Ο Χαρ. Τρικούπης και η χρεοκοπία του 1893
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Από της ιδρύσεως του το ελληνικό κράτος είχε τα οικονομικά του σε χαώδη κατάσταση. Ήδη από τα 1827 το επαναστατημένο έθνος των Ελλήνων είχε χρεοκοπήσει, αδυνατώντας να αποπληρώσει τα ληστρικά δάνεια της ανεξαρτησίας ύψους 2,8 εκ. λιρών. Στη συνέχεια στα 1843 το ελληνικό κράτος ανακοίνωνε την αδυναμία εξυπηρέτησης του δανείου του 1833 ύψους 60 εκ. γαλλικών φράγκων. Από τούδε και μέχρι το 1878 οι διεθνείς αγορές παρέμειναν ερμητικά κλειστές για το μικρό ελληνικό βασίλειο, που αναγκάστηκε να βασιστεί σε ίδιες δυνάμεις για να επιβιώσει καταφεύγοντας στον υψηλότοκο εσωτερικό δανεισμό. Τράπεζες, όπως η Εθνική και Ιονική, αλλά και πλούσιοι Έλληνες, κυρίως του εξωτερικού, έγιναν οι κύριοι αιμοδότες της οικονομίας αποκομίζοντας αστρονομικά κέρδη. Από το 1862 μέχρι και το 1877 οι δυο τράπεζες δανείζουν στο ελληνικό κράτος περίπου 130 εκ. δραχμές. Η κακοδιοίκηση, οι σπατάλες των κυβερνήσεων, οι ληστρικοί όροι χορήγησης των δανείων που απομυζούσαν το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών εσόδων καθώς και οι κομματικοί φατριασμοί δεν επέτρεψαν την παραγωγική αξιοποίηση των δανείων με αποτέλεσμα την καταβαράθρωση της τραπεζικής πίστης της χώρας. Το πρώτο βήμα για να βγει από την κατάσταση της ανυποληψίας το ελληνικό κράτος έγινε στα 1878 όταν η κυβέρνηση Κουμουνδούρου κατάφερε να έρθει σε διακανονισμό με τους πιστωτές για την αποπληρωμή των δανείων του 1824 και 1825.
Στα 1878 την κυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει ο Χαρίλαος Τρικούπης. Για τα επόμενα 15 χρόνια θα μεσουρανήσει στο πολιτικό στερέωμα. Αστός, μορφωμένος και θαυμαστής του αγγλικού τρόπου κρατικής λειτουργίας θα προσπαθήσει να αναμορφώσει εκ βάθρων το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας. Ο Τάσος Βουρνάς αναφέρει για τον Τρικούπη: «Κοινωνικό και πολιτικό ιδανικό του Τρικούπη υπήρξε η φιλοδοξία να μεταβάλει την Ελλάδα σε μικρογραφία της Αγγλίας, αγνοώντας τα ιδιαίτερα προβλήματα του τόπου και τις ιδιομορφίες της ελληνικής πραγματικότητας». Στο πλευρό του βρέθηκε η αναδυόμενη αστική τάξη της Ελλάδας και της διασποράς. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Μεσολογγίτη πολιτικού για τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, κυρίως αυτά που αφορούσαν έργα υποδομής, απαιτούσαν υπέρογκα ποσά που το ελληνικό κράτος δεν διέθετε. Έτσι, οδηγήθηκε στην αναζήτηση κεφαλαίων μέσω δανεισμού, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται ότι η οικονομία του κράτους που κυβερνούσε δεν διέθετε τις προϋποθέσεις και τις αντοχές για ένα τέτοιο άλμα. Ο Γ. Ασπρέας επισημαίνει σωστά για τον Χαρ. Τρικούπη: «Εφρόνει και δικαίως ο Χ. Τρικούπης ότι η αναδιοργάνωσις του κράτους και η πολλαπλή ανάπτυξις και εκμετάλλευσις των πόρων της χώρας, ήθελεν επαυξήση την παραγωγήν και συνεπώς η αύξησις των εσόδων ήθελεν αρκέση προς κάλυψιν των δαπανών και επίτευξιν του ισοζυγίου. […] Υπερτιμήσας τας οικονομικάς δυνάμεις της χώρας ο Χ. Τρικούπης και παλαίων κατά πολιτικών αντιπάλων άκρας εναντιότητος επί του οικονομικού πεδίου, προσέκοψεν επί σπουδαίων οικονομικών δυσχερειών…».
Ανάμεσα στα 1879 και 1893 οι ελληνικές κυβερνήσεις συνάπτουν οκτώ δάνεια συνολικού ύψους 640 εκ. φράγκων, πραγματικής άξιας 464 εκ. φράγκων. Τραπεζικοί οίκοι του εξωτερικού, όπως η C.J.Hambro και η Τράπεζα Κων/πόλεως, του «πολύ» Ανδρ. Συγγρού, είναι μεταξύ των κύριων δανειοδοτών του κράτους. Τα επιτόκια κυμαίνονταν μεταξύ 6% και 8% και τα έτη απόσβεσης από 40 μέχρι 99 έτη. Οι όροι ήταν εξόφθαλμα ληστρικοί, ενώ μόνο το 3% των χρημάτων απορροφήθηκε σε αναπτυξιακά έργα. Το μεγαλύτερο μέρος, συγκεκριμένα το 79,77% των χρημάτων, δαπανήθηκε σε αποπληρωμή παλαιότερων δανείων και το 10,75% σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Ο Γ. Ασπρέας σημειώνει για την οικονομική κατάσταση: «Καθ’ όλη την διαρρεύσασαν δεκαετίαν (1880-1890) είχον πραγματοποιηθή δάνεια εις χρυσόν εν τω εξωτερικώ υπερβαίνοντα τα 400 εκ. ο δε προϋπολογισμός του κράτους είχεν αυξηθή δυσαναλόγως, αφ’ ενός μεν ως εκ της ανάγκης της υπηρεσίας των δανείων, αφ’ ετέρου δε ως εκ της επιτακτικής αυξήσεως των κανονικών δαπανών του στρατού και του στόλου και της λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών, των οποίων οι οργανισμοί είχον αρκούντως ευρυνθή». Ειδικά η αντιπαράθεση με την Οθωμανική αυτοκρατορία για την Ήπειρο και την Κρήτη απογείωσε τις στρατιωτικές δαπάνες. Ο «ειρηνοπόλεμος», η διαρκής, δηλαδή, επιστράτευση και ετοιμότητα του στρατού το 1886 για δήθεν πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, του Θεοδ. Δεληγιάννη, που κυβέρνησε για ένα έτος (1885-1886), κόστισε στο ελληνικό κράτος το δυσθεώρητο τότε ποσό των 133 εκ. δραχμών. Το αποτέλεσμα ήταν ο αποκλεισμός των ελληνικών λιμανιών από πολεμικά πλοία της Αγγλίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας και της Γερμανίας, η παράλυση κάθε οικονομικής δραστηριότητας και η έναρξη λιμού. Λίγα χρόνια μετά, στα 1897, θα αποδειχτεί στον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο το μάταιο όλων αυτών των δαπανών.
Παράλληλα με την σύναψη δανείων οι κυβερνήσεις του Χαρ. Τρικούπη (1882-1885 και 1886-1890) χρηματοδότησαν την εσωτερική ανασυγκρότηση με την αύξηση των φόρων. Ιδιαίτερα η αύξηση των έμμεσων φόρων δημιούργησε έντονη δυσαρέσκεια στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, αγρότες και εργάτες. Ειδικά οι αγρότες- δουλοπάροικοι της Θεσσαλίας, που επιβίωναν σε ένα ημιφεουδαρχικό καθεστώς, έβλεπαν τους τσιφλικάδες να απαλλάσσονται από τον φόρο της «δεκάτης» ενώ οι ίδιοι επιβαρύνονταν με τον φόρο επί των «αροτριώντων κτηνών». Οι πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού, οι «χρυσοκάνθαροι», με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στα 1881 έσπευσαν να επενδύσουν στην αγορά τσιφλικιών από τους Τούρκους μπέηδες. Διατηρώντας τον μεσαιωνικό θεσμό της δουλοπαροικίας απλώς υποκαθιστούσαν τον ξένο φεουδάρχη στην εκμετάλλευση των αγροτών. Παράλληλα η «Προνομιούχος Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας», που ιδρύθηκε με κεφάλαια Ελλήνων του εξωτερικού και συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας, δάνειζε στους μεγαλογαιοκτήμονες μεγάλα ποσά τα οποία αυτοί στην συνέχεια δάνειζαν στους κολλήγους με τόκο 30%-40%. Υπό αυτό το καθεστώς η αγροτική οικονομία ασφυκτιούσε με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποδώσει σύμφωνα με τις πραγματικές της δυνατότητες στον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπρόσθετα, οι επενδύσεις των «χρυσοκάνθαρων» δεν κατευθύνθηκαν σε παραγωγικούς τομείς, αλλά σε έργα επίδειξης, όπως τα νεοκλασικά κτήρια και στον δανεισμό του ελληνικού κράτους. Ήταν κατά κύριο λόγο επενδύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα που πρόσφεραν ελάχιστα στην τόνωση της ασθμαίνουσας ελληνικής οικονομίας.
Την λαϊκή δυσαρέσκεια εξέφρασε σε μεγάλο βαθμό ο Θεοδ. Δεληγιάννης, το αντίπαλο δέος του Τρικούπη. Ο Αρκάς πολιτικός εξέφραζε τα υπολείμματα του κοτζαμπασισμού, ενώ το πρόγραμμα του συνίστατο στο ακριβώς αντίθετο του τρικουπικού κόμματος. Με το σύνθημα «κάτω οι φόροι», εξελέγη δις πρωθυπουργός της Ελλάδας, το 1885-1886 και το 1890-1892. Στο διάστημα που ήταν στην εξουσία δεν προσέφερε τίποτε το ανακουφιστικό στην παραπαίουσα οικονομία του τόπου. Αντιθέτως, ως «μαστροχαλαστής», ξεχαρβάλωνε ό,τι θετικό είχε κάνει ο Τρικούπης. Η δημοκοπία και ο λαϊκισμός ήταν οι πυλώνες της πολιτικής του. Στην διάρκεια της δεύτερης θητείας του ξεκίνησε η χιονοστιβάδα της οικονομικής κατάρρευσης. Ο ίδιος πίστευε ότι μια πολιτική λιτότητας θα μπορούσε να επαναφέρει την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά. Αντίθετα, ο υπουργός οικονομικών και πρώην τραπεζίτης, Κων/νος Καραπάνος εισηγούνταν την αύξηση των φόρων και τον διακανονισμό με τους ξένους δανειστές. Έτσι, ο Δεληγιάννης απομάκρυνε τον «αντιρρησία» υπουργό και ανέλαβε προσωπικά το υπουργείο των Οικονομικών το καλοκαίρι του 1891. Η κατάσταση, βέβαια, δεν άλλαξε και τα οικονομικά του κράτους έβαιναν συνεχώς επιδεινούμενα. Ο Τρ. Ευαγγελίδης γράφει σχετικά με την οικονομική διαχείριση της περιόδου: «Η όλη δημοσιονομική διοίκησις εξηκολούθει λοιπόν αμεριμνομέριμνος ως και πρότερον˙[…] …παρατηρεί τις, ότι ασφαλώς και αμερίμνως ήγετο η τότε κυβέρνησις προς την πτώχευσιν˙ διότι ούτε καν απόπειρά τις προς επαρκή μεταβολή είτε των εσόδων είτε των εξόδων εμφαίνεται που του προϋπολογισμού και των οικονομικών νόμων». Και ο Δημ. Πουρνάρας συμπληρώνει την εικόνα της οικονομίας της περιόδου: «Το ελληνικόν κράτος παρουσιάζεται ήδη απειλούμενον από τους εκβιασμούς των διαφόρων κεφαλαιοκρατικών ομίλων και δεχόμενον τους εκβιαστικούς προπηλακισμούς των. Το φάσμα της πτωχεύσεως δεν απετέλει πλέον κενολόγον αντιπολιτευτικήν απειλήν. Έκρουε τας θύρας της Ελλάδος, επλήσσοντο δε ήδη με την συνεχιζομένην πτώσιν του νομίσματος όχι ευάριθμοι τάξεις. […] …συλλαλητήρια δε ετοιμάζοντο πανταχού από τους εμπόρους και επαγγελματίας καθ’ άπασαν την Ελλάδα».
Μπροστά στον επερχόμενο κυκεώνα της οικονομικής κρίσης ο βασιλιάς Γεώργιος απομάκρυνε, πραξικοπηματικά είναι η αλήθεια, τον Δεληγιάννη και προκήρυξε εκλογές για τον Μάιο του 1892. Νικητής αναδείχτηκε ο Τρικούπης, γεγονός που χαιρετίστηκε θετικά, καταρχήν, από τους χρηματιστικούς κύκλους του City του Λονδίνου. Η πολιτική του Τρικούπη, που στηριζόταν κατά κύριο λόγο στην δανειοδότηση του ελληνικού κράτους, έδινε την ευκαιρία στα πιστωτικά funds για μεγαλύτερα κέρδη. Η κυβέρνηση του Τρικούπη ξεκίνησε αυτή την φορά από τους φόρους. Περίπου 5 εκ. δραχμές σε φόρους επιβλήθηκαν στον ήδη επιβαρυμένο λαό. Τις περισσότερες αντιδράσεις πυροδότησαν οι φόροι στην παιδεία με την επιβολή των «εκπαιδευτικών τελών», γεγονός που δημιούργησε εκρηκτικό κλίμα μεταξύ των σπουδαστών. Στην μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους ήρθε να προστεθεί και η συρρίκνωση του εμπορίου του σημαντικότερου εξαγώγιμου ελληνικού προϊόντος, της σταφίδας, λόγω των δασμών που επέβαλε η Γαλλία στα 1892. Έτσι για μια ακόμη φορά ο Τρικούπης στράφηκε στον εξωτερικό δανεισμό. Ο Γ. Ασπρέας αναφέρει σχετικά: «Οικονομική ανόρθωσις απέβαινεν αδύνατος άνευ εντατικής φορολογίας, σωτηρία δε από της επικειμένης πτωχεύσεως ηδύνατο να επιτευχθή μόνον δι’ εξωτερικού δανείου, και η μεν εντατική φορολογία απέβαινεν αδύνατος ως εκ της προϊούσης οικονομικής καχεξίας της χώρας, η δε σύναψις εξωτερικού δανείου είχε καταστή εξαιρετικώς δυσχερής ως εκ της δυσφημίσεως της οικονομικής καταστάσεως της Ελλάδος, οφειλομένης κατά μέγα μέρος εις Έλληνας πολιτικούς και κεφαλαιούχους».
Προκειμένου να καθησυχάσει τις αγορές σχετικά με την κατάσταση της οικονομίας ο Τρικούπης κάλεσε στην Ελλάδα τον λόρδο Edward Law να ελέγξει «ιδίοις όμμασι» την κατάσταση της οικονομίας. Από τις Η.Π.Α. κατέφθασε ο Pierpont Morgan, μετέπειτα ιδιοκτήτης της τράπεζας J.P. Morgan, καθώς και ο Άγγλος διευθυντής της «Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας» Vincent Edger. Οι Γάλλοι εκπροσωπήθηκαν από τον οικονομικό επιθεωρητή Roux, αντιπρόσωπο των Γάλλων κεφαλαιούχων. Ο Law στην έκθεση του, που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, εισηγούταν την περεταίρω αύξηση της φορολογίας με παράλληλη βελτίωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών του κράτους καθώς και την αναδιοργάνωση των οικονομικών υπηρεσιών. Αρχικά φάνηκε ότι οι Άγγλοι ήταν διατεθειμένοι να χορηγήσουν δάνειο, αλλά με υπερβολικούς όρους, μεταξύ των οποίων ήταν ο έλεγχος των εισπράξεων του κράτους από τους δανειστές μέσω επιτροπής που θα διόριζαν οι ίδιοι. Από τη μεριά τους οι Γάλλοι κεφαλαιούχοι φαίνεται πως επιδίωκαν την πτώχευση, ώστε μέσω αυτής να ιδρύσουν την «Τράπεζα του Κράτους» που θα ήλεγχε τα δημόσια έσοδα. Άνθρωποι των Γάλλων στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο ήταν μεταξύ άλλων οι πολιτικοί Δ. Ράλλης και Κων/νος Καραπάνος, ενώ από το Παρίσι ο Έλληνας κερδοσκόπος Αντώνιος Βλαστός κινούσε τα νήματα ενάντια στην οικονομική πολιτική του Τρικούπη. Ουσιαστικά, ο κύριος όρος των δανειοληπτών για να συναινέσουν σε νέο δάνειο ήταν η κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας και η υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς οικονομικού προτεκτοράτου.
Παρ’ όλες τις αμφιταλαντεύσεις τους οι Άγγλοι πείστηκαν στην χορήγηση νέου δανείου, αλλά οι υπερβολικοί όροι που έθεταν, καθώς και το ότι ζητούσαν να εγκριθεί μόνο από τον βασιλιά Γεώργιο και όχι από την Βουλή, οδήγησαν τον βασιλιά να μην υπογράψει διότι έτσι καταλυόταν η εθνική ανεξαρτησία. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση ο Τρικούπης υπέβαλε την παραίτησή του τον Απρίλιο του 1893 και η διακυβέρνηση ανατέθηκε σε υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σωτήριο Σωτηρόπουλο. Η νέα κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Ελλάδα μπορούσε να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο χωρίς να κηρύξει χρεοκοπία. Συνήψε γι’ αυτό τον λόγο από την C.J.Hambro «δάνειο κεφαλαιοποιήσεως» (funding) ύψους 100 εκ. φράγκων, δηλαδή κεφαλαιοποιήθηκαν οι τόκοι που χρωστούσε το ελληνικό δημόσιο και εκδόθηκαν προσωρινές αποδείξεις τίτλων (scrips) του νέου δανείου, δια των οποίων αποπληρώνονταν τα δάνεια των ετών 1881,1884,1889 και 1890. Την ίδια μέθοδο είχε ακολουθήσει και η Αργεντινή το 1891, αλλά κατέληξε στην χρεοκοπία. Ο Δ. Πουρνάρας αναφέρει για την συναλλαγή αυτή ότι: «…προκάλεσε θύελλαν αγανακτήσεως εις το εσωτερικόν και το εξωτερικόν, όπου ο επιφανέστερος των Γάλλων οικονομολόγων Λερουά-Μπωλλιέ απεκάλεσε την συμφωνίαν Σωτηρόπουλου-Χάμπρο χρεωκοπίαν πραγματικήν […] δια της οποίας θα εξηπατάτο το ευρωπαϊκόν κοινόν». Πράγματι, οι ελληνικές αξίες στα διεθνή χρηματιστήρια καταβαραθρώθηκαν, ενώ επλήγησαν σημαντικά τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, η περιορισμένη βιομηχανική δραστηριότητα της χώρας και βέβαια ο λαός, που είδε το βιοτικό του επίπεδο να πέφτει απότομα, αφού πολλά είδη πρώτης ανάγκης άρχισαν να υπερτιμούνται υπερβολικά. Σύμφωνα με τα οικονομικά ειωθότα το «δάνειο κεφαλαιοποιήσεως» έχει αποτέλεσμα όταν το κράτος είναι σε προσωρινή δυσχέρεια και έχει έρθει προηγουμένως σε διακανονισμό με τους ομολογιούχους. Εν προκειμένω επρόκειτο για μια συγκεκαλυμμένη πτώχευση. Γράφει ο Τρ. Ευαγγελίδης για το δάνειο αυτό: «Η κυβέρνησις Σωτηροπούλου αποδεξαμένη την αρχήν είχεν την πονηρίαν να διαφύγη δι’ εαυτήν τον προκείμενον σκόπελον της πτωχεύσεως. Οι διάδοχοι του Τρικούπη απεμιμήθησαν την ήδη υπό μόνης της Αργεντινής Δημοκρατίας εφαρμοσθείσαν μέθοδον της προσωρινής αναστολής των πληρωμών του κράτους. Τούτο είναι το δάνειο «funding». […] Όταν έμπορος τις φθάση εις τοιούτον σημείον, η πτώχευσις δεν θεωρείται πολύ απέχουσα…».
Τον Οκτώβριο συνέβη ακόμη μια αλλαγή κυβέρνησης, αφού ο Σωτηρόπουλος δεν κατάφερε να εκλέξει πρόεδρο της Βουλής από το κόμμα του και παραιτήθηκε. Στις 30 Οκτωβρίου 1893 ο Τρικούπης αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας για μια τελευταία φορά, προσπαθώντας να αποτρέψει το μοιραίο. Αρχικά ακύρωσε το «δάνειο κεφαλαιοποιήσεως» της προηγούμενης κυβέρνησης και προσπάθησε να βρει νέα δάνεια για να εξυπηρετήσει τα παλαιότερα. Οι προσπάθειες του ήταν όμως μάταιες. Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο Τρικούπης ανακοίνωνε στην Βουλή ότι «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Γράφει ο Ανδρ. Συγγρός στα απομνημονεύματά του σχετικά: «Δεν εβράδυνεν ο Τρικούπης κατά την εισήγησιν του προϋπολογισμού δια το 1894 να είπη το δυστυχώς επτωχεύσαμεν και, πρέπει να ομολογήσω, μετά θάρρους σχετικού και αποφασιστικότητος επρόφερε τας βαρυσημάντους ταύτας λέξεις». Εκείνη την περίοδο το ύψος του χρέους είχε αγγίξει τα 640 εκ. φράγκα και αντιπροσώπευε το 150% του Α.Ε.Π., ακριβώς όπως και το 2011… Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ψηφίστηκε και το νομοσχέδιο για τον διακανονισμό του δημοσίου χρέους. Σε αυτό περιλαμβανόταν η δέσμευση της κυβέρνησης να έρθει σε διακανονισμό με τους ομολογιούχους των εξωτερικών δανείων, καταβάλλοντας μόνο το 30% των τοκομεριδίων.
Οι αντιδράσεις των κατόχων ελληνικών χρεογράφων ήταν άμεσες. Στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στο Βερολίνο συστάθηκαν επιτροπές των ομολογιούχων διαμαρτυρόμενες για το χαμηλό ποσοστό των τοκομεριδίων. Δια του Τύπου εκτόξευαν απειλές και ύβρεις προς τους Έλληνες. Σε σατυρικό, μάλιστα, περιοδικό του Βερολίνου δημοσιεύτηκε γελοιογραφία του βασιλιά Γεωργίου με λεζάντα που έγραφε «Der kleine klephte», δηλαδή ο μικρός λωποδύτης… Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει ότι: «Οι Γερμανοί κεφαλαιούχοι ανησυχούσαν για την πτώχευση, γιατί από τον καιρό που έγιναν οι αρραβώνες του διαδόχου Κων/νου με τη Γερμανίδα πριγκήπισα Σοφία, άρχισαν να αγοράζουν ελληνικά χρεώγραφα. Οι Εβραιογερμανοί μάλιστα τραπεζίτες Bleichroder είχαν πολλά ελληνικά χρεώγραφα, που τα διέθεσαν σε μικροκεφαλαιούχους Γερμανούς και έτσι το 1893 από την κρατική ελληνική πτώχευση έχασαν τα λεφτά τους πολλοί Γερμανοί». Στα 1892 το 1/3 του ελληνικού χρέους βρισκόταν σε χέρια Γερμανών. Οι Γερμανοί υποστήριζαν ότι η Ελλάδα μπορούσε να πληρώσει περισσότερα και επηρέαζαν τους Άγγλους και τους Γάλλους ώστε να κρατήσουν σκληρή στάση απέναντι στην Ελλάδα. Ο Ανδρ. Ανδρεάδης γράφει για την πτώχευση ότι: «…ήταν μοιραία και οφειλόταν στα λάθη μας, στις περιστάσεις και στην απληστία των ξένων χρηματιστών. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε προκάλεσε τη δυσμένεια της διεθνούς γνώμης και κατέστησε τον συμβιβασμό δυσχερέστατο».
Αλλά και στο εσωτερικό η κατάσταση έβαινε καθημερινά επιδεινούμενη για τον Τρικούπη. Παρά το ότι κατήργησε μερικούς αναχρονιστικούς φόρους, όπως τα «διαπύλια τέλη», η κοινή γνώμη ήταν σφόδρα απογοητευμένη. Για μια ακόμη φορά την λαϊκή δυσαρέσκεια καρπώθηκε η αντιπολίτευση. Γράφει ο Στεφ. Στεφάνου για την θέση της κυβέρνησης τα εξής: «Αι εφημερίδες εμαίνοντο κατά του Τρικούπη, ο λαός αποστέργων την επιβολήν νέων φόρων απεδοκίμαζε την κυβέρνησιν, η έξαψις ήτο μεγάλη, το στρατόπεδον της αντιπολιτεύσεως ωγκούτο ολονέν, ο Δημ. Ράλλης ήτο επικεφαλής της εξεγέρσεως εν Αθήναις, ο Θεοδ. Δεληγιάννης ανεμόχλευε τας επαρχίας, το έδαφος δια τον Τρικούπην εσείετο, η εμπιστοσύνη του στέμματος ουσιαστικώς είχεν εκλείψει, ο ξένος κόσμος ωρύετο κατά της Ελλάδος, αι κυβερνήσεις Γαλλίας, Αγγλίας και Γερμανίας εζήτουν μετά τραχύτητος να προασπίσουν τα συμφέροντα των ξένων ομολογιούχων, η όλη κατάστασις ήτο οικτρά και ελεεινή…». Και ο Δημ. Πουρνάρας προσθέτει: «Από του στέμματος μέχρι του τελευταίου κομματικού μπράβου όλοι ηδιαφόρουν δια την τύχη της Ελλάδος κατά την κρίσιμον ταύτην στιγμήν. Όπως, λοιπόν, το 1885 και το 1890 τον ανέτρεψαν (ενν. τον Τρικούπη) με τας κραυγάς «κάτω οι φόροι!, κάτω ο τύραννος!» ούτω και στα τέλη του 1894 ήρχισαν να κινητοποιούν την φορολογικήν ασυδοσίαν του λαού, διά να επιτύχουν ό,τι εις μάτην επεδίωκαν δια της βουλής». Έτσι, στις 10 Ιανουαρίου 1895 ο Τρικούπης οδηγήθηκε σε παραίτηση και η υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεληγιάννη προκήρυξε εκλογές για τον Απρίλιο του 1895. Οι αντιπολιτευόμενοι τον Τρικούπη χρησιμοποίησαν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να μην εκλεγεί ο Τρικούπης και το κατάφεραν. «Κύριοι, ανθ’ ημών Γουλιμής» θα πει με πικρία ο Τρικούπης στους φίλους του όταν έμαθε ότι στην εκλογική του περιφέρεια εξελέγη ο Μιλτ. Γουλιμής, πρώην στέλεχος του τρικουπικού κόμματος και στις εκλογές του 1895 στέλεχος του δεληγιαννικού…
Μετά την εκλογική ήττα του ο Τρικούπης έφυγε για την Ευρώπη και εγκαταστάθηκε στις Κάννες. Εκεί στις 30 Μαρτίου 1896 τον βρήκε ο θάνατος. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει για τον Έλληνα πολιτικό: «Ήταν για την αστική τάξη μεγάλη απώλεια, γιατί στη δύσκολη εκείνη περίοδο ήταν ο μόνος ισχυρός ηγέτης που προσπάθησε να ενισχύσει την εκβιομηχάνιση της Ελλάδας». Ο Τρικούπης αντιπροσωπεύει την πρώτη πολιτική προσωπικότητα της νεώτερης Ελλάδας που προσπάθησε να την εκσυγχρονίσει μέσω ενός συγκροτημένου πολιτικού και οικονομικού προγράμματος. Το μεγάλο του λάθος έγκειται στο ότι δεν εκτίμησε σωστά τις οικονομικές δυνατότητες του μικρού ελληνικού βασιλείου. Τα συγκοινωνιακά του έργα δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ενώ για την κατασκευή τους δαπανήθηκαν υπέρογκα ποσά που εισέρευσαν από δάνεια. Τα έσοδα από την λειτουργία του σιδηροδρόμου, επί παραδείγματι, ποτέ δεν κατάφεραν να καλύψουν το κόστος κατασκευής του. Όπως σωστά τονίζει και ο Α. Βερναρδάκης: «Οι σιδηρόδρομοι είναι μέσον ή όργανον μεταφοράς, και όπως παν όργανον πρέπει να ήναι ανάλογον και σύμμετρον προς τον σκοπόν του όπως ήναι χρήσιμον, ούτω και οι σιδηρόδρομοι, ίνα ώσι χρήσιμοι, πρέπει να αποφέρωσι τουλάχιστον τα της εκμεταλλεύσεως των, ως και τον τόκον και το χρεωλύσιον των δαπανηθέντων κεφαλαίων». Για να προβεί ένα κράτος σε τέτοιου μεγέθους επενδύσεις πρέπει να είναι εξασφαλισμένο ότι από την λειτουργίας τους θα μπορεί να καλύψει τουλάχιστον το κόστος κατασκευής τους. Στην Ελλάδα αυτό δεν συνέβη. Τα περισσότερα έργα έγιναν στην βάση προσδοκιών και όχι με βάση τις πραγματικές δυνατότητες και ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Το σφάλμα, εν ολίγοις, του Τρικούπη έγκειτο στο ότι είχε ταυτίσει τις φιλοδοξίες του με την πραγματικότητα. Ο Κ. Βεργόπουλος αναφέρει για την πολιτική του Τρικούπη: «Η διόγκωση του προϋπολογισμού ήταν ο δείκτης των μεγάλων φιλοδοξιών του Τρικούπη, για τις οποίες και κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ως «μεγαλομανής». Η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό ήταν το μέσο που του επέτρεψε να πραγματοποιήσει ένα μέρος τουλάχιστον της «μεγαλομανίας» του. Είναι προφανές ότι τα δάνεια του εξωτερικού απέβησαν τελικά ένας παράγων που συνέβαλε στη διεύρυνση (και όχι στην κάλυψη) του ελλείμματος και, δι’ αυτής, στην οικονομική χρεοκοπία του 1893».
Διαβάστε:
- Εύη Σκληράκη, «Τα δάνεια της εξάρτησης και της χρεοκοπίας», εκδ. Σμίλη.
- Τάσος Βουρνάς, «Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας», εκδ. Πατάκη.
- Γ. Ασπρέας, «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», τ. 2, εκδ. Ι. Σιδέρη.
- Τρ. Ευαγγελίδης, «Τα μετά τον Όθωνα», εκδ. Γ. Φέξη.
- Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», εκδ. 20ος αιώνας.
- Νικ. Σοϊλεντάκης, «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», εκδ. Παπαζήση.
- Οι γελοιογραφίες και οι λεζάντες τους είναι από εδώ: Γιάννης Αντωνόπουλος. Γελοιογραφίες Του 19ου Αιώνα Για Τις Σχέσεις Της Ελλάδας Με Τους Δανειστές Της!