Πολεμικά έργα του Ιουστινιανού
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Το πρώτον σπουδαίον πολεμικόν έργον της βασιλείας του Ιουστινιανού ήτο ο προς τους Πέρσας αγών, ο οποίος ήρχισε το 528 μ.Χ. Βασιλεύς της Περσίας, εκ του μνημονευθέντος ανωτέρω οίκου των Σασσανιδών ήτο ο Καβάδης (Κοβάδ περσιστί), βασιλεύων από του 487 μ.Χ. Το Περσικόν κράτος των Σασσανιδών από του χρόνου της ιδρύσεώς του (226 μ.Χ.) διετέλει εις συχνούς πολέμους προς τους Ρωμαίους αυτοκράτορας• κατ’ αρχάς μεν προς τους αυτοκράτορας της αρχαίας Ρώμης, από δε του Κωνσταντίνου του Μεγάλου προς τους Ελληνορρωμαίους αυτοκράτορας της Ανατολής. Οι Σασσανίδαι καλούμενοι Πέρσαι βασιλείς, θεωρούντες εαυτούς διαδόχους των αρχαίων βασιλέων της Περσίας, των Αχαιμενιδών, και κληρονόμους του μεγάλου εν Ασία Περσικού κράτους, του καταλυθέντος υπό του Αλεξάνδρου, είχαν την αξίωσιν να προσθέσουν εις το κράτος των όλας τας από του Αιγαίου μέχρι του Ευφράτου χώρας. Οι πόλεμοι αυτοί ήσαν συχνότατοι από του χρόνου της συστάσεως του κράτους των Σασσανιδών, αλλ’ είχαν γίνη σπανιώτεροι από του τέλους του τετάρτου μ.Χ. αιώνος, διότι από του χρόνου εκείνου και το Περσικόν κράτος υπέκειτο εις πολλάς βαρβαρικάς επιδρομάς, αι οποίαι ημπόδιζαν πάσαν άλλην ενέργειαν των βασιλέων της Περσίας. Από τας αρχάς όμως του έκτου μ.Χ. αιώνος, ότε περιωρίσθησαν οπωσούν αι βαρβαρικαί επιδρομαί, ήρχισαν πάλιν πολεμικαί τινες πράξεις εκ μέρους των Περσών, αλλά ταχέως έληξαν. Το δε 526 μ.Χ., ότε εβασίλευεν ακόμη ο Ιουστίνος Α’, ο Καβάδης διά πρεσβείας έκαμεν εις τον Ιουστίνον πρότασιν εκ πρώτης όψεως αρκετά παράδοξον: Εζήτει δηλαδή παρ’ αυτού να υιοθετήση τον υιόν του Καβάβου Χοσρόην ή, κατ’ άλλην παράδοσιν, να επιτροπεύση αυτόν μετά τον θάνατον του γηραιού πατρός.
Τοιαύται πράξεις δεν ήσαν όλως ασυνήθεις εις την ιστορίαν των δύο κρατών. Και ο αυτοκράτωρ Αρκάδιος, προ εκατόν και πλέον ετών, είχε καταστήσει διά διαθήκης επίτροπον, ήτοι προστάτην του ανηλίκου υιού και διαδόχου του Θεοδοσίου του Β’ τον βασιλέα της Περσίας Ισδίγερδον, πιθανώς διά να προλάβη διά τοιαύτης πολιτικής πάσαν εκ μέρους του Ισδιγέρδου εναντίον του κράτους επιβουλήν κατά την ανηλικότητα του διαδόχου, ή διά να ασφαλίση την του Ισδιγέρδου σύμπραξιν εναντίον τρίτου τινός εξωτερικού ή εσωτερικού πολεμίου του Θεοδοσίου Β’. Εις την προκειμένην περίστασιν, επειδή ο Καβάδης διάδοχον της αρχής καθίστα όχι τον πρωτότοκον, αλλά τον τριτότοκον υιόν του Χοσρόην, τον οποίον ιδιαιτέρως ηγάπα, η πρότασις περί υιοθεσίας ή επιτροπείας δεν εξελήφθη κατ’ αρχάς ως σχέδιον επίβουλον. Αλλ’ είς των συμβούλων του Ιουστίνου, ο Πρόκλος, παρέστησε την πρότασιν ως αποβλέπουσαν εις την δημιουργίαν αξιώσεων επί του χριστιανικού θρόνου, και διά τούτο απερρίφθη. Την απόρριψιν ηκολούθησεν η κήρυξις πολέμου εκ μέρους του Καβάδου.
Ο πόλεμος δεν είχεν ακόμη λάβει μεγάλας διαστάσεις, ότε απέθανεν ο Ιουστίνος Α’ και ανήλθεν εις τον θρόνον οριστικώς ο Ιουστινιανός (527). Επί τούτου, μετά τινας όχι αποτελεσματικάς μάχας, συγκροτηθείσας κατά το 528 εν Αρμενία και παρά τον Ευφράτην, ο Βελισάριος διορισθείς το επόμενον έτος αρχιστράτηγος των Ανατολικών στρατευμάτων ενίκησε παρά την περίφημον εν Μεσοποταμία πόλιν Νίσιβιν τον εκ 40 χιλ. ανδρών συγκείμενον στρατόν των Περσών, ηγούμενος αυτός 25 χιλιάδων μόνον ανδρών. Συγχρόνως δε άλλοι στρατηγοί του αυτοκράτορος επροχώρησαν νικηφόροι εις την Περσικήν Αρμενίαν ή Περσαρμενίαν (η Αρμενία από του 428 μ.Χ., εκλιπόντος του βασιλικού εκεί οίκου, είχε διανεμηθή ειρηνικώς μεταξύ του Ρωμαϊκού και του Περσικού κράτους), και εκυρίευσαν οχυρά τινα φρούρια. Ο πόλεμος εξηκολούθησε και μετά τας επιτυχίας αυτάς των στρατευμάτων του Ιουστινιανού, το μεν διότι οι Σαμαρείται επανεστάτησαν τότε και εζήτουν να συμπράξουν μετά του Καβάδου, το δε διότι ο Άραψ φύλαρχος της Πετραίας Αραβίας Αλαμύνδωρ ηπείλει να εισβάλη εις την Συρίαν. Μοίρα του αυτοκρατορικού στρατού εξ Ούννων συγκειμένη, υπό την αρχηγίαν του Ούννου Σουνίκα, ενίκησε πάλιν τους Πέρσας• αλλ’ η μεγάλη παρά το Καλλίνικον το 530 συγκροτηθείσα μάχη δεν απέβη υπέρ των αυτοκρατορικών όπλων. Ουχ ήττον το επόμενον έτος 531 συνωμολογήθη «ειρήνη απέραντος» δηλαδή αιώνιος, ως ωνομάσθη εις την συνθήκην, διότι εις την Περσίαν απέθανεν ο Καβάδης, και ο ανελθών εις τον θρόνον Χοσρόης ήθελε την ειρήνην διά να στερεώση τον θρόνον του.
Εξ άλλου δε και ο Ιουστινιανός ήθελε να στρέψη την προσοχήν και την ενέργειάν του προς την Δύσιν, δηλαδή προς την Αφρικήν και την Ιταλίαν. Διά της «απεράντου ειρήνης» ο Ιουστινιανός απέδιδεν εις τους Πέρσας τα εν Αρμενία κυριευθέντα φρούρια, η δε παρά τον Καύκασον χριστιανική χώρα Ιβηρία, ήτοι η Γεωργία, υποτελής εις την Περσίαν και προ του πολέμου, επανήρχετο πάλιν εις την εξουσίαν των, εδίδετο δε αμνηστία εις όλους τους Ίβηρας, όσοι κατέφυγαν εις το χριστιανικόν κράτος, και επετρέπετο η ελευθέρα εις την πατρίδα των επάνοδος. Εις την Μεσοποταμίαν αποκαθίσταντο τα προ του πολέμου όρια. Τέλος οι Πέρσαι ανελάμβαναν κατά τας παλαιάς συνθήκας την διά στρατού ιδικού των διαφύλαξιν των στενών του Καυκάσου, διά να μη εισβάλλουν διά τούτων εις Περσίαν ή εις τας εν Ασία Ελληνικάς χώρας βάρβαροι εκ των πέραν του Καυκάσου χωρών. Χάριν της υπηρεσίας ταύτης ελάμβαναν παρά του αυτοκράτορος εφάπαξ 11 χιλιάδας λίτρας χρυσίου (περίπου 12,375,000 δρ. αργυράς). Η συνθήκη της ειρήνης επεκυρώθη το επόμενον έτος (532) υπό των δύο βασιλέων. Και ούτω μεν έληξε το 532 ο τετραετής αυτός πόλεμος.
Κατά το αυτό έτος εξερράγη εις την Κωνσταντινούπολιν στάσις δεινή. Έλαβεν αρχήν από τας εις το ιπποδρόμιον αντιμαχομένας μερίδας. Οι ιπποδρομικοί αγώνες είχαν μεταφερθή εις την Κωνσταντινούπολιν από την Ρώμην, όπου ετελούντο εξ αρχαιοτάτων χρόνων. Επί των αυτοκρατορικών χρόνων είχαν σχηματισθή μερίδες εις τους ιπποδρόμους λαμβάνουσαι το όνομα εκ των χρωμάτων της στολής των αρματηλατών, κατά τα οποία ωνομάζοντο και οι ανήκοντες εις μίαν ή την άλλην μερίδα Πράσινοι, Κυανοί, Λευκοί, Ερυθροί. Αλλ’ η διαίρεσις περιωρίσθη εν Κωνσταντινουπόλει μόνον εις Πρασίνους και Κυανούς. Κατά μικρόν αι μερίδες αυταί περιελάμβαναν όλους σχεδόν τους κατοίκους. Μεταξύ των μερίδων συνέβαιναν πολλάκις έριδες αιματηραί λαμβάνουσαι μεγάλας διαστάσεις και έχουσαι πολιτικόν χαρακτήρα σοβαρόν, καθ’ όσον αι αρχαί, και ενίοτε αυτός ο αυτοκράτωρ, εθεωρείτο ότι εδείκνυαν εύνοιαν εις την μίαν ή την άλλην μερίδα. Επί του Ιουστινιανού δε, το 532, η έρις ήρχισε μεταξύ των δύο μερίδων και κατέληξεν εις την ένωσιν και των δύο εναντίον του αυτοκράτορος, μεταβληθείσα εις επανάστασιν αντιδυναστικήν. Οι στασιασταί εκηρύχθησαν αναφανδόν κατά του Ιουστινιανού. Τον καθήρεσαν και ανηγόρευσαν αυτοκράτορα τον μέχρι τούδε πιστόν εις αυτόν ανεψιόν του Αναστασίου Υπάτιον Α’, τον οποίον και έστεψαν εις τον ιππόδρομον.
Η θέσις των πραγμάτων ήτο δεινή. Πολλά μέρη της πόλεως πλησίον των ανακτόρων κατεστρέφοντο υπό του πυρός των στασιαστών. Στρατός πολύς δεν υπήρχεν εντός της πόλεως, του δε υπάρχοντος στρατού, και αυτής της αυτοκρατορικής φρουράς, ήρχισε να κλονίζεται η προς τον Ιουστινιανόν πίστις. Ούτος περιωρισμένος εντός των ανακτόρων εσκέπτετο περί του πρακτέου μετά των συμβούλων, παρασκευάζων πλοία διά να φύγη. Πράγματι δε όλοι σχεδόν οι περί αυτόν συνεβούλευαν την φυγήν. Τότε έσωσε τον αυτοκράτορα διά του πνεύματος και της τόλμης της η Θεοδώρα. Λαβούσα τον λόγον εις το συμβούλιον, κατέκρινεν εντονώτατα τας περί φυγής συμβουλάς. «Την φυγήν, είπε, και αν μας φέρη την σωτηρίαν, θεωρώ ολεθρίαν• ο άνθρωπος, επρόσθεσεν, άπαξ ελθών εις τον κόσμον είναι αδύνατον να αποφύγη τον θάνατον• αλλ’ εις τον ανελθόντα άπαξ εις τον θρόνον της βασιλείας δεν είναι ανεκτόν να είναι φυγάς• μη γένοιτο να στερηθώ την βασιλικήν μου αλουργίδα μηδέ να ζήσω την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο λαός δεν θα με προσφωνή ως βασιλίδα δέσποιναν! Αν θέλης, βασιλεύ, να σώσης απλώς την ζωήν σου, ουδόλως τούτο είναι δύσκολον• χρήματα έχομεν πολλά• εδώ είναι η θάλασσα, εδώ τα πλοία• σκέψου όμως μήπως αφού σωθής εύρης ότι είνε προτιμότερος ο θάνατος της τοιαύτης αδόξου σωτηρίας• εις εμέ αρέσκει ο παλαιός λόγος: ότι καλόν εντάφιον είνε η βασιλεία».
Οι λόγοι ούτοι ενέπνευσαν θάρρος εις όλους και ο βασιλεύς με ανδρειότερον το φρόνημα άφησε πάσαν σκέψιν περί φυγής και απεφάσισε να αντισταθή• ανέθεσε δε το έργον της αμύνης εις τον στρατηγόν Βελισάριον, προ ολίγου επιστρέψαντα εκ του κατά των Περσών πολέμου. Ευτυχώς είχεν έλθει τότε εις την Κωνσταντινούπολιν μετά των έξ Ερούλων συγκειμένων ταγμάτων του ο στρατηγός Μούνδος, ο προ μικρού ανδραγαθήσας παρά τον Δανούβιον εναντίον των Βουλγάρων. Ο Βελισάριος διέταξεν έφοδον εναντίον του εις τον ιππόδρομον συνηγμένου ενόπλου αλλ’ ατάκτου πλήθους. Η τολμηρά εμφάνισις του στρατού του Βελισαρίου, συμπράττοντος και του Μούνδου, έφεραν την αταξίαν εις το πλήθος και, ως συμβαίνει συνήθως εις τοιαύτας περιστάσεις, η μάχη μετεβλήθη μετ’ ολίγον εις σφαγήν. Περισσότεραι των τριάκοντα χιλιάδων εφονεύθησαν την ημέραν εκείνην (18 Ιανουαρίου 532). Ο Υπάτιος, φέρων έτι το βασιλικόν στέμμα και καθήμενος επί του βασιλικού θρόνου εις τον ιππόδρομον, συνελήφθη μετά του αδελφού του Πομπηίου υπό των ανθρώπων του Ιουστινιανού, χωρίς να προσδράμη κανείς εις βοήθειάν των, και παραδοθέντες εις τον Ιουστινιανόν εις τα ανάκτορα ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας εφονεύθησαν και εδημεύθη η περιουσία των. Αλλ’ ο Ιουστινιανός απέδωκεν έπειτα εις εκείνους εκ των συγγενών, όσοι απεδείχθησαν αθώοι, την δημευθείσαν περιουσίαν. Ούτως έληξεν, αφού επί τέσσαρας ημέρας τοσούτον σφοδρώς ετάραξε την βασιλεύουσαν πόλιν και επέφερε τοσαύτας καταστροφάς ανθρώπων και αποτεφρώσεις κτιρίων, η στάσις εκείνη, η κληθείσα στάσις του Νίκα, εκ της λέξεως νίκα, την οποίαν είχαν η στασιασταί ως σύνθημα.
Έν έτος μετά το γεγονός τούτο επεχείρησεν ο Ιουστινιανός νέον σπουδαίον εξωτερικόν πόλεμον εις Αφρικήν εναντίον των Βανδήλων.
Οι Βανδήλοι ήσαν έθνος Γερμανικόν βάρβαρον. Περί τα τέλη του τετάρτου και τας αρχάς του πέμπτου μ.Χ. αιώνος είχαν κατέλθει από τα περί την Βαλτικήν θάλασσαν μέρη, επέρασαν τας Γερμανικάς και τας Γαλατικάς χώρας και μετέβησαν εις την Ισπανίαν• εκείθεν δε τω 429 μετέβησαν εις την Αφρικήν (διά του Ηρακλείου πορθμού, του σημερινού Γιβραλτάρ) και κατέλαβαν όλας τας από του Ατλαντικού μέχρι των δυτικών ορίων της Αιγύπτου εκτεινομένας χώρας της βορείου Αφρικής (τας σήμερον καλουμένας Μαρόκκον, Αλγέριον, Τύνιδα και Τρίπολιν της Βαρβαρίας). Οι βάρβαροι αυτοί, υπό τον αρχηγόν των Γειζέριχον, φοβερόν διά την βαρβαρότητα, την ωμότητα και την πανουργίαν του, κατήντησαν επί μακρόν χρόνον η μάστιξ των χωρών της Μεσογείου. Διά πειρατικού στόλου ελεηλάτουν τας παραλίους χώρας της Ιταλίας και της Ελλάδος, εκυρίευσαν την Σαρδηνίαν και την Κορσικήν, και αυτής της Ρώμης επί μικρόν έγειναν κύριοι τω 453 και διέπραξαν απείρους διαρπαγάς χρημάτων και πραγμάτων και εξανδραποδισμούς ανθρώπων, τους οποίους, έπειτα απέλυαν αντί βαρυτάτων λύτρων. Αι φοβεραί πειρατικαί επιδρομαί των έφθασαν εις την Ελλάδα από των Ιονίων νήσων και των δυτικών παραλίων της Πελοποννήσου μέχρι των νήσων του Αιγαίου, και πανταχόθεν εκομίζοντο άπειρα λάφυρα εις το ληστρικόν των κράτος. Οι Βανδήλοι των χρόνων εκείνων έκαμναν εις τους Έλληνας και τους Ιταλούς τα αυτά και χειρότερα από όσα υπέφεραν μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος οι χριστιανικοί λαοί της Μεσογείου από τους κατοικούντας τους ιδίους τόπους της Αφρικής Βερβέρους πειρατάς (Τυνησίους και Αλγερινούς). Εις μάτην επεχείρησάν τινες των αυτοκρατόρων να τιμωρήσουν τους Βανδήλους και τον ηγεμόνα των και να καταλύσουν το ληστρικόν εκείνο κράτος. Ούτω το 467 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ της Ανατολής Λέων Α’ από κοινού μετά του εν Ρώμη αυτοκράτορος Ανθεμίου εξέπεμψαν μεγάλην στρατιάν συγκειμένην από 1100 πλοία και 100 χιλ. στρατιωτών. Και όμως την φοβεράν αυτήν δύναμιν, την απαιτήσασαν δαπάνην 130 χιλ. λιτρών χρυσίου ήτοι 146,255,000 δρ. αργυρών, κατώρθωσε να ματαιώση ο πολυμήχανος και παμπόνηρος Γειζέριχος καταστρέψας διά πυρός τον στόλον. Και ο μεν Γειζέριχος απέθανε τέλος το 474 μ.Χ., αλλ’ αι ληστοπειρατικαί επιδρομαί των Βανδήλων εξηκολούθουν και επί των διαδόχων του. Δεν περιωρίζοντο δε οι Βανδήλοι εις το να λυμαίνωνται τας Ιταλικάς και Ελληνικάς χώρας, αλλ’ επίεζαν δεινώς και τους εγχωρίους Ρωμαίους και Έλληνας κατοίκους των χωρών τας οποίας εξουσίαζαν. Τούτους τους εμίσουν και ως ορθοδόξους, διότι αυτοί ήσαν χριστιανοί Αρειανοί, εξήγειραν δε κατά των Ρωμαίων και Ελλήνων τους αρχαιοτέρους βαρβάρους ιθαγενείς της χώρας, τους Μαυριτανούς ή Μαυρουσίους και τους Νουμίδας.
Η κατάστασις εφάνη επί μίαν στιγμήν βελτιωθείσα οπωσδήποτε, ότε το 523 ανήλθεν εις τον Βανδηλικόν θρόνον ο έγγονος του Γειζερίχου (του Ονωρίχου υιός) Ιλδέριχος, ο οποίος έπαυσε τους κατά των Ορθοδόξων διωγμούς. Αλλά διά τούτο ακριβώς εξεθρονίσθη και εφυλακίσθη το 530, βασιλεύοντος του Ιουστινιανού, υπό του συγγενούς του Γελιμέρου, ο οποίος κατέλαβε την αρχήν και ήρχισε πάλιν να καταδιώκη τους ορθοδόξους. Τότε ο Ιουστινιανός έγραψε προς αυτόν γράμματα εν αρχή συμβουλευτικά, έπειτα δε απειλητικά. Αφού δε ο Γελίμερος εις μεν τον Ιουστινιανόν απήντησε με αυθάδειαν, κατέστησε δε αυστηροτέραν την φυλακήν του Ιλδερίχου και των φίλων του, ο Ιουστινιανός έσπευσε να περατώση τον προς τους Πέρσας πόλεμον και να ανακαλέση τον Βελισάριον εκ της Ασίας διά να αναθέση εις αυτόν την διεξαγωγήν του κατά Γελιμέρου πολέμου.
Ο Βελισάριος επανελθών εις Κωνσταντινούπολιν, αφού κατέβαλεν εκεί την στάσιν Νίκα, ανέλαβε την αρχηγίαν του κατά των Βανδήλων πολέμου. Οι σύμβουλοι του Ιουστινιανού, και ιδίως ο Ιωάννης ο Καππαδόκης, απέτρεπαν τον αυτοκράτορα της επιχειρήσεως, υπενθυμίζοντες τα αποτελέσματα της επί του Λέοντος του μεγάλου εκστρατείας. Αλλ’ ο αυτοκράτωρ επέμεινε και παρεσκευάσθη στόλος 600 πλοίων και 30 χιλιάδων ανδρών, στρατιωτών ομού και ναυτών, και 3000 ίππων. Ο στόλος ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν εν μέσω μεγάλης πομπής και πανηγύρεως, αφού ο πατριάρχης Επιφάνιος ετέλεσεν επί της ναυαρχίδας ενώπιον του αυτοκράτορος την κανονισμένην δέησιν εις τον Ύψιστον.
Ο στόλος έπλευσεν ασφαλώς το μακρόν μέχρι Σικελίας διάστημα, εκ της νήσου δε ταύτης παρέλαβαν στρατόν επικουρικόν του Ουστρογοτθικού κράτους και έπλευσαν εις την παραλίαν της Αφρικής. Ο στρατός απεβιβάσθη εις θέσιν εκλεχθείσαν καταλληλότατα υπό του Βελισαρίου και απέχουσαν πέντε ημερών οδόν από την Καρχηδόνα, την οποίαν οι Βανδήλοι είχαν καταστήσει πρωτεύουσάν των. Μετά μεγάλης στρατιωτικής πειθαρχίας και στρατηγικής ικανότητος ωδήγησεν ο Βελισάριος τον στρατόν του προς την Καρχηδόνα, φιλανθρωπότατα και ηπιώτατα φερόμενος προς τους ορθοδόξους εγχώριους, μη ευρίσκων δε κρατεράν αντίστασιν εκ μέρους των Βανδήλων. Ούτοι ενεδρεύοντες περί την πρωτεύουσαν προσέβαλαν τον στρατόν του Βελισαρίου, αλλά ταχέως κατετροπώθησαν και ετράπησαν εις φυγήν. Η Καρχηδών, η κατοικουμένη το πλείστον υπό Ορθοδόξων Ρωμαίων και Ελλήνων, ήνοιξε τας πύλας της και πανηγυρικώς υπεδέχθη τους νικητάς ως ελευθερωτάς. Ο Γελίμερος φεύγων έδωκε διαταγάς να φονευθή εις το δεσμωτήριον ο Ιλδέριχος μετά των οπαδών του, συναθροίσας δε τα λείψανα του στρατού του και καλέσας τους αρχαίους Ιθαγενείς Νουμίδας και Μαυρουσίους ετόλμησε και πάλιν να αντιταχθή κατά του Βελισαρίου.
Αλλ’ εκείνος μετά στρατού αριθμητικώς μικροτέρου προσέβαλε περί την πόλιν Βούλλαν και διεσκόρπισε τον βαρβαρικόν στρατόν και εκυρίευσε το στρατόπεδον του Γελιμέρου με όλους τους θησαυρούς του. Μετά το γεγονός τούτο όλαι αι πόλεις και αι χώραι του Βανδηλικού κράτους εις την Αφρικήν υπετάγησαν εις τον νικητήν, και ο πόλεμος έληξεν εντός τριών μόνον μηνών. Ο Γελίμερος κατέφυγεν εις τας απροσίτους κορυφάς των ορέων της Νουμιδίας (Αλγερίου), αλλά καταβληθείς μετ’ ολίγον από την πείναν και από τας κακουχίας παρεδόθη εις τον Βελισάριον. Ο νικηφόρος στρατηγός εστρατοπέδευσεν εις την Καρχηδόνα εντός αυτών των υπό του Γειζερίχου κτισθέντων ανακτόρων και κατέλυσεν οριστικώς το Βανδηλικόν κράτος, αφού ο Ιλδέριχος και οι συγγενείς του είχαν φονευθή κατά διαταγήν του Γελιμέρου, και προσήρτησεν εις την άμεσον αρχήν του αυτοκράτορος όλας τας μέχρι τούδε αποτελούσας αυτό χώρας. Μετά ταύτα ο Βελισάριος επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν φέρων τον Γελίμερον και τους Γότθους μεγιστάνας αιχμαλώτους, καθώς και τα λάφυρα, όσα είχαν αρπάσει οι Βανδήλοι εκ των Ρωμαϊκών και των Ελληνικών χωρών και εφύλατταν εις την Καρχηδόνα. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού υπεδέχθησαν εις την Κωνσταντινούπολιν τον εξ Αφρικής επιστρέφοντα δαφνοστεφή στρατηγόν και τον νικηφόρον στρατόν. Μεγαλοπρεπής δε έγινε κατά το αρχαίον Ρωμαϊκόν έθιμον θρίαμβος. Ο Βελισάριος και ο στρατός μετέβησαν εις τον Ιππόδρομον, όπου ανέμενεν ο αυτοκράτωρ επί του θρόνου. Ο θρίαμβος διέφερε του αρχαίου Ρωμαϊκού κατά τούτο, ότι ο νικητής δεν εφέρετο επί άρματος, αλλ’ εβάδιζε πεζός. Παρηκολούθει δε τους νικητάς ο Γελίμερος και οι Γότθοι αιχμάλωτοι και εκομίζοντο κατά το σύνηθες όλα τα πολύτιμα λάφυρα του πολέμου: θρόνοι χρυσοί και οχήματα και πλήθος πολυτίμων λίθων, επιτραπέζια σκεύη χρυσά, και άργυρος και πολλά έπιπλα βασιλικών παλατίων (όσα είχε λαφυραγωγήσει πρότερον ο Γειζερίχος εις Ρώμην). Εν μέσω δε του χριστιανικού τούτου θριάμβου, τον οποίον παρηκολούθει ο λαός μετά φανών και λαμπάδων και ψαλτών ψαλλόντων επινικίους ύμνους της Εκκλησίας, ο Γελίμερος επανελάμβανε το του Εκκλησιαστού: «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης».
Εκτός των άλλων λαφύρων εις τον θρίαμβον εκείνον εκομίζοντο και τα χρυσά σκεύη του εν Ιερουσαλήμ ναού του Σολομώντος. Τα βαρύτιμα σκεύη, κοσμήσαντα τον ναόν της Ιερουσαλήμ περί το 1000 π.Χ., εκομίσθησαν εις Βαβυλώνα τω 588 π.Χ. υπό του Ναβουχοδονόσορος, του βασιλέως των Βαβυλωνίων, του καταστρέψαντος τον ναόν. Ότε δε κατά το 538 εκυριεύθη η Βαβυλών υπό των Περσών και κατελύθη το Βαβυλωνιακόν κράτος, απεδόθησαν εις τους εκ της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας επιστρέφοντας Ιουδαίους και κατετέθησαν εις τον επί του Δαρείου του Υστάσπους ανοικοδομηθέντα ναόν της Ιερουσαλήμ. Μετά 600 περίπου έτη, ότε επί του αυτοκράτορος Ουεσπασιανού η Ιερουσαλήμ επαναστατήσασα κατά των Ρωμαίων κατεστράφη (70 μ.Χ.) και ο ναός επυρπολήθη και κατεσκάφη, τα ιερά σκεύη διηρπάγησαν και μετεφέρθησαν ως λάφυρα εις την Ρώμην. Μετά 383 έτη συληθέντα υπό του Βανδήλου Γειζερίχου μετεφέρθησαν εις την Αφρικήν και εκείθεν μετά την κατάλυσιν του Βανδηλικού κράτους μετεκομίσθησαν εις Κωνσταντινούπολιν διά να κοσμήσουν τον θρίαμβον του Βελισαρίου. Κατόπιν δε έμελλαν ν’ αποσταλούν εις την Ιερουσαλήμ διά να κατατεθούν όχι εις τον μη υπάρχοντα πλέον ναόν του Σολομώντος, αλλά εις τον παρά τα θεμέλιά του ανεγερθέντα υπό του Ιουστινιανού νέον χριστιανικόν ναόν της Θεοτόκου, τα μέχρι σήμερον Άγια των Αγίων, και ως μωαμεθανικόν έτι τέμενος, καλούμενα. Ούτως ο Γελίμερος με όλους τους συγγενείς και ομοφύλους του παρηκολούθει τον θρίαμβον φέρων επί των ώμων εσθήτα πορφυράν. Ότε δε έφθασεν εις τον Ιππόδρομον και είδε τον βασιλέα καθήμενον επί θρόνου υψηλού και τον λαόν όλον της Κωνσταντινουπόλεως, αναλογισθείς πού κατήντησε, δεν έκλαυσεν ούτε εστέναξεν, αλλ’ επανέλαβε πάλιν την ρήσιν του Εκκλησιαστού περί ματαιοτήτων. Τότε δε αφαιρεθείσης της βασιλικής του πορφύρας ηναγκάσθη να πέση εις τους πόδας του βασιλέως και να τον προσκυνήση ως ικέτης. Ο Ιουστινιανός γενναίως φερόμενος έδωκε, καθώς και η Θεοδώρα, πολλά δώρα εις τον Γελίμερον και εις τους Γότθους μεγιστάνας, παρεχώρησε δε εις αυτούς και μεγάλα κτήματα εις την Μικράν Ασίαν, όπου να διαβιώσουν εν ειρήνη, θα κατετάσσετο δε ο Γελίμερος και εις την τάξιν των Πατρικίων, αν δεν επέμενεν εις τα δόγματα του Αρειανισμού. Οι λοιποί των Βανδήλων ετάχθησαν εις τον στρατόν του κράτους αποτελέσαντες ίδιον τάγμα.
Διά της καταλύσεως του Βανδηλικού κράτους τα όρια της αυτοκρατορίας εξετάθησαν εις την Αφρικήν από των δυτικών ορίων της Αιγύπτου μέχρι του Ηρακλείου πορθμού και του Ατλαντικού Ωκεανού, περιλαμβάνοντα και την Σαρδηνίαν και την Κορσικήν και τας Βαλεαρίδας νήσους. Ούτως εξεπληρώθη εν μέρει το ιδεώδες του Ιουστινιανού, ζητούντος να επαναφέρη το Ρωμαϊκόν κράτος εις το πρότερον μεγαλείον του. Αλλά το ιδεώδες αυτό δεν ηδύνατο να θεωρηθή τελείως πραγματούμενον, ενόσω η Ιταλία, η κοιτίς του παγκοσμίου κράτους της Ρώμης, ενόσω αυτή η Ρώμη, η εστία και πρωτεύουσα του κράτους τούτου, ευρίσκοντο εις χείρας βαρβαρικάς, ηθικώς μόνον υποκείμεναι εις την αυτοκρατορίαν της Κωνσταντινουπόλεως. Διά τούτο μετά την κατάλυσιν του Βανδηλικού κράτους επωφελήθη ο Ιουστινιανός εκ της πρώτης δοθείσης αφορμής και ευσχήμου προφάσεως διά να επέμβη εις τα της Ιταλίας και να υπαγάγη την χώραν υπό την άμεσον εξουσίαν του.
Αφ’ ότου ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσαν του Ρωμαϊκού κράτους από την Ρώμην εις την Κωνσταντινούπολιν και έθεσε τας βάσεις του Ελληνορρωμαϊκού κράτους της Ανατολής, η Ρώμη και η Ιταλία έγιναν τρόπον τινά εξαρτήματα της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι αληθές ότι και μετά τον Κωνσταντίνον τον Μέγαν επί ελάχιστον χρόνον, και μετά τον Θεοδόσιον τον Μικρόν διαρκέστερον, το κράτος εκυβερνάτο ενίοτε και εκ των δύο πρωτευουσών διά δύο αυτοκρατόρων. Αλλ’ η ενότης του κράτους και ως προς τα δύο τμήματα έμεινε κατ’ ουσίαν άθικτος και η Κωνσταντινούπολις ήτο η κυρία και πραγματική πρωτεύουσα. Από του έτους 476 μ.Χ. οι μισθοφόροι Γερμανοί πολεμισταί ίδρυσαν εις την Ιταλίαν κράτος Γερμανικόν, του οποίου ο ηγεμών Οδόακρος ανεγνώρισε την υπερτάτην κυριαρχίαν του αυτοκράτορος της Ανατολής. Επίσης και ο καταλύσας το 493 την αρχήν του Οδοάκρου ηγεμών των Οστρογότθων Θευδέριχος, ο οποίος εισβαλών εις την Ιταλίαν μετά των Γότθων ίδρυσε κράτος Οστρογοτθικόν εκταθέν και πέραν των Άλπεων εις την νότιον Γαλλίαν και προς ανατολάς εις τας Ιλλυρικάς χώρας. Ο Θευδέριχος απέθανε το 526 μ.Χ. καταλιπών την αρχήν της Ιταλίας εις τον Αταλάριχον, υιόν της θυγατρός του Αμαλασούνθης. Επειδή δε ο πατήρ του Γότθος μεγιστάν Ευθάριχος είχεν αποθάνει προ του Θευδερίχου, τον ανήλικον Αταλάριχον επετρόπευεν η μήτηρ του, γυνή σώφρων, συνετή, φιλοδίκαιος, έχουσα παίδευσιν ρωμαϊκήν και φίλη του Ρωμαϊκού πολιτισμού. Εννοείται ότι η Αμαλασούνθα ανεγνώριζε την υπερτάτην κυριαρχίαν του Ιουστινιανού και έπεμψε μάλιστα, καθώς είδαμεν, επικουρικόν στρατόν εις τον κατά των Βανδήλων πόλεμον. Αφού ο Αταλάριχος απέθανε πριν ενηλικιωθή, η Αμαλασούνθα υπανδρεύθη το δεύτερον μετά του συγγενούς Θευδάτου, διά να αφήση κληρονόμον της αρχής. Αλλ’ ο φίλαρχος Θευδάτος εθανάτωσε την Αμαλασούνθαν έν έτος μετά τους γάμους, διά να μείνη μόνος άρχων του κράτους (535). Τούτο έδωκεν αφορμήν εις τον Ιουστινιανόν, ως υπέρτατον κυρίαρχον της Ιταλίας και προστάτην της φονευθείσης, να κηρύξη ευθύς τον πόλεμον κατά του φονέως σφετεριστού. Ο Θευδάτος, δειλός και περιωρισμένου πνεύματος, κατελήφθη από τρόμον και εφάνη αμέσως πρόθυμος να καταθέση το στέμμα και να μείνη απλούς επίτροπος της αρχής του αυτοκράτορος, εν ανάγκη δε να παραιτήση πάσαν αρχήν ασφαλίζων την ζωήν και την περιουσίαν του.
Αλλ’ η φορά των πραγμάτων ημπόδισε πάσαν τοιαύτην λύσιν. Αι πολεμικαί πράξεις ήρχισαν ταχέως κατά γην εις την Δαλματίαν, μετ’ ολίγον δε ο νικητής των Βανδήλων Βελισάριος ήλθε το θέρος του 535 μετά στόλου και στρατού, πολύ μικροτέρου του καταλύσαντος το Βανδηλικόν κράτος, εις την Σικελίαν και εγένετο εντός ολίγου κύριος της όλης νήσου, κατόπιν δε και ολόκληρος η νότιος Ιταλία, από Ρηγίου μέχρι Νεαπόλεως, υπετάχθησαν αναιμωτί. Και η Νεάπολις δε, όπου υπήρχεν ισχυρά φρουρά Γοτθική, κατελήφθη ευκόλως υπό του Βελισαρίου, ο οποίος εισήγαγε στρατόν εις την πόλιν διά τινος εις αχρηστίαν περιελθόντος υδραγωγείου.
Η τοιαύτη ταχεία κατάληψις ολοκλήρου της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας δεν προήρχετο απλώς εκ της ασθενείας των εκεί Γοτθικών φρουρών, αλλά και εκ της προθυμίας των κατοίκων, μεταξύ των οποίων πολλοί εις την Σικελίαν και την κάτω Ιταλίαν ωμίλουν ακόμη την Ελληνικήν και εθεώρουν τον εκ Κωνσταντινουπόλεως ερχόμενον στρατόν ως ομόφυλον ελευθερωτήν, οι δε Ιταλοί εδελεάζοντο εκ του ονόματος του Ρωμαίου αυτοκράτορος και του Ρωμαϊκού στρατού.
Μετά την κατάληψιν της Νεαπόλεως ο Βελισάριος εβάδιζε προς την Ρώμην μετ’ ελαχίστου στρατού. Εκ των 7500 ανδρών του στρατεύματος του άφησεν αρκετόν μέρος ως φρουράν εις την Σικελίαν και εις την Κάτω Ιταλίαν. Οι Γότθοι φονεύσαντες τον άνανδρον Θευδάτον ανηγόρευσαν βασιλέα τον γενναίον μεγιστάνα Ουίτιγιν, συγγενή του βασιλικού οίκου. Ενώ λοιπόν ο Βελισάριος μετά ολίγων μαχητών εβάδιζε προς την Ρώμην, ο Ουίτιγις συναθροίσας μέγαν στρατόν επήρχετο εναντίον του. Τούτο όμως δεν ημπόδισε τον Βελισάριον να εισέλθη εις την Ρώμην μετά του μικρού του στρατού και να γίνη δεκτός μετ’ αγαλλιάσεως υπό• των κατοίκων ως ελευθερωτής. Ο Ουίτιγις είχε μάθει ότι ο βασιλεύς των Φράγκων (της Ανατολικής Γαλλίας) ηπείλει να εισβάλη εις την άνω Ιταλίαν κατά προτροπήν του Ιουστινιανού, και επορεύθη προς τα εκεί καταλιπών εις την Ρώμην στρατόν Γοτθικόν 4000 ανδρών, ο οποίος απεχώρησεν άμα επλησίασεν ο Βελισάριος. Αλλ’ ο Ουίτιγις επέστρεψε ταχέως εκ της Άνω Ιταλίας, αφού παρεχώρησεν εις τον Θευδέβερτον τας πέραν των Άλπεων κτήσεις του Οστρογοτθικού κράτους (την Προβηγκίαν) και επήλθεν εναντίον της Ρώμης μετά 100 χιλιάδων γενναίων Γότθων πολεμιστών και επολιόρκησε (την άνοιξιν του 536) τον στρατόν του Βελισαρίου ανερχόμενον μετά της ελθούσης επικουρίας εις 5000 ανδρών. Η άμυνα της Ρώμης εναντίον εικοσαπλασίου στρατού είναι εκ των θαυμασιωτάτων επεισοδίων του πολέμου τούτου. Πόλις παμμεγίστη, ως ήτο η Ρώμη, έχουσα περιοχήν ολοκλήρων ωρών, τείχη δε και οχυρώματα πολλαχού ασθενέστατα, έχοντα ανάγκην μυριάδων φρουρών προς υπεράσπισιν, έπρεπε να φρουρήται από 100—150 χιλ. στρατού. Και όμως εκεί εφάνη η στρατηγική μεγαλοφυία του Βελισαρίου. Κατώρθωσε να αντισταθή επί έν ολόκληρον έτος και εννέα ημέρας και τέλος να αναγκάση εις υποχώρησιν τον εχθρόν.
Ο Βελισάριος, μετά την φυγήν του πολιορκητικού στρατού, λαβών μικράν επικουρίαν, κατεδίωξε τους πολεμίους μέχρι της οχυράς πρωτευούσης των Ραβέννης και εκεί τους επολιόρκησεν. Ο βασιλεύς των Οστρογότθων, μολονότι ανήρ ανδρείος, δεν έδειξεν εις την άμυναν της πρωτευούσης την στρατηγικήν επιτηδειότητα, την επιδειχθείσαν υπό του αντιπάλου του εις την πολιορκίαν της Ρώμης. Οι Γότθοι ταχέως εστενοχωρήθησαν πολιορκούμενοι. Επειδή δε συγχρόνως μέρος του πολιορκητικού στρατού κατελάμβανεν υπό διαφόρους αρχηγούς ολόκληρον την Μέσην Ιταλίαν, συγχρόνως δε Φράγκοι εισέβαλαν εις την Άνω Ιταλίαν, οι εν Ραβέννη Οστρογότθοι, θαυμάζοντες και άλλως το στρατηγικόν μεγαλείον του Βελισαρίου, επρότειναν να παραδώσουν την πόλιν επί τω όρω να κατασταθή αυτός βασιλεύς κυβερνών την Ιταλίαν ως άλλος αυτοκράτωρ. Ο Βελισάριος επροσποιήθη ότι δέχεται τας προτάσεις, αφού δε έγινε κύριος της Ραβέννης (κατά τον Μάιον του 540) εκήρυξεν ότι κατελάμβανε την πόλιν εν ονόματι του αυτοκράτορος Ιουστινιανού. Έδωκε δε συγχρόνως αμνηστίαν εις όλους τους Οστρογότθους και ασφάλειαν ζωής και περιουσίας υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος, καταλυομένου οριστικώς του Οστρογοτθικού κράτους.
Όλοι σχεδόν οι εντεύθεν του Πάδου κατοικούντες την Ιταλίαν Γότθοι ανεγνώρισαν την νέαν τάξιν των πραγμάτων. Μόνον γενναίοι τινες Γότθοι μεγιστάνες της πέραν του Πάδου Ιταλίας συνελθόντες έστειλαν πρεσβείαν εις τον Βελισάριον, διά να υπομνήσουν την δοθείσαν υπόσχεσιν: ότι έμελλεν αυτός να γίνη βασιλεύς, και παραπονούμενοι διά την παρασπονδίαν τον ωνόμαζαν δούλον εθελούσιον, και έλεγαν ότι δεν ησχύνετο προτιμών την δουλείαν αντί της βασιλείας. Ο Βελισάριος απήντησεν ότι ουδέποτε, ενόσω έζη ο Ιουστινιανός, θα εδέχετο το αξίωμα του βασιλέως. Η απάντησις αυτή εξηρέθισε τους πέραν του Πάδου Γότθους. Συνέτεινε δε εις τον εξερεθισμόν των και το άλλο γεγονός, ότι ο Βελισάριος μετά την άλωσιν της Ραβέννης ανακληθείς εις Κωνσταντινούπολιν διά να σταλή εις Ασίαν εναντίον των Περσών, έφερεν εκεί δέσμιον τον Ουίτιγιν και άλλους ευγενείς Γότθους ως τρόπαια του πολέμου. Καταληφθέντες υπό ιεράς αγανακτήσεως διά την διαγωγήν του Βελισαρίου εξηγέρθησαν ως είς άνθρωπος, εκλέξαντες βασιλέα τον γενναίον Βαδουίλαν ή Τωτίλαν διά να αγωνισθούν υπέρ της ελευθερίας των.
Το αίσθημα της εκδικήσεως και η εξέγερσις η εθνική διεδόθησαν εις όλην την Ιταλίαν. Πολλαί πόλεις και αυτή η Νεάπολις κατελήφθησαν πάλιν υπό των Γότθων. Τοιούτοι υπήρξαν οι καρποί της ηθικώς επιμέμπτου διαγωγής του Βελισαρίου, ο οποίος, καίπερ Χριστιανός ών, δεν εγνώριζεν ή δεν ενόει την υπό του Αποστόλου Παύλου λεγομένην μεγάλην αλήθειαν «το καλόν ουκ έστι καλόν, αν μη καλώς γένηται». Τουναντίον ο νέος Γότθος βασιλεύς, παρεκτός της γενναιότητος και της ρώμης της σωματικής, είχε και φρόνησιν ηθικήν και γενναιότητα ψυχικήν. Τούτο μαρτυρεί και το εξής γεγονός:
Κατά την άλωσιν της Νεαπόλεως Έλλην εκ Καλαβρίας ελθών εις τον βασιλέα κατήγγειλεν ένα των δορυφόρων του Γότθου ως κακοποιήσαντα την θυγατέρα του. Ο Τωτίλας διέταξεν ευθύς την φυλάκισιν του εγκληματίου, διακρινομένου άλλως διά την ανδρείαν του. Τότε οι Γότθοι μεγιστάνες φοβηθέντες περί της τύχης του δορυφόρου εζήτουν θορυβωδώς την απόλυσίν του. Αλλ’ ο Τωτίλας, αγορεύσας προς τους Γότθους, υπέμνησε πόσον αισχρόν θα ήτο εάν χάριν ενός μόνου ανθρώπου ητίμαζαν το όνομα των Γότθων, υπέμνησε δε ότι ο Θεός εις τους πολέμους είνε ίλεως προς τους δικαίους, όχι προς τους αδικούντας. Μετά τους λόγους του Τωτίλα οι Γότθοι εγκατέλιπαν τον άνθρωπον εις την τύχην του. Ο δε Τωτίλας τον εφόνευσε και την περιουσίαν του έδωκεν εις την κακοποιηθείσαν κόρην. Αι αρεταί του Τωτίλα και εξ άλλου αι βιαιότητες των αρχηγών του Ελληνορρωμαϊκού στρατού συνέτειναν ώστε πολλαί άλλαι πόλεις και χώραι να υποταχθούν εις τους Γότθους. Τέλος ο Τωτίλας επολιόρκησε και την Ρώμην όχι μετά 100000 ανδρών, καθώς ο Ουίτινις, αλλά μετά 15 μόνων χιλιάδων.
Εν τω μεταξύ ο Ιουστινιανός μαθών τα συμβάντα εις την Ιταλίαν έστειλε πάλιν εκεί τον Βελισάριον (544) ανακαλέσας αυτόν εκ της Ασίας. Μετά του Βελισαρίου επανήλθεν επί μικρόν η νίκη εις τα Ρωμαϊκά όπλα, αλλά η επιτυχία ήτο πρόσκαιρος. Η Ρώμη μετά δεινήν πολιορκίαν εκυριεύθη υπό του Τωτίλα, ο οποίος και εκεί απηγόρευσεν αυστηρώς εις τους Γότθους πάσαν σφαγήν, ατίμασιν και εξανδραποδισμόν των κατοίκων, επέτρεψε δε μόνον την αφαίρεσιν των τιμαλφών από τας οικίας των πλουσίων. Την απώλειαν της Ρώμης ηκολούθησαν άλλαι πολλαί ατυχίαι. Ο Βελισάριος, μη λαμβάνων επικουρίας εκ Κωνσταντινουπόλεως, εζήτησε παρά του αυτοκράτορος ως χάριν την ανάκλησίν του. Μετά την δευτέραν ταύτην ανάκλησιν του Βελισαρίου, οι Οστρογότθοι ενθαρρυνθέντες έτι μάλλον κατέλαβαν σχεδόν ολόκληρον την Ιταλίαν, κατασκευάσαντες δε και στόλον όχι μόνον ανέκτησαν την Σικελίαν, την Σαρδηνίαν και την Κορσικήν, αλλά και ελεηλάτουν τα παράλια της Ηπείρου, της Αιτωλίας και της Πελοποννήσου.
Τότε τέλος ο Ιουστινιανός, μολονότι περιπεπλεγμένος εις τον κατά του Χοσρόου πόλεμον, εθεώρησε ζήτημα τιμής την ευτυχή περάτωσιν του Γοτθικού πολέμου και απέστειλε στρατόν σημαντικόν, εκ Γερμανών κατά το πλείστον και εξ Ούννων και Περσών συγκείμενον, και αρχιστράτηγον τον γηραιόν αρχιθαλαμηπόλον και στρατηγόν Ναρσήν. Αλλά πριν φθάση ο Ναρσής εις Ιταλίαν, όπου μετέβη διά ξηράς (διά Ιλλυρίας και Δαλματίας), οι Οστρογότθοι έπαθαν δύο ατυχήματα. Ο στόλος των κατεστράφη υπό των Ελλήνων αρχηγών Ιωάννου και Βαλεριανού πλησίον της Αγκώνος, ενικήθησαν δε και εις την Σικελίαν κατά κράτος υπό του εκ Περσαρμενίας στρατηγού Αρταβάνου και ηναγκάσθησαν να αποχωρήσουν εκ της νήσου (551). Μετά την άφιξιν του Ναρσή, γενομένης μάχης εν Ταγίναις παρά τα Απέννινα (κατά τον Ιούλιον του 552), ηγωνίσθησαν ο Τωτίλας και οι Γότθοι μετά λεοντοθύμου ανδρείας επιτεθέντες επανειλημμένως κατά των πολεμίων. Αλλά θανάσιμος πληγή, την οποίαν έλαβεν ο Τωτίλας, έκρινε την μάχην υπέρ των εχθρών. Τα αιματοβαφή ενδύματα του Τωτίλα εστάλησαν υπό του Ναρσή ως τρόπαιον εις την Κωνσταντινούπολιν. Ο διάδοχος του Τωτίλου Τηίας εξηκολούθησε τον αγώνα και ηνάγκασε τον Ναρσήν να συγκροτήση νέαν κρατεράν μάχην κατά τους πρόποδας του Βεσουβίου παρά τον ποταμόν Δράκοντα. Εκεί εφονεύθη και ο Τηίας και κατελύθη οριστικώς η εν Ιταλία αρχή των Οστρογότθων (553). Είς τα ανδρεία λείψανα του στρατού των επετράπη να εγκαταλείψουν ελευθέρως την Ιταλίαν.
Ούτω τω 553 μ.Χ. ολόκληρος η Ιταλική Χερσόνησος από των Άλπεων μέχρι του Σικελικού πορθμού, η Σικελία, η Σαρδηνία και η Κορσική και αι προς ανατολάς της Ιταλίας και πέραν του Αδριατικού εκτεινόμεναι χώραι μέχρι του άνω Δανουβίου περιήλθαν εις την άμεσον αρχήν του Ιουστινιανού, ο οποίος εκυβέρνα την Ιταλίαν και την Σικελίαν δι’ επιτρόπου, καλουμένου Εξάρχου. Αλλά η κυριαρχία αυτή επί ολοκλήρου της Ιταλίας δεν διήρκεσεν επί πολύ. Η Άνω Ιταλία αφηρέθη υπό άλλου Γερμανικού έθνους (των Λογγοβάρδων) ευθύς μετά τον θάνατον του Ιουστινιανού, η δε Μέση Ιταλία και η Ρώμη μετά 200 περίπου έτη. Αλλ’ η Κάτω Ιταλία και η Σικελία, αι οποίαι ήσαν και Ελληνικώτεραι, έμειναν ηνωμέναι μετά του Ανατολικού κράτους μέχρι περίπου του δωδεκάτου αιώνος. Όχι μόνον δε διοικητικώς ήσαν ηνωμέναι μετά του κράτους, αλλά και ηθικώς μετά του Ελληνισμού. Χρησιμεύουσαι ως δεσμός μεταξύ της Ελληνικής Ανατολής και της Λατινικής Δύσεως, συνετέλεσαν μεγάλως εις την εν τη λοιπή Ιταλία διάδοσιν του Ελληνισμού και των Ελληνικών γραμμάτων κατά τους Μέσους καλουμένους αιώνας. Τόσον δε ισχυρός ήτο ο Ελληνισμός εις τας χώρας αυτάς, ώστε και σήμερον ακόμη, ενώ παρήλθαν 700 έτη από του οριστικού χωρισμού των από του Ελληνισμού, εις διαφόρους κώμας και πολίχνας των δύο άκρων της Ιταλίας, της Μεσσαπίας και της Καλαβρίας, η λαλουμένη υπό του λαού γλώσσα είναι ελληνική. Και υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην η ανάκτησις της Ιταλίας ήτο ως προς τα αποτελέσματα το σπουδαιότατον πολεμικόν έργον της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Αλλ’ η προς δυσμάς επέκτασις του κράτους της εν Κωνσταντινουπόλει βασιλείας δεν περιωρίσθη μόνον εις την Αφρικήν και εις την Ιταλίαν, αλλά περιέλαβε και αυτήν την Ισπανίαν. Την χώραν εκείνην είχαν καταλάβει περί τας αρχάς του πέμπτου μ.Χ. αιώνος διάφοροι βάρβαροι Γερμανικοί λαοί, μεταξύ των οποίων ονομαστότατοι απέβησαν οι Βησιγότθοι (ήτοι οι δυτικοί λεγόμενοι Γότθοι, χριστιανοί και αυτοί Αρειανοί) ιδρύσαντες εκεί κράτος. Εμφύλιοι διενέξεις μεταξύ των Γότθων τούτων επροκάλεσαν την επέμβασιν του Ελληνορρωμαίου επάρχου της Αφρικής Λιβερίου. Ούτος απεβίβασε στρατόν εις τα νοτιανατολικά παράλια της Ισπανίας και κατέλαβε πολλάς σημαντικάς πόλεις, την Καρθαγένην, την Μαλάγαν, τα Γάδειρα και αυτήν την κατόπιν περίφημον πρωτεύουσαν του εν Ισπανία Αραβικού κράτους Κορδούην. Ούτω δε επί του Ιουστινιανού και αρκετόν μέρος της Ισπανίας περιελήφθη εις το κράτος της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι αληθές ότι ο Ελληνισμός διά της τοιαύτης επεκτάσεως του κράτους αμείωτον ωφέλειαν είχε μόνον εκ της ανακτήσεως της Ιταλίας, καθώς εξηγήθη ανωτέρω, και εκ μέρους της Αφρικής, εκ της Τριπολίτιδος, όπου υπήρχε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός, ενώ εις τας ανακτηθείσας χώρας σποραδικώς μόνον κατώκουν Έλληνες. Ουχ ήττον όμως η μεγάλη ηθική λαμπηδών και η γοητεία την οποίαν ελάμβανε το κράτος, παρείχαν εμμέσως ηθικήν τινα επέκτασιν δυνάμεως εις τον Ελληνισμόν τον αποτελούντα την ζωτικήν δύναμιν της αυτοκρατορίας.
Αλλ’ ενώ εξετείνετο το κράτος του Ιουστινιανού προς δυσμάς εις αλλογενείς ως επί το πλείστον λαούς, συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί εις τας Ελληνικωτάτας χώρας της Ασίας εξετίθεντο εις δεινούς κινδύνους εκ μέρους του μεγάλου εχθρού του Ελληνισμού, του βασιλέως της Περσίας.
Είδαμεν ότι, διαρκούντος του κατά των Γότθων πολέμου εις την Ιταλίαν, η απέραντος, ήτοι αιώνιος καλουμένη μεταξύ Ελλήνων και Περσών ειρήνη, η συνομολογηθείσα το 531, διελύθη, και ότι ήρχισε νέος πόλεμος. Ο πόλεμος αυτός έγινεν εν μέρει αφορμή να ανακληθή ο Βελισάριος εξ Ιταλίας και να σταλή εις Ασίαν. Κυρία αιτία του νέου πολέμου ήτο ότι ο Χοσρόης, ο οποίος είχε σπεύσει μετά τον Βανδηλικόν πόλεμον να συγχαρή τον Ιουστινιανόν διά την νίκην, βλέπων τον στρατόν του Ιουστινιανού απασχολούμενον εις την Ιταλίαν, εθεώρησεν εύκαιρον την περίστασιν προς πόλεμον. Πλην τούτου και οι Γότθοι είχαν στείλει κρυφίως πρέσβεις εις τον Χοσρόην, παριστώντες εις αυτόν το μέγεθος του κινδύνου του απειλούντος το Περσικόν κράτος ως εκ της υπερμέτρου αυξήσεως της δυνάμεως του Ιουστινιανού
Ούτως ο πόλεμος ο διεξαγόμενος παρά τον Τίβεριν εις την Ιταλίαν εύρισκε τον αντίκτυπόν του παρά τον Ευφράτην και τον Τίγρητα. Ο Χοσρόης λοιπόν, εκστρατεύσας κατά την ακμήν του εν Ιταλία αγώνος (551 μ.Χ.), εισέβαλεν εις την Μεσοποταμίαν και, προχωρήσας ταχέως εις την Συρίαν, προσέβαλε και κατέλαβε τας πλουσιωτάτας πόλεις, άλλας μεν εξ εφόδου, άλλας δε εξ επιβουλής, και τας ελεηλάτησε. Πλην των άλλων πόλεων της Συρίας έπαθε τότε δεινοτάτας συμφοράς η μεγίστη της Ανατολής Ελληνική πόλις, η δευτέρα μετά την Κωνσταντινούπολιν μεγάλη πόλις του Ελληνικού κράτους, ονομαστοτάτη διά τον πλούτον και τον πολιτισμόν των κατοίκων, διά τα γράμματα και διά την ακμήν του Χριστιανικού βίου, η Αντιόχεια, η καλουμένη και Θεούπολις. Κυριευθείσα εξ εφόδου έπαθε τα πάνδεινα• εκ των κατοίκων άνδρες πολλοί εφονεύθησαν και γυναίκες πολλαί προς αποφυγήν της αιχμαλωσίας ερρίφθησαν εις τον ποταμόν Ορόντην και επνίγησαν. Όσοι εκ των κατοίκων δεν κατώρθωσαν να λυτρωθούν, απήχθησαν υπό του Χοσρόου εις τας όχθας του Τίγρητος κατά το παράδειγμα των αρχαίων βασιλέων της Ασσυρίας και Βαβυλωνίας και του Δαρείου βασιλέως των Περσών. Μόνη η Έδεσσα εκ των μεγάλων πόλεων της Συρίας και Μεσοποταμίας εσώθη από της Περσικής αλώσεως και προσήλθεν αρωγός φιλανθρωποτάτη εις τους δεινοπαθούντας κατοίκους της Αντιοχείας.
Ο Χοσρόης επροχώρει προς το επίνειον της Αντιοχείας την πόλιν Σελεύκειαν και, θεώμενος τα κύματα της Ανατολικής Μεσογείου ως ηλιολάτρης και πυριλάτρης, έθυεν εις τον Ήλιον και ωνειροπόλει τους εν Μικρά Ασία και εν Κωνσταντινουπόλει θησαυρούς. Κατά την κρισιμωτάτην εκείνην στιγμήν εφάνη εις την Συρίαν ο Βελισάριος και αθορύβως και χωρίς αιματηράς μάχας και μεγάλας ζημίας κατώρθωσεν ο μέγας στρατηγός δις να αποκρούση τον υπερόπτην βασιλέα μέχρι του Ευφράτου ποταμού και να υπερασπίση επιτυχώς την γραμμήν του ποταμού τούτου, η οποία απετέλει και το ανατολικόν όριον του κράτους. Αποκρουσθείς ο Χοσρόης πέραν των ορίων του κράτους ήρχισε να διαπραγματεύεται περί ειρήνης (545). Και αι μεν διαπραγματεύσεις αύται επί έτη ολόκληρα παραταθείσαι δεν απέληξαν εις ειρήνην• ουχ ήττον καθ’ όλα τα έτη ταύτα (545 — 549) επεκράτει ανακωχή πραγματική, καίπερ μη συνωμολογημένη διά συνθήκης. Πριν δε συνομολογηθή η οριστική ειρήνη, εξερράγη πάλιν ο πόλεμος το 549 και διήρκεσεν επτά ολόκληρα έτη.
Αλλά το στάδιον του αγώνος δεν ήτο πλέον η Μεσοποταμία, αλλά αι παρά τον Καύκασον χώραι. Ο Βελισάριος δεν μετέσχε του νέου πολέμου, ο οποίος μετά πολλάς μεταβολάς της τύχης απέβη κατ’ ουσίαν υπέρ του Ιουστινιανού.
Σπουδαίον επεισόδιον του πολέμου τούτου ήτο η διάδοσις του χριστιανισμού εις τον Καυκάσιον λαόν των Αβαγών, οι οποίοι μέχρι σήμερον διατηρούν το όνομα και την φυλετικήν των ύπαρξιν.
Ο πόλεμος μετά μεγάλας μάχας και πολύν εκατέρωθεν ηρωισμόν ετελείωσε και η ειρήνη συνωμολογήθη το 556. Δι’ αυτής η μεν τέως αμφισβητουμένη περί τον Καύκασον χώρα, η καλουμένη Λαζική, εδίδετο οριστικώς εις τον Χριστιανόν αυτοκράτορα, ο δε Πέρσης μονάρχης απεζημιούτο χρηματικώς, υποχρεούμενος προς τούτοις να φυλάττη καθώς πρότερον τας Κασπίας Πύλας. Η συνθήκη εκανόνιζε και τας εμπορικάς σχέσεις μεταξύ των υπηκόων των δύο κρατών και καθώριζε τας επί των συνόρων ελευθέρας εμπορικάς αγοράς. Ιδιαίτεραι διατάξεις απέβλεπαν εις τας λαθρεμπορίας και εις την ειρηνικήν διευθέτησιν των αναφυομένων κατά τα μεθόρια αμφισβητήσεων. Διά της συνθήκης ωρίζετο η συγκρότησις μικτής επιτροπής και εκ των δύο κρατών συνερχομένης εις ωρισμένον μέρος της μεθορίου• περιείχε δε και άλλας διατάξεις περί των μεθορίων φρουρίων και φρουρών αποβλεπούσας εις την εμπέδωσιν της ειρήνης.
Η επικύρωσις της ειρήνης έγινε δι’ επιστολών, μεταξύ Χοσρόου και Ιουστινιανού.
Πηγή: Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1905. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. ΑΡΙΘ. 71 — ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1905. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ.