Προς την «επικράτηση» του δημοτικισμού
Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης
Α. Τα «σημάδια» της αλλαγής:
Κατά το τελευταίο «τέταρτο» του 19ου αιώνα, επιτακτική ανάγκη στην ελληνική γραμματεία αποτελούσε μία «ηπιότερη» πορεία, μετά τους «κλυδωνισμούς» του ρομαντισμού. Η αστική πραγματικότητα βρίσκεται σε μία χρονική στιγμή, όπου οι δυνατότητες της εκβιομηχάνισης, οι εισαγωγές χρηματικών κεφαλαίων και οι επιστροφές πλουσίων ομογενών «γεννούσαν» ελπίδες για το μέλλον. Κοντολογίς, είχε αρχίσει η εποχή του δικομματισμού, η οποία εκφράστηκε από τα κόμματα των Χ. Τρικούπη και Θ. Δηλιγιάννη.
Συνεπώς, ο προορισμός των λογοτεχνών δεν έπρεπε να αποτελεί κάτι παρεμφερές με τη ρομαντική θεματολογία και γλώσσα του Δ. Παπαρρηγόπουλου ή του Α. Βαλαωρίτη. Η επιδίωξη των νεοεμφανιζομένων δημιουργών σχετίζεται με την «συμφιλίωση» με την πραγματικότητα, την «αποδραματοποίηση» και την προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Ας σημειωθεί ότι η χρήση της «αρχαΐζουσας» γλώσσας ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την καθομιλουμένη, θέτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο γλωσσικό ζήτημα. Συγκεκριμένα, «εγείρεται» το θέμα αλλαγής χρόνου και τόνου. Παρά τις επικείμενες, νέες συνθήκες, υπήρξαν πεζογράφοι, οι οποίοι παρέμεναν «πιστοί» στην καθαρεύουσα.[1] Όμως, το πρώτο «σημάδι», το οποίο «απαιτούσε» την γλωσσική αλλαγή είχε δοθεί και, συγκεκριμένα, το 1878, όταν ο νεαρός ποιητής Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (Jean Moreas, 1856- 1910) δημοσίευσε την συλλογή «Τρυγόναι και Έχιδναι», με την οποία «αποχαιρετούσε» κάτι, το οποίο, «έσβηνε». Ένα άλλο «μήνυμα» αποτέλεσαν οι «Γέλωτες» του Δ. Κόκκου (1880).
Β. Ο ρόλος του τύπου στο δρόμο προς τον δημοτικισμό:
Φυσικά, ουδείς δύναται να παραβλέψει το ρόλο του τύπου στις συντελούμενες αλλαγές. Στα 1878, δύο νεαροί δημοσιογράφοι από την Κωνσταντινούπολη, οι Βλάσσης Γαβριηλίδης και Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, εκδίδουν στην Αθήνα το περιοδικό «Ραμπαγάς», το οποίο υπήρξε «όργανο» υπέρ του δημοτικισμού. Την ίδια εποχή, οι ίδιοι εκδίδουν το ιστορικό περιοδικό «Μη χάνεσαι», το οποίο δημοσίευε έργα πρωτοεμφανιζομένων δημιουργών. Στο μεταξύ, ήδη από το 1876 έχει συντελεστεί ακόμη μία «τομή»: εκδίδεται η «Εστία», το λογοτεχνικό περιοδικό, που επί δεκαετίες «άνοιγε τις πύλες» του για τη δημοσίευση έργων των νέων λογοτεχνών. Βέβαια, θα αποτελούσε παράλειψη αν δεν αναφέραμε και τον «πρωταγωνιστικό» ρόλο των εφημερίδων: το 1883, ο «χαλκέντερος» Γαβριηλίδης προβαίνει στην έκδοση της εφημερίδας «Ακρόπολις», την οποία διηύθυνε μέχρι το θάνατό του, το 1920. Τέλος, ο Γαβριηλίδης αποτελεί τον συντάκτη του «Οικονομικού Συνδέσμου» κατά τη διετία 1890-1891.
Ο «πρωταγωνιστικός» ρόλος του τύπου δεν πρέπει να εκληφθεί σαν ένα τυχαίο γεγονός. Η επιτακτική ανάγκη μίας ηπιότερης πορείας επιβάλλεται από την κοινωνική δομή, τη μορφή και το επίπεδο ανάπτυξης των δυνάμεων παραγωγής. Παρά το γεγονός ότι παραμένει η δυναμική της «Μεγάλης Ιδέας», οι ρεαλιστικές αξιώσεις της νεοπαγούς εποχής, οι οποίες είναι η ευζωΐα και η αυτάρκεια, την έχουν «περιορίσει» σημαντικά.
Γ. Το «Ταξίδι» του Ψυχάρη:
Ο Έλληνας γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης αποτελεί μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες στον «αγώνα» για την επικράτηση του δημοτικισμού. Γεννήθηκε το 1854 στην Οδησσό, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Γαλλία. Ως Γάλλος πολίτης, το 1884 γίνεται υφηγητής στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών παρισινού πανεπιστημίου, ενώ, ακριβώς μία εικοσαετία αργότερα (1904) αναγορεύεται καθηγητής γλωσσολογίας στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών, ως «διάδοχος» στην έδρα του Λεγκράν. Ως προς την οικογενειακή του ζωή, απέκτησε έναν γιο, τον Ερνέστο, ο οποίος σκοτώθηκε πολεμώντας, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εκτός από πανεπιστημιακός και γλωσσολόγος, ο Ψυχάρης διακρίθηκε και ως λογοτέχνης. Έγραψε πολλά έργα, στην ελληνική και γαλλική γλώσσα, όπως: «Ζούλια», «Τ’ όνειρο του Γιαννίρη», «Αγνή», «Soeur Anselmine» κ.ά. Το συνολικό έργο του Ψυχάρη «αντικατοπτρίζει» την ανήσυχη ιδιοσυγκρασία του, την σπουδαία λογοτεχνική του κατάρτιση, την εργατικότητά του και το «αγωνιστικό» του πνεύμα. Συχνά, παρατηρείται η συνύπαρξη της λογοτεχνίας και της επιστήμης, όπως στο περίφημο έργο του, με τίτλο «Ταξίδι».[2] Στο «εμβληματικό» του αυτό έργο, στο οποίο εξιστορείται ένα ταξίδι του συγγραφέα στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, ο Ψυχάρης «κηρύττει» την ανάγκη «στροφής» των Ελλήνων προς τη λαϊκή γλώσσα, εγκαταλείποντας παράλληλα την καθαρεύουσα. Όπου όμως υπάρχει «ανάγκη» νέων όρων, να αποτελεί «πηγή» η αρχαία, με παράλληλη «μετατροπή» των τύπων αυτών στη δημοτική.
Το «κήρυγμα» του διαπρεπούς αυτού Έλληνα «δίχασε» τους πνευματικούς «κύκλους» του μικρού ελληνικού βασιλείου. Με άλλα λόγια, η θεωρία του βρήκε «οπαδούς», αλλά και πολέμιους. Συγκεκριμένα, ο Επτανήσιος Ιάκωβος Πολυλάς στο έργο του, υπό τον τίτλο «Η φιλολογική γλώσσα» το 1892, υπεραμύνεται της δημοτικής, «ταυτιζόμενος» με τις ιδέες του. Παράλληλα, ο Εμμανουήλ Ροΐδης τίθεται άμεσα υπέρ των απόψεων του Ψυχάρη, αν και έγραφε στην καθαρεύουσα![3] Όμως, ο βιογραφούμενός μας «πολεμήθηκε» από τους οπαδούς του αρχαϊσμού.
Στη σημερινή εποχή, λόγω «έκλειψης» της «πάλης» του για την εδραίωση του δημοτικισμού, το έργο αυτό έχει απολέσει μεγάλο μέρος από την προκλητικότητά του και την δημοτικότητά του. Τα υπόλοιπα έργα του Ψυχάρη είναι «αποκομμένα» από την ελληνική πραγματικότητα. Όμως, επειδή «συντάραξε» την ελληνική λογιοσύνη, δικαίως θεωρείται μία από τις σημαίνουσες μορφές της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», όπως είχε αυτή διαμορφωθεί.
Ένα «μελανό» σημείο της- επιτυχούς- απόπειρας του βιογραφουμένου μας υπήρξε το ότι, στο «κήρυγμά» του, ευήκοα ώτα είχαν μόνο οι συγγραφείς και, όχι η ηγετική τάξη της Ελλάδας. Ακόμη, αληθές είναι και το γεγονός ότι πολλοί από τους διηγηματογράφους δεν στράφηκαν πρόθυμα προς τη δημοτική. Όμως, το ζήτημα σχετικά με τη γλώσσα της λογοτεχνίας είχε «κριθεί», αποτελώντας ζήτημα χρόνου. Αντίθετα, εξακολουθούσε να υφίσταται στην εκπαίδευση και τον κρατικό μηχανισμό, όπου έμεινε άλυτο για πολλά χρόνια.
Βιβλιογραφία:
Βακαλόπουλου, Κ. (2004) «Ιστορία της Ελλάδος. Επίτομη- Συνθετική», εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη.
Εγκυκλοπαίδεια «Νέα Δομή», Αθήνα.
Εφημερίδα «Ακρόπολις» (αρχείο), Αθήνα
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (συλλογικό), τ. ΙΔ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
Σαχίνη, Α. (1958) «Το νεοελληνικό μυθιστόρημα», Αθήνα.
Vitti, M. (1980) “Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα.
[1])Βλ και Βακαλόπουλου, Κ. (2004) «Ιστορία της Ελλάδος. Επίτομη- Συνθετική»
[2]) Βλ και εγκυκλοπαίδεια «Νέα Δομή»
[3]) Σημ: Ο Ροΐδης έγραφε στην καθαρεύουσα, με στόχο να καταδείξει την «κενότητά» της. Άλλωστε, είναι ευρέως γνωστό ότι στάθηκε υπέρμαχος της δημοτικής.