«Το ελληνόπουλο» του Ουγκώ και το «Πετά το αεροπλάνο»
Οι δικές μου μνήμες
Γράφει ο Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης
Τέτοιες μέρες στις 22 Μαΐου του 1885 πέθανε ο Βίκτωρ Ουγκώ (Victor Hugo, γεν. το 1802). Πέρασε στην Ιστορία ως ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες και εκφραστής του ρομαντικού κινήματος της εποχής του. Ως φιλέλληνας κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην ελληνική Ιστορία, παρότι επισκιάζεται ως ένα βαθμό από τις προσωπικότητες του Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατομπριάν (François-Auguste-René, 1768-1848) και πολύ περισσότερο του Λόρδου Βύρωνα (George Gordon Byron, 1788 -1824), λόγω της καταλυτικής παρουσίας και συμμετοχής του δεύτερου στα δρώμενα της επανάστασης, κυρίως του Μεσολογγίου. Η πίστη του Ουγκώ στο ιδανικό της ανεξαρτησίας των λαών και εν προκειμένω στον «Αγώνα των Ελλήνων» το 1821, στάθηκαν οι αφορμές για να εκδηλώσει τον φιλελληνισμό του στη σειρά των ποιημάτων του «Τα Ανατολίτικα», στα οποία ξεχωρίζουν τα γνωστά «Κανάρης», «Τα κεφάλια του Σαραγιού» (σημ. από την καταστροφή του Μεσολογγίου), «Ενθουσιασμός», «Ναβαρίνο», «Λαζάρα» κι ασφαλώς «Το ελληνόπουλο», ίσως το πιο εμφαντικό απ’ όλα.
Την απαγγελία του τελευταίου μου την ανάθεσε η Ερασμία Ζαμπούνη (Σμούλα στον Πολύγυρο), μια σπουδαία φιλόλογος του Γυμνασίου Πολυγύρου κι αργότερα ενός της Θεσσαλονίκης. Ήμουν μαθητής της στην Α΄ ή την Β΄ τάξη, δεν θυμάμαι ακριβώς. Όμως δε ξεχνώ τα όσα μου έλεγε στα τελευταία χρόνια της ζωής της στη Θεσσαλονίκη, όταν την επισκεπτόμουνα τακτικά στο διαμέρισμά της, σε ένα από τα συγκροτήματα των πολυκατοικιών που βρίσκονται κάτω από την Βασιλίσσης Όλγας, προς το μέρος της θάλασσας. Ατέλειωτες οι συζητήσεις και αστείρευτες οι γνώσεις της.
Όπως μου διηγήθηκε δεν είχε ξεχάσει ποτέ τον τρόπο που μου αφαίρεσαν την υποτροφία για την πρωτιά μου στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα τρία ή τέσσερα τότε (1953) Γυμνάσια της Χαλκιδικής. Ανακοινώθηκε το όνομά μου και λίγες μέρες αργότερα … ακυρώθηκε η υποτροφία και δόθηκε στη δεύτερη σε βαθμολογία, στην Αντωνία Β. (σημ. ελπίζω να είναι καλά) από το Γυμνάσιο των Ν. Μουδανιών…
Όπως μου είπε η κ. Ερασμία, η απόφαση αυτή πάρθηκε κατόπιν εντολής υπηρεσιών πέραν εκείνων της εκπαίδευσης… Αλλά και να μην μου το διευκρίνιζε, ήταν γνωστό σε όλους ότι τα χαρτιά «κοινωνικών φρονημάτων» αποτελούσαν τότε και για πολλά χρόνια μετά την γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο …πιστοποιητικά «εθνικοφροσύνης»! Τί κι αν στην περίπτωση αυτή αφορούσαν σ’ ένα παιδί δώδεκα χρονών… Συνήθεις και μέχρι τις μέρες μας είναι οι συνέπειες των κάθε είδους πολέμων και της όποιας εκδίκησης των εμπλεκομένων μερών εις βάρος αθώων πλασμάτων, των παιδιών και των αδύναμων…
Η ευαίσθητη καθηγήτρια σίγουρα σκέφτηκε ότι ένα τέτοιο παιδί μέσα στη δίνη του απελευθερωτικού αγώνα του ’21 ήταν και «Το ελληνόπουλο» (L’ enfant) του Ουγκώ. Το ποίημα το είχε αποδώσει στα ελληνικά ο Κωστής Παλαμάς, που η κ. Ερασμία, τον λάτρευε όπως και τον Ουγκώ.
«Ερμιὰ παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο, κάθεται, σκύβει θλιβερὰ το κεφαλάκι,
στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μια ν’ άσπρη αγράμπελη σαν τούτο ξεχασμένη
μέσ’ στην αφάνταστη φθορά.
Τί θες κι απ’ όλα τούτα τ’ αγαθά; Πες! Τ’ άνθος, τον καρπό; θες το πουλί;
Διαβάτη, μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι,
βόλια, μπαρούτι θέλω, να!»
Τον τελευταίο στίχο, μου τόνισε η κυρία Ερασμία ανθυπομειδιώντας με νόημα, ήθελε να τον βγάλω από τα βάθη της ψυχής μου, …όπως έκανα σε μια παλαιότερη απαγγελία μου στο Δημοτικό σχολείο. Εκεί όπου σήμερα συνεδριάζει το δημοτικό συμβούλιο και παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί ως αίθουσα στρατοδικείου για να δικαστούν οι «επίστρατοι» του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, αυτούς που ο Γ. Κονδύλης κυνηγούσε ανηλεώς ως φιλοβασιλικούς, για να πάρει κατόπιν ο ίδιος τη θέση του…αντιβασιλέα… Η απαγγελία ωστόσο ήταν από μόνη της μια άλλη ταραχή, ένα απίστευτο συμβάν που το θυμόταν καλά η κ. Ερασμία κι εγώ ακόμη καλύτερα. Τέτοια άλλωστε δεν ξεχνιούνται γι’ αυτό και αξίζει να τα καταθέτουμε…
Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, λίγα χρόνια νωρίτερα, η κ. Μαίρη μια προσωπικότητα που τιμούσε τους καλούς δασκάλους, με επέλεξε να απαγγείλω ένα ποίημα. Ήταν νομίζω για τον εορτασμό της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου και είχε τίτλο «Πετά το αεροπλάνο», ενός άγνωστου για μένα ποιητή. Γράφηκε όπως μου είπε για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία, από τον οποίο είχε γυρίσει ο πατέρας μου την άνοιξη του ’44, όταν εγώ είχα πια γεννηθεί. Ήταν από τους τελευταίους φαντάρους του Αλβανικού μετώπου κι όπως έλεγε η γιαγιά Μαριγώ (το γένος Ν. Πετρουλά, 1877-1963) για τον πατέρα μας και μοναχογιό της, δεν κάθισε και πολύ στο σπίτι, έφυγε σχεδόν αμέσως στο βουνό, στην αντίσταση εναντίον των Γερμανών κατακτητών και των συμμάχων τους. Τότε ήταν που γεννήθηκε ο αδελφός μου Νίκος… Η γιαγιά ήταν μαθημένη να τα βγάζει πέρα μόνη της, καθώς ο παππούς είχε σκοτωθεί στην Αμερική και την άφησε εκείνη χήρα και τον πατέρα μας ορφανό, μόλις στα έξι του.
Εκείνο το διάστημα ζούσαμε μαζί της, καθώς όπως μας είχε πει τον πατέρα και τη μάνα μας τους πήγαν …για ταξίδι στη Μακρόνησο. Τον αδελφό μου μόλις τότε τον είχε φέρει στον Πολύγυρο από την Θεσσαλονίκη, όπου τον φιλοξενούσε και τον φρόντιζε η δασκάλα και φίλη της μάνας μου η κ. Αναστασία Παπανάκου, μάνα του ζωγράφου Πάνου Παπανάκου. Που και που έφτανε στο σπίτι και κανένα γράμμα των γονιών, κυρίως από τον πατέρα… Γι’ αυτό η γιαγιά έλεγε και ξανάλεγε με νόημα ότι η αλληλογραφία από τ’ άλλα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά ήταν συχνότερη…
Αλλά ας επανέλθω στο ποίημα που προανέφερα και στις πρόβες που άρχισαν. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές επανέλαβα το
«Πετά το αεροπλάνο στον ουρανό επάνω,
άκου πως βουίζει, σαν γλάρος φτερουγίζει.
Καλό μου αεροπλάνο πάρε με και μένα επάνω
για να βλέπω από ψηλά τον μπαμπά και την μαμά
κι όλα τα καλά παιδιά!»
Οι πρώτες πρόβες πήγαιναν καλά, ώσπου κάποια μέρα κατέφθασε ο διευθυντής του σχολείου. Μόλις άκουσε τον τελευταίο στίχο από κόκκινος που ήταν, «εκ του φυσικού του» όπως έλεγε συχνά η γιαγιά Μαριγώ, πήρε χρώμα …μελιτζανί! Οργισμένος επέβαλε στη δασκάλα μου να απαγγείλω τους τελευταίους στίχους …αντικαθιστώντας τις λέξεις μπαμπά και μαμά, με …παππού και … γιαγιά! Εκείνη έμεινε εμβρόντητη κι εγώ μικρό παιδί τόλμησα να ψελλίσω «μα πώς να τους δω, δεν ζει κανένας από τους παππούδες μου»… Αλλά εκείνος δεν άκουγε, τέτοιες εντολές εκείνη την εποχή ήταν απαράβατες διαταγές…
Μετέφερα στενοχωρημένος το συμβάν στη γιαγιά, αλλά εκείνη στάθηκε ψύχραιμη και με καθοδήγησε καλά, σε συνεννόηση πιστεύω με τη δασκάλα. Μορφωμένη όπως ήταν για την εποχή της και προπάντων γνωστή για το πνεύμα της, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Άκουσε παιδί μου. Στις πρόβες που απομένουν θα λες το ποίημα όπως το άλλαξε ο διευθυντής. Τη μέρα όμως της γιορτής θα το πεις κανονικά, υψώνοντας πολύ περισσότερο τη φωνή σου στις λέξεις μπαμπά και μαμά!».
Έτσι κι έγινε, ίσως μάλιστα και με κάποια υπερβολή από τη μεριά μου, καθώς στο βάθος της αίθουσας έβλεπα την γιαγιά να … «αναφτερακάει» από αγαλλίαση, όπως λέμε στην τοπική διάλεκτο (σημ. έτοιμη να πετάξει)! Απέδωσα το στίχο με την ίδια έμφαση, όπως λίγα χρόνια αργότερα έκανα με εκείνον του Ουγκώ, φωνάζοντας με πάθος το «…βόλια, μπαρούτι θέλω, να!».
Ο διευθυντής με το «εκ γενετής» κόκκινο πρόσωπο, σαν τ’ άκουσε κοκκίνισε ακόμη περισσότερο. Οι ακροατές μέσα στην αίθουσα, οι περισσότεροι από τους οποίους φαίνεται ότι είχαν ενημερωθεί σχετικά, έμειναν αρχικά αμήχανοι. Άλλα τους είπαν να περιμένουν από την απαγγελία κι άλλα άκουγαν… Μόνο η γιαγιά άρχισε να χειροκροτεί ρυθμικά …όλο και δυνατότερα, όλο και πυκνότερα! Στην κατάμεστη αίθουσα γύρισαν και την κοίταξαν, σιγά σιγά άρχισαν να χειροκροτούν κι άλλοι, κι άλλοι κι έγιναν πολλοί, πάρα πολλοί!
Ευχαριστώ κυρία Ερασμία, ευχαριστώ κυρία Μαίρη, κι εσένα μακρινέ Βίκτωρα Ουγκώ κι άγνωστε ποιητή του «πετά το αεροπλάνο», μα προπάντων εσένα γιαγιά… Πάντα ήσουν μια γενναία ψυχή!
Πολύγυρος.