Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ένας Βοναπάρτε του άτακτου πολέμου!
Γράφει ο Νίκος Πλατής
Από το βιβλίο του μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο.
Κολοκοτρώνης, Θόδωρος (Πινακ.): Ένας Βοναπάρτε του άτακτου πολέμου! Το μεγαλύτερο προσόν του η γεωστρατηγική του σκέψη. Και η άριστη γνώση του περιβάλλοντος χώρου, του πολεμικού του πεδίου. Από τον μακρύ ληστρικό προηγούμενο βίο του (αλλά και ως Κάπος* που ήταν κατά καιρούς) γνώριζε πιθαμή προς πιθαμή τα μέρη που πολέμησε, μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη των αντιπάλων του για το τι θα κάνουν· εν αντιθέσει με τον Καραϊσκάκη, αυτός δεν το έπαιζε αρχιπαλικαράς και μπροστάρης, απλώς σκαρφάλωνε στα γκρεμίδια και παρατηρούσε προσεκτικά με το κιάλε του τις κινήσεις του εχθρού, έκανε χωσιές και κλεφτοπόλεμο, όχι πόλεμο αλά Βοναπάρτε (όπου οι αντίπαλοι στρατοί αντιπαρατίθενται ιστάμενοι ο ένας απέναντι στον άλλο σαν μολυβένια στρατιωτάκια και με τα κανόνια αμφοτέρων να βαράνε στο ψαχνό, σκορπίζοντας προς όλες τις γνωστές κατευθύνσεις ανθρώπινες σάρκες σε… μερίδες του μισόκιλου και του κιλού). Η φήμη του κάποια στιγμή τεράστια, οι Τούρκοι της Ασίας, γράφει ο Σπηλιάδης**, «ἔλεγον ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης εἶχεν ἕνα ὀφθαλμὸν εἰς τὸ μέτωπον (ὡς ὁ πολύφημος Κύκλωψ), ἦτο τεράστιος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν νικήσωσι ποτέ». (τ. α, σ. 560, σημ. 1)
Η μεγαλύτερη στιγμή της αρχιστρατηγίας του Κολοκοτρώνη και της στρατιωτικής του παρουσίας καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα ήταν ασφαλώς η συντριβή του Δράμαλη: «Δικό του έργο ήταν και η κατάληψη της Τριπολιτζάς. Αλλά τα Δερβενάκια και ο Άγιος Σώστης υπερτερούσαν κατά πολύ. Χωρίς να στάξει πάνω του ούτε μια σταλαγματιά αίμα, μόνο με την ιδιοφυΐα του, κατόρθωσε να παγιδεύσει ένα πανίσχυρο στράτευμα, χρησιμοποιώντας ως κύρια όπλα τα πλεονεκτήματα του Δράμαλη. Εξάλλου ήταν ο μόνος που μπορούσε να εμπνεύσει στα στρατιωτικά του σώματα την πεποίθηση της νίκης, όταν άνθρωποι σαν τον Ρήγα Παλαμήδη έσπερναν τον τρόμο με τις διαδόσεις τους. Έκανε τα παλληκάρια να χλιμιντρούν, γράφει ο Φωτάκος, σαν βαρβάτα άλογα». (Κανέλλ., σ. 182) Μπορεί στα θέματα του κλεφτοταμπουροπολέμου ο Κολοκοτρώνης να ήταν ένα είδος αυθεντίας, στον τακτικό όμως πόλεμο υστερούσε, δεν είχε γνώση, φαντασία και εμπειρία, γι’ αυτό και έχασε όπως έχασε από τον Ιμπραήμ την Τριπολιτζά: «Ὁ Ἰμπραϊμπασιάς, μὲ ὅλον τὸν στρατόν του θριαμβευτής, τροπαιοῦχος, ἐμβῆκεν εἰς Τριπολιτζὰν εἰς τὰς 10-11 Ἰουνίου, ὅπου ηὗρεν καὶ θροφὰς καὶ ὅσα ἄλλα ἄφησαν οἱ εὐκατάστατοι (καὶ ποῖος ἦτον δυστυχὴς τότες ἐκεῖ;)» (Κασομ., σ. 72) Και ως αρχηγός της Επανάστασης δεν τα πήγε καθόλου καλά ο Κολοκοτρώνης, και ας λένε διάφοροι διάφορα: «Το εθνοπατριωτικό μάρκετινγκ όμως τον επέβαλε ως αρχηγό των αρχηγών. Και δεινό καβαλάρη (όπως ο τελευταίος Παλαιολόγος άλλωστε)». (μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο, σ. 48) Η Επανάσταση χρειαζόταν έναν γενικό αρχηγό, αλλά δυστυχώς δεν τον απέκτησε ποτέ. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προσπάθησε πολλάκις να ηγηθεί της Επανάστασης, να γίνει ο κύριος του Μοριά και του ελληνικού εγχειρήματος εν γένει, το έκανε όμως με πολύ ωμό και αδέξιο τρόπο, δεν είχε τα απαιτούμενα πολιτικά προσόντα, απέτυχε παταγωδώς κατά το μάλλον ή ήττον και επιπλέον έγινε υπαίτιος δύο εμφυλίων πολέμων, όπως μας διαβεβαιώνει η εξόχως δημοφιλής και αγαπητή ιστορικός μας (καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) Μαρία Ευθυμίου: «Η Ελληνική Επανάσταση χρειαζότανε έναν αρχηγό. Αυτό της έλειψε, το είπαμε σε προηγούμενα σημεία. Όμως, δεν το πέτυχε [ο Κολοκοτρώνης], αλλά δεν το πέτυχε με τέτοιο τρόπο ώστε πυροδότησε δύο κύκλους εμφυλίων πολέμων, στους οποίους και πρωταγωνίστησε. Και αυτό του το χρεώνει η βιβλιογραφία, χωρίς πάντοτε να ξεχνάει κανείς ότι, έτσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος αυτός υπήρξε πολύτιμος σε πολλές φάσεις της Επανάστασης, αλλά στα πολιτικά του πράγματα υπήρξαν φορές που έβλαψε βαρύτατα τον Αγώνα». (Ευθυμίου) Ο γνωστός Μακρυγιάννης (που τον υμνεί ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης) κατηγορεί απερίφραστα τον Κολοκοτρώνη για δόλιο και αθέμιτο πλουτισμό (γράφει στα απομνημονεύματά του πως ήρθε γυμνός από τη Ζάκυνθο και κατέληξε ένας νέος Κιαμίλμπεγης*** σωστός): « Ἤμασταν φτωχοί, ἐγίναμεν πλούσιοι. Ἦταν ὁ Κιαμίλμπεγης ἐδῶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Τοῦρκοι πλουσιώτατοι, ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι πλούσιοι ἀπὸ γές, ἀργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες καὶ ἄλλα πλούτη τῶν Τούρκων. Ὅταν ο Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι του ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ζάκυθο, δὲν εἶχαν οὔτε πιθαμὴ γῆς τώρα φαίνεται τί ἔχουν». Ο φιλέλληνας Αμερικανός Χένρι Έι Βι Πόουστ (Henry A. V. Post), αν και νηφάλιος (και μάλλον εχέγγυος) αυτόπτης μάρτυς, δεν τον είχε περί πολλού τον Κολοκοτρώνη (όπως και όλους τους οπλαρχηγούς που γνώρισε εκ του σύνεγγυς), δεν τον γουστάριζε καθόλου για την ακρίβεια, γράφει τα χειρότερα γι’ αυτόν στο Χρονικό του,**** μιλάει με θυμό για το άτομό του: «[…] Η φιλοχρηματία έχει κηλιδώσει τα πιο αξιέπαινα κατορθώματά του. Με δυο λόγια (ο Κολοκοτρώνης) απόχτησε πλούτη, τεράστια πλούτη, ενώ οι συμπατριώτες του αφανίζονταν από την πείνα. Είναι Κλέφτης και γιος Κλέφτη. Και οι άνομες και αρπακτικές συνήθειες που απόχτησε στα ορεινά του κρυσφήγετα, όπου αυτός και οι πρόγονοί του επί τόσο χρόνο αψήφισαν τη δύναμη του κατακτητή, ήταν πολύ βαθιά ριζωμένες […].
Όπως οι περισσότεροι από τους συμμαχητές του στο βουνό είναι αμαθής και απαίδευτος, ποτισμένος με άγριες ιδέες ανεξαρτησίας και απρόθυμος να ξεχωρίσει τους περιορισμούς των ευεργετικών νόμων από τις αλυσίδες της απόλυτης δουλείας. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην αντικρύσω αυτόν τον σκληροτράχηλο γέρο-Κλέφτη με αισθήματα σεβασμού και σχεδόν λατρείας. Γιατί όποια κι’ αν είναι τα σφάλματα και οι ατέλειες του χαρακτήρα του, θα ήταν ψεύδος να μην αναγνωρίσει κανείς ότι πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην υπόθεση στην οποία αφιερώθηκε». (Σιμόπ., τ. 5, σ. 438) Και οι ξένοι μισθοφόροι που ήρθαν για να προσφέρουν τις πολεμικές υπηρεσίες τους στην Επανάσταση δεν είχαν να πουν ούτε μισή λέξη συμπάθειας για τον Κ, τον μισούσαν θανάσιμα, ήταν αυτός που τους εμπόδιζε να αναδείξουν τα δήθεν προτερήματά τους, γιατί αντιπροσώπευε έναν τελείως διαφορετικό τρόπο πολέμου από αυτόν που ήξεραν, έναν τρόπο πετυχημένο για τις συγκεκριμένες συνθήκες της Ελλάδας του 1821: «Ήρθαν στην Ελλάδα για μισθοφορία, για αξιώματα και πλουτισμό. Και όχι μόνο κρατήθηκαν μακριά από τους θησαυρούς της Τριπολιτσάς αλλά είχαν περιπέσει και σε κατάσταση λιμοκτονίας. Θεωρούσαν τον Κολοκοτρώνη προσωπικό τους εχθρό επειδή ήταν εμπόδιο στις φιλοδοξίες τους, στην ένταξη δηλαδή των χιλιάδων αγωνιστών σε τακτικές μονάδες που θα διοικούσαν οι ίδιοι. Τον συκοφαντούν διαρκώς υιοθετώντας τις διαδόσεις ότι συγκέντρωσε θησαυρούς στην Τριπολιτσά και κατέθεσε μεγάλα ποσά σε επτανησιακές Τράπεζες. Όλοι σχεδόν οι εθελοντές θεωρούν αιτία των δεινών τους τον Κολοκοτρώνη. Είναι ληστής, γράφει ο Γερμανός Em. Hahn. “Πλούτισε και δεν νοιάζεται διόλου για την ελευθερία της πατρίδας του” […]». (Σιμόπ., τ. 2, σ. 240.) Στο ίδιο μήκος κύματος με τους περισσότερους ξένους εθελοντές και ο Πρώσσος αξιωματικός Σρέμπιαν (Schrebian), ο οποίος δεν παραλείπει να κατηγορήσει κι αυτός τον Κολοκοτρώνη για απληστία και φιλοχρηματία. Στο χρονικό του ο Σρέμπιαν καταγράφει τις εντυπώσεις του από τη γνωριμία του με τον γέρο του Μοριά: «Περασμένα τα πενήντα, βλέμμα αυστηρό, έκδηλη υπεροψία στην έκφραση μαζί με σκληρότητα, που προσπαθεί, αλλά χωρίς επιτυχία, να κρύψει. Είναι αμαθής, μ’ όλο που παρασταίνει τον πολύξερο. “Φαίνεται πως είναι και αναλφάβητος. Όταν του έδωσα τα ελληνικά συστατικά μου πρόσεξα πως τα κρατούσε ανάποδα. Μου τα ξανάδωσε δείχνοντας πως τα μελέτησε και τα βρήκε εντάξει”. Στις δημόσιες εμφανίσεις του στην πόλη τον ακολουθούσε πάντοτε ένα σώμα από 80-100 διαλεχτούς στρατιώτες. Πλάι του οι δυο γιοι του και πίσω ένας στρατιώτης που κρατούσε ένα σάκο μικρά νομίσματα –παράδες– και πλήρωνε στα μαγαζιά για τα ψώνια του αρχηγού. Κάπου-κάπου έδινε και ελεημοσύνες στους φτωχούς που τύχαιναν στο δρόμο». (Σιμόπ., τ. β, σ. 43-44)
Ο Κολοκοτρώνης δεν εκφράζει συμπάθειες, φιλικά και συντροφικά συναισθήματα· φαίνεται πως αγνοούσε παντελώς την έννοια της συντροφικότητας, θεωρούσε μάλλον την Επανάσταση μια καθαρά δική του υπόθεση, δεν εκφράζει την παραμικρή συμπάθεια για τους συμπολεμιστές του, δεν μοιράζεται συναισθήματα με κανέναν, είναι μόνος του, είναι αυτός και οι απέναντι, οι αντίπαλοί του. Ένας μοναχικός λύκος! Δεν μιλάει παρά μόνο για τον εαυτό του. Μοιάζει σαν να μας λέει ότι την έκανε σχεδόν μόνος του την Επανάσταση: «Μα, από όσο ξέρουμε, στην αστική, αλλά και στη βουκολική κουλτούρα υπάρχουν οι σύντροφοι, οι συναγωνιστές, υπάρχουν οι άνθρωποι που πολεμάμε μαζί τους και μοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες μας, τις επιτυχίες μας, τις αποτυχίες μας κλπ. ο Κολοκοτρώνης δεν είχε τέτοια συναισθήματα. Όλοι έχουμε φίλους, πόσο μάλλον όταν επαναστατούμε, τους έχουμε και ανάγκη κιόλας. Δεν έχει πει καλή κουβέντα για κάποιον σύντροφο του, είναι αυτός και οι απέναντι. Εντελώς στεγνός!» (Από συνέντευξή μου στη LIFO με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο, 27 Νοεμβρίου 2019.) Αν και αποδεδειγμένα ατρόμητος ως άνθρωπος και γενναίος, είχε κι αυτός (όπως και όλοι μας άλλωστε) τις άσχημες στιγμές του, που αν η Ιστορία ήθελε καλά και σώνει να σταθεί και σε αυτές, δεν θα του αφιέρωνε επ’ ουδενί τόσα πολλά από τα χρυσά της γράμματα· τέτοιες ήσαν και οι στιγμές εκείνες που αυτοεξευτελιζόμενος ο Κ εκλιπαρούσε (όπως και οι άλλοι συγκρατούμενοί του) τον Κουντουριώτη να του χαρίσει τη ζωή: «Πραγματικά ζήτησαν έλεος. Ο Κολοκοτρώνης, μάλιστα, εκλιπαρούσε για τη ζωή του. Όταν παραδόθηκε στα χέρια των εχθρών του κι’ οδηγήθηκε στ’ Ανάπλι έστειλε στον πρόεδρο του Εκτελεστικού Γ. Κουντουριώτη ένα γράμμα***** […] όπου δοξολογεί και κολακεύει ταπεινά τον πρώτο διώκτη του (“γνωρίζων τὴν εὐγενὴ καὶ εὐαίσθητόν Σας καρδίαν”, “τὸ ἔκλαμπρον ὑποκείμενόν Σας”, το “ἐστολισμένον μ’ ὅλας τὰς γενναίας ἀρετάς”, “τὰ γενναῖα καὶ πατριωτικὰ αἰσθήματα τῆς εὐγενεστάτης τῶν Κουντουριωτῶν οἰκογενείας” κλπ. κλπ.), εκφράζει βαθειά μεταμέλεια και ζητεί έλεος. Προκαλεί εντύπωση ο αυτοεξευτελισμός του Κολοκοτρώνη, η δημόσια μετάνοια, που, όπως γνωρίζουμε από άλλα κείμενα, δεν εκφράζει διόλου τις σκέψεις του και τα πραγματικά συναισθήματά του. Φαίνεται πως, επηρεασμένος από τον φόνο του γιου του, περίμενε καταδίκη και εκτέλεση. Και οι φόβοι του δεν ήταν υπερβολικοί». (Σιμόπ., τ. 4, σ. 53) Ολοκληρώνοντας περίπου το αρνητικό προφίλ του γέρου του Μοριά, θα πρέπει κανείς να σταθεί και στο πόσο ελάχιστα εύστροφος ήταν στα πολιτικά θέματα και κυρίως στο πόσο μειονεκτικά ένιωθε με τους πρόκριτους και τους μορφωμένους: «Ήταν αργόστροφος ο Κολοκοτρώνης στα πολιτικά, απονήρευτος και εύπιστος. Και το χειρότερο: Αυτός ο ατρόμητος πολέμαρχος που στο κάλεσμά του ρίχνονταν οι αγωνιστές στη φωτιά κι’ ο λαός τον θεοποιούσε, ένοιωθε κατωτερότητα μπροστά στους κοτζαμπάσηδες, στους Επτανησιώτες “ευγενείς” και στους ξένους. Τον συντρίβει η αγραμματοσύνη του, αποζητά την εύνοιά τους, χάνει την ορθοφροσύνη του παρασύρεται. Επιδιώκει αδιάκοπα σχέσεις, φιλίες, συγγένειες και συμμαχίες με τα τζάκια (το τσαρούχι με τη γούνα).»******
Στα πλην του Θόδωρου Κολοκοτρώνη και η αφιλία, μα και η απύθμενη τσιγκουνιά του: ενώ είχε βαθύ πλούτο, ήταν πια ένας επιφανής Αθηναίος που έμενε κοντά στο Παλάτι (και πήγαινε ανελλιπώς στις βασιλικές χοροεσπερίδες και τραπεζώματα), δεν νοιάστηκε καθόλου για τον έρμο τον ανιψιό του (και πιστό του πολεμικό σύντροφο) τον Νικηταρά (τον διαβόητο Τουρκοφάγο) και την άτυχη οικογένειά του, που πέθαιναν της πείνας σε ένα αχούρι κάτω στον Πειραιά, όπου έφτασε ο τάλας να ζητιανεύει στα σκαλιά της εκκλησίας τις δεκάρες των περαστικών. Και το τέλος του Κολοκοτρώνη δεν ήταν πάντως και τόσο ηρωικό· πέθανε από βαρυστομαχιά, «έσκασε από το πολύ φαΐ», που έλεγαν οι παλιότεροι· έπαθε αποπληξία κατά τον ύπνο (τον βρήκε κόλπος, όπως λένε), κατά την 4η ώρα της νυκτός: «Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες [για αφαίμαξη], χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια», όπως διαβάζουμε σχετικώς σε μια ιστοσελίδα ελληνορθόδοξων φρονημάτων. (antexoume.files. wordpress.com) Τη βραδιά του θανάτου του ήταν προσκεκλημένος στον βασιλικό χορό του Παλατιού: «Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ημερών είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, το οποίο βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων». (πρ. π.) Συνών.: Θοδωράκης, ο γέρος του Μοριά, Άη Λιας, Κολλή Κοτρόν, μα και κακώνυμος Κολοκοτρώνης*******, Bythëshkëmbi (έτσι έχει αποδοθεί αλβανιστί η λ. Κολοκοτρώνης στη σχετική «βιβλιογραφία»).
Σημειώσεις και πραπομπές
* Κάπος: πιστολέρο σεκιουριτάς στην υπηρεσία κάποιου βαθύπλουτου. Οι κάποι ήσαν ένοπλοι σωματοφύλακες στην Πελοπόννησο, μικρά σώματα συντηρούμενα από τους γαιοκτήμονες και τους προκρίτους. Κάτι σαν φρουρά, αγροφυλακή κ.λπ. Ήταν πολύ κατώτεροι από τους αρματολούς, απ’ όλες τις απόψεις· οι αρματολοί της Ρούμελης συγκέντρωναν μέχρι και 1500 ενόπλους και ήταν υπολογίσιμη δύναμη – οι κάποι ήσαν μικρές ομάδες. Το δε κύρος τους ήταν μάλλον ανύπαρκτο.
**Σπηλιάδης Νικόλαος (1785-1867): Πολιτικός της Επανάστασης του 1821 από την Τριπολιτζά και απομνημονευματογράφος.
*** Κιαμήλμπεης: Ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Πελοπόννησο στα χρόνια πριν από την Επανάσταση. Γέννημα θρέμμα Κορίνθιος.
****Ο Post, γράφει ο έγκριτος ιστοριοδίφης Κυριάκος Σιμόπουλος, ήταν «πεπαιδευμένος, φιλελεύθερος και από τους λίγους ξένους με πραγματικά φιλελληνικές αντιλήψεις»: «Ο φιλελληνισμός του πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι δεν είχε προσωπικές επιδιώξεις, φιλοδοξίες και συμφέροντα στην Ελλάδα, όπως οι περισσότεροι εθελοντές. […] Έτσι το χρονικό του ξεχωρίζει για τη σοβαρότητα και την εγκυρότητά του. […] Λίγες οι ανακρίβειες, ελάχιστες οι παρανοήσεις και οι επιπόλαιες κρίσεις του για τα ελληνικά πράγματα. Η σοβαρότερη είναι η απόλυτα αρνητική θέση του –και μάλιστα με βίαιο και σκληρό ύφος– απέναντι στους λαϊκούς ηγέτες, τους καπεταναίους και κυρίως τον Κολοκοτρώνη». (Σιμόπ., τ. 5, σ. 409)
***** Η επιστολή έχει ημερομηνία 30 Δεκεμβρίου 1824 και δεν συνηγορεί επ’ ουδενί περί του ατρομήτου εν γένει του Κ: «[…] ἠπατήθην, ἔδωσα λόγον τιμῆς, λόγον ἐμπιστοσύνης, τὸν ὁποῖον διὰ νὰ φυλάξω ἐβιάσθην νὰ πράξω ἐναντία τῶν νόμων τοῦ ἔθνους, ἐναντία τῶν συμφερόντων τῆς πατρίδος, νὰ πράξω ὅσα ἀποστρέφεται καὶ ἀποδοκιμάζει ἡ ψυχή μου· ἀλλ’ ἤδη μὲ λύπην καὶ θλίψιν ἐκάρδιον προστρέχω εἰς τὴν μητρικὴν φιλοστοργίαν της… πεποιθὼς εἰς τὴν εὐσπλαχνίαν καὶ τὴν δικαιοσύνην τῆς διοικήσεως καὶ ἐξαιρέτως ἐπιστηρίζων τὰς ἐλπίδας μου εἰς τὸν ἐγνωσμένον πατριωτισμόν Σας [στον Κουντουριώτη τα λέει αυτά], καὶ τὰς ἀρετάς Σας ὁποὺ στολίζουν τὴν προεδρίαν της, ἦλθον ἐνταῦθα ὁποὺ ἐξ ἀτυχίας μου δὲν Σᾶς εὗρον, διὸ καὶ ἐλυπήθην καιρίως, ἀκούσας μάλιστα ὅτι ἀνεχωρήσατε διὰ ζαϊφλίκι (σημ. ανάρρωση) καὶ εὔχομαι ν’ ἀναλάβετε ὅ,τι τάχιστα τὴν ὑγείαν Σας καὶ νὰ ἐπιστρέψετε, διὰ νὰ σᾶς προσφέρω καὶ προσωπικῶς τὸν σεβασμόν μου καὶ νὰ ἀφοσιώσω τὴν πίστιν καὶ τὴν κλίσιν μου εἰς τὸ τίμιον τοῦ εὐγενοῦς χαρακτῆρος Σας. Ἐν τοσούτῳ ἐπὶ τῆς ἐνδόξου προεδρίας Σας δὲν ἐλπίζει νὰ πάθῃ ἀνάξια ὁ ἠπατημένος Κολοκοτρώνης […]». (Αρχεία Κουντουριώτου, τ. Γ΄, σ. 522-523 και αναφορά σε Σιμόπ., σ. 53)
****** Όταν ο γιος του ο Κολίνος παντρεύτηκε την εγγονή του πρώην ηγεμόνος της Βλαχίας Καρατζά, είπε περιχαρής ο γέρος του Μοριά: «Ἐσυμπεθέρευσεν ἡ κάπα μὲ τὴν γούνα».
******* Έτσι τον αποκαλεί στα γραφτά του ο Οθωμανός αξιωματούχος Mir Yusuf el Moravi (βλ. γι’ αυτόν υποσημείωση σε λ. μίσος): «Μας ενημέρωσε πως το πέρασμα δεν είχε εγκαταληφθεί, και ότι ο Κολλή Κοτρόν, ο κυριότερος μπέης των απίστων, βρισκόταν εκεί». (Οθωμ. Αφηγ.) Και: «Είχε μαθευτεί πως ο κακώνυμος Κολοκοτρώνης, πάππου προς πάππου κλέφτης, ο οποίος κατά τη διάρκεια της θητείας του βαλή Τζεμπετζήμπαση Οσμάν Πασά είχε διαφύγει στη Ζάκυνθο και ήταν στη στρατιωτική υπηρεσία της Αγγλίας, είχε περάσει στο Μοριά […]». (πρ. π.)
Το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο
Το δεύτερο μέρος από το ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ, κοινώς καλούμενο το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο. Με συνολικά 288 σελίδες και 2 τετράχρωμα δεκαεξασέλιδα, με εκατοντάδες σπάνιες εικόνες εποχής και πάμπολλες (και σπαρταριστές) μικροϊστορίες από το 1821, αναδεικνύει την αθέατη πλευρά του 1821. Δείτε το ΕΔΩ.