Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ
Α’. — Εισαγωγή.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Είς των μεγάλων αυτοκρατόρων, εις τους οποίους το χριστιανικόν Ελληνικόν κράτος του Βυζαντίου και αυτό το χριστιανικόν έθνος των Ελλήνων οφείλει την επί αιώνας δύναμιν, το μεγαλείον, την δόξαν, εν μέρει δε και αυτήν την εθνικήν ύπαρξιν, είνε ο Ηράκλειος. Ο Ηράκλειος έζησε και εβασίλευσεν εις χρόνους, κατά τους οποίους το έθνος ευρίσκετο εν μέσω μεγάλων περί ζωής και υπάρξεως κινδύνων. Εσώθη από των κινδύνων τούτων μόνον διά των μεγάλων και σπανίων αρετών, τας οποίας είχε και ως βασιλεύς και ως άνθρωπος. Μεγαλοφυία στρατιωτική και πολιτική, ευσέβεια χριστιανική, φιλοπατρία, βαθεία συνείδησης των βασιλικών καθηκόντων και πιστή εκτέλεσις αυτών και τέλος η ανδρεία και η γενναιότης ήσαν αι κυριώταται των αρετών τούτων. Και εις αυτόν δε τον βασιλικόν θρόνον ανήλθεν ο Ηράκλειος και εστερεώθη όχι κατά δικαίωμα γεννήσεως και κληρονομίας· διότι ιδιώτης ων και πολίτης απλούς εν μέσω μεγάλων κινδύνων έγεινε βασιλεύς, υπ’ αυτού του λαού προχειρισθείς εις την υπερτάτην αρχήν, διά να σώση το κράτος, την πίστιν και το έθνος. Και τα έσωσε διά μεγάλων, γενναίων και ενδόξων αγώνων. Ο Ηράκλειος εβασίλευσε κατά τον έβδομον μ. Χ. αιώνα, από 610 μέχρι 641 μ. Χ. Κατά τους χρόνους εκείνους, και εν γένει καθ’ όλους τους χρόνους κατά τους οποίους υπήρχε το Ελληνικόν χριστιανικόν κράτος του Βυζαντίου, τοιούτον περίπου ήτο το πολίτευμα ή το πολιτειακόν σύνταγμά του, ώστε από της ηθικής ποιότητος και της ηθικής αξίας του εκάστοτε βασιλέως εξηρτάτο η ύπαρξις ή η καταστροφή, η ευτυχία ή η δυστυχία, η δόξα ή η αδοξία του κράτους και του έθνους. Και διά τούτο το βασιλικόν αξίωμα ήτο πολύ σπουδαιότερον εις το κράτος εκείνο παρά εις πολλά των σημερινών κρατών της Ευρώπης. Περισσοτέραν διά τούτο σημασίαν είχαν και τα αφορώντα εις τας προσωπικάς αρετάς και κακίας των βασιλέων.
Δεν θα δυνηθώμεν να εννοήσωμεν καλώς την ιστορίαν του Ηρακλείου ούτε πώς, απλούς πολίτης αυτός, ανήλθεν εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον, αν δεν είπωμεν πρώτον ολίγα τινά προς εξήγησιν του εξής: Ποία ήτο η θέσις και η σημασία του αυτοκρατορικού αξιώματος εις το κράτος εκείνο, το οποίον ονομάζεται συνήθως και από ημάς και από τους Ευρωπαίους Ελληνορωμαϊκόν, συνηθέστερον δε Βυζαντινόν.
Το Βυζαντινόν λεγόμενον κράτος είχε πολίτευμα κατ’ ουσίαν μοναρχικόν απόλυτον. Ο μονάρχης, ο καλούμενος βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, δεν ήτο μόνον υπέρτατος άρχων της πολιτείας, αλλ’ ήτο και απόλυτος κύριος του κράτους, μόνος νομοθέτης και υπέρτατος δικαστής. Αυτός είχε και την πραγματικήν υπερτάτην αρχηγίαν του στρατού και του στόλου και ανευθύνως και ανελέγκτως καθ’ όλα εκυβέρνα την πολιτείαν. Μόνον εις την Εκκλησίαν δεν εξετείνετο η απόλυτος αρχή του αυτοκράτορος· αλλά και εκεί είχε μεγάλην δύναμιν, διότι αυτός έδιδε την άδειαν προς σύγκλησιν μεγάλων συνόδων και πολλάκις ανεμιγνύετο και εις ζητήματα εκκλησιαστικά και συνήργει σπουδαίως εις την λύσιν των.
Αντιπροσωπεία εθνική, ήτοι βουλή, καθώς την εννοούμεν, δεν υπήρχεν. Όλοι οι ασκούντες την εξουσίαν ήσαν τότε υπεύθυνοι μόνον απέναντι του αυτοκράτορος, υπό τούτου διοριζόμενοι και παυόμενοι και υπό τούτου αμειβόμενοι ή τιμωρούμενοι και απ’ αυτού μόνου εξαρτώμενοι. Είνε αληθές ότι υπήρχε μέγα συμβούλιον, καλούμενον Σύγκλητος ή Βουλή ή Σύγκλητος βουλή, αλλά δεν αντεπροσώπευε τον λαόν ούτε υπό του λαού εξελέγετο. Ήτο συμβούλιον, του οποίου τα μέλη ήσαν ανώτεροι λειτουργοί του κράτους, πολιτικοί και στρατιωτικοί. Η τοιαύτη βουλή είχε βεβαίως αξίαν τινά ηθικήν, διότι τα μέλη της ήσαν άνδρες απολαύοντες μεγάλης τιμής εις την κοινωνίαν και γνωρίζοντες καλώς τα πράγματα του κράτους. Αλλά οι λόγοι, αι γνώμαι και αι αποφάσεις της βουλής είχαν κύρος απλώς ηθικόν, όχι νομικόν και υποχρεωτικόν. Οι βασιλείς ούτε ήσαν υποχρεωμένοι να υπακούουν εις τας γνώμας αυτής, ούτε ήσαν υπεύθυνοι προς αυτήν. Κατά τούτο η βουλή του Βυζαντινού Κράτους ωμοίαζε προς την Γερουσίαν της σημερινής Ρωσίας.
Η Εκκλησία, οσάκις μάλιστα είχεν αξίους αρχηγούς, ήτο ισχυρός χαλινός εις την αυθαιρεσίαν των αυτοκρατόρων. Όχι μόνον δε πατριάρχαι και άλλοι αρχιερείς γενναίοι, αλλ’ ενίοτε και απλοί μοναχοί ηδύναντο να επιτιμήσουν τας πράξεις των ηγεμόνων, ιδίως τας εις τον ηθικόν βίον αναφερομένας.
Αλλά, μεθ’ όλα ταύτα, η δύναμις και η εξουσία του βασιλέως, και η πολιτική και η στρατιωτική, ήτο μεγίστη. Και αν μεν ήτο ανήρ αγαθός, κάμνων χρήσιν αγαθήν της εξουσίας, ηδύνατο να πράξη πολλά και μεγάλα καλά εις το κράτος και εις τους υπηκόους, αν δε κακός ή και απλώς αδρανής και ανίκανος, εγίνετο αίτιος πολλών και μεγάλων κακών.
Η βασιλική εξουσία δεν ήτο αυστηρώς κληρονομική, αλλ’ ούτε αιρετή, γινομένη δι’ εκλογής. Πολλάκις οι υιοί εκληρονόμουν τον πατέρα εις τον θρόνον κατά φυσικόν κληρονομικόν δικαίωμα· αλλά δεν υπήρχαν νόμοι καθορίζοντες τα της κληρονομίας του θρόνου ακριβώς και λεπτομερώς διά πάσας τας περιπτώσεις. Διά τούτο ενίοτε οι βασιλείς, ζώντες έτι, καθίστων τους υιούς των συμβασιλείς, διά να μένουν αυτοδικαίως βασιλείς μετά τον θάνατον του πατρός.
Όχι μόνον εν καιρώ κινδύνου ανηγορεύετο υπό του στρατού ο θεωρούμενος αξιώτατος, αλλά και καλώς εχόντων των πραγμάτων ανήρχοντο ενίοτε εις τον θρόνον οι θεωρούμενοι ως άριστοι και συνεβασίλευαν μετά των εκ κληρονομίας κατεχόντων τον θρόνον. Έχομεν και παραδείγματα βασιλέων, οι οποίοι υποδεικνύουν ως διαδόχους των όχι συγγενείς, αλλά τους αξίους της βασιλείας. Γυναίκες συνήθως δεν ανήρχοντο εις τον θρόνον, ούτε όμως υπήρχε προς τούτο νόμος απαγορευτικός. Η αυτοκρατορική εξουσία του Βυζαντίου, όπως προ αυτής η της Ρώμης, ως εξουσία κυρίως στρατιωτική, δεν μετέβαινεν εις γυναίκα. Διά τούτο πολύ ολίγαι γυναίκες ανέλαβαν την υπερτάτην αρχήν, και εκείναι συνήθως την ανέλαβαν ως κηδεμόνες ανηλίκων υιών και την εσφετερίσθησαν. Ή αι θυγατέρες των αυτοκρατόρων, αν τύχουν μόναι κληρονόμοι, αναβιβάζουν εις τον θρόνον, ως αυτοκράτορας πραγματικούς, τους συζύγους των. Η διαδοχή του θρόνου γίνεται πολλάκις διά στάσεως στρατιωτικής· αι στάσεις όμως δεν προέρχονται πάντοτε από πνεύμα στασιαστικόν, αλλ’ από την υπερτάτην ανάγκην της σωτηρίας του κράτους. Τούτο έγινε και διά τον Ηράκλειον. Ενίοτε δε και οι κάτοικοι της πρωτευούσης ανεβίβαζαν και κατεβίβαζαν από του θρόνου τους αυτοκράτορας.
Η τοιαύτη κατάστασις, και προ πάντων η έλλειψις κληρονομικών νόμων ρυθμιζόντων τα της βασιλικής εξουσίας, φαίνεται πολύ ελαττωματική και ανατρεπτική πάσης ασφαλείας και μονιμότητος. Αλλά πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν ότι αι περιστάσεις είνε σήμερον πολύ διάφοροι. Ό,τι φαίνεται εις ημάς ως προς τούτο κάκιστον, είχε τότε τα καλά του, και ό,τι σήμερον φαίνεται κάλλιστον, είχεν ή ηδύνατο να έχη τότε εις την εφαρμογήν πολύ το κακόν. Σήμερον η κληρονομικότης του θρόνου έχει τούτο το καλόν, ότι αφαιρεί πάσας τας έριδας περί της διαδοχής της υπερτάτης εξουσίας. Ο δε εις τον θρόνον ανερχόμενος, αν τύχη αγαθός, δύναται να πράξη πολλά αγαθά, αν δε κακός και ανίκανος, ελάχιστα κακά· διότι υπάρχουν και άλλαι αρχαί συμμεριζόμεναι την εξουσίαν. Αλλ’ εις τους χρόνους εκείνους ο μονάρχης, είτε αγαθός είτε κακός, ήτο ο μόνος κύριος των πάντων. Και ηδύνατο μεν, αν ήτο αγαθός, να πράξη πολλά καλά, αλλά και κακός ων ηδύνατο να πράξη πολλά κακά και να φέρη το κράτος εις μεγάλας συμφοράς και εις όλεθρον. Πολλάκις δε άνθρωποι ανικανώτατοι ανήρχοντο εις τον θρόνον μόνον διά του δικαιώματος του κληρονομικού. Εις τοιαύτην λοιπόν περίστασιν αυτή η φύσις των πραγμάτων, τα συμφέροντα αυτά του κράτους επέβαλλαν την αλλαγήν του ανωτάτου άρχοντος. Αι εξ ανάγκης επερχόμεναι αυταί μεταβολαί είχαν και τούτο το καλόν, ότι ανεβίβαζαν εις την υπερτάτην αρχήν άνδρας του στρατού και του λαού, φέροντας εις τον θρόνον νέας δυνάμεις ηθικάς και ανακαινίζοντας και αναζωογονούντας την βασιλικήν εξουσίαν.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1904. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ.