Τα γεγονότα μετά την ήττα του 1897
Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης
Α. Ο ατυχής πόλεμος:
Λίγο πριν την «έλευση» του 20ου αιώνα, η «Μεγάλη Ιδέα» είχε συνεπάρει όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση του Θ. Δηλιγιάννη, η οποία διήρκεσε από το 1895 ως το 1897, υπήρξε καχεκτική στο οικονομικό «πεδίο» και διπλωματικά απομονωμένη. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να προβεί στην απελευθέρωση των «αλύτρωτων» περιοχών με αξιώσεις.
Η μοναδική «αναλαμπή» της περιόδου υπήρξε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, οι οποίοι διεξήχθησαν Κυριακή των Βαΐων, 5 Απριλίου 1896.[1] Την ημέρα εκείνη, εκτός από την τελετή έναρξης, «έλαβε χώρα» και η πρώτη ακρόαση του ολυμπιακού ύμνου, ο οποίος ανήκει σε ποιητική συλλογή του μεγάλου Έλληνα δημιουργού, Κωστή Παλαμά.
Το 1897, ο Δηλιγιάννης, αν και επεδίωκε μία φιλειρηνική πολιτική, δεν μπορούσε να επιβληθεί στους πολεμοχαρείς αξιωματικούς της «Εθνικής Εταιρείας», ούτε στην οξεία αντιπολίτευση, την οποία ασκούσαν τα κόμματα των Δ. Ράλλη και Τρικούπη, το οποίο είχε ως νέο αρχηγό τον Γεώργιο Θεοτόκη.[2] Η αντιπολίτευσή τους σχετιζόταν εν πολλοίς με την μη επίλυση του Κρητικού προβλήματος, το οποίο είχε «αναζωπυρωθεί».
Συνεπώς, η αβουλία της κυβερνήσεως, οι δριμείες επιθέσεις της αντιπολιτεύσεως και ο «άσβεστος πόθος» της «Μεγάλης ιδέας» έφεραν τον ελληνικό στρατό αντιμέτωπο με τον τουρκικό. Στις 5 Απριλίου 1897 ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες, αφού η Πύλη- λίγο νωρίτερα- εξασφάλισε την ουδετερότητα των γειτονικών, βαλκανικών κρατών.
Παρά την γενναία αντίσταση των Ελλήνων, αλλά και των φιλελλήνων συμπολεμιστών τους, ο τουρκικός στρατός, εκπαιδευμένος και οργανωμένος από Γερμανούς αξιωματικούς, υπερίσχυσε. Εν άλλοις, ο πόλεμος αυτός υπήρξε μία σειρά από ήττες για τους Έλληνες, οι οποίες «έλαβαν χώρα» στην Ήπειρο και την Θεσσαλία. Το τέλος του πολέμου σημειώθηκε με την ανακωχή της 8ης Μαΐου 1897, μετά από παρεμβάσεις των Μ. Δυνάμεων.
Β. Οι εξελίξεις μετά τον πόλεμο:
Οι θετικές προθέσεις των προστάτιδων δυνάμεων δεν ήταν επαρκείς στο να καμφθεί η επιμονή του σουλτάνου και των συμβούλων του για τα ζητήματα των συνόρων και της αποζημίωσης, την οποία υποχρεούτο να καταβάλλει η Ελλάδα. Η υποχώρηση θα γινόταν εφικτή μόνο σε περίπτωση λήψης στρατιωτικών και ναυτικών μέτρων εις βάρος της Πύλης, αλλά το εν λόγω φαινόμενο δεν φαινόταν σύντομα πραγματοποιήσιμο.
Εν τέλει, όμως, επιτεύχθηκε, στις 6 Σεπτεμβρίου 1897, στην Κωνσταντινούπολη, συμφωνία μεταξύ των Μ. Δυνάμεων και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η συμφωνία προέβλεπε, εν πρώτοις, συνοριακές ρυθμίσεις και καταβολή πολεμικής αποζημίωσης στην Τουρκία, συνολικού ύψους 4.000.000 τουρκικών λιρών, ενός μεγάλου ποσού για τα δεδομένα της εποχής. Παράλληλα, καθορίστηκε η συγκρότηση μίας ειδικής επιτροπής, η οποία θα αποτελούνταν από εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων, με σκοπό την διαρρύθμιση του ελληνικού χρέους προς τους ομολογιούχους, αλλά και την σύναψη δανείου, για να καταβληθεί η αποζημίωση προς την Πύλη.
Συν τοις άλλοις, η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να διαθέσει ικανοποιητικό αριθμό προσόδων, που θα αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της χώρας. Τέλος, η συμφωνία προέβλεπε την σύναψη ελληνο-τουρκικής σύμβασης, η οποία σχετιζόταν με τα ζητήματα της ιθαγένειας, των προξενείων, της έκδοσης των εγκληματιών και, εν τέλει, διάσκεψη πληρεξουσίων αμφοτέρων των πλευρών, με στόχο την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη.
Εν τω μεταξύ, από τον Απρίλιο του 1897 η κυβέρνηση Δηλιγιάννη είχε αντικατασταθεί από νέα, υπό τον Δ. Ράλλη. Ο τελευταίος, στις 23 Σεπτεμβρίου, ζήτησε από το κοινοβούλιο την αποδοχή της συμφωνίας, παρά το κλίμα δυσαρέσκειας, αλλά η πρότασή του δεν συνάντησε «ευήκοα ώτα». Το αποτέλεσμα ήταν η παραίτηση του Ράλλη και, ακολούθως, η άνοδος στην πρωθυπουργία του Αλέξανδρου Ζαΐμη (3 Οκτωβρίου 1897). [3] Ο Ζαΐμης, απόγονος παλιού αγωνιστή του 1821, επωμίστηκε το ηράκλειο έργο της «επούλωσης τραυμάτων» από την πολεμική συντριβή. Πιο αναλυτικά, αναγνώρισε τους όρους της συμφωνίας, αποστράτευσε τους εφέδρους των σωμάτων και, προετοίμασε το κράτος για την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Άμεσα, η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να δηλώσει προς τους εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων στην Αθήνα, ότι αποδεχόταν τους όρους της συμφωνίας μεταξύ Μ. Δυνάμεων και Πύλης και, έστειλε ως αντιπροσώπους τους Ν. Μαυροκορδάτο και Δ. Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη, για την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης, η οποία υπεγράφη την 4η Δεκεμβρίου (ν.η.) 1897. Η συνθήκη ειρήνης περιελάμβανε τους όρους της συμφωνίας του Σεπτεμβρίου. Τελικά, τον Μάιο του 1898, πραγματοποιήθηκε η εκκένωση της Θεσσαλίας από τα τουρκικά στρατεύματα. Εν κατακλείδι, το μόνο θετικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα υπήρξε μία ευνοϊκή διευθέτηση του Κρητικού προβλήματος.
Γ. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος:
Η σημαντικότερη «επίπτωση», όμως, υπήρξε η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Από την περίοδο, κατά την οποία η χώρα, διά στόματος Τρικούπη, πτώχευσε, το 1893, οι απόπειρες συμβιβασμού με τους οικονομικούς παράγοντες των ξένων δυνάμεων δεν είχαν ευοδωθεί. Η βασικότερη αιτία υπήρξε το ότι οι ξένοι ζητούσαν παροχή εγγυήσεων, υπό την μορφή ελέγχου ενώ, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση αγωνιζόταν για την αποφυγή μίας ξενικής επέμβασης στα οικονομικά της χώρας.
Σαφέστερα, η ελληνική κυβέρνηση, το καλοκαίρι του 1897, κατέβαλε τιτάνιες προσπάθειες με στόχο να αποφευχθεί ο έλεγχος. Πρώτα, ο Στρέϊτ και, εν συνεχεία, ο Συγγρός, προέβησαν σε διαπραγματεύσεις με τους ομολογιούχους, οι οποίες όμως απέβησαν μάταιες. Για την ακρίβεια, κάτι, το οποίο δεν είχε πραγματωθεί σε «καλύτερους»- από οικονομική άποψη- καιρούς, δεν μπορούσε τώρα να ευοδωθεί. Συνεπώς, η Ελλάδα υπέκυψε. [4]
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος, ο οποίος επιβλήθηκε, δεν υπήρξε μόνο οικονομικός, αλλά και διπλωματικός. Ο λόγος ήταν ότι τους εκπροσώπους του ελέγχου δεν διόριζε κάποια επιτροπή, αλλά οι κυβερνήσεις των ξένων κρατών.
Τον Οκτώβριο του 1897 έφθασαν στην Αθήνα οι απεσταλμένοι των Δυνάμεων για να συνταχθεί ο ειδικός νόμος, βάσει του οποίου θα γινόταν ο έλεγχος. Οι διαπραγματεύσεις συνάντησαν αρκετές δυσκολίες. Αναλυτικότερα, η ελληνική πλευρά προσπαθούσε να πετύχει την ελάχιστη δυνατή επέμβαση στα οικονομικά του βασιλείου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν υπήρξε δυνατό, λόγω της απαίτησης των προστάτιδων Δυνάμεων για καταβολή εγγυήσεων, που όμως δεν μπορούσε να παρέχει η Ελλάδα.
Οι εργασίες της επιτροπής διήρκεσαν περίπου 3 μήνες και ολοκληρώθηκαν στις 21 Ιανουαρίου 1898. Ένα μήνα μετά, ψηφίστηκε ο νόμος ΒΦΙΘ’ και, εν τέλει, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος τέθηκε σε ισχύ από τις 28 Απριλίου 1898. Ύστερα από ένα χρόνο, όμως, το «Ε» σήμαινε επιτροπή, αλλά στην ιστορία έμεινε ως «έλεγχος».
Ο οικονομικός έλεγχος ήταν ιδιαίτερα «βαρύς», αλλά, θα ήταν παράλειψή μας αν δεν αναφέραμε και την ύπαρξη κάποιων θετικών επιπτώσεων. Συγκεκριμένα, ο νόμος ΒΦΙΘ’ περιείχε διατάξεις, οι οποίες βοηθούσαν τη νομισματική σταθερότητα και, βελτίωναν την αξία της δραχμής.
Όταν το ζήτημα του ελέγχου επιλύθηκε, πραγματοποιήθηκε η σύναψη δανείου 170.000.000 χρυσών φράγκων, συνολικού τόκου 2,5%, υπό την εγγύηση των προστάτιδων Δυνάμεων. Το δάνειο προοριζόταν για την πληρωμή των 95 εκατομμυρίων δραχμών, ποσό στο οποίο κυμαινόταν η πολεμική αποζημίωση, για την κάλυψη του ελλείμματος και την εξόφληση του χρέους μέσω ποσότητας χρυσού.
Δ. Πολιτικές ζυμώσεις:
Το έτος 1898 υπήρξε έτος έντονων «ζυμώσεων» στην πολιτική «κονίστρα». Σαφέστερα, εξαιτίας του αντιδυναστικού «ρεύματος», πραγματοποιήθηκε απόπειρα δολοφονίας κατά του βασιλιά Γεωργίου, στις 21 Φεβρουαρίου 1898, γεγονός το οποίο, όμως, «ενίσχυσε» την βασιλική παρουσία.
Η ανυπαρξία ικανών πολιτικών και η πλήρης αποτυχία του δηλιγιαννικού κόμματος, σε κάθε επίπεδο, «επανέφερε στο προσκήνιο»- όπως αναμενόταν- τους εκπροσώπους του τρικουπικού κόμματος. Το πρόβλημα των τελευταίων υπήρξε η ανάδειξη ενός νέου αρχηγού, ο οποίος θα επωμιζόταν το «πολιτικό βάρος», το οποίο είχε «αφήσει» ο- αποβιώσας- εκ Μεσολογγίου ιδρυτής και αρχηγός τους.
Οι δύο επικρατέστεροι ήταν ο Στέφανος Δραγούμης και ο Γεώργιος Θεοτόκης. Ο δεύτερος ήδη είχε αρχίσει να προβάλλεται και να εκπροσωπεί το κόμμα, αν και δεν είχε αναλάβει επίσημα την αρχηγία. Τελικά, τον Νοέμβριο του 1898, οι περισσότεροι βουλευτές του κόμματος στράφηκαν προς τον Θεοτόκη, αναδεικνύοντάς τον αρχηγό. Το αποτέλεσμα ήταν η ανεξαρτητοποίηση του Δραγούμη, ο οποίος, στα χρόνια που ακολούθησαν, ασκούσε δριμεία κριτική στις κυβερνήσεις του αντιπάλου του.[5]
Οι εθνικές εκλογές της 7ης Φεβρουαρίου 1899 ανέδειξαν ως νικητή τον Γεώργιο Θεοτόκη. Ο επτανήσιος πολιτικός «εγκαινίασε» μία νέα περίοδο στα πολιτικά πράγματα της χώρας, προσπαθώντας να «επουλώσει τραύματα», υπό την προϋπόθεση της πολιτικής σταθερότητας.
Βιβλιογραφία:
Αρώνη- Τσίχλη, Κ. (2005) «Αγροτικό ζήτημα και αγροτικό κίνημα», εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα
Βακαλόπουλου, Κ. (2004) «Ιστορία της Ελλάδος. Επίτομη- Συνθετική», εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη.
Βερέμη, Α. & Κολλιόπουλου, Ι.Σ. (2005) «Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (συλλογικό), τ. ΙΔ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
«Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Αθήνα.
[1]) Βλ και «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια»
[2]) Βλ και Βακαλόπουλου, Κ. (2004) «Ιστορία της Ελλάδος. Επίτομη- Συνθετική»
[3]) Βλ και Βερέμη, Α. & Κολλιόπουλου, Ι.,Σ. (2005) «Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια».
[4]) Σημ: Η Ελλάδα δεν αποτελούσε «μελανή εξαίρεση» στο διεθνές στερέωμα. Και άλλα κράτη, όπως η Αίγυπτος είχαν δεχτεί την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
[5]) Σημ: Ο Δραγούμης υπήρξε ο «φυσικός ηγέτης» των «Ιαπώνων» (1906)