Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός
Κείμενο: Αργύρης Εφταλιώτης
Μπήκε στην Πρωτεύουσα ο Ιουλιανός με τον Πλάτωνα και με τον Αριστοτέλη στην αμασκάλη. Μαθόντας από τον έναν πως έπρεπε ο αληθινός Βασιλέας να είναι θεϊκώτερος από κοινούς ανθρώπους, κι από τον άλλον πως φυσικιά του είναι και κάποια αγριωσύνη, βάλθηκε να πνίξη κάθε άγρια όρεξη μέσα του και νανεβάση το νου του στα σύννεφα. Καταπιάστηκε μ’ άλλους λόγους να κάμη το θρόνο του βωμό Πλατωνικής αρετής. Πέταξε τιμές και τίτλους, αρνήθηκε ηδονές και χαρές, και παραδόθηκε στα βασιλικά του χρέη με ζήλο που θα ήτανε σταλήθεια σωκρατικός, αν δεν ήτανε δανεισμένος από βιβλία. Μαζί με τάλλα τα καλά. που αρνήθηκε ήταν και το καλοφάγι. Περιορίστηκε σε λαχανικά, και με το ν’ απόφευγε κρέατα είχε, λένε, τόσο αλαφρό το στομάχι, που μπορούσε τρία διαφορετικά γράμματα σύγκαιρα να τα υπαγορεύη! Η αλήθεια είναι πως δούλευε ακούραστα στο Παλάτι του. Ως μήτε στο Ιπποδρόμιο δεν πήγαινε παρά μιά ματιά, έτσι να φανή πως πήγε.
Τέτοιες ιδέες και συστήματα τι άλλο να φέρουνε μέσα στο καλομαθημένο Παλάτι παρά χαλασμό και καταστροφή! Ζήτησε, λέει, να κουρευτή· και του παρουσιάζεται λαμπροστόλιστος ο κουρέας. Τονέ βλέπει, και λέει πως κουρέα ζήτησε κι όχι Γερουσιαστή! Κακή ώρα τούς βρήκε τότες τους χίλιους κουρέους, τους χίλιους κεραστάδες, τους χίλιους μαγείρους, και τους ακόμα πιότερους Ευνούχους που βράζανε στο παλάτι μέσα.
Δε φαίνουνται ρητορικές υπερβολές αυτά τα βαρβαρικά μεγαλεία που μας τα είχε ο Κωσταντίνος φερμένα από Ρώμη κι από Περσία· του πουλιού το γάλα έβρισκες στο παλάτι εκείνο. Κάθε σπάνιο και πολύτιμο πράμα, από το διαμάντι κι από το μάλαμα ως το πιο δυσκολόβρετο λούλουδο και πωρικά, τα χαίρουνταν οι αχόρταγοι αυλικοί, που ένας απάνω στον άλλον έπεφταν, ποιος να πρωταρπάξη τα πιότερα προνόμια, χαρίσματα, δωροδοκίες, κι αξιώματα. Ξάστραφτε ο κόσμος με τα χρυσοκέντητα τους φορέματα. Κι όσο για τους Ευνούχους, πολίτης καβαλάρης αν περνούσε, έπρεπε να ξεπεζέψη και να τους χαιρετήση. Τα είδε όλ’ αυτά ο Ιουλιανός, που ο ίδιος του πλάγιαζε κατάχαμα για να κοιμηθή, κι άναψε το φιλοσοφικό του αίμα. Από τη μιαν άκρη πήδηξε στην άλλη. Ένα διάταγμα και ρημώθηκε το παλάτι. Γέμισε η πόλη ξεπεσμένους αρχόντους, κ’ έμεινε αυτός ολομόναχος σαν είδος Διογένης, αφού όχι μονάχα τασιατικά φορέματα των προκατόχων του δεν καταδέχτηκε να φορέση, μα και περηφανευότανε για τακάθαρτα ρούχα του, τάκοβα νύχια, και την όχι πολύ παστρικιά γενειάδα του.
Σήμανε τότες η ώρα να εφαρμόση και τα θρησκευτικά του τα όνειρα.
Είπαμε τι τονέ γύρισε προς την αρχαία θρησκεία, κι ας ήτανε μαθητης του Ευσεβίου της Νικομήδειας, που ως είκοσι χρονών τον έβαζε και διάβαζε τις Προφητείες στη Μητρόπολη μέσα. Τον τριγύρισαν κατόπι κ’ οι αρχαιόσοφοι και τον αποτελείωσαν. Τον έκαμαν και πίστεψε πως και την Ιλιάδα και την Οδύσσεια οι θεοί την είχαν υπαγορέψει του Όμηρου, και παραγέμισαν το νου του με λογής λογής συστήματα. Είδαμε στάλλο το κεφάλαιο με τι τρόπο έσμιξε το μονοθεϊσμό και την πολυθεΐα. Είδαμε τι μανία τον έπιασε με τους ιεροφάντηδες και με τα Μυστήρια τους σαν κατέβηκε στην Αθήνα. Κατάντησε, και στη Γαλατία σαν πήγε, να φέρη επίτηδες Αρχιερέα της παλιάς θρησκείας να τονέ δασκαλέψη. Δέκα χρόνια σιγόβραζε μέσα του ο κρύφιος αυτός ο φανατισμός. Και τώρα πια που δεν είχε να φοβηθή από Κωστάντιο, ξέσπασε ο ενθουσιασμός του, και φανερώθηκε όχι μέσα στην πολιτική του μονάχα, παρά και στα κάμποσα βιβλία που μας άφηκε γραμμένα σε καθάρια Ελληνική. Άνοιξε ναούς, έστησε βωμούς, ξανασκάρωσε των Δελφών το Μαντείο, και καμάρι του το είχε να κάμνη ατός του θυσίες, μάζευε δηλαδή, έκοβε κι άναβε τα ξύλα, έσφαζε το θύμα, κ’ έχωνε το βασιλικό του χέρι στα σπλάχνα του ζώου να σύρη το συκώτι και ναναγνώση μελλούμενα.
Ένα καλό, που τους Γαλιλαίους, (έτσι τους ονόμαζε τούς Χριστιανούς) δεν τους φέρθηκε καθώς άλλοτες ο Διοκλητιανός κι ο Γαλέριος. Κι όσα μερικοί κακόγνωμοι του φορτώσανε, λόχου χάρη πως έσφαζε και γυναικόπαιδα για να μελετάη τα συκώτια τους, μας δείχνουνε μόνο τι λογής γράφανε μερικοί τότες την ιστορία. Εννοούσε ο Ιουλιανός να πηγαίνη κατά τα βιβλία που σπούδαζε, και τα βιβλία του λέγανε να κυνηγάη σ’ όλα του φιλοσοφικό μέτρο. Το ίδιο και με τούς Εβραίους, που τους προστάτευε κιόλας.
Δίκιο έχει ο λαός που λέει πως άλλα είναι τα γράμματα κι άλλη η γνώση. Τα γράμματα κ’ η φιλοσοφία τον οδηγούσαν τον Ιουλιανό ως ένα σημάδι. Παρακείθε δεν πήγαινε δίχως να παρασέρνεται από φαντασία κι από φανατισμό. Τους «Γαλιλαίους» π. χ. τους θάρρειε τόσο. χοντρούς κι απολίτιστους, που τους εμπόδιζε να σπουδάζουνε γραμματική και φιλοσοφία! Κι αυτό πιά υπομονή· ίσως μάλιστα και για καλό τους. Μα τους απαγόρευε και την καλλιτεχνία. Του κάκου διαμαρτυρήθηκε ο Μεγάλος ο Γρηγόριος σ’ έναν από τούς «Στηλιτευ-τικούς» του. Αντίς να καλλιτερεύη με τον καιρό, χειροτέρευε· κέρδιζε ο φανατισμός κ’ έχανε η φιλοσοφία. Κατάντησε τέλος να βάλη νόμο που ανάγκαζε τους Χριστιανούς να πλερώσουν αποζημίωση για όσους ναούς χαλάσανε στον καιρό του Κωσταντίου ή και πριν ακόμα. Κ’ ένας Επίσκοπος που αρνήθηκε να πλερώση για ένα ναό που γκρέμισε, αν κ’ έτυχε να είναι άνθρωπος που τονέ γλύτωσε άλλοτες τον Ιουλιανό από τη μαχαίρα του ξαδέρφου του, τιμωρήθηκε με σκληρό, βασάνισμα. Τέτοια μέτρα δεν ήτανε φυσικό να εφαρμοστούνε δίχως να παρουσιαστούν άτοπα κι από ταντίθετο μέρος. Ενώ λοιπόν ο Βασιλέας ξανάστηνε βωμούς και ξανάχτιζε τέμενα στην Αντιόχεια, πηγαίνουν οι «Γαλιλαίοι» και βάζουνε φωτιά στο ναό του Απόλλωνα της Δάφνης (ωραίο και σύδεντρο χωριό δίπλα στην Αντιόχεια). Αμέσως μεγάλος κατατρεγμός. Έπαθαν τότε κάμποσες χώρες. Μαζί με τους άλλους κ’ οι Αρειανοί της Έδεσσας, με το να είχαν κάμει κι αυτοί μερικές αταξίες. Τους άρπαξε ο Ιουλιανός χρήματα και χτήματα· άλλα μοίρασε στους στρατιώτες του, κι άλλα δήμεψε, λέγοντας περιπαιχτικά πως τώρα θαπολάψουν την ουράνια τη βασιλεία.
Σε τέτοια βράση απάνου παράξενο δεν είναι που πήραν οι φίλοι του τον κατήφορο. Του κάκου φώναζε ο Ιουλιανός να μην κάμνουνε βαρβαρότητες όταν άκουσε πως αποκεφάλισαν ένα Πρεσβύτερο στο περιστατικό της Δάφνης. Αδύνατο να τους σταματήση. Στην Καισαρεία, στην Ιλιούπολη, σάλλα μέρη, σέρνανε χριστιανών κορμιά στους δρόμους, έσφαζαν αθώους, έρριχναν τα σπλάχνα τους σε χοίρους και σκυλιά, κι ο όχλος έτρεχε ξεφρενιασμένος κατόπι τους. Και θα καταντούσε ίσως ακόμα πιο ανοικονόμητο το κακό, μόνο που δεν πολυβάσταξε η ζωή του βασιλικού τους προστάτη.
Γραφτό του όμως ήτανε να στολιστή η ιστορία του και μάλλο φοβερό δράμα, την περίφημη ταραχή της Αλεξάντρειας στον καιρό του Γεωργίου του Καππαδόκη. Κ’ επειδή αυτό μας φέρνει σε νέα πράξη της δραματικής ιστορίας του Αθανασίου, ας μην το παρατρέξουμε.
Ήταν, ως φαίνεται, ο Γεώργιος κοινός άνθρωπος της Καππαδοκίας, που με κολακείες και με παρόμοια μέσα κατόρθωσε να πάρη απάνω του την προμήθεια του στρατού. Τόσο όμως ασυνείδητος κι άδικος, που αναγκάστηκε κρύφια να το ξεκόψη. Τόριξε τότε στα γράμματα, στη ρητορική, στη σοφιστεία. Έγινε τέλος κι Αρειανός. Έρχεται κατόπι ο ξεθρονισμός του Αθανασίου (357), και με τη συνηθισμένη του μέθοδο ενεργεί κ’ εκλέγεται ο Γεώργιος Μητροπολίτης από τους Αρειανούς. Δεν αργήσανε να καταλάβουν οι Αλεξαντρινοί με τι λογής Πατριάρχη τα βάλανε. Όλους τους έτριβε ο αλύπητος μύλος του. Την έκαμε την αρχιερωσύνη εμπόριο, και κάτι χερότερο. Πήρε το μονοπώλιο του αλατιού, του χαρτιού· ως και τις θανές μονοπώλιο τις έκαμε. Τους έψηνε τους πλούσιους των μερών εκείνων και μάλιστα τους Εθνικούς. Μήτε ναό τούς άφηκε ακούρσευτο, μήτε ιερέα τους ήσυχο. Ζώντας ακόμα ο Κωνστάντιος, σηκώθηκε ο λαός και τον έδιωξε, κ’ έγινε ανάγκη να βγη ο στρατός και να τονέ διαφεντέψη. Όταν όμως ανέβηκε ο Ιουλιανός στα 361, έρχεται αμέσως βασιλικό διάταγμα που σταλήθεια τον ξεθρόνιζε. Σα να τους κατάλαβε ο Ιουλιανός τους Αρειανούς, επειδή, σύγκαιρα πρόσταξε να μεταγυρίσουν όλοι οι ξορισμένοι Επισκόποι, και μαζί τους εννοείται κι ο Αθανάσιος. Έπεφτε λοιπόν ο Καππαδόκης κι άφηνε το θρόνο στο γνωστό μας Φωστήρα της χριστιανωσύνης. Μόλις όμως ήρθε το βασιλικό διάταγμα, και παίρνουν το Γεώργιο, τον αλυσοδένουν, και τονέ σέρνουνε στη φυλακή. Βράζοντας ο λαός από μίσος με τα όσα έπαθε, πηγαίνει κατόπι και σπάνει τις θύρες της φυλακής, τονέ θανατώνει, φορτώνει το κορμί του σε καμήλα και το ρίχνει στη θάλασσα. Χολόσκασε ο Ιουλιανός σαν τάκουσε όλ’ αυτά. Μα πάλι δεν τούρθε να τούς φερθή και πολύ αυστηρά τους Αλεξαντρινούς, μια και στάθηκαν οι Εθνικοί αφορμή· παρά τους μήνησε να θυμηθούν πως είναι των Ελλήνων απόγονοι, και νάχουνε χάρη το Μέγα τον Αλέξαντρο που δεν τους παιδεύει!
Γράφοντας μερικοί ξένοι την ιστορία του Γεωργίου του Καππαδόκη, τους κατέβηκε να τον κάμουν ένα με τον Πρωτομάρτυρα τον Γεώργιο, αποθαμένον τότες κ’ εξήντα χρόνια! Είπανε μάλιστα και πως ο Δράκος του Άη Γιώργη είναι, ο Αθανάσιος, κι άλλα τέτοια που τα κατάπινε ο κόσμος, μαζί με πάμπολλα παρόμοια βυζαντινά στρεβλώματα, ως που φάνηκαν ανθρωπινώτεροι ιστορικοί και μας τα ξεδιάλυναν. Ταιριάζει τώρα να ξαναπάρουμε το μακρινό και το πολύκομπο νήμα της ιστορίας του Αθανασίου, που καταντάει το ίδιο σα να λέμε της Ρωμιοσύνης.
Ξανάρχεται λοιπόν πάλι ο ιεράρχης από την εξορία (362) να διαδεχτή τον Καππαδόκη. Όλος ο κόσμος βγήκε να τον προαπαντήση. Μαζευτήκανε μερμηγκιά στους όχτους του Νείλου με φοινικόκλαδα στα χέρια. Στρώσανε πλουμισμένα και ξομπλιαστά πανικά να περάση ο Αθανάσιος. Μαύριζε ο ποταμός από τις αμέτρητες βάρκες, έφεγγε το πέλαγο από τις φωταψίες. Πιο λαμπρό. και πιο χαρούμενο πανηγύρι δε μετάγινε στη χριστιανική την Αλεξάντρεια. Κι έτσι κάθισε πάλι στο θρόνο του ο λαοπόθητος ο Αθανάσιος. Του Ιουλιανού ως τόσο δεν του ήρθε και τόση δόξα· ως εκεί η φιλοσοφία του δεν πήγαινε. Ταράζεται από ζούλια και προστάζει να ξοριστή πάλι ο Αθανάσιος. Είναι άπρεπα κι άσοφα τα όσα έγραψε εναντίον του τότες. Ως κι «ανθρωπάκο» τον ονόμασε σ’ ένα του γράμμα. Του κάκου τον παρακαλούν οι Αλεξαντρινοι· όσο παρακαλούσαν, άλλο τόσο αυτός πείσμωνε, και τέλος όχι μονάχα από την Αλεξάντρεια, παρά κι απ’ όλη τη χώρα τον ξόρισε. Βρήκε ως τόσο τρόπο ο Αθανάσιος κι έμεινε στην πρωτεύουσα του, και παρηγόρησε τους πιστούς λέγοντας τους πως «σύννεφο είναι και θα περάση».
Πέρασε το σύννεφο, και γλήγορα μάλιστα. Μαζί με τα βάσανα πούβαλε στο κεφάλι του ο Ιουλιανός ζητώντας ν’ άναστήση τα παλιά, τον έτρωγε και η πιο γνωστικιά φιλοδοξία να διώξη από τάνατολικά τους Πέρσους, καθώς άλλοτες είχε διώξει τους Γερμανούς από τα δυτικά. Τοιμάζει λοιπόν εκστρατεία και κατεβαίνει πρώτα στην Αντιόχεια. Άλλα όμως πρόσμενε κι άλλα βρήκε στην ξακουσμένη αυτή μεγαλόπολη της Ανατολής. Ήταν οι κάτοικοι της ανακατωσιά χριστιανική κι ασιατική· παραλυσίες και πολυτέλειες από τη μια, ορθοδοξία και χριστιανισμός από την άλλη. Πότε ιπποδρόμια και θέατρα, πότε θρησκευτικές ακολουθίες κι ολονυχτίες. Ίσια ίσια τα δυο στοιχεία που πολεμούσε ο Βασιλέας. Έτυχε να πλάκωση και πείνα. Η Αντιόχεια ζητούσε τα συνηθισμένα της καλοφάγια, κι αυτός πάσκιζε να τους σωπάση με μονάχα ψωμί. Και μήτ’ αυτό δεν τόκαμε φρόνιμα, παρά τις χιλιάδες μόδια σιτάρι που κατέβασε και τα πρόσφερνε σε μέτρια τιμή, τάφηκε και πουληθήκανε σε κεφαλαιούχους που το μεταπουλούσανε στους φτωχούς με τιμές φοβερές. Αυτά κι άλλα τέτοια τους σκύλιασαν τους κατοίκους της Αντιόχειας. Άλλο δεν άκουγες στους δρόμους παρά βρισίδι και περιπαιχτικά τραγούδια. Ως και τα γένεια του τα κορόιδευαν. Κι αντίς να καθίση να διόρθωση τα σφάλματα του, στενοχωρέθηκε πάλι ο φιλόσοφος ο Ιουλιανός! Δεν καταδέχτηκε όμως να δείξη και την οργή του με τιμωρίες, ξεθύμαινε λοιπόν κι αυτός με τη σάτυρα! Αυτή είναι η ιστορία του σατυρικού του έργου «Μισοπώγων».
Στην Αντιόχεια αντάμωσε και τον ακριβό του Λιβάνιο, σοφιστή από τους πρωτοξάκουστους του καιρού του. Από μωρό παιδί τονέ διάβαζε ο Ιουλιανός, όσο κι αν πολεμούσαν οι άλλοι δάσκαλοι του να κρύβουν τα έργα του από ζούλια. Γνωρίζοντας να τον κολακεύη με τρόπο ο Λιβάνιος έμνησκε πάντα στενός του φίλος.
Αφού πέρασε μερικόν καιρό στην πρωτεύουσα της Συρίας, ξεκίνησε τέλος προς την Περσία. Σκαρώνει μεγάλο στόλο στον Ευφράτη, κυριεύει κάμποσες χώρες της Μεσοποταμίας που του αντιστάθηκαν, περνάει τον Τίγρη, και κατεβαίνει στο Χτησιφώντα. Στήνει εκεί πολιορκία, μα αποτυχόντας σηκώνεται και περιοδεύει στην Περσική χώρα, να βρή το Σαπώρη. Γυρεύοντας όμως τον Πέρσο χάνει το δρόμο του, κι αναγκάζεται να μεταγυρίση. Άξαφνα ξεπροβάλλει ο Περσικός στρατός και τον παίρνει το κατόπι. Λέγουν πως τοιμάστηκε τότες να ξανακάμη το κατόρθωμα του Ξενοφώντα με τους Μύριους, κι αυτό σα να μας δείχνη πως και στους πολέμους κατά τα βιβλία πήγαινε. Δεν ήταν όμως γραφτό του. Μια μέρα, εκεί που του χτυπούσαν οι Πέρσοι την πισοφυλακή του, όντας και μεγάλη ζέστη, καβαλικεύει δίχως την αρματωσιά του και τρέχει στη μάχη. Τούρχεται μια κονταριά στην κοιλιά, κι αυτό ήταν το τέλος του. Είπαν οι φίλοι του πως απέθανε σαν ήρωας και σαν φιλόσοφος. Τον παρομοιάσανε μάλιστα και με τον Σωκράτη. Τον έθαψαν έπειτα στην Ταρσό (363).
Τέτοιος ήταν ο βασιλικός αυτός αντιπρόσωπος της ετοιμοθάνατης Αρχαιολατρείας του τέταρτου αιώνα. Άνθρωπος που σε παλαιϊκώτερους χρόνους μπορούσε να φανή σταλήθεια φιλόσοφος, από φυσικό του σπουδαίος καθώς ήταν ο νους του. Μα με τους δασκάλους που έμπλεξε, με τα περιστατικά της ζωής του, και με το δρόμο που πήρε πια τώρα ο κόσμος, φαίνεται παράκαιρος και παράλογος, κι ολότελα αταίριαστος με τα συστήματα που εγκαινίασε ο μεγαλοπίχερος θείος του.
Το κείμενο του Αργύρη Εφταλιώτη -με λίγες ορθογραφικές προσαρμογές στην σύγχρονη κοινή νεοελληνική γλώσσα- είναι από τον πρώτο τόμο του βιβλίου «Ιστορία της Ρωμιοσύνης», που εκδόθηκε στην Αθήνα από το Τυπογραφείο της Εστίας (1901).
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: