«Μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου…»
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Μινυρισμός ή μινύρισμα λέγεται η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μινυρίζω· το άδειν ή κλαίειν σιγαλή τη φωνή· ο κλαυθμυρισμός, ο κλαυθμός· το θρηνωδώς άδειν, το θρηνώδες άσμα, το λυπητερό τραγούδι. Μῐνῠρίζω (μινυρός) σημαίνει παραπονιέμαι χαμηλόφωνα, κλαψουρίζω, μουρμουρίζω· τραγουδώ σε χαμηλό, απαλό τόνο, τραγουδώ με τρίλιες, ψιθυρίζω· οδύρομαι, προσκλαίομαι, παραπονιέμαι.[1]
Στην Οδύσσεια (ε716-719), η Πηνελόπη θρηνεί για τον Οδυσσέα, μαζί με τις σκλάβες της:
«Κι εκείνην ο καημός την έζωσε, να την ψυχομαράνει· / να κάτσει σε σκαμνί δεν πρόφτασε, κι ας ήταν τόσα μέσα, / μον᾿ στο κατώφλι κοντοκάθισε του στέριου γυναικίτη / με σπαραγμό θρηνώντας· γύρω της σιγόκλαιγαν κι οι σκλάβες.»[2] […τὴν δ᾿ ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον, οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτ᾿ ἔτλη / δίφρῳ ἐφέζεσθαι πολλῶν κατὰ οἶκον ἐόντων, / ἀλλ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο / οἴκτρ᾿ ὀλοφυρομένη: περὶ δὲ δμῳαὶ μινύριζον.] Ο Αργύρης Εφταλιώτης μεταφράζει τους ίδιους στίχους: «Κι εκείνη την ψυχόδερνε και τη βαρούσε ο πόνος, / και μήτε σ΄ ένα απ΄ τα θρονιά δεν μπόρειε να καθίσει, / παρά στου καλοκάμωτου θαλάμου το κατώφλι / κάθισε δάκρυα χύνοντας πικρά, κι οι παρακόρες, / γριές και νιες του παλατιού, μαζί της σιγοκλαίγαν.»
Στην Ιλιάδα, (Ε888-889) ο Ζεύς μιλάει στον Άρη: Κι είπεν ο Δίας ταυροκοιτώντας τον ο νεφελοστοιβάχτης: / «Τι μου ‘ρχεσαι κοντά, πεντάγνωμε, και κλαψουρίζεις τώρα;» [τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς. / μή τί μοι ἀλλοπρόσαλλε παρεζόμενος μινύριζε.]
Στον «Ξεπεσμένο δερβίση» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη διαβάζουμε:
«Ὁ ξένος μουσουλμάνος εἶχε παγώσει ἐκεῖ ὅπου ἐκαθῆτο κ’ ἐνύσταζε. Διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἔβγαλε τὸ νάϊ του καὶ ἤρχισε νὰ παίζῃ τὸν τυχόντα ἦχον, ὅστις τοῦ ἦλθε κατ’ ἐπιφορὰν εἰς τὴν μνήμην. -Νάϊ, νάϊ, γλυκύ. Νάζι − κατὰ ἓν ζῆτα ἐλαττοῦται. Αὔρα, οὐρανός, ᾆσμα γλυκερόν, μελιχρόν, ἁβρόν, μεθυστικόν. Νάϊ, νάϊ. Κατὰ δύο κοκκίδας, δια-φέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός. Τὸ Ναὶ τὸ ἥμερον, τὸ ταπεινόν, τὸ πρᾷον, τὸ Ναὶ τὸ φιλάνθρωπον. Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέως ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψί-θυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.»
Ο Δημήτρης Τζήκας είναι δάσκαλος και ιστορικός.
[1] Οι πληροφορίες είναι από τα λεξικά Δημητράκου και LIDDELL & SCOTT.
[2] Μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή.
Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/