O E. H. Carr και το τέλος της ΝΕΠ
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Αναφορικά με τα αποτελέσματα της ΝΕΠ στη διαμόρφωση της οικονομίας και της γεωργικής-αγροτικής παραγωγής ο Carr στο βιβλίο του «Μικρή Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης» συνοψίζει: «Η ΝΕΠ, επαναφέροντας εν μέρει συνθήκες ελεύθερης αγοράς στην ύπαιθρο, ανέτρεψε το ισοπεδωτικό καθεστώς που είχε επιβάλει ο πολεμικός κομμουνισμός και ενθάρρυνε την επανεμφάνιση του σχετικά ευκατάστατου αγρότη, του κουλάκου, ο οποίος θα αποκτούσε σύντομα ρόλο κλειδί στην αγροτική οικονομία της χώρας. Έως τότε, ο αγρότης παρήγε μόνον ό,τι ήταν απαραίτητο για τη συντήρηση του ίδιου και της οικογένειάς του, μην έχοντας κανένα κίνητρο να αυξήσει την παραγωγή του. Ό,τι παρήγε, το κατανάλωνε, ενώ μοναδική παρουσία του στην αγορά ήταν ως αγοραστής και όχι ως πωλητής. Από την άλλη, ο κουλάκος παρήγε με σκοπό να πουλήσει το προϊόν του στην αγορά, τείνοντας έτσι να μετατραπεί σε μικροκαπιταλιστή. Αυτή ήταν η ουσία της ΝΕΠ» (σελ. 75).
Ο Λένιν όφειλε να συνταιριάσει τo αδιέξοδο του πολεμικού κομμουνισμού από τη μια (θεωρώντας τη ΝΕΠ ασφαλέστερη επιλογή για την τόνωση της οικονομίας) και από την άλλη τη δυσπιστία για την –έστω ελεγχόμενη– ελεύθερη αγορά που διαμορφωνόταν (τονίζοντας ότι η ΝΕΠ ήταν αναγκαστική οπισθοχώρηση αναμφισβήτητα παροδικού χαρακτήρα). Ο Carr παραθέτει με δυο λόγια την τακτική του Λένιν: «Ο Λένιν έλεγε […] στο 10ο συνέδριο του κόμματος, ότι η ΝΕΠ ήταν “συνειδητή και μακρόχρονη επιλογή”, σπεύδοντας ωστόσο να προσθέσει, όταν ρωτήθηκε σχετικά, ότι η άποψη πως θα ίσχυε για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια ήταν υπερβολικά “απαισιόδοξη”. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρούσε να ικανοποιήσει τόσο αυτούς που θεωρούσαν τη ΝΕΠ αναγκαία και επιθυμητή διόρθωση των λαθών του πολεμικού κομμουνισμού, όσο κι εκείνους που τη θεωρούσαν προσωρινή πολιτική επιλογή, η οποία στο μέλλον δεν μπορούσε παρά να εγκαταλειφθεί» (σελ. 77).
Το σίγουρο είναι ότι το σοσιαλιστικό όραμα απαιτούσε την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία που θα εξουδετέρωνε την ελεύθερη οικονομία της αγοράς του καπιταλιστικού προτύπου: «Η αντίληψη ότι μια κεντρικά σχεδιασμένη σοσιαλιστική οικονομία θα αντικαθιστούσε την οικονομία της αγοράς είχε βαθιές ρίζες στη μαρξιστική παράδοση, μολονότι ο ίδιος ο Μαρξ και οι πρώτοι επίγονοί του ελάχιστα είχαν ασχοληθεί με την περαιτέρω επεξεργασία αυτής της βασικής ιδέας. Επιπλέον, η έννοια του κεντρικού σχεδιασμού δεν ήταν αποκλειστικά σοσιαλιστική, αλλά κοινή σε όλους όσοι ασκούσαν κριτική στον κυρίαρχο κατά το 19ο αιώνα οικονομικό φιλελευθερισμό» (σελ. 192).
Το ζήτημα ήταν ότι ο κεντρικός σχεδιασμός για τη βιομηχανική παραγωγή στις επικρατούσες συνθήκες της πλήρους αποδιοργάνωσης δεν μπορούσε να τεθεί υπό ρεαλιστικές βάσεις: «Αν και η ρωσική βιομηχανία χαρακτηριζόταν από έντονη συγκεντροποίηση και ήταν εν πολλοίς εξαρτημένη από τις κρατικές παραγγελίες, το επίπεδο οργάνωσης εξακολουθούσε να είναι στοιχειώδες, και επομένως και οι δυνατότητες κεντρικού σχεδιασμού περιορισμένες» (σελ. 193).
Με δυο λόγια, ο κεντρικός σχεδιασμός της βιομηχανικής παραγωγής αποτελούσε περισσότερο ευσεβή πόθο παρά συζητήσιμη πραγματικότητα: «Κατά τα άλλα, ως γενική αρχή, ο κεντρικός οικονομικός σχεδιασμός γινόταν γενικά δεκτός από το σύνολο της ηγεσίας του κόμματος των Μπολσεβίκων και του νέου καθεστώτος. Το πρόγραμμα του κόμματος το 1919 έκανε λόγο για “ενιαίο, κεντρικό κρατικό σχεδιασμό” της οικονομίας, ενώ ανάλογες αναφορές υπήρχαν έκτοτε σε όλες σχεδόν τις αποφάσεις –τόσο των κομματικών οργάνων όσο και των σοβιέτ– που αφορούσαν οικονομικά ζητήματα. Προς το παρόν πάντως, τα σχέδια για συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους ήταν αυτά που βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη» (σελ. 193).
Και το κυρίαρχο από αυτά ήταν το σχέδιο για τον εξηλεκτρισμό της Ρωσίας: «Το πιο γνωστό από αυτά ήταν το έργο μιας Κρατικής Επιτροπής για τον Εξηλεκτρισμό της Ρωσίας (Γκοελρό), η οποία ιδρύθηκε το Φεβρουάριο του 1920. Αυτό ειδικά το σχέδιο γοήτευε κατεξοχήν τον Λένιν, εξού και ο γνωστός αφορισμός του “Κομμουνισμός σημαίνει εξουσία των σοβιέτ συν εξηλεκτρισμός όλης της χώρας”. Περίπου έναν χρόνο αργότερα, λίγο πριν από την εισαγωγή της ΝΕΠ, αποφασίστηκε η ίδρυση μιας Κρατικής Επιτροπής Σχεδιασμού (Γκοσπλάν). Ωστόσο, ο Λένιν δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις συζητήσεις που αφορούσαν την κατάρτιση ενός κεντρικού οικονομικού σχεδίου, θεωρώντας τες μάλιστα “σχολαστικές φλυαρίες”» (σελ. 193-194).
Τα στρατόπεδα μέσα στο κόμμα έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται: «Οι πιο θερμοί υποστηρικτές του κεντρικού σχεδιασμού εκείνη την περίοδο ήταν ο Τρότσκι και άλλοι επικριτές της επίσημης γραμμής του κόμματος. Επιπλέον, ο κεντρικός σχεδιασμός θεωρούνταν ότι αφορούσε πρωτίστως τη βιομηχανία ενώ θα είχε μόνο μακροπρόθεσμες και αμφίβολες επιπτώσεις στη γεωργία, η οποία προς το παρόν είχε ανάγκη από συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Για όλους αυτούς τους λόγους, τα βήματα προς την κατεύθυνση του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού ήταν αργά. […] Το καλοκαίρι του 1924, τρία χρόνια μετά την ίδρυση του Γκοσπλάν, ο πρόεδρος του παραπονιόταν πως δεν υπήρχε ακόμη “ενιαίο οικονομικό σχέδιο”» (σελ. 194-195).
Οι υποστηρικτές του ενιαίου κεντρικού σχεδιασμού ήταν αδύνατο να συμπλεύσουν με τις επιταγές της ΝΕΠ: «… μια πολιτική που να δίνει προτεραιότητα στη γεωργία και τη βιομηχανία καταναλωτικών ειδών, όσο και αν ήταν σύμφωνη με την κλασική οικονομική ανάλυση και με τις αρχές της ΝΕΠ, κινούνταν στον αντίποδα του στόχου που έθεταν οι υπέρμαχοι του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, που δεν ήταν άλλος από το να μετατραπεί η Σοβιετική Ένωση σε σύγχρονη βιομηχανική χώρα της Δύσης» (σελ. 195-196).
Οι εκτιμήσεις του Γκοσπλάν το έτος 1925 δικαίωναν περισσότερο τους υποστηρικτές του ενιαίου κεντρικού σχεδιασμού: «Τον Αύγουστο του 1925 το Γκοσπλάν δημοσίευσε τις εκτιμήσεις του για το οικονομικό έτος που θα άρχιζε την 1η Οκτωβρίου 1925. Οι εκτιμήσεις αυτές, που μαζί με κάποιες διευκρινίσεις και τον απαραίτητο σχολιασμό των προβλέψεων κάλυπταν σχεδόν 100 σελίδες, αντανακλούσαν την αισιοδοξία που χαρακτήριζε τους υπέρμαχους του κεντρικού σχεδιασμού. Επίσης, δεν ήταν δεσμευτικές· τα υπουργεία και οι αρμόδιες υπηρεσίες καλούνταν απλώς να τις λάβουν υπόψη στα σχέδιά τους και στον προγραμματισμό τους. Οι πιο δύσπιστοι ειρωνεύτηκαν τις εκτιμήσεις του Γκοσπλάν, θεωρώντας ότι ελάχιστη επαφή είχε με την πραγματικότητα» (σελ. 197).
Μόνο ο Τρότσκι έδειξε ενθουσιασμένος: «Από τους ηγέτες του κόμματος μόνον ο Τρότσκι εκφράστηκε θετικά για τους “στεγνούς αριθμούς” του Γκοσπλάν, κάνοντας μάλιστα λόγο για “μουσική προορισμένη να συνοδεύει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού”. Τα άλλα μέλη της κομματικής ηγεσίας έδειξαν, στην καλύτερη περίπτωση, ευγενική αδιαφορία. Άλλωστε, οι δυσκολίες αναφορικά με τη συλλογή της σοδειάς των δημητριακών του 1925 […] ανέτρεψαν τις αισιόδοξες εκτιμήσεις των υπέρμαχων του κεντρικού σχεδιασμού και ενίσχυσαν εκείνες τις φωνές που διατύπωναν επιφυλάξεις για το πόσο ρεαλιστικές ήταν αυτές οι εκτιμήσεις» (σελ. 197-198).
Το 14ο συνέδριο του κόμματος το Δεκέμβριο του 1925 ήταν καθοριστικό: «Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν προξενεί έκπληξη ότι το κρίσιμο 14ο Συνέδριο του κόμματος, το Δεκέμβριο του 1925, το οποίο σημαδεύτηκε από την ήττα των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, αγνόησε τις εκτιμήσεις του Γκοσπλάν και ελάχιστα ασχολήθηκε με τον κεντρικό σχεδιασμό» (σελ. 198).
Όμως, παρά τη φαινομενική διατήρηση της επικρατούσας άποψης που δεν έπαιρνε στα σοβαρά το ζήτημα του κεντρικού σχεδιασμού το συνέδριο αυτό σηματοδότησε την αλλαγή πλεύσης του κόμματος πάνω στο θέμα: «… ο Στάλιν εξαπέλυσε επίθεση κατά του Σοκόλνικοφ, θεωρώντας τον κατεξοχήν εκφραστή της άποψης σύμφωνα με την οποία ήταν προς το συμφέρον της ΕΣΣΔ να παραμείνει κυρίως αγροτική χώρα και να εισάγει βασικά βιομηχανικά προϊόντα από το εξωτερικό. Με άλλα λόγια, το συνέδριο αποτέλεσε τομή, καθώς σηματοδοτούσε τη σταδιακή εγκατάλειψη των ευνοϊκών προς τους αγρότες ρυθμίσεων της ΝΕΠ και την υιοθέτηση εκ μέρους του Στάλιν –απαλλαγμένου πια από τις όποιες αντιρρήσεις των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ– των μακράς πνοής σχεδίων για εκβιομηχάνιση της ΕΣΣΔ» (σελ. 198).
Η απόφαση για στροφή του ενδιαφέροντος προς τη βιομηχανία ουσιαστικά δικαίωνε την άποψη του ενιαίου κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού: «Όλα αυτά, έστω κι αν οι υποστηρικτές τους δεν το συνειδητοποιούσαν, συνιστούσαν στροφή υπέρ του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού. Έκτοτε, το Γκοσπλάν, αλλά και οι περιφερειακές επιτροπές σχεδιασμού που είχαν δημιουργηθεί σε αρκετά σημεία της χώρας, θα αισθάνονταν αρκετόν αέρα στα πανιά τους. Ενώ έως τότε τα επί μέρους παραγωγικά υπουργεία εκπονούσαν σχέδια για τη γεωργία ή τη βιομηχανία χωρίς καν να επιχειρούν να συντονίσουν τις κινήσεις τους, τώρα γίνονταν λόγος για την ανάγκη του ενιαίου, κεντρικού σχεδίου, που να καλύπτει όλους τους τομείς της οικονομίας. Στη νέα αυτή περίοδο το ερώτημα δεν ήταν πλέον εκβιομηχάνιση ή μη, αλλά με ποιον τρόπο θα γίνει η εκβιομηχάνιση» (σελ. 198-199).
Όλα κινούνταν προς την κατεύθυνση της εκβιομηχάνισης: «Τα επόμενα δύο χρόνια οι εξουσίες και το κύρος του Γκοσπλάν θα αυξάνονταν σταθερά. Το Μάρτιο του 1926, σε ένα πρώτο πανενωσιακό Συνέδριο Οικονομικού Σχεδιασμού, το Γκοσπλάν ανέλαβε την ευθύνη για τρία διαφορετικά είδη σχεδίων: το μακροπρόθεσμο “γενικό”, το πενταετές “προοπτικής”, και τα ετήσια επιχειρησιακά σχέδια. Ένα μήνα αργότερα η κεντρική επιτροπή του κόμματος, σε μια απόφασή της με θέμα την εκβιομηχάνιση, ζητούσε “ενίσχυση της αρχής του κεντρικού σχεδιασμού και καθιέρωση της αντίστοιχης πειθαρχίας”» (σελ. 199).
Από τα τρία σχέδια εκείνο που επικράτησε ήταν το πενταετές: «Το λεγόμενο “γενικό” σχέδιο σύντομα κατέρρευσε ως ιδέα. Μολονότι για ένα διάστημα θα εξακολουθούσε να τροφοδοτεί κάποια οράματα για τον μακροπρόθεσμο μετασχηματισμό της οικονομίας, ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Αντίθετα, η ιδέα ενός πενταετούς σχεδίου έδειχνε να υιοθετείται ολοένα και περισσότερο από τους υπέρμαχους του κεντρικού σχεδιασμού, καθώς τους υποχρέωνε να εντάξουν τα μακροπρόθεσμα σχέδιά τους σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Από την άλλη, το διάστημα των πέντε ετών έδινε τη δυνατότητα να τίθενται πιο φιλόδοξοι στόχοι απ’ ό,τι στην περίπτωση που ο ορίζοντας θα ήταν μόλις οι επόμενοι δώδεκα μήνες» (σελ. 199-200).
Η προτεραιότητα της εκβιομηχάνισης ήταν πλέον η επικρατούσα αντίληψη του κόμματος, γεγονός που έφερνε δυναμικά στην επιφάνεια το ζήτημα του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού: «Η σύνδεση του κεντρικού σχεδιασμού με τη διαδικασία της εκβιομηχάνισης ήταν φανερή από την αρχή. Η κατευθυντήρια γραμμή ήταν να αναπτυχθεί η σοβιετική βιομηχανία, να καλυφθεί η απόσταση από τις βιομηχανικές χώρες της Δύσης, να γίνει η ΕΣΣΔ αυτάρκης και ικανή να αντιπαρατεθεί επί ίσοις όροις με τον καπιταλιστικό κόσμο. Το κομματικό συνέδριο του Δεκεμβρίου του 1925 υιοθέτησε χωρίς επιφυλάξεις την αρχή ότι προτεραιότητα είχε η βαριά βιομηχανία, και όχι η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Αυτό σήμαινε σημαντικές επενδύσεις στη βαριά βιομηχανία χωρίς άμεσο όφελος για τον πολίτη-καταναλωτή. Προκειμένου να μπορέσουν να υπάρξουν πόροι για επενδύσεις από τον ίδιο το βιομηχανικό τομέα, έπρεπε το κόστος παραγωγής να μειωθεί. Καθώς, όμως, δεν υπήρχε άλλος τρόπος μείωσης του κόστους από τη μείωση του κόστους εργασίας, έπρεπε να αυξηθεί η παραγωγικότητα των εργαζομένων στη βιομηχανία, ή να μειωθούν οι αμοιβές τους. Παράλληλα, καταβάλλονταν επίμονες προσπάθειες να κρατηθούν σε χαμηλό επίπεδο οι τιμές μέσω της έκδοσης σχετικών διαταγμάτων» (σελ. 201-202).
Τα σύννεφα σε βάρος της ΝΕΠ αρχίζουν να πληθαίνουν: «… αυτό είχε ως συνέπεια ολοένα και μεγαλύτερη αδυναμία προμήθειας βασικών αγαθών στις επίσημα καθορισμένες τιμές, αφήνοντας συχνά τον καταναλωτή, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, στο έλεος του ιδιώτη εμπόρου, ο οποίος εξακολουθούσε να απολαμβάνει την προνομιακή θέση που του είχε εξασφαλίσει η ΝΕΠ. Τα βάρη και οι στερήσεις που θα είχε ως συνέπεια για τον πολίτη η στροφή προς τον κεντρικό σχεδιασμό και την εκβιομηχάνιση είχαν αρχίσει να έρχονται στην επιφάνεια» (σελ. 202).
Ταυτόχρονα, οι αντιπαραθέσεις μέσα στο κόμμα οξύνονταν βαθμιαία: «Η ενωμένη πλέον αντιπολίτευση, με επικεφαλής τους Τρότσκι και Ζηνόβιεφ, ασκούσε συστηματικές πιέσεις για περισσότερη εκβιομηχάνιση, με αποτέλεσμα να κατηγορείται την εποχή εκείνη από τους Στάλιν και Μπουχάριν για “υπερβιομηχανισμό”. Αυτό που χώριζε τα δύο στρατόπεδα τους επόμενους μήνες δεν ήταν τόσο το αν έπρεπε να επιχειρηθεί ή να επιταχυνθεί η εκβιομηχάνιση, όσο η υπεραισιόδοξη εκτίμηση της πλειοψηφίας του κόμματος ότι αυτή η πολιτική μπορούσε να εφαρμοστεί χωρίς να ασκηθούν σοβαρές πιέσεις στην οικονομία, και στον αγροτικό τομέα ειδικότερα» (σελ. 202-203).
Ο Μπουχάριν παρέμεινε υποστηρικτής της ΝΕΠ και των προνομίων που εξασφάλιζε στους αγρότες: «Η ευνοϊκή αντιμετώπιση των αγροτών, υπέρμαχος της οποίας ήταν ο Μπουχάριν, θα εξακολουθούσε να ισχύει εν πολλοίς όλο το 1927. Μπορεί η επιρροή του Λαϊκού Επιτροπάτου Γεωργίας, του Ναρκομζέμ, να ήταν φθίνουσα, αλλά οι επικεφαλής του δεν έπαυαν να θέτουν όρια στους στόχους των υπέρμαχων του κεντρικού σχεδιασμού» (σελ. 205).
Το ασύμβατο ανάμεσα στον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό της εκβιομηχάνισης και της ελευθερίας της αγοράς που πρέσβευε η ΝΕΠ ήταν πλέον κάτι περισσότερο από ορατό: «Όλα αυτά οδηγούσαν τελικά στο κομβικό ζήτημα της στάσης απέναντι στην ελεύθερη αγορά, η οποία και ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της ΝΕΠ. Αν και αρχικά θεωρήθηκε εφικτή η συνύπαρξη κεντρικού σχεδιασμού και ελεύθερης αγοράς, σταδιακά αλλά και με οδυνηρό συχνά τρόπο έγινε φανερό ότι υπήρχε ασυμβατότητα μεταξύ σχεδιασμού και ραγδαίας εκβιομηχάνισης από τη μία, και της ΝΕΠ και της οικονομίας της αγοράς από την άλλη» (σελ. 205).
Το 1927 ήταν το έτος που έφερε σε ευθεία αντιπαράθεση το καθεστώς με τους ευκατάστατους αγρότες-κουλάκους: «… το κλίμα στην ύπαιθρο ήταν τώρα διαφορετικό απ’ ό,τι την προηγούμενη χρονιά. Οι αγρότες ανησυχούσαν, καθώς η διεθνής κατάσταση επιδεινωνόταν και κυκλοφορούσαν φήμες για πιθανό πόλεμο ή/και εισβολή ξένων δυνάμεων. Άλλωστε, έπειτα από δύο συνεχόμενες καλές σοδειές, οι αγρότες βρίσκονταν τώρα σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι όλα τα προηγούμενα χρόνια. Οι ευκατάστατοι αγρότες είχαν αποθέματα δημητριακών αλλά και αρκετά χρήματα. Ωστόσο, τα βιομηχανικά προϊόντα που θα ήταν πιθανό να τους ενδιαφέρουν να αγοράσουν ήταν ελάχιστα. Τα χρήματα που οι ευκατάστατοι αγρότες είχαν αποθησαυρίσει έχαναν με ταχύ ρυθμό την αξία τους λόγω του πληθωρισμού· σε μια συγκυρία αβεβαιότητας και κινδύνων, ήταν προφανές ότι η πιο σίγουρη αξία ήταν να έχει κανείς αποθέματα δημητριακών. Όσοι αγρότες διέθεταν ακόμη αποθέματα δεν είχαν πλέον κίνητρο να τα διαθέσουν στην αγορά» (σελ. 220).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και η σοδειά του 1927 δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική σε σχέση με τις προηγούμενες: «Η συγκομιδή δημητριακών του φθινοπώρου το 1927, για την οποία υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες, ήταν κατά πολύ μειωμένη (πάνω από 50%) σε σχέση με εκείνη του 1926. Εκτός, όμως, από το ότι οι σχετικά ευκατάστατοι αγρότες ήταν τώρα δυσαρεστημένοι, είχαν να αντιμετωπίσουν και μια πολύ εχθρική συμπεριφορά των αρχών απέναντί τους» (σελ. 220-221).
Τα περιθώρια για τους κουλάκους αρχίζουν να στενεύουν: «Η “ενωμένη αντιπολίτευση”, ήδη από την πρώτη στιγμή της συγκρότησής της, το καλοκαίρι του 1926, δεν είχε πάψει να καταγγέλλει την πολιτική “ανοχής προς τους κουλάκους”. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1927, η κεντρική επιτροπή, θέλοντας –εκτός των άλλων– να αποσείσει και τη σχετική κατηγορία, ανήγγειλε ότι στο εξής θα έπρεπε η πολιτική του κόμματος να γίνει πιο επιθετική απέναντι στους κουλάκους» (σελ. 221).
Το κλίμα είχε πλέον αλλάξει: «Αυτό που ουσιαστικά συνέβη το φθινόπωρο του 1927 –έστω κι αν καμιά από τις δυο πλευρές δε συνειδητοποίησε αρχικά τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της εξέλιξης– ήταν η κήρυξη ενός άτυπου πολέμου μεταξύ των αρχών και του καθεστώτος από τη μια, και των σχετικά ευκατάστατων αγροτών που είχαν στην κατοχή τους σημαντικά αποθέματα δημητριακών από την άλλη». (σελ. 221).
Στο 15ο Συνέδριο του κόμματος το Δεκέμβριο του 1927 επικράτησε μάλλον η μετριοπάθεια: «Μπορεί στο συνέδριο να είχαν ακουστεί βαριές κουβέντες για τους κουλάκους, αλλά η απόφαση περιοριζόταν στο να προτείνει υψηλότερη και πιο προοδευτική φορολόγηση των ευκατάστατων αγροτών. Δε φαινόταν να υπάρχει άμεση ανάγκη για έκτακτα μέτρα» (σελ. 222).
Η εικόνα αυτή όμως άλλαξε σχεδόν αμέσως: «… πολύ σύντομα, τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο επαρκής ανεφοδιασμός των πόλεων θα οδηγούσαν στη λήψη έκτακτων μέτρων, μέσω της έκδοσης των απαραίτητων διαταγμάτων. Ηγετικά στελέχη του κόμματος στάλθηκαν τότε στις κύριες σιτοπαραγωγικές περιοχές της χώρας προκειμένου να εποπτεύσουν, και εν ανάγκη να επιβάλουν, τη συγκέντρωση σιτηρών. Ο ίδιος ο Στάλιν περιόδευσε επί τρεις εβδομάδες στη δυτική Σιβηρία, όπου υπήρχαν πληροφορίες πως οι αγρότες είχαν στην κατοχή τους σημαντικές ποσότητες δημητριακών» (σελ. 222).
Η κατάσταση θύμιζε την περίοδο των επιτάξεων του πολεμικού κομμουνισμού: «Τα “έκτακτα μέτρα” βρίσκονταν πλέον στην ημερήσια διάταξη, και μάλιστα σε μεγάλη έκταση. Όλο και πιο συχνά γίνονταν πλέον επίκληση ενός άρθρου του ποινικού κώδικα όπου προβλεπόταν ως ποινή η κατάσχεση των αποθεμάτων σιτηρών που ο παραγωγός τους τα έκρυβε. Η πειθώ και η σχετική προπαγάνδα εναλλάσσονταν τώρα με τον εξαναγκασμό των αγροτών να παραδώσουν τη σοδειά τους. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με την πειθώ ή με τη βία, οι κάτοχοι αποθεμάτων ωθούνταν ή αναγκάζονταν να τα παραδίδουν στις αρμόδιες αρχές· μάλιστα, αυτή η διαδικασία δεν αφορούσε μόνον κουλάκους, αλλά και “μεσαίους αγρότες” –όπως αποκαλούνταν χαρακτηριστικά– που αρνούνταν ή δίσταζαν να παραδώσουν τα αποθέματά τους. Η όλη κατάσταση στην ύπαιθρο δεν απείχε πλέον πολύ από εκείνη που επικρατούσε κατά την περίοδο των επιτάξεων και του πολεμικού κομμουνισμού» (σελ. 222).
Οι ισορροπίες ήταν εύθραυστες και η κατάσταση οριακή: «Η κυβέρνηση είχε κερδίσει, πράγματι, την πρώτη μάχη του πολέμου των σιτηρών, αλλά με τρόπο που άφηνε ανοιχτούς λογαριασμούς για το μέλλον. Από τη μια, οι ευκατάστατοι αγρότες είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με μέτρα εξαναγκασμού, ή ακόμα και με απροκάλυπτη βία. Από την άλλη, στις πόλεις εμφανίστηκαν και πάλι ουρές για ένα καρβέλι ψωμί. Επιπλέον, τα πενιχρά συναλλαγματικά αποθέματα, που τόσο ανάγκη τα είχε η χώρα προκειμένου να χρηματοδοτήσει την εκβιομηχάνισή της, υπήρξαν περιπτώσεις που χρειάστηκε να διατεθούν για την εισαγωγή σιτηρών. Η απάντηση στο ερώτημα ποιοι θα έπρεπε να επωμιστούν τα βάρη αυτής της κρίσης γινόταν όλο και πιο δύσκολη, όλο και λιγότερο κοινά αποδεκτή» (σελ. 223).
Και το ζήτημα είχε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις: «Πολλοί εργάτες εξακολουθούσαν να έχουν στενούς δεσμούς με την ύπαιθρο, και επομένως μάθαιναν από πρώτο χέρι όλα όσα διαδραματίζονταν εκεί. Επίσης, φαίνεται πως δυσαρέσκεια υπήρχε και στους κόλπους του Κόκκινου Στρατού, τον οποίο επάνδρωναν κατά κύριο λόγο αγρότες. Ο Ρίκοφ φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος από τους ηγέτες του κόμματος που εξέφρασε διαφωνίες και ανησυχίες για την κατάσταση στην ύπαιθρο· σύντομα σε αυτούς που διατύπωναν επιφυλάξεις για την ακολουθούμενη πολιτική προστέθηκαν ο Μπουχάριν, κύριο εκπρόσωπος της “φιλικής προς τους αγρότες” πολιτικής καθ’ όλη τη διάρκεια της ΝΕΠ, αλλά και ο Τόμσκι, υπεύθυνος για τα συνδικάτα, ο οποίος ανησυχούσε σοβαρά για τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής στους βιομηχανικούς εργάτες και στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης» (σελ. 223).
Την επόμενη χρονιά η κατάσταση όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά το κλίμα ήταν ακόμη πιο τεταμένο: «Το φθινόπωρο του 1928 επαναλήφθηκε ό,τι είχε γίνει τον προηγούμενο χρόνο με τις (ουσιαστικά) αναγκαστικές παραδόσεις αποθεμάτων σε δημητριακά, και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η σοδειά στο σύνολο της αγροτικής παραγωγής ήταν λίγο πολύ ανάλογη, αλλά σε προϊόντα όπως το σιτάρι και η σίκαλη μειωμένη. Οι αρχές, έχοντας απόλυτη επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης, ήταν πιο αποφασισμένες να επιβάλουν, έστω και με τη βία, τη θέλησή τους. Από οργανωτική άποψη, είχε εντωμεταξύ δημιουργηθεί το Σογιουζχλέμπ, κεντρικός οργανισμός επιφορτισμένος με τη συγκέντρωση των απαραίτητων σιτηρών» (σελ. 224-225).
Αποτέλεσμα αυτών ήταν η δυσαρέσκεια των αγροτών και το παραεμπόριο: «Οι αγρότες, έχοντας δει να τους αφαιρούνται την άνοιξη του 1928 τα όποια αποθέματα δημητριακών είχαν, ήταν πιο προετοιμασμένοι και πιο αποφασισμένοι να τα κρύψουν. Επιπλέον, έμποροι ταξίδευαν ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές της χώρας, προσφέροντας για τα σιτηρά τιμές πολύ πάνω από τις επίσημες, με σκοπό να τα μεταπωλήσουν στις πόλεις, όπου ήδη είχαν αρχίσει και πάλι να παρουσιάζονται ελλείψεις και όπου έκανε κάθε μέρα και περισσότερο την επανεμφάνισή της η μαύρη αγορά» (σελ. 225).
Η εικόνα που περιγράφεται είναι απελπιστική: «Το ψωμί ήταν η βάση της διατροφής τόσο για τον αγρότη όσο και για τον βιομηχανικό εργάτη. Είναι ενδεικτικό ότι η συνολική κατανάλωση ψωμιού ήταν μεγαλύτερη στη Μόσχα απ’ ό,τι στο Βερολίνο, παρ’ ότι η γερμανική πρωτεύουσα είχε υπερδιπλάσιο πληθυσμό. Με τη στροφή προς την εκβιομηχάνιση μάλιστα, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων αυξάνονταν με ραγδαίο ρυθμό. Το χειμώνα του 1927-1928 το γάλα, το τυρί και το βούτυρο είχαν σχεδόν εξαφανιστεί στις πόλεις, ενώ ακόμα και για το ψωμί της ημέρας σχηματίζονταν μεγάλες ουρές. Τα κρατικά αποθέματα δημητριακών είχαν εξαντληθεί. Οι ελλείψεις καλύπτονταν με εισαγωγές, με την καθιέρωση δελτίου ακόμα και στο ψωμί, με την ανάμειξη σταριού και σίκαλης με κριθάρι και καλαμπόκι, αλλά και με προσφυγή στη μαύρη αγορά» (σελ. 226).
Επί της ουσίας το πνεύμα της ΝΕΠ αποτελούσε ήδη παρελθόν: «Ακόμα και το δελτίο […] ίσχυε στο μέτρο που υπήρχαν διαθέσιμα αποθέματα δημητριακών και μόνο για τους εργάτες, ενώ ο μη άμεσα παραγωγικός πληθυσμός βρισκόταν στο έλεος των ιδιωτών εμπόρων για τα απαραίτητα. Τα πράγματα γινόταν κάθε μέρα και πιο δύσκολα, το μέλλον έδειχνε να διαγράφεται αβέβαιο. Η βασική λογική της ΝΕΠ, σύμφωνα με την οποία ο εφοδιασμός των πόλεων σε τρόφιμα θα επιτυγχανόταν χάρη σε ένα συνδυασμό εκούσιων παραδόσεων δημητριακών στις κρατικές υπηρεσίες και ελεύθερου εμπορίου, είχε καταρρεύσει» (σελ. 227).
Ήταν πια φανερό ότι τα πράγματα στην αγροτική παραγωγή έπρεπε να αλλάξουν επανατοποθετούμενα πάνω στη βάση της ενιαίας κεντρικά σχεδιασμένης σοσιαλιστικής οικονομίας: «Η κατάσταση αυτή έφερε στην επιφάνεια ένα βασικό ζήτημα που έως τότε το καθεστώς απέφευγε να αντιμετωπίσει στη ρίζα του. Η αγροτική μικροϊδιοκτησία, η οποία μάλιστα ακολουθούσε τις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας, ήταν σαφώς ασύμβατη με την ανάπτυξη και διαμόρφωση ενός παραγωγικού και αποτελεσματικού αγροτικού τομέα. Ένα μίνιμουμ συνεργασίας μεταξύ αυτών που καλλιεργούσαν τη γη επιβαλλόταν όχι μόνο με βάση τις αρχές του σοσιαλιστικού ζητήματος, αλλά και με βάση τις αρχές της κοινής λογικής» (σελ. 227).
Το ζήτημα της κολεκτιβοποίησης έρχεται ξανά στο προσκήνιο: «Οι συλλογικές καλλιέργειες (κολχόζ) και τα λεγόμενα σοβιετικά αγροκτήματα (σοβχόζ) είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους κατά την περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού, αλλά είχαν παρακμάσει με την εισαγωγή της ΝΕΠ. Έτσι κι αλλιώς, φαίνεται πως η έκτασή τους δεν ξεπέρασε ποτέ το 2% της καλλιεργούμενης γης, με αποτέλεσμα και η υποστήριξη παρόμοιων πρωτοβουλιών από την κυβέρνηση να είναι περιορισμένη. Ορισμένα, πάντως, από τα κολχόζ είχαν καταφέρει να επιβιώσουν με τη μορφή συνεταιρισμών των οποίων τα μέλη διατηρούσαν χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους. Όσο για τα σοβχόζ, η αποτυχία τους ήταν τέτοια ώστε ο όρος έτεινε να γίνει συνώνυμο της αναποτελεσματικότητας» (σελ. 230).
Οι εξελίξεις έστρεψαν το ενδιαφέρον στην αναβίωση κι ενίσχυση των κολχόζ: «Η κρίση αναφορικά με τη συγκέντρωση της απαραίτητης ποσότητας δημητριακών, που εκδηλώθηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1920, είχε ως αποτέλεσμα να ανανεωθεί το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για τα κολχόζ και τα σοβχόζ. Μια μεγάλη μονάδα συλλογικής παραγωγής θα ήταν, λογικά, πιο πρόθυμη να παραδίδει στις αρμόδιες αρχές τα πλεονάσματά της απ’ ό,τι ο μεμονωμένος αγρότης που καλλιεργούσε τη γη για λογαριασμό του και είχε την τάση και το κίνητρο να πουλά τα πλεονάσματά του στην ελεύθερη αγορά» (σελ. 230).
Και ασφαλώς δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο: «Έτσι, το 1926 ιδρύθηκε ένας κεντρικός οργανισμός (Κολχοζτσέντρ), ενώ νέα κολχόζ άρχισαν να δημιουργούνται, και μάλιστα με ταχύ ρυθμό, από τα μέσα του 1927 και έπειτα. Επρόκειτο για μικρότερες μονάδες από εκείνες της περιόδου του πολεμικού κομμουνισμού, στις οποίες η πρακτική της από κοινού εργασίας δεν ξεπερνούσε ορισμένα στοιχειώδη όρια. Μολαταύτα, τα κολχόζ αποτελούσαν μια σοβαρή προσπάθεια να ξεπεραστούν αφενός ο παραδοσιακός συντηρητισμός του μεγάλου όγκου του αγροτικού πληθυσμού και αφετέρου οι αντιδράσεις των κουλάκων» (σελ. 230-231).
Οι προσπάθειες για την αναβίωση των σοβχόζ ήταν πιο διστακτικές: «Λιγότερο ευοίωνες έδειχναν να είναι οι προοπτικές για τα σοβχόζ. Η αναβίωσή τους δεν άρχισε πριν από το 1927 και συνδέθηκε με ό,τι –κάπως συνθηματολογικά– αποκλήθηκε “εκβιομηχάνιση της γεωργίας”. Η αντικατάσταση των πρωτόγονων γεωργικών εργαλείων του Ρώσου αγρότη (όπως ήταν το ξύλινο άροτρο που το κατασκεύαζε μόνος του) από σύγχρονα μηχανήματα και σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας ήταν, κατά γενική ομολογία, επιτακτική ανάγκη» (σελ. 231).
Ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας ήταν ένας ακόμη άμεσος στόχος για το καθεστώς: «Το 1925 τέθηκε για πρώτη φορά θέμα να δημιουργηθεί μεγάλο εργοστάσιο τρακτέρ στο Στάλινγκραντ, αλλά μόλις το 1928 το σχέδιο αυτό εγκρίθηκε οριστικά και τέθηκε σε εφαρμογή. Η κυβερνητική προπαγάνδα άρχισε σταδιακά να προβάλλει σαν υποδειγματικές μονάδες αγροτικής παραγωγής τα σοβχόζ, τα οποία μάλιστα οι αρμόδιες αρχές φρόντιζαν να εφοδιάζουν κατά προτεραιότητα με τρακτέρ και άλλα γεωργικά μηχανήματα. Βέβαια, τα αποτελέσματα πολύ απείχαν από τις προσδοκίες όσων πρωταγωνιστούσαν σε αυτή τη διαδικασία. Από την άλλη όμως, γινόταν κάθε μέρα και πιο φανερό ότι η δημιουργία μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη θέση των μικρών αγροτικών κλήρων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να υπάρξει η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των τρακτέρ και των άλλων μηχανημάτων, και επομένως να αυξηθεί σημαντικά η αγροτική παραγωγή» (σελ. 231-232).
Το ζήτημα της κολεκτιβοποίησης σταδιακά αποτέλεσε μια από τις βασικότερες προτεραιότητες του κόμματος: «Έτσι, στις 5 Δεκεμβρίου 1929, το πολιτικό γραφείο του κόμματος όρισε μια επιτροπή με αποστολή να συντάξει, εντός δύο εβδομάδων, ένα σχέδιο διατάγματος για το ρυθμό της κολεκτιβοποίησης στις διάφορες περιοχές της χώρας. Στην επιτροπή αυτή μετείχαν και εκπρόσωποι των επί μέρους περιοχών, όχι όμως και κάποιο από τα μέλη του πολιτικού γραφείου· ήταν προφανές, επομένως, ότι ο χαρακτήρας της θα ήταν περισσότερο τεχνικός και λιγότερο πολιτικός» (σελ. 277).
Το βέβαιο είναι ότι μαζί με το ζήτημα της κολεκτιβοποίησης στα πρακτικά των συνεδριάσεων αυτής της επιτροπής φαινόταν καθαρά οι διαθέσεις του κόμματος για τους κουλάκους: «Τα αποσπάσματα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων αυτής της επιτροπής, που δημοσιεύτηκαν έπειτα από αρκετά χρόνια, αντικατοπτρίζουν και τη σχετική σύγχυση που υπήρχε ως προς της λειτουργίες της. Στις προτάσεις που διατυπώνονταν στις επί μέρους υποεπιτροπές περιλαμβάνονταν και κάποιες αρκετά ρηξικέλευθες· σε μια από αυτές τις υποεπιτροπές φαίνεται, άλλωστε, πως πρωτοακούστηκε η φράση “να εξαφανίσουμε τους κουλάκους ως τάξη”. Πάντως, το σχέδιο απόφασης που η επιτροπή υπέβαλε στις 22 Δεκεμβρίου 1929 στο πολιτικό γραφείο ήταν σχετικά μετριοπαθές. Πρότεινε την κολεκτιβοποίηση των κύριων σιτοπαραγωγών περιοχών τα επόμενα δύο με τρία χρόνια […] ενώ για άλλες περιοχές το αντίστοιχο διάστημα θα μπορούσε να φτάσει και τα τέσσερα χρόνια. Παράλληλα, υπήρχε και μια προειδοποίηση ότι θα έπρεπε να αποφευχθούν “εξάρσεις καταναγκασμού”» (σελ. 277-278).
Όσο μετριοπαθές όμως κι αν ήταν οι προτάσεις της επιτροπής, για τους κουλάκους τα πράγματα δεν ήταν καθόλου μετριοπαθή: «Κατά τα άλλα, αποκλειόταν η ένταξη των κουλάκων στα κολχόζ· τα μέσα παραγωγής που διέθεταν, όπως τα αγροτικά μηχανήματα αλλά και τα ζώα, θα μεταβιβάζονταν στα κολχόζ, ενώ στους ίδιους θα δίνονταν μικρές εκτάσεις όχι ιδιαίτερα εύφορης γης, σε απομακρυσμένες περιοχές. Όσοι από τους κουλάκους θα αντιδρούσαν θα απομακρύνονταν από την περιοχή όπου κατοικούσαν έως τότε, ενώ σε όσους έδειχναν διάθεση συνεργασίας θα μπορούσε να επιτραπεί να εργάζονται στα κολχόζ – τι ακριβώς εργασίες θα αναλάμβαναν παρέμεινε αδιευκρίνιστο» (σελ. 278).
Ο ίδιος ο Στάλιν συνηγόρησε στην εξάλειψη των κουλάκων: «Πριν ακόμα το πολιτικό γραφείο του κόμματος συζητήσει τις προτάσεις της επιτροπής, είχε συγκληθεί στη Μόσχα μια συνδιάσκεψη μαρξιστών ειδικών στα αγροτικά ζητήματα. Ο Στάλιν επωφελήθηκε από τη συνδιάσκεψη προκειμένου να κάνει την πρώτη δημόσια ομιλία του έπειτα από αρκετούς μήνες, στην οποία και επιτέθηκε κατά μέτωπο τους κουλάκους. Η “αποκουλακοποίηση” και η “εξάλειψη των κουλάκων ως τάξης” αναφέρθηκε σαν “αποφασιστικής σημασίας καμπή στην πολιτική μας”» (σελ. 278).
Μετά από κάποιες αναθεωρήσεις και τροποποιήσεις οι προτάσεις της επιτροπής εγκρίθηκαν από την κεντρική επιτροπή του κόμματος στις 5 Ιανουαρίου του 1930: «Η απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 1930 έθεσε τις βάσεις για τη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης, κάνοντας λόγο για “αντικατάσταση” της παραγωγής των κουλάκων από την παραγωγή των κολχόζ, καθώς και για “εξάλειψη των κουλάκων ως τάξης”. Στις βασικές σιτοπαραγωγές περιοχές, στο Μέσο και τον Κάτω Βόλγα και στον Βόρειο Καύκασο, η κολεκτιβοποίηση έπρεπε βασικά να έχει ολοκληρωθεί έως το φθινόπωρο του 1930 ή την άνοιξη του 1931, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές, όπου παράγονταν κυρίως δημητριακά, έως το φθινόπωρο του 1931 ή την άνοιξη του 1932. Ο εφοδιασμός με τρακτέρ και άλλα αγροτικά μηχανήματα θα επιταχυνόταν, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί προϋπόθεση για να προχωρήσει η κολεκτιβοποίηση» (σελ. 279).
Η συνέχεια για τους κουλάκους ήταν η αναμενόμενη: «Η διακηρυγμένη πρόθεση να μην υπάρξει καταναγκασμός στην περίπτωση των μεσαίων και φτωχών αγροτών σύντομα διαψεύστηκε από τα πράγματα. Από τη στιγμή που δεν υπήρχαν ενδοιασμοί ακόμα και για την άσκηση βίας κατά των κουλάκων, οι οποίοι είχαν χαρακτηριστεί συλλήβδην “εχθροί του καθεστώτος”, ήταν πολύ πιθανό όποιος αντιδρούσε στην κολεκτιβοποίηση να χαρακτηριστεί σαν κουλάκος ή να θεωρείται σύμμαχος και συνεργάτης των κουλάκων, με ό,τι αυτό σήμαινε από άποψη μέτρων που μπορούσαν να ληφθούν εναντίον του. Δεκάδες χιλιάδες κουλάκοι, αφού αποσπάστηκαν βιαίως από τη γη τους και από το σπίτι τους, είτε εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους προσπαθώντας στο εξής να επιβιώσουν με όποιν τρόπο μπορούσαν, είτε εκτοπίστηκαν σε μακρινές επαρχίες. Όσο για τα ζώα τους και τον εξοπλισμό τους σε αγροτικά και άλλα μηχανήματα, αυτά παραχωρήθηκαν στο κολχόζ της περιοχής τους. Οι αγρότες, φτωχοί, μεσαίοι ή σχετικά ευκατάστατοι, που εντάχθηκαν στα κολχόζ με τη θέλησή τους ήταν λίγοι. Αυτό που κυρίως προκαλούσε έντονες διαμαρτυρίες και αντιδράσεις εκ μέρους τους ήταν η υποχρέωση να παραχωρήσουν τα ζώα τους στο κολχόζ – πολλοί, μάλιστα, προτίμησαν να τα σφάξουν παρά να τα παραδώσουν» (σελ. 281).
Η ΝΕΠ ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Η δραστηριότητα του μικροκαλλιεργητή που εμπορεύεται ο ίδιος τα προϊόντα του δίνει τη θέση στον κεντρικό σχεδιασμό και στην εκβιομηχάνιση της γεωργίας: «Φιλοδοξία των υποστηρικτών του κεντρικού σχεδιασμού ήταν να εφαρμόσουν και στον αγροτικό τομέα τις αρχές που ίσχυαν για την εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας γενικά. Είναι ενδεικτικό ότι ήδη τα σοβχόζ αντιμετωπίζονταν σαν “εργοστάσια παραγωγής δημητριακών”. Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση στο θεσμό των κολχόζ, στα οποία θα έπρεπε να ενταχθεί ο μεγάλος όγκος του αγροτικού πληθυσμού» (σελ. 285).
Το σχόλιο του Carr είναι για τις αλλαγές στην αγροτογεωργική παραγωγή σαφές: «Η τελευταία φάση –όπως άλλωστε και η πρώτη– αυτής της διαδικασίας δεν όφειλε τίποτα σε ενδεχόμενες αυθόρμητες πρωτοβουλίες των ίδιων των αγροτών· ορθά ο Στάλιν είχε κάνει λόγο για “επανάσταση από τα πάνω”, προσθέτοντας ωστόσο αυθαίρετα “υποστηριζόμενη από τα κάτω”. Για περίπου δώδεκα χρόνια η γεωργία είχε παραμείνει ένα είδος ημιανεξάρτητου θύλακα στους κόλπους της σοβιετικής οικονομίας, που λειτουργούσε με τους δικούς του ρυθμούς και κανόνες, αντιδρώντας σε όποια απόπειρα αλλαγής τους. Αυτή ήταν, άλλωστε, η πεμπτουσία της ΝΕΠ, αυτού του δύσκολου συμβιβασμού που όμως δεν μπόρεσε να συνεχιστεί πέρα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο» (σελ. 284-285).
Για να συμπληρώσει: «Από τη στιγμή που μια ισχυρή κεντρική εξουσία, με έδρα τη Μόσχα, είχε πάρει στα χέρια της το σχεδιασμό και την αναδιοργάνωση της σοβιετικής οικονομίας (με έμφαση, μάλιστα, στο στόχο της ταχύρρυθμης εκβιομηχάνισης), αλλά και από τη στιγμή που η γεωργία αδυνατούσε πια να καλύψει τις ανάγκες του ραγδαία αυξανόμενου πληθυσμού των πόλεων, ήταν φυσικό οι ισορροπίες –έτσι κι αλλιώς εύθραυστες– να ανατραπούν. Στη σφοδρή σύγκρουση που θα ακολουθούσε και οι δύο πλευρές θα έδειχναν ιδιαίτερη αποφασιστικότητα και ιδιαίτερο πείσμα» (σελ. 285).
Αυτό που έμενε ήταν η γιγάντωση των μονάδων παραγωγής: «Μια άλλη διάσταση του όλου εγχειρήματος ήταν η προσπάθεια να είναι τα κολχόζ όσο πιο μεγάλα γίνεται, τόσο σε έκταση όσο και σε παραγωγική δυνατότητα· ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ένα είδος επέκτασης της “γιγαντομανίας” που είχε εγκαινιαστεί με τη λειτουργία των σοβχόζ. Στις σιτοπαραγωγικές περιοχές της χώρας δημιουργήθηκαν έτσι τεράστια κολχόζ (το μεγαλύτερο από αυτά κάλυπτε έκταση 800.000 στρεμμάτων!). Αυτό, ωστόσο, που χαρακτήριζε κυρίως τα κολχόζ, και που τα διέκρινε από τα σοβχόζ, δεν ήταν τόσο ο στόχος να μετατρέψουν παρθένες έως τότε εκτάσεις γης σε καλλιεργήσιμες, όσο το να δημιουργηθούν τεράστιες μονάδες παραγωγής, στις οποίες να ενταχθούν αφενός εκτάσεις που ανήκαν έως τότε σε ιδιώτες και αφετέρου μικρότερα κολχόζ που είχαν σχηματιστεί ήδη. Αυτές οι τεράστιες παραγωγικές μονάδες, οι οποίες μπορούσαν να περιλαμβάνουν χιλιάδες αγροτικά νοικοκυριά και ολόκληρα χωριά, αναφέρονταν συνήθως ως “περιοχές πλήρους κολεκτιβοποίησης”» (σελ. 281-282).
- E. H. CARR: «Μικρή Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, Ιούνιος 2017.