Ολόκληρο το βιβλίο του Jerome Klapka Jerome σε συνέχειες μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:
Η Νέα Ουτοπία (Ι), Η Νέα Ουτοπία (ΙΙ), Η Νέα Ουτοπία (ΙΙΙ)
O Jerome Klapka Jerome γεννήθηκε το 1859 στο Γουόλσολ του Στάφορντσάιρ, στην κεντρική Αγγλία. Ήταν το µικρότερο παιδί µιας µεσοαστικής οικογένειας η οποία πτώχευσε και µετακόµισε στην εργατική περιοχή Πόπλαρ του Λονδίνου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο έφηβος Tζερόµ άφησε το σχολείο και εργάστηκε ως υπάλληλος σιδηροδρόµων, ηθοποιός, δάσκαλος και δηµοσιογράφος. Υπήρξε παραγωγικότατος συγγραφέας και, παράλληλα, ακούραστος εξερευνητής νέων ιδεών και εµπειριών. Ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, στη Ρωσία και στην Αµερική. Εκτός από το διάσηµο χιουµοριστικό έργο του Τρεις σε µια βάρκα (χωρίς να υπολογίσουµε τον σκύλο) (1889), έγραψε πολλά µυθιστορήµατα, νουβέλες, συλλογές ευθυµογραφηµάτων όπως Οι νωχελικές σκέψεις ενός αργόσχολου (1886) και Η νέα ουτοπία (1891), που έχει µεταφράσει στα ελληνικά ο Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης, καθώς και αρκετά θεατρικά, που γνώρισαν µεγάλη επιτυχία. Πέθανε από εγκεφαλική αιµορραγία το 1927, στο Νορθάµπτον.
Το κείμενο που ακολουθεί -σε μετάφραση Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη- είναι από το βιβλίο του Η νέα ουτοπία (1891)· το δημοσιεύουμε ολόκληρο, σε τρεις συνέχειες.
Η Νέα Ουτοπία (Ι)
Μετά το δείπνον, κ’ επάνω στα πούρα (οφείλω να είπω ότι ειξεύρουν πως να φουμάρουν καλά πούρα εις την Εθνικήν Σοσιαλιστικήν Λέσχην), έσχομεν διδακτικωτάτην συζήτησιν περί της μελλούσης ισότητος των ανθρώπων και της δημεύσεως των κεφαλαίων. Δεν ήμην ικανός να λάβω πολύ μέρος εις την συζήτησιν εγώ ο ίδιος, διότι, μείνας όταν ήμην παιδίον εις θέσιν ήτις καθίστα αναγκαίον δι’ εμέ να κερδίζω ο ίδιος τα προς το ζην, ουδέποτε είχα λάβη καιρόν και αφορμήν να συζητήσω τα ζητήματα ταύτα. Αλλ’ ηκροώμην μετά πολλής προσοχής όταν οι φίλοι μου εξήγουν πώς, επί τόσους και τόσους αιώνας πριν γεννηθώσιν αυτοί, ο κόσμος επήγαινε στραβά και πως εντός ολιγίστων ετών εννοούσαν να τον κάμουν να πηγαίνη ίσια. Η ισότης όλης της ανθρωπότητος ήτο το σύνθημά των· πλήρης ισότης εις όλα τα πράγματα· ισότης εις την ιδιοκτησίαν και ισότης εις την θέσιν και επιρροήν, ισότης εις τας υποχρεώσεις, και ισότης εις την ευτυχίαν και την αυτάρκειαν. Ο κόσμος ανήκει εις όλους ομαδόν, και πρέπει να μοιρασθή εξ ίσου. Η εργασία εκάστου ανθρώπου είναι κτήμα, όχι του ιδίου, αλλά της πολιτείας ήτις τον τρέφει και τον ενδύει, και πρέπει να εφαρμοσθή όχι προς ιδίαν του ανάπτυξιν, αλλά προς πλουτισμόν της φυλής. Ο ατομικός πλούτος, αυτή η κοινωνική άλυσις με την οποίαν οι ολίγοι έδεσαν τους πολλούς, αυτό το πιστόλιον του ληστού, διά του όποιου μικρά συμμορία κλεπτών ελήστευσαν όλην την κοινωνίαν από τους καρπούς των κόπων της, οφείλει ν’ αφαιρεθή από τας χείρας όπου τον κατακρατούν τόσον καιρόν τώρα. Αι κοινωνικαί διακρίσεις, αυτοί οι φραγμοί διά των όποιων η υψουμένη πλήμμυρα της ανθρωπότητος περιωρίσθη και εχαλινώθη έως τώρα, πρέπει να εκλίπωσι δια πάντοτε. Το ανθρώπινον γένος οφείλει να εργασθή δια να εκπληρώση τον προορισμόν του (οιοσδήποτε και αν είναι ούτος), όχι καθώς τώρα ως διεσπαρμένον στίφος, έκαστος βαδίζων δι’ εαυτόν, οι πλούσιοι επί του ομαλού λιθοστρώτου, οι απόκληροι επί των σκληρών χαλίκων, αλλ’ ως συντεταγμένος στρατός, βαδίζοντες παραπλεύρως αλλήλων επί του ομαλού πεδίου της δικαιοσύνης και της ισότητος. Ο μέγας κόλπος της μητρός ημών γης πρέπει να τρέφη όλα τα τέκνα της, ίσα και ίσα· κανείς δεν πρέπει να πεινά, κανείς δεν πρέπει να παραχορταίνη. Ο δυνατός δεν πρέπει ν’ αρπάζη περισσότερα από τον ασθενή· ο επιτήδειος δεν πρέπει να σχεδιάζη όπως κερδίση περισσότερα από τον απλοϊκόν. Του ανθρώπου ήτο η γη και το πλήρωμα αυτής· και εις όλην την ανθρωπότητα πρέπει να διαμοιρασθή εις άρτιας μερίδας. Όλοι οι άνθρωποι ήσαν ίσοι κατά τους νόμους της φύσεως, και οφείλουσι να είναι ίσοι κατά τους νόμους του ανθρώπου. Με την ανισότητα έρχεται η ένδεια, η κακουργία, η αμαρτία, η ιδιοτέλεια, η ιταμότης και η υποκρισία. Εις ένα κόσμον όπου όλοι θα ήσαν ίσοι, δεν θα υπήρχε πειρασμός κακού, και η φυσική μας ευγένεια θ’ ανεδεικνύετο. Όταν όλοι οι άνθρωποι θα ήσαν ίσοι, ο κόσμος θα ήτο ουρανός, απηλλαγμένος μόνον της οχληράς δεσποτείας του Θεού. Υψώσαμεν τα ποτήρια μας και επίαμεν υπέρ της ισότητος, της ιεράς ίσότητος· και είτα διετάξαμεν τον παίδα να μας φέρη πράσινον Σαρτρέζ και περισσότερα τσιγάρα. Επέστρεψα οίκαδε πολύ σύννους. Δεν ημπόρεσα να κοιμηθώ επί πολύ· εκοιτόμην έξυπνος, αναλογιζόμενος την οπτασίαν εκείνην περί του νεωτέρου κόσμου, όστις είχε παρουσιασθή εις εμέ. Πόσον χαριτωμένος κόσμος θα ήτο, εάν μόνον το σχέδιον των φίλων μου σοσιαλιστών ηδύνατο να εκτελεσθή. Δεν θα υπήρχε πλέον τίποτε εκ της αλληλομαχίας και αλληλοφαγίας ταύτης, δεν θα υπήρχεν αντιζηλία, ούτε δυσφορία, ούτε φόβος πτωχείας. Η πολιτεία θα ελάμβανε φροντίδα δι’ ημάς από της ώρας καθ’ ην εγεννώμεθα μέχρι του θανάτου μας, και θα επρόβλεπε δι’ όλας τας ανάγκας μας από της κοιτίδος μέχρι του φερέτρου, αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων, και ημείς ούτε ανάγκην θα είχομεν να φροντίσωμεν δια το πράγμα. Δεν θα υπήρχε πλέον βαρεία εργασία (τρίωρος εργασία καθ’ εκάστην θα ήτο κατά τους υπολογισμούς μας ο όρος, τον όποιον θ’ απήτει η Πολιτεία από κάθε νέον πολίτην, και εις κανένα δεν θα επετρέπετο να εργασθή περισσότερον —δεν θα έπετρέπετο ουδ’ εις εμέ), ούτε πτωχός δια να ελεήση τις, ούτε πλούσιος δια να φθονήση— κανείς όστις να μας βλέπη χαμηλότερά του, κανείς τον όποιον να βλέπωμεν χαμηλότερά μας (όχι τόσον ευάρεστος η τελευταία αύτη σκέψις) —όλη η ζωή μας θα ήτο κανονική και τακτοποιημένη δι’ ημάς— δεν θα είχομεν τίποτε να σκεφθώμεν ειμή τον ένδοξον προορισμόν (οποιοσδήποτε και αν ήτο) της ανθρωπότητος. Είτα οι λογισμοί μου αίφνης απέπτησαν εις το χάος, και απεκοιμήθην.
Όταν εξύπνησα, εύρον τον εαυτόν μου κείμενον υπό υαλίνην θήκην, εν υψηλώ, ατερπεί θαλάμω. Επιγραφή τις υπήρχεν υπεράνω της κεφαλής μου. Ανεσηκώθην και την ανέγνωσα. Είχεν ως εξής: ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΕΠΟΧΗ — ΙΘ’ ΕΚΑΣΟΝΤΑΕΤΗΡΙΣ«Ο άνθρωπος ούτος ευρέθη κοιμισμένος εν τινι οικία του Λονδίνου μετά την μεγάλην κοινωνικήν επανάστασιν του 1899. Εκ των πληροφοριών τας οποίας έδωκεν η σπιτονοικοκυρά της οικίας φαίνεται ότι θα είχε κοιμηθή ήδη όταν ανεκαλύφθη, υπέρ τα δέκα έτη, καθόσον αύτη εξέχασε να τον φωνάξη. Απεφασίσθη, δι’ επιστημονικούς σκοπούς, να μην τον εξυπνήσωσιν, αλλά να ίδωσιν ακριβώς ως πόσα έτη θα εκοιμάτο, και επομένως εκομίσθη και απετέθη εις το Μουσείον των Περιέργων, τη 11 Φεβρουάριου 1900. » Π α ρ α κ α λ ο ύ ν τ α ι ο ι ε π ι σ κ έ π τ α ι να μ η ρ ί π τ ω σ ι ν ε ρ ό ν δ ι α τ ω ν ο π ώ ν» Γηραιός κύριος με νοήμονα φυσιογνωμίαν, όστις ησχολείτο τακτοποιών στοιβαγμένας τινάς σαύρας εις τινα παρακειμένην θήκην, ήλθε και ανεσήκωσε το κάλυμμα της υαλίνης θήκης μου.
—Τι τρέχει; ηρώτησε· μήπως σας ηνώχλησε τίποτε; —Όχι, είπα· ξυπνώ πάντοτε όταν αισθανθώ ότι εκοιμήθην αρκετά. Τι εκατονταετηρίς είναι τώρα; —Είναι, είπεν, η εικοστή ενάτη εκατονταετηρίς. Εκοιμήθητε σωστά χίλια έτη. —Α! καλά, τόσον καλλίτερα αισθάνομαι τον εαυτόν μου, απήντησα, κατερχόμενος άμα της τραπέζης. Δεν είναι τίποτε ωσάν τον ύπνον που εχόρτασε κανείς. — Καταλαμβάνω ότι θα κάμης το συνηθισμένον πράγμα, είπεν ο γηραιός κύριος ενώ εγώ εφορούσα τα ενδύματά μου, τα όποια ευρίσκοντο παραπλεύρως εμού εντός της θήκης. Θα ζητήσης να περιπατήσω μαζύ σου εις όλην την πόλιν, και να σου εξηγήσω όλας τας μεταβολάς, ενώ θα έρωτας και θα κάμνης ανοήτους παρατηρήσεις. —Μάλιστα, απήντησα, υποθέτω ότι αυτό πρέπει να κάμω. —Κ’ εγώ, ούτω νομίζω, εμορμύρισεν. Έλα και ας πηγαίνωμεν. Και με ωδήγησεν εκτός του θαλάμου. ενώ κατηρχόμεθα την κλίμακα, είπα: —Και είναι τώρα όλα καλά και τέλεια; —Τι πράγμα; —Ο κόσμος, απήντησα. Μερικοί φίλοι μου εσχεδίαζαν, πριν υπάγω να πλαγιάσω, να τον χαλάσουν και πάλιν να τον φτιάσουν καθώς έπρεπε. Κατώρθωσαν να τον φτιάσουν εν τω μεταξύ; Είναι όλοι ίσοι τώρα, και η αμαρτία και ο πόνος και όλα αυτά εξέλιπον πλέον; —Ω, βέβαια, απήντησεν ο οδηγός μου· θα τα εύρετε όλα καλά και δίκαια τώρα.
Ειργάσθημεν πολύ δραστηρίως ενώ εκοιμάσθε. Κατεστήσαμεν αυτήν την γην τελείαν τώρα, δύναμαι να είπω. Εις κανένα δεν επιτρέπεται να πράττη κακίαν τινά η ανοησίαν και όσον αφορά την ισότητα, ούτε οι βάτραχοι δεν έχουν μεταξύ των τόσην όσην ημείς. (Ωμίλει κάπως χυδαϊκώ τω τρόπω, μοι εφάνη· αλλά δεν επεθύμουν να τον επιπλήξω). Επεριδιαβάσαμεν εντός της πόλεως. Ήτο πολύ καθάριος και ησυχωτάτη. Αι οδοί, δι’ αριθμών σημειούμεναι, διέθεον παραλλήλως τεμνόμεναι εις ευθείας γωνίας και όλα επαρουσίαζον ακριβώς την αυτήν όψιν. Δεν υπήρχον ίπποι ούτε άμαξαι. Όλη η κυκλοφορία εγίνετο δι’ ηλεκτρικών αμαξίων. Όλοι οι άνθρωποι όσους συνηντώμεν είχον ήρεμον, σοβαράν έκφρασιν, και ήσαν τόσον όμοιοι εις με τον άλλον, ώστε να εμπνεύσωσι την ιδέαν ότι ήσαν μέλη της αυτής οικογένειας. Έκαστος εφόρει, ως και ο οδηγός μου, στακτεράν περισκελίδα και στακτερόν χιτώνα, κομβωμένον σφικτά περί τον λαιμόν και συστελλόμενον δια τελαμώνος περί την μέσην. Έκαστος ήτο ξυραφισμένος γένειον και μύστακα και έκαστος είχε μέλαιναν κόμην. Είπα: —Είναι όλοι αυτοί οι άλλοι άνθρωποι δίδυμοι; —Δίδυμοι! όχι δα, καλέ μου! απήντησεν ο οδηγός. Τι σας έκαμε να το νομίσητε αυτό; Το ότι όλοι είναι τόσον όμοιοι, και έχουν μαύρα μαλλιά όλοι. —Ω! αυτό, είναι ο κανονισμός του χρώματος δια τα μαλλιά, εξήγησεν ο σύντροφός μου· έχομεν όλοι μαύρα μαλλιά. Εάν αι τρίχες ενός άνθρώπου δεν είναι μαύραι φυσικά, οφείλει να τας βάψη μαύρας. —Διατί; ηρώτησα. —Διατί! απήντησεν οργίλος κάπως ο γηραιός κύριος. Διότι, νομίζω ότι εκαταλάβατε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι τώρα ίσοι. Τι θα εγίνετο η ισότης μας, εάν εις ανήρ ή μία γυνή είχε το δικαίωμα να βγαίνη ’ς το σπάτσιο με χρυσόξανθα μαλλιά, ενώ άλλος θα εφιγουράριζε με το χρώμα του γογγυλιού; Οι άνθρωποι κατώρθωσαν όχι μόνον να είναι εις τας ευτυχείς ταύτας ημέρας ίσοι, αλλά και να φαίνωνται ίσοι, όσον το δυνατόν. Υποχρεούντες όλους τους άνδρας να είναι ολοξούριστοι, και όλους τους άνδρας και τας γυναίκας να έχωσι μαύρα μαλλιά κομμένα εις το αυτό μήκος, επανορθούμεν, εν τινι μέτρω, τα λάθη της φύσεως. Είπα: —Διατί μαύρα; Απήντησεν ότι δεν είξευρεν, άλλ’ ότι αυτό ήτο το χρώμα το όποιον είχεν αποφασισθή. —Από ποιον; ηρώτησα. —Από την Π λ ε ι ο ν ο ψ η φ ί α ν, απήντησεν αίρων τον πίλον του και χαμηλώνων τους οφθαλμούς του ως εν προσευχή.
Ολόκληρο το βιβλίο του Jerome Klapka Jerome σε συνέχειες μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:
Η Νέα Ουτοπία (Ι), Η Νέα Ουτοπία (ΙΙ), Η Νέα Ουτοπία (ΙΙΙ)