Ένας Έλληνας στρατιώτης θυμάται: Οι επιχειρήσεις στο Μάλι Μάδι και η μάχη της Καστοριάς
Ο Δημήτριος (Δημητρός) Δεληγιάς, γόνος Θρακιώτη πρόσφυγα, γεννήθηκε στην Αυγή Κοζάνης το 1925. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις του Εθνικού στρατού μέχρι την αποστράτευσή του, το 1950.
«Το ΓΕΣ φοβόταν τώρα αντιπερισπασμούς του ΚΚΕ σε άλλα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας και για αυτό κατά το Νοέμβρη του ’48 πήρε δυνάμεις από το Γράμμο και τις έστειλε στη νότια Ελλάδα. Ο περισσότερος στρατός παρέμεινε στο Γράμμο, γιατί πάντοτε υπήρχε ο φόβος να αντεπιτεθούν οι αντάρτες που είχαν καταφύγει προς το Βίτσι και την Αλβανία. Ακόμα και άλλες μικρές ομάδες ανταρτών που είχαν κρυφτεί μέσα στα δάση και τα άγρια βουνά του Γράμμου έκαναν επιθέσεις.
Στο Βίτσι κατέφυγαν οι περισσότεροι αντάρτες από ό,τι είχε εκτιμήσει η διοίκηση του στρατού. Εδώ έφτασαν και οι αντάρτες που είχαν καταφύγει στην Αλβανία. Οι περισσότεροι ΕΛΑσίτες (ΔΣΕ) οχυρώθηκαν στην ορεινή περιοχή των Κορεστείων (στο δρόμο Καστοριάς-Κρυσταλλοπηγής) στο Βίτσι. Ανάμεσα στην Καστοριά και τη Φλώρινα, στο χωριό Γάβρος, βόρεια στα βουνά. Εκεί βρίσκονται τα απρόσιτα υψώματα: Μάλι Μάδι-Μπούτσι-Μπίκοβικ. Είναι ψηλά στα 1700 μ. πάνω κάτω, γυμνά, γεμάτα πέτρα με πολλές δυσκολίες ανάβασης. Οι αντάρτες τα είχαν οχυρώσει καλά με πολυβολεία, άλλα ορύγματα και καλό οπλισμό. Ακόμα και πολυβόλα και όλμους είχαν. Είχαν οχυρωθεί καλά στο δρόμο: Φλώρινα-Κρυσταλλοπηγή-Αλβανία. Είχαν ναρκοθετήσει και τις γύρω περιοχές. Σε αυτά τα υψώματα και τα γύρω βουνά μαζεύτηκαν πολλοί αντάρτες και Ταξιαρχίες ανταρτών από άλλα μέτωπα. Είχαν φθάσει και εκπαιδευμένοι αξιωματικοί του ΔΣΕ από το Μπούλκες. Υπολόγιζαν να δώσουν τις πιο σκληρές μάχες, γιατί ήξεραν ότι αν καταλάμβανε ο στρατός αυτά τα υψώματα, αυτοί δε θα μπορούσαν να σταθούν πουθενά. Θα έχαναν τον πόλεμο με τους «μοναρχοφασίστες», όπως ονόμαζαν εμάς, τις δυνάμεις του εθνικού στρατού.

Το Αρχηγείο του εθνικού στρατού φοβούνταν ότι οι αντάρτες θα συγκεντρώνονταν στο Βίτσι και έστειλε διαταγή στους διοικητές μας να χτυπήσουν το Βίτσι πριν προλάβουν οι αντάρτες να συγκεντρωθούν και να οργανωθούν μετά τη συντριβή τους στο Γράμμο.
Στο Γράμμο κι εμείς είχαμε πολλά θύματα: νεκρούς στρατιώτες και αξιωματικούς. Έφεραν νέους στρατιώτες και αξιωματικούς, αλλά αυτοί δεν ήταν καλά εκπαιδευμένοι και έμπειροι, όσο αυτοί που χάθηκαν. Οι παλιοί πάλι στρατιώτες ήταν κουρασμένοι από τις πολλές μάχες και τις ατέλειωτες μετακινήσεις, πολλές φορές με τα πόδια ολοήμερες πορείες στα κακοτράχαλα βουνά. Οι πεζικάριοι και οι ΛΟΚατζήδες χρειαζόμασταν κάποια ξεκούραση. Η νίκη μας όμως στο Γράμμο μάς έδωσε θάρρος και ηθικό. Δε το βάζαμε κάτω εύκολα εμείς οι παλιοί. Είχαμε μάθει καλά και όλα τα κατατόπια στα βουνά.
Η διαταγή για το δικό μας τάγμα στο Βίτσι ήταν να κινηθούμε και να χτυπήσουμε τα υψώματα Μάλι Μάδι-Μπούτσι. Ήταν και τα ΛΟΚ και άλλα τάγματα. Εμείς κινηθήκαμε από την Καστοριά-Μεσοποταμία και απάνω. Άλλα τάγματα στρατού από τη Φλώρινα προς τις Πρέσπες. Είχαμε ΛΟΚατζήδες, μηχανοκίνητα που άνοιγαν δρόμους στα τεθωρακισμένα και πολεμικά αεροπλάνα. Τα αεροπλάνα έβγαζαν και αεροφωτογραφίες της περιοχής και των θέσεων των ανταρτών. Τις μελετούσαν τα επιτελεία και έδιναν οδηγίες στους διοικητές των ταγμάτων πώς θα κινηθούμε και πώς θα επιτεθούμε στις ανταρτικές δυνάμεις του ΔΣΕ/ΚΚΕ. Κι αυτοί είχαν συγκεντρώσει στο Βίτσι ίσα με 3 χιλιάδες αντάρτες και καλό οπλισμό με λίγα βαριά όπλα. Ίσα με χίλιοι απ’ αυτούς τους αντάρτες ήταν «Σλαβομακεδόνες» κομμουνιστές και πολεμούσαν με μεγάλο φανατισμό. Οι σχέσεις τους όμως με τους ελλαδίτες αντάρτες δεν ήταν πολύ καλές εξαιτίας του προβλήματος του «σλαβομακεδονικού» κράτους.
Σχέδιο του εθνικού στρατού (ΓΕΣ) ήταν να τους χτυπήσουμε και να κλείσουμε όλα τα περάσματα προς την Αλβανία. Ο Τίτο είχε αρχίσει να τα χαλάει με το ΚΚΕ από το ’48 και δεν τους δεχόταν στη Γιουγκοσλαβία. Για την επίθεση στο Βίτσι συνεργάζονταν τώρα το Α΄ και το Β΄ Σώμα Στρατού.
Οι δικές μας δυνάμεις από την Καστοριά έπρεπε να χτυπήσουν το Μάλι Μάδι και το Μπούτσι, για να πάρουμε τον έλεγχο του δρόμου Κρυσταλλοπηγής (Σμάρδεσι)-Βατοχώρι. Από τη Φλώρινα άλλες Μονά-δες δικές μας θα χτυπούσαν θέσεις των ανταρτών στο Βίτσι. Ο πιο σπουδαίος στόχος του στρατού ήταν, όπως είπα, οι θέσεις στα υψώματα Μάλι Μάδι και Μπούτσι. Ανάμεσα σε αυτά τα υψώματα, ήταν το ύψωμα της Ραμπατίνας. Έπρεπε να χτυπηθεί κι αυτό από μας.

Τάγματα του στρατού μας πήραν κάποιες θέσεις των ανταρτών στα υψώματα του Βίτσι και πλησίασαν στο ύψωμα Ραμπατίνα, ανάμεσα στο Μάλι Μάδι και το Μπούτσι. Χτύπησαν πρώτα το δύσκολο ύψωμα Βούτσι. Το πήραν οι δικοί μας και συνέχισαν προς τη Ραπαντίνα με τους κομμουνιστές (ΔΣΕ) να αμύνονται σκληρά. Πολλές δυνάμεις δικές μας από πολλές μεριές με σκληρές μάχες κατέλαβαν τη Ραμπαντίνα. Για να πετύχουμε αυτή τη νίκη έγιναν φοβερές μάχες 5-6 μέρες συνέχεια, καθώς έμπαινε ο Σεπτέμβρης του ’48. Τα θύματα και απ’ τις δυο μεριές ήταν πολλά, στρατιώτες και αξιωματικοί. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ είχαν πολύ μεγάλες απώλειες, αλλά δεν εγκατέλειπαν εύκολα τις αμυντικές τους θέσεις.
Και οι δυο αντίπαλοι ενισχύονταν με νέες δυνάμεις από άλλα μέτωπα. Ο ελληνικός στρατός ενισχύει τις δυνάμεις του στο μέτωπο της Καστοριάς και της Φλώρινας. Ενισχύονται όμως και οι «συμμορίτες» με άλλα τάγματα ανταρτών. Εμείς καταφέραμε και πήραμε τη Ραμπατίνα. Αλλά δεν συνεχίσαμε την επίθεση στα άλλα υψώματα και ιδιαίτερα στο Μπούτσι, γιατί οι αντάρτες αμύνονταν σκληρά και φαίνεται ότι οι διοικητές μας δίστασαν να συνεχίσουν με ορμή τις επιθέσεις. Μόλις βασίλευε ο ήλιος, τα αεροπλάνα σταματούσαν τους βομβαρδισμούς∙ γύριζαν στις βάσεις τους. Οι στρατιώτες χρειαζόμασταν κάποια ξεκούραση και νέα οργάνωση. Οι διοικητές να κάνουν νέα σχέδια. Να καλύψουν με προσωπικό τις απώλειες που είχαμε. Τότε οι αντάρτες έβρισκαν την ευκαιρία και έβγαιναν από τα χαρακώματα. Τη νύχτα ιδιαίτερα έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις με πολλά πυρά εναντίον μας, γιατί, είπαμε, είχαν συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις στο Βίτσι και διέθεταν ακόμη και κάποια βαριά όπλα.

Ο εθνικός στρατός από Καστοριά και Φλώρινα θα ρίξει όλο το βάρος των επιθέσεων στα υψώματα Μάλι Μάδι και Μπούτσι. Μέχρι τώρα κρατά το ύψωμα της Ραμπατίνας και αυτό είναι μεγάλη επιτυχία. Γιατί σ’ αυτό στηρίζονταν και άλλα υψώματα. Οι δυνάμεις οι δικές μας και του ΔΣΕ είναι πολλές και μάχονται σκληρά για το Μάλι Μάδι και Μπούτσι. Οι δικοί μας αγωνίζονται να κρατήσουν το ύψωμα της Ραμπατίνας και επιτίθενται στο Μπούτσι με δυνάμεις ολόκληρης ταξιαρχίας· Δεν θυμάμαι τώρα τον αριθμό που είχε η ταξιαρχία. Κάποτε όλα τα είχα γραμμένα στο μυαλό μου. Τα έβλεπα όλα σαν ταινία στον ύπνο μου.
Εμείς από τον Απόσκεπο επιχειρούσαμε κατά το Μπίκοβικ. Ένα βράδυ χτύπησαν οι αντάρτες το δικό μας λόχο στο Μπίκοβικ (σήμερα Σιδηροχώρι). Μας τύλιξαν εκεί. Είχαμε θύματα 2-3 νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες. Δύσκολος αντίπαλος οι κερατά-δες, σκληροτράχηλοι, δεν παρατούσαν εύκολα τις θέσεις τους. Δεν αιφνιδιαστήκαμε. Αμυνθήκαμε, τους αποκρούσαμε. Τους καταδιώξαμε, αλλά γλίτωσαν αφήνοντας κάμποσους αντάρτες σκοτωμένους. Πιάσαμε και 5-6 αιχμαλώτους.
Κάποιος δικός μας εκεί στο Μπίκοβικ φώναξε: «τέλειωσαν τα πυρομαχικά!». Μεγάλο λάθος έκανε ο χαμένος. Παραβίαζε βασικό κανόνα της εκπαίδευσης του στρατιώτη από τη μέρα που παρουσιάζεται στο στρατό. Πρώτα ορκίζεται κι έπειτα μαθαίνει να μην εγκαταλείπει τη θέση της μάχης, έχ’ δεν έχ’ πυρομαχι-κά. Δεν φωνάζουν έτσι μπροστά στον εχθρό!
Εκεί τον πρώτο λόχο το δικό μας δεν μπόρεσαν να τον σπάσουν. Έριξαν, έριξαν, άντεξε ο λόχος. Έσπασαν άλλο λόχο. Έπιασαν μερικούς αιχμαλώτους δικούς μας. Μας καβάλησαν από πίσω. Μας κύκλωσαν οι πανούργοι.
Ήμασταν με τον Τίναγα το Γιάννη. Ήταν κι ένας άλλος από την Καλαμπάκα. Πέφτει ένα βλήμα κοντά μας. Ή χειροβομβίδα ήταν;… Νύχτα, δεν μπορέσαμε να το ξεδιαλύνουμε. Γλιτώσαμε. Βλέπουμε 6-7 αντάρτες να έρχονται στ’ αμπριά μας. Τραβούν ίσια κατά τη αποθήκη που ’χαμε τα ψωμιά μας, στα χαρακώματα μέσα. Βγαίνω λίγο στην άκρα. Τους βλέπω να βγαίνουν πάλι από την αποθήκη και να τραβούν κατά πάν’. Πάω δίπλα στους δικούς μας, τους κλοτσώ με το ποδάρι. Κατάλαβαν. Σηκώθηκαν. Τους βάλαμε καταπόδι. Οι αντάρτες χάθκαν μες στα δάση. Εγώ έκατσα λίγο. Οι άλλοι πήγαν στις θέσεις τους. Βασίλευε το φεγγάρι και η νύχτα γινόταν πιο σκοτεινή.
Ξημέρωσε η άλλη μέρα. Πάλι αρχίσαμε τις επιχειρήσεις εκεί κατά το δρόμο Καστοριάς-Φλώρινας, στο χωριό Γάβρος. Στα Κορέστεια, στα βουνά, μέσα στις χαράδρες και τα πυκνά δάση ήταν οχυρωμένοι πολλοί αντάρτες. Παραπάν’ ήταν το Μάλι Μάδι. Μέσα εκεί έπεσαν πολλά πυρά και απ’ τις δυο παρατάξεις, από μας και απ’ τους αντάρτες. Τώρα το πολυβόλο δεν μπορούσες να το πιάσεις: κόκκινο, φωτιά! Κάσες σφαίρες ρίξαμε! Την ώρα της μάχης βλέπω έναν δικό μας στρατιώτη που ο κολοκύθας ήθελε να παραδοθεί στους αντάρτες. «Ρε, αμάν, τι πας να κάνεις;», του λέω. Τίποτα αυτός…πήρε το βουνό τον ανήφορο. Με τον κανονισμό έπρεπε να τον εμποδίσω, και αν δεν μπορούσα να τον κρατήσω, να τον πυροβολήσω. Ούτε το ένα έκανα ούτε το άλλο. «Παράβαση καθήκοντος εν ώρα μάχης…», είπα μέσα μου. Τέλος πάντων δεν κατάλαβα τι έγινε με αυτόν και με μένα. Θα πήγε και παραδόθηκε, γιατί έλειπε από το προσκλητήριο.

Λέω τον Γιάνν’ τον Τίναγα που ’ρχονταν από πίσω σκυμμένος: «Πάμε στην άκρη στην πέτρα». Αυτός περίμενε και είχε το τόμιγκαν στα χέρια του. Έριχναν οι αντάρτες από πάνω, αλλά το βουνό ήταν ψηλό κι έφευγαν τα βλήματα πέρα. Έπεφταν κάπως μακριά μας. Ο Γιάννης πάλι έριχνε στους αντάρτες με το τόμιγκαν που είχε ανάψει από τις ριπές· αν το έπιανες έκαιε! Βλέπουμε 4-5 «συμμορίτες» σε μια μεριά. «Τώρα τι να κάνω;», μου λέει. Θα τους ρίξω. Δεν πρόλαβα να ακούσω τι μου είπε και ακούω ένα «γκράουοου!». Είδαμε τον έναν να πιάνει το γοφό του και να τρικλίζει. Φαίνεται ότι αυτόν βρήκε η σφαίρα. Οι άλλοι χάθηκαν μες τα πυκνά.
Η επίθεση του στρατού στο οχυρό «Μπούτσι» με την κάλυψη του πυροβολικού και των αεροπλάνων ήταν τρομακτική. Το ύψωμα έστεκε άγριο, όλο βράχια και χαράδρες. Γυμνό μέρος, δεν μπορούσες να το ανεβείς εύκολα. Οι αντάρτες του ΔΣΕ έριχναν από τα πολυβολεία και τα χαρακώματα. Είχαμε θύματα πολλά και αυτοί κι εμείς.
Από τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων στα χαρακώματα και τα πολυβολεία, έσπαζαν οι βράχοι και οι πέτρες. Τα θραύσματα τραυμάτιζαν ή σκότωναν τους ίδιους τους αντάρτες που αμύνονταν. Αυτοί όμως, φοβεροί, σκληροί πολεμιστές, δεν παρατούσαν τον αγώνα και τις θέσεις μάχης. Ακόμα και τραυματίες αγωνίζονταν. Οι διοικητές τους ήταν πολύ σκληροί απέναντί τους. Ολόκληρη δικιά μας ταξιαρχία επιτέθηκε εκεί στο «Μπούτσι», αλλά δεν κατόρθωσε να το πάρει. Κάποιοι διοικητές των δικών μας ταγμάτων δεν ήταν τόσο τολμηροί, όσο χρειαζόταν.

Κάποιες μέρες, που ο καιρός εκεί πάνω είχε συνέχεια βροχές και ομίχλη, οι «συμμορίτες» αποφάσιζαν να επιτεθούν στις δικές μας δυνάμεις. Σχεδίαζαν να ξαναπάρουν ό,τι θέσεις είχαμε κερδίσει εμείς. Επιτέθηκαν στο ύψωμα «Ραμπατίνα» με όλμους και πυροβόλα. Εκεί βρίσκονταν δυο δικά μας τάγματα (508 και 509) . Μόλις δέχτηκαν την επίθεση οι δικοί μας, οι στρατιώτες του 508 τάγματος άρχισαν να υποχωρούν και ακολούθησαν και του 509. Δεν ήταν μια κανονική υποχώρηση αλλά άτακτη. Τώρα πώς έγινε αυτό… δεν μπορώ να καταλάβω. Γιατί τους κάλυπτε η αεροπορία και είχαν και κάμποσα πυροβόλα Ο διοικητής είχε δώσει εντολή;… φοβήθηκαν;… ήταν κουρασμένοι οι στρατιώτες;… Πάντως σκόρπισαν και έφευγαν άτακτα κατά την Καστοριά. Ο Ταξίαρχος και οι διοικητές των ταγμάτων, ενώ έβλεπαν τη διάλυση, δεν έκαναν τίποτε για τους συγκρατήσουν και να σταματήσουν την υποχώρηση των δύο ταγμάτων. Ανέβηκε πάνω και ο μέραρχος. Οι διαλυμένοι στρατιώτες δεν υπάκουαν σε καμιά διαταγή· έδειχναν μεγάλη κούραση και πεσμένοι ψυχολογικά. Φαίνονταν φοβισμένοι, σου λέω Γιάννη, και απελπισμένοι. Με κουρελιασμένο ηθικό, πολλοί μπήκαν στην Καστοριά σαν άτακτοι, σκέτοι λέτσοι. Τους έβλεπε ο κόσμος και τους λυπούνταν. Βγήκε διαταγή σε στρατιωτικές υπηρεσίες να βγουν στην πόλη και να τους μαζέψουν.

Αυτό ήταν ένα γερό πατατράκ που έπαθε ο στρατός μας από την κούραση και την ταλαιπωρία. Είχε πολλούς μήνες στα μέτωπα του Γράμμου και του Βίτσι. Τώρα, δεν ξέρω να σου πω, Γιάννη μ’, αν τους τιμώρησαν για ανυπακοή μπροστά στον εχθρό ή άλλες τι-μωρίες… Αλλά μπορείς να τιμωρήσεις και τόσους στρατιώτες;… δεν πιστεύω. Εκείνο που κατάλαβα εγώ είναι ότι οι αξιωματικοί εκεί ψηλά δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Γιατί γνωρίσαμε παλικάρια διοικητές, αλλά και άλλους που ήταν κολοκθάδες, δεν τους έκοβε ντιπ για ντιπ. Άλλ’ πάλι ήταν φοβητσιάρηδες. Κρύβονταν, σου λέω, πίσω από τους μαχητές ή πίσω από καμιά πέτρα μην τυχόν και τους βρει καμιά σφαίρα.
Παίρνουμε πάλι τον κατήφορο. Δε μας πιάναν τα βλήματα απ’ τους αντάρτες. Φεύγαμε προς τα κάτω κατά την Καστοριά. Ήταν μακριά ακόμα… Ύστερα ακούμε μια ριπή. Το βλήμα έπεσε κοντά μας. Εγώ γλίτωσα. Έναν από την Καλαμπάκα τον ζούπισαν οι πέτρες που σκόρπισε πάνω το βλήμα. Τον χτύπησαν βαριά τον φουκαρά. Πήγαμε κοντά του. Τον πιάσαμε τα χέρια· μούδιασε, πάγωσε, πέθανε.
Χάραξε κιόλας η μέρα. Οι αντάρτες έπιασαν το ύψωμα, κατά το ύψωμα «Μπίκοβικ». Ο δικός μας λόχος ήταν εκεί κοντά από την άλλη μεριά. Εμείς κατεβαίναμε σ’ ένα χωριό. Δεν θυμάμαι ποιο ήταν. Α, ναι, Απόσκεπος… Βλέπουμε να έρχεται από κάτω στρατός άλλος. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Δεν ξέραμε ποιοι ζουν και ποιοι όχι. Στον πάτο, σ’ ένα μέρος εκεί, ερχόταν ένας κατά εμάς. Ο Πλαγάκης φώναξε: «ποιος είσαι εσύ;». Αυτός ο Πλαγάκης δεν φοβούνταν καθόλου. Διοικητές ξιδιοικητές τους έβαζε καταπόδι· τους κυνηγούσε όλους. Αυτός που ερχόταν κατά εμάς ήταν δικός μας στρατιώτης, ταλαιπωρημένος, εξαντλημένος. Μόλις ήρθε κοντά μας, τεντώθηκε καταή. Ξεκινήσαμε για τον Απόσκεπο. Πήραμε και αυτόν το φουκαρά που ήρθε και μας βρήκε. Περνούσε ένα στρατιωτικό τζέιμς· τον αφήσαμε και τον πήραν.
Βλέπουμε ήρθε κι άλλος στρατός εδώ πάνω στην Καστοριά. Μάθαμε ότι ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη από το Γ΄ΣΣ. Έρχεται ένας λοχαγός εκεί σε μας. «Τι έγινε;», ρώτησε ο λοχαγός. «Αυτό κι αυτό έγινε», του απαντήσαμε εμείς. «Είστε άνανδροι», μας είπε κιόλας… Πω πω! εκείνος ο Πλαγάκης! Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! «Άναντροι, μας είπες;… θα σε κομματιάσω! Θα σε … σκοτώσω!». Μας γύρισαν πίσω ύστερα. Μαζεύτηκαν τραυματίες, άλλοι σκόρπισαν, λάκισαν εδώ κι εκεί μέσα στα κλαδιά σιακάτ’. Έρχεται κι ο διοικητής απ’ το τάγμα εκεί να βγάλει λόγο. Του λέει ο Πλαγάκης, που ήταν και Σπαρτιάτης: «Είσαι παλικάρι να πάμε απάνω στο ύψωμα; Αν είσαι, μπρος πάμε. Ήρθες απ’ τη Σαλονίκη, απ’ τον κάμπο και τα λες αυτά… Ήρθαν κι άλλοι. Στην ίδια ώρα που ήταν ο διοικητής εκεί, δεχτήκαμε πυρά από τους αντάρτες. Τα ανταποδώσαμε. Για κάμποση ώρα κράτησε η ανταλλαγή πυρών. Ύστερα σταμάτησαν. Εκεί τραυματίστηκε και ο δικός μας ο Ξουμάλης. (Μέχρι πέρυσι ζούσε.) Τραυματίστηκαν κι άλλοι. Κι ένας ακόμα από εδώ από τον Άι-Δημήτρη Κοζάνης. Ήρθαν και τα ΛΟΚ εδώ. Ο Πλαγάκης ήθελε να πάρει το γυλιό του να πάει μαζί τους, να χτυπήσουν τους αντάρτες. Τότε ο διοικητής του λέει: «κοίταξε, μπορεί να είσαι ωραίος, ψηλός γενναίος, αλλά με τους ΛΟΚατζήδες δεν μπορείς να πας. Περίμενε. Αυτοί θα τους πιάσουν κιόλας. Αν τους πάρουμε τους αντάρτες, τότε θα ’ρθεις κι εσύ να πανηγυρίσουμε».
Οι αντάρτες με ευκολία πήραν τις θέσεις που είχαν χάσει και την «Ραμπατίνα» για την οποία ο στρατός αγωνίστηκε καμιά δεκαριά μέρες. Δυνάμεις δικές μας των ΛΟΚ κρατούν κάποια υψώματα στο Βίτσι. Άλλα τάγματα του εθνικού στρατού υποχωρούν προς την Καστοριά. Στρατοπεδεύουν σε μικρή απόσταση από την πόλη. Οι διοικητές του εθνικού στρατού έχουν σχέδιο να ξεκουράσουν για λίγο τις δυνάμεις τους και να οργανώσουν πάλι τα τάγματα. Γιατί έπρεπε να συμπληρώσουν τις απώλειες που είχαμε σε οπλίτες και αξιωματικούς. Να μπουν και νέοι ικανοί αξιωματικού διοικητές των ταγμάτων και των λόχων. Έπρεπε να δώσουν θάρρος στους στρατιώτες και να ανεβάσουν την ψυχολογία τους. Να πιστέψουν στη τελική νίκη εναντίον των ανταρτών του ΔΣΕ/ΚΚΕ.
Ο στρατός μας εγκαταστάθηκε σε θέσεις από το Άργος Ορεστικό, βόρεια της Μεσοποταμίας κατά το Νεστόριο πάνω, στο Δεντροχώρι. Στο Βίτσι είχαμε ορεινές ταξιαρχίες στις θέσεις πάνω από τον Απόσκεπο, στο «Μπίκοβικ». Το επιτελείο είχε πληροφορίες από τις υπηρεσίες πληροφοριών για επίθεση του ΔΣΕ/ΚΚΕ στην πόλη της Καστοριάς. Για το λόγο αυτό φρόντισε οι Μονάδες του στρατού να βρίσκονται σε ετοιμότητα για απόκρουση κάθε επίθεσης. Είχαμε αμυντικές θέσεις και η πόλη προστατευόταν. Μπορούσαμε ακόμα και να αντεπιτεθούμε.
Το Αρχηγείο των ανταρτών (ΔΣΕ) εκτιμούσε ότι εμείς ήμασταν διαλυμένοι μετά την υποχώρηση από το «Μάλι Μάδι» και την κατάληψη της «Ραμπατίνας». Οργάνωσαν λοιπόν ξαφνική επίθεση στην Καστοριά με σχέδιο να μας κυκλώσουν από τα πλευρά και από τα νότια (20 Σεπτεμβρίου 1948). Θα κατέβαιναν μέσα από τα δασωμένα βουνά και τις χαράδρες και θα μας χτυπούσαν στο Δεντροχώρι, Αγία Κυριακή, Κορομηλιά μέχρι τη Μεσοποταμία και το χωριό Μανιάκοι. Δεν υπολόγιζαν να βρουν σοβαρή αντίσταση από μας. Εκτιμούσαν ότι θα μας έπαιρναν φαλάγγι. Με καλά εκπαιδευμένους πυροβολητές θα χτυπούσαν την πόλη και θα έμπαιναν μέσα, όπως έκαναν στο Καρπενήσι. Θα έκαναν πλιάτσικο και βίαιη στρατολογία κόσμου.
Τρεις Ταξιαρχίες των ανταρτών χτύπησαν μετά τα μεσάνυχτα τις θέσεις μας από τα βόρεια, αλλά αποκρούστηκαν. Εμείς δεν αιφνιδιαστήκαμε. Ανταποδώσαμε τα πυρά. Οι κομμουνιστές δεν περίμεναν σοβαρή αντίσταση. Αφού ανταλλάξαμε πυρά για μερικές ώρες, Οι αντάρτες άρχισαν να υποχωρούν προς τα βόρεια, κατά το Δεντροχώρι, μέσα στα βουνά και τις χαράδρες. Έφεξε η ημέρα. Ενισχυμένοι εμείς τους καταδιώξαμε. Τους κυκλώσαμε εκεί μέσα στα περάσματα και τις χαράδρες. Έγιναν φοβερές μάχες σώμα με σώμα. Ήρθαν κι άλλες δικές μας εφεδρείες. Τους καταστρέψαμε, τους σκορπίσαμε εδώ κι εκεί. Πολλοί απ’ αυτούς σκοτώθηκαν και άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Όσοι πρόλαβαν έφυγαν πάνω στα πυκνά βουνά και σώθηκαν.
Η μάχη της Καστοριάς ήταν από τις πιο πολύνεκρες του Εμφυλίου Πολέμου για τους αντάρτες. Οι θέσεις του Δεντροχωρίου και του «Μπίκοβικ»-«Καζάν» είχαν γίνει ο τάφος του ΔΣΕ/ΚΚΕ. Το λάθος τους ήταν ότι δεν εφάρμοσαν τακτική αιφνιδιασμού. Ο εθνικός στρατός υπερτερούσε κατά πολύ σε οπλισμό: πυροβόλα, πολυβόλα, τανκς και κυρίως σε πολεμικά αεροπλάνα που δεν διέθεταν οι αντάρτες.
Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες πήραν τώρα μεγάλο θάρρος. Οι δυνάμεις που απέκρουσαν τους συμμορίτες, εδώ γύρω από την Καστοριά, ήταν σχεδόν οι ίδιες με εκείνες τις δυνάμεις που εγκατέλειψαν το ύψωμα «Ραμπατίνα» στο Βίτσι, χωρίς καμιά διάθεση να αντισταθούν στον ΔΣΕ. Δεν υπάκουσαν τότε ούτε στις διαταγές ακόμα και του μέραρχου που είχε πάει στο μέτωπο μάχης. Αυτοί οι απελπισμένοι στρατιώτες που έφυγαν άτακτα μπουλούκια κατά την Καστοριά τότε, τώρα, μετά από λίγες μέρες, βρήκαν πάλι τις ψυχικές τους δυνάμεις με άλλους διοικητές και αξιωματικούς. Άλλαξε η ψυχολογία τους. Βρήκαν πάλι το θάρρος και την πίστη στη νίκη που είχαν χάσει. Ήθελαν να ξεπλύνουν την ντροπή και το ρεζίλι που γνώρισαν από τους άλλους στρατιώτες και προπαντός από τους αντάρτες. Το ράδιο των ανταρτών έλεγε στις ειδήσεις του ότι ο Δημοκρατικός στρατός (ΔΣΕ) κατέστρεψε το στρατό του «μοναρχοφασισμού» που το ’βαλε στα πόδια μόλις αντίκρυσε τον επαναστατικό λαϊκό στρατό».
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://sitalkisking.blogspot.com/2016/08/1948.html
Σόλων Γρηγοριάδης. Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (4 τόμοι). Εκδ. POLARIS 2011.