τόν θάνατον προθύμως δέχονται μᾶλλον παρά νά ἐγκαταλείψωσι τόν ἀρχηγό καί πατέρα των». Έχοντας θητεύσει δίπλα στον Αλή Πασά, ο τετραπέρατος Ηπειρώτης είχε γίνει αυθεντία στο πώς να χειρίζεται την ψυχολογία των καπεταναίων…
Στο Ναύπλιο η στάση του Αυγουστίνου γινόταν κάθε μέρα και σκληρότερη απέναντι στους αντιπολιτευόμενους, ενώ Μωραΐτικα στρατεύματα συγκεντρώνονταν συνεχώς με σκοπό να χτυπήσουν τους «συνταγματικούς» στα Μέγαρα. Παράλληλα, στις 10 Ιανουαρίου 1832 με προκήρυξή του ο Αυγουστίνος χαρακτήριζε τον Κωλλέτη, τον Τάτση Μαγγίνα, τον Ζ. Γρηγοράκη και τον Πανούτσο Νοταρά προδότες και ενόχους επί εσχάτη προδοσία καλώντας τους να παραδοθούν εντός 12 ημερών διαφορετικά θα κηλιδώνονταν ως ληστές και άτιμοι. Βλέποντας τα πολιτικά πράγματα να ρέπουν προς ανοιχτή εμφύλια σύρραξη ο Στρ. Κάννιγκ έκανε μια τελευταία προσπάθεια να συμβιβάσει τα πράγματα καλώντας τους αντιπάλους σε συνάντηση στο Λουτράκι που όμως κατέληξε σε αποτυχία. Την 1η Φεβρουαρίου 1832 οι Προστάτιδες Δυνάμεις κατέληξαν στον Όθωνα ως τον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας. Και ενώ θα περίμενε κανείς η είδηση αυτή να καταλαγιάσει κάπως τα πνεύματα, το αντίθετο συνέβη… Και οι δυο παρατάξεις επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα κατείχε την εξουσία άμα τη αφίξει του βασιλιά. Οι «συνταγματικοί» ετοιμαζόντουσαν πλέον για εισβολή στην Πελοπόννησο με σκοπό να απομακρύνουν τον αδιάλλακτο Αυγουστίνο από την εξουσία. Είχαν για τούτο συγκεντρώσει περί τους 6.000 ατάκτους, κυρίως Ρουμελιώτες. Από την μεριά τους οι «καποδιστριακοί» στρατολογούσαν και αυτοί Μωραΐτες, περίπου 2.000, έχοντας και δυο τάγματα του τακτικού στρατού. Σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος οι πρέσβεις στο Ναύπλιο αναγνώρισαν την κυβέρνηση Αυγουστίνου, παροτρύνοντάς τον ταυτόχρονα να έρθει σε κάποια συνεννόηση με τους αντιπολιτευόμενους, αλλά αυτός κάθε μέρα γινόταν περισσότερο αδιάλλακτος. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γ. Κρέμος: «οἱ ἀντιπρέσβεις […] συνεβούλευσαν τῷ Αὐγουστίνῳ ἐπιείκειαν, ἄλλ’ ἐκεῖνος γινόμενος ὁσημέραι θρασύτερος ἐξήρει πάντοτε τούς συνενόχους τοῦ φόνου τοῦ Καποδιστρίου καί ἠπείλει τούς ἀντικυβερνητικούς».
Την ίδια περίοδο και έτερος διαμεσολαβητής προσπάθησε να προλάβει τον διχασμό. Ο Θήρσιος κατέφτασε στην Περαχώρα στις 16 Μαρτίου με σκοπό να διαμεσολαβήσει μεταξύ των αντιπάλων. Φιλελεύθερος και ο ίδιος είδε εξ αρχής με συμπάθεια τον αγώνα των «συνταγματικών» θεωρώντας ότι οι απόψεις τους ήταν συμβατές με το βαυαρικό κυβερνητικό μοντέλο. Αφού συναντήθηκε με τον Κωλλέτη τόσο πείσθηκε για το δίκαιο του αγώνα του, ώστε δάνεισε και στην κυβέρνηση της Περαχώρας ένα σημαντικό ποσό για να καλύψει την μισθοδοσία των στρατιωτών. Η πειθώ του Κωλλέτη είχε θριαμβεύσει ακόμη και στους υψηλούς επισκέπτες του εξωτερικού… Ο Αλ. Ραγκαβής αναφέρει για την επίσκεψη του Θήρσιου: «Κάθ’ ὁδόν δέ μοί ἔλεγε ὅτι ἀξιοθρήνητον καί ἀπαίσιον θέαμα ἦν το τῆς Ἑλλάδος σπαραττομένης καί ἀλληλομαχούσης, καί οἱ Ἕλληνες ὅτι κινδυνεύουσι ν’ ἀπολέσωσι τήν ὑπόληψιν τῆς Εὐρώπης ὡς ἱκανοί νά ζήσωσιν ἐν τή ἐλευθερία ἤν ἡρωικῶς κατέκτησαν . “Προσέξτε, μοί εἶπε, μή ἡ Εὐρώπη εἰπῆ πάλιν περί ὑμῶν ό, τι εἰς ἀρχαῖος αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης εἶχεν εἰπεῖ: «Τούς Ἕλληνας ἀπομεμαθηκέναι τήν ἐλευθερίαν». Όπως ήταν αναμενόμενο και αυτή η αποστολή συμφιλίωσης απέβη άκαρπη. Αλλά και οι «συνταγματικοί» αποδείχτηκαν εξ ίσου αδιάλλακτοι στις προτάσεις των πρέσβεων. Αναφέρει ο Μακρυγιάννης, που βρισκόταν στο «συνταγματικό» στρατόπεδο: «Σέ ὀλίγες ἡμέρες ἦρθαν ἀποσταλμένοι ἀπό τούς Ἀντιπρέσβεις, ἀπό ἕνας του κάθε ἑνοῦ, καί μᾶς εἶπαν ὅτι τόν Αὐγουστῖνο τόν ἀναγνωρίσανε Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος καί νά πᾶμε νά τόν ἀναγνωρίσουμε κ’ ἐμεῖς, εἰδέ θά μᾶς χτυπήσουνε. Τούς εἴπαμεν «Βαρεῖτε ὅσο θέλετε![…] κοπιάστε καί βαρεῖτε κι ἄν δέν κοπιάσετε ἐσεῖς μέ τόν νέον Κυβερνήτη ὅπου ἀναγνωρίσετε, τότε θαρθοῦμεν ἐμεῖς νά πεθάνωμεν ἐκεῖ. Ὁ βρεμένος τήν βροχή δέν τήν φοβᾶται.[…] Δέν ἔχομεν ἄλλη ὁμιλία». Γίνεται φανερό ότι η αδιαλλαξία πλέον χαρακτήριζε και τις δυο παρατάξεις στην πάλη τους για την εξουσία.
Η πρώτη κίνηση έγινε από τους «συνταγματικούς» οι οποίοι ξεκίνησαν την πορεία τους προς το Ναύπλιο στις 25 Μάρτη 1832. Ο Κωλλέτης είχε μαζί του τους Μποτσαραίους, τον Τσόγκα, τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη, τον Γριζιώτη, τους Γριβαίους και πλήθος άλλων οπλαρχηγών της Ρούμελης. Στους πρέσβεις των τριών Δυνάμεων δήλωνε κυνικά: «Τό μόνον, ὅπερ ἀπαιτοῦμεν παρά τῶν κυρίων ἀντιπρέσβεων καί ναυάρχων, εἶνε νά μᾶς ἀφήωσι νά διαλύσωμεν τά κάθ’ ἡμᾶς κατά τόν ἑλληνικόν τρόπον καί νά μή παρεμβάλωσι ἡμῖν προσκόμματα, ἄττινα ἤθελον ἔτι μᾶλλον δεινώση τήν καί ἄλλως δεινήν τῆς Ἑλλάδος θέσιν». Ο «ελληνικός τρόπος» επίλυσης των διαφορών ήταν βέβαια δια της «μάχαιρας»… Οι «συνταγματικοί» εξαπέλυσαν επιθέσεις στα φυλάκια των «καποδιστριακών» στην Άμφισσα, κατέλαβαν την Ναύπακτο, λεηλάτησαν την Αράχοβα και χτύπησαν τα κυβερνητικά στρατεύματα στην Αθήνα, λίγο έξω από τον Κηφισό. Στον Ισθμό διέλυσαν τα στρατεύματα του Καλλέργη και του Νικηταρά χωρίς πολλές απώλειες και βάδισαν προς το Άργος. Ο Αλ. Ραγκαβής συνοδοιπόρος των «συνταγματικών» γράφει: «Εἶχε δέ περίεργον χαρακτῆρα ἡ πορεία ἡμῶν‧ διότι ὁ στρατός μή ἔχον νά φοβεῖται πλέον ἐχθρόν, ἐχώρει ἐν ἀταξίᾳ, ἄδων καί εὐθυμῶν, ὡς ἄν ἐτελεῖτο πανήγυρις‧[…] πολλοί δέ καί αὐτῶν τῶν αἰχμαλώτων, οἱ πλεῖστοι μάλιστα, συνεβάδιζον μεθ’ ἡμῶν προθύμως καταταχθέντες εἰς τάς τάξεις τῶν νικητῶν των, μεθ’ ὧν τούς συνέδεον πολλάκις φιλίας ἤ συγγενείας δεσμοί, οὐ σπανίως δέ καί μυστικαί πολιτικαί πεποιθήσεις». Πράγματι, ήταν θλιβερό θέαμα, πρώην σύντροφοι στα όπλα, που αντιμετώπισαν τα στρατεύματα των Οθωμανών λίγα χρόνια πριν να βρίσκονται αντίπαλοι. Ο Μακρυγιάννης θλιμμένος περιγράφει γλαφυρά την κατάσταση αυτή: «Εμεῖς ἐνθουσιασμένοι σάν τόν Λεωνίδα μέ τούς Πέρσας, θέλαμεν τήν λευτεριά μᾶς ἀπό τούς ἀδελφούς μας, τούς συναγωνιστάς μας. Ἀπό ποιούς; Ἀπό τόν Νικήτα τόν Τουρκοφάγο- κ’ ἔγινε λευτεροφάγος, ἀπό τόν Κολοκοτρώνη, τόν Καλλέργη […]ὅτι γνωριζόμουν μέ τούς περισσότερους καί λυπέταν ἡ ψυχή μου».
Ο στρατός των «συνταγματικών» την 26η Μαρτίου έμπαινε θριαμβευτικά στο Άργος με τους κατοίκους να τους υποδέχονται πανηγυρικά. Περιγράφει ο Αλ. Ραγκαβής την σκηνή: «Περί δέ την 3 μ.μ. ἐφθάσαμεν εἰς Ἄργος, καί ἐκεῖ ἐτύχομεν πανηγυρικωτάτης ὑποδοχῆς. […] ὁ λαός ἡγουμένων τῶν ἱερέων, ἐξῆλθε θαλλοφόρος καί μᾶς ὑπεδέχθη ἐν ἀδελφικῇ περιπτύξει. Οὕτως ἀμαχητί καταλαβόντες τό Ἄργος, εἴμεθα εἰς τά πρόθυρα τοῦ Ναυπλίου, καί προφανές ἐγίνετο ὅτι ἡ κοινή γνώμη δέν ἀπέκρουε τούς συνταγματικούς, καί ὅτι ἡ κυβένρησις τοῦ Αὐγουστίνου ἴστατο πλέον ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς». Πράγματι, η ταχύτατη προέλαση των «συνταγματικών» κλόνισε και τα τελευταία ψήγματα εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του Αυγουστίνου και πολλοί των υποστηρικτών του αυτομολούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη στο στρατόπεδο που είχε στήσει ο Κωλλέτης στην Πρόνοια, ένα μικρό χωριουδάκι λίγο έξω από το Ναύπλιο. Εκεί έσπευσαν να συναντήσουν τους «συνταγματικός» ο Θήρσιος και ο Μάσον (Edward Masson), Σκωτσέζος φιλέλληνας και συνεργάτης του Ι. Καποδίστρια. Η ειρηνευτική προσπάθεια των δυο φιλελλήνων έστω και την «δωδεκάτη ώρα» κατάφερε να αποσοβήσει τα χειρότερα. Όπως σημειώνει και ο Αλ. Ραγκαβής: «Οἱ λόγοι δέ αὐτῶν ἔφεραν αἴσιον ἀποτέλεσμα. Βοηθούσης δέ καί λεπτῆς βροχῆς ἥτις πάλιν ἤρχισεν, οἱ στρατιῶται κατ’ ὀλίγον συνανεμίγησαν, καί μετ’ οὐ πολύ ἡ Πρόνοια ἦν πλήρης Κυβερνητικῶν καί Συνταγματικῶν, συμβαδιζόντων καί συμπινόντων ἐν πλήρη εἰρήνη». Στις 29 Μαρτίου ο Κωλλέτης έμπαινε θριαμβευτικά στο Ναύπλιο επευφημούμενος από τον λαό. Βλέποντας τον θρίαμβο του Κωλλέτη ο Αυγουστίνος δεν άντεξε. Φόρτωσε τους υποστηρικτές του και την σορό του αδελφού του στην ρωσική φρεγάτα του Ρίκορντ και έπλευσε για την Κέρκυρα. Το τέλος των «καποδιστριακών» υπήρξε γρήγορο και θλιβερό. Σχολιάζει ο Γ. Κρέμος σχετικά: «Τοιοῦτο τό τέλος τῆς ἐν Ἑλλάδι ἡγεμονίας τῶν καποδιστριακῶν, οἵτινες ἦλθον ὡς σωτῆρες ὑπό λαμπρόν ἥλιον εὐφημούμενοι ὑπό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καί ἀπῆλθον ὡς φίλαρχοι, τυραννικοί καί δόλιοι δυσφημούμενοι καί ὡς φυγάδες καλυπτόμενοι ὑπό τό σκότος τῆς νυκτός».
Ο Μανόλης Πλούσος είναι ιστορικός.
Διαβάστε:
- Αντ. Πρόκες- Όστεν, «Ιστορία της επανάστασης των Ελλήνων» εκδ. Αθηνά.
- Αλ. Ραγκαβής, «Απομνημονεύματα», τομ.1, εκδ. Γ. Κασδόνη.
- Καρ. Μέντελσον- Μπαρτόλντυ, «Ιστορία της Ελληνικής επανάστασης», τομ. 2, εκδ. Α. Φέξη.
- Γ. Κρέμος, «Νεωτάτη γενική ιστορία», εκδ. Κ. Βλαστού.
- Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα», εκδ. Χ. Κοσμαδάκη.
- Γ. Μπενέκου, «Κωλέτης».
- Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», τομ. 19, εκδ. 20ος Αιώνας.
- Douglas Dakin, «Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία», εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.