Ο ψυχογιός
Από το «μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο» του Νίκου Πλατή, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.
ψυχογιός, ο (Στρατ. Ιερ.): Ο θετός γιος, αλλά και ο παραγιός (το παιδί για τα θελήματα). Στα χρόνια του Κολοκοτρώνη η λ. ήταν ταυτόσημη μ’ αυτή του υπηρέτη*. Λέει επ’ αυτού ο Κολοκοτρώνης: «Τὸ πρωὶ μᾶς ἔκλεισαν εἰς τὸ χωριό. Ἐγὼ εἶχα δώσει τὰ σκουτιά μου εἰς ἕνα ψυχογιόν. Χαράζοντας τὴν αὐγήν, βλέπω τοὺς Τούρκους. Ἐπιάσαμε τὸ τουφέκι. Κινώντας νὰ πιάσω τὴν ράχην, παίρνουν τὸν ψυχογιόν μου ὀκτὼ βόλια […]». (Διήγ.) Όντας ένας υπηρέτης, ο ψυχογιός ήταν ο τελευταίος στην τάξη των κλεφτών, όπως «γράφει» και ο Κ: «Οἱ κλέφτες καὶ ἀρματολοὶ εἶχαν Α΄ τάξιν. Ἡ ἀξιότης του. Β΄ τάξιν. Γ΄ τάξιν Δ΄. Οἱ ψυχογιοί». (πρ. π.) Όπως μας πληροφορεί ο εκ Τριφυλίας αγωνιστής του ’21 και πολιτικός Αθανάσιος Γρηγοριάδης (1793-1871), ψυχογιός εκαλείτο ο ένας από τους τέσσερις υπηρέτες που είχε στη διάθεσή του κάθε οπλαρχηγός: «Ἕκαστος Πελοποννήσιος ὁπλαρχηγὸς συνοδεύετο εἰς τὰς ἐκστρατείας ὑπὸ δύο ὑπηρετῶν φροντιζόντων τοῦ μὲν περὶ τῶν ἐφοδίων (τροφῶν) καλουμένου τσαούση, τοῦ δὲ φέροντος τὰ ὅπλα καὶ τὴν καπνοσύριγγα τοῦ ἀρχηγοῦ, συνάμα δὲ φλασκίδιον δερμάτινον περιέχον ὕδωρ ἢ ρακὴν […] ὀνομαζομένου ψυχογιοῦ. Σὺν δὲ τούτοις πᾶς ὁπλαρχηγὸς διετήρει καὶ δύο ἀκόμη ὑπηρέτας, ἱπποκόμους καλουμένους, οἵτινες ἐφρόντιζον νὰ περιποιοῦνται τὸν ἵππον τοῦ ἀρχηγοῦ», (Ιστορικαί Αλήθειαι, Αθήναι 1934, σ. 106-107).
Ο Φιλήμων γράφει πως μέσα στις υποχρεώσεις του ψυχογιού ήταν και το κουβάλημα και το σερβίρισμα του κρασιού, καθώς και το στρώσιμο του κρεβατιού: «Οἱ υἱόθετοι (ψυχοϋιοί) συνήθως ἦσαν παρὰ τοῖς ὁπλαρχηγοῖς τῆς Στερεᾶς καὶ ἰδίως τῆς Ἀκαρνοανατωλίας, ἔργον ἔχοντες τὸ φέρειν κύπελλον καὶ καπνοσύριγγα, ὁ οἰνοχοεῖν ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ τὸ παρασκευάζειν τὴν στρωμνὴν τοῦ “καπιτάνου”, ἐκ κλαδίων σκοίνου, ἐλάτης ἢ χόρτων». «Η χρησιμοποίηση ψυχογιών από τους καπεταναίους», γράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος, «είχε καλλιεργήσει την ανηθικότητα». (τ. 3, σ. 394) Ο εντεταλμένος από τον Καποδίστρια Γ. Κλεόβουλος είδε κι έπαθε πριν καταφέρει να αποσπάσει αυτά τα έρμα παιδιά από τα χέρια τους: «“Καὶ μετακαλέσας ἐκ Σύρας”, γράφει ο Ν. Δραγούμης, “τὸν Γ. Κλεόβουλον διεπίστευσεν αὐτῷ τὴν ἀγωγὴν ἑκατὸν καὶ ἐπέκεινα ψυχοϋιῶν, οὓς μετὰ κόπου ἐλύτρωσεν ἀπὸ τῆς διαφθορᾶς τῶν στρατοπέδων”». (πρ. π.) Αλλά για να μην είμαστε άδικοι προς το θέμα, θα πρέπει να πούμε πως αυτή ήταν εν γένει η τύχη των ανήλικων μαθητευομένων αυτά τα χρόνια· στην άποψή μας αυτή συνηγορεί και η παλιά ανυπόκριτη σοφία των κατοίκων της Λιγυρίας που (επί του προκειμένου) εκφράστηκε με την παρακάτω παροιμία (πασίγνωστη σε όλους τους ανθρώπους της θάλασσας): «Μούτσος, παπαδάκι και τυμπανοκρούστης στον στρατό / τον κώλο σου αν γλιτώσεις, σπάνιο θα είναι αυτό». (Giuseppe Conte)
*Τσιμπούκ-ογλάν για τους Οθωμανούς· μιας και η κύρια ειδικότητά του ήταν να καθαρίζει, να γεμίζει και να ανάβει το τσιμπούκι (καπνοσύριγγα) του αφέντη του.