Η Ναυπλιακή επανάσταση
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Από το 1859 και εξής το γόητρο του Όθωνα και του καθεστώτος του αρχίζει να φθίνει με γοργούς ρυθμούς. Η εσωτερική αντιπολίτευση γίνεται σταδιακά εντονότερη και αγκαλιάζει όλα τα δυσαρεστημένα στοιχεία της ελλαδικής κοινωνίας. Στην πρωτοπορία της αντιοθωνικής αντιπολίτευσης βρισκόταν η «χρυσή νεολαία» της εποχής με μαχητικούς εκπροσώπους της να δραστηριοποιούνται εντός και εκτός βουλής. Φορείς ενός ρομαντικού εθνικισμού έψεγαν τις κυβερνήσεις του Όθωνα για την καταστρατήγηση του συντάγματος, την εκτεταμένη νοθεία σε όλες τις εκλογές από το 1844 και μετά, την μάταιη πολυτέλεια που χαρακτήριζε την αυλή του βασιλιά και την αποτυχία ρεαλιστικής εφαρμογής της Μεγάλης Ιδέας. Παράλληλα εμπνέονταν από τη δράση και τα κατορθώματα του ιταλικού εθνικού κινήματος του Giuseppe Garibaldi, που κατάφερε να δημιουργήσει το ιταλικό βασίλειο μετά από πόλεμο με την Αυστρία. Η τελευταία θεωρούταν η προστάτιδα του Όθωνα, γεγονός που ενέτεινε το αντιοθωνικό μίσος. Έντονη ήταν και η δυσαρέσκεια, κυρίως μεταξύ των οπαδών του Ρωσικού κόμματος, σχετικά με το εκκρεμές ζήτημα της διαδοχής του ελληνικού θρόνου. Μάλιστα, μέσω του δημοσιογραφικού τους οργάνου, του «Αιώνα», συμβούλευαν τον Όθωνα να χωρίσει την Αμαλία και να νυμφευτεί άλλη πριγκίπισσα. Αλλά και διεθνώς ο Όθωνας δεν έχαιρε της εκτιμήσεως της κραταιάς Αγγλίας του Palmerston. Ήδη από το 1854, όταν έγιναν απόπειρες αναζωπύρωσης του εθνικού κινήματος στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Μακεδονία από τις ελληνικές κυβερνήσεις, η Αγγλία μαζί με την Γαλλία είχαν αντιδράσει άμεσα με ναυτικό αποκλεισμό και στρατιωτική κατοχή του Πειραιά για τρία χρόνια, κάνοντας σαφή την απόφαση τους για διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως μέσου περιορισμού της ρωσικής επέκτασης προς την Μεσόγειο.

Απέναντι στον αντιοθωνικό αυτόν κυκεώνα ο Όθωνας και οι κυβερνήσεις του ακολούθησαν την τακτική της τρομοκρατίας, των διώξεων και του χαφιεδισμού. Ο Γ. Τσοκόπουλος στο βιβλίο του «Η βασίλισσα Αμαλία» αναφέρει για την αντίδραση του Όθωνα: «Οι αντιπολιτευόμενοι κατεδιώκοντο αμειλίκτως […] Τα χρονικά της εποχής εκείνης πλημμυρούν από συλλήψεις, υποδείξεις, κατασκοπείας, καταδιώξεις αμειλίκτους. […] ο Όθων ο φύσει αγαθός και μεγαλόψυχος, εγίνετο οσημέραι δεσποτικώτερος, αγριώτερος και περισσότερον αμείλικτος». Ο αντιπολιτευτικός τύπος υπέστη πλήθος μηνύσεων και κατασχέσεων για «προσβολή του προσώπου του Βασιλέως». Ο Γ. Βιτάλης, ο Οδ. Ιάλεμος, ο Κων. Καλαμίδας και πολλοί ακόμη είδαν τις εφημερίδες τους να κλείνουν και τους ίδιους να καταλήγουν στη φυλακή. Η ριζοσπαστική εφημερίδα «Το μέλλον της πατρίδος» αναφέρει για τις διώξεις του Τύπου: «Μόλις παρήλθε μην από της εκδόσεως του φύλλου μας, και τρεις κατασχέσεις υπεδέχθησαν αυτό εις τα πρώτα βήματά του. Αλλά αι καταδιώξεις αύται, επαναλαμβάνομεν και πάλιν εις την κυβέρνησιν, δεν ελαττούσιν ουδέ μικρόν τον υπέρ της ευνομίας, των ελευθεριών και των μεγάλων ιδεών της πατρίδος ζήλον της νεολαίας». Αλλά και στο εξωτερικό υπήρξαν αντιδράσεις για την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας. Από το Λονδίνο ο Στ. Ξένος έβγαζε το περιοδικό «Βρεττανικός Αστήρ» και από τις σελίδες του διακήρυττε ότι: «Ημείς θέλομεν αλλαγήν συστήματος και κατστάσεως πραγμάτων πεπαλαιωμένης και νοσηράς, θέλομεν ριζικήν θεραπείαν της πολιτικής ημών καχεξίας και ουχί απλώς αλλαγήν προσώπων». Οι αντιοθωνιστές άρχισαν να οργανώνουν και αντιπολιτευτικούς ομίλους, τους περίφημους «Συλλόγους», μέσω των οποίων γινόταν μια κάποια δημοκρατική κατήχηση στις μεγαλύτερες πόλεις του βασιλείου. Όσον αφορά στην περιφέρεια η πλειονότητα του αμαθούς και εν πολλοίς θρησκόληπτου λαού, μάλλον, έμεινε απαθής προς τα δυσνόητα δημοκρατικά κελεύσματα της νεολαίας, καθώς βρισκόταν κάτω από την πνευματική καθοδήγηση της εκκλησίας, που επί χρόνια αφόριζε κάθε προοδευτικό νεωτερισμό της Εσπερίας. Όπως και στην επανάσταση του 1843 η πλειοψηφία του ελληνικού λαού αγνοούσε τα περί δημοκρατίας, ελευθερίας και πολιτικών δικαιωμάτων. Ο Γ. Κρέμος αναφέρει σχετικά στην «Νεωτάτη γενική ιστορία» ότι: «Οι χωρίται, ο αγρότης λαός εν γένει, οι ποιμένες, οι χειρώνακτες, οι βιομήχανοι πλην τινών εν Αθήναις και εν άλλαις τισί πόλεσιν ή ήκουον τα δημεγερτικά των εφημερίδων άρθρα και εθεώντο τα γιγνόμενα αδιαφόρως ή προς καιρόν κλίνοντες τα ώτα και ρίπτοντες τα όμματα ετρέποντο αύθις εις τα οικεία έργα». Τα αστικά κέντρα ήταν τα προπύργια της μορφωμένης νεολαίας που λειτουργούσε ως η πνευματική πρωτοπορία του έθνους. Πέραν της πρωτεύουσας αξιόλογη δράση αναπτύχθηκε και στην Πάτρα με πρωτεργάτη τον Ανδρ. Ρηγόπουλο, στο Άργος, όπου νέοι αξιωματικοί σε συμπόσιο προέβησαν σε αντιβασιλικές δηλώσεις, στην Σύρο και στο Ναύπλιο.

Σε μια τελευταία απόπειρα να συγκρατήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια ο Όθωνας έδωσε εντολή στον Κ. Κανάρη για σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Κ. Κανάρης έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην ελληνική κοινωνία, και δη στη νεολαία, της οποίας είχε καταστεί ίνδαλμα. Στις 12 Ιανουαρίου 1861 ο Όθωνας κάλεσε τον Κανάρη να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο τελευταίος έδωσε στον βασιλιά ένα υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι απόψεις των αντιπολιτευομένων για την διόρθωση των πολιτικών πραγμάτων. Αναφέρεται, λοιπόν, στο υπόμνημα ότι: «Πρέπει να πιστεύση η Υμετέρα Μεγαλειότης, ότι πολύ έβλαψε την βασιλείαν η επικρατήσασα ιδέα, ότι οι υπουργοί ενεργούν πάντοτε κατά την απόλυτον θέλησίν της. […] Συνταγματικόν υπουργείον και ελευθέρα υπουργική ενέργεια είναι ασυμβίβαστα με την ύπαρξιν ανακτοβουλίου, το οποίον δεν είναι άλλο, ειμή εν δεύτερον υπουργείον ολιγώτερον μεν επίσημον και επιδεικτικόν, ισχυρότερον δε του επισήμου και φανερού […] Αι εκλογαί, όπως δυστυχώς διεξήχθησαν, αφήκαν τοιαύτας αξιοθρηνήτους εντυπώσεις και εγέννησαν τοσαύτα πάθη κατά της εξουσίας, ώστε η κοινή γνώμη και το δίκαιον απαιτούν επιμόνως την διάλυσιν της υπαρχούσης βουλής και εκλογάς νομιμωτέρας, άνευ ουδεμίας επεμβάσεως της κυβερνήσεως, ειμή μόνον της υπ΄ αυτής αυστηράς επιτηρήσεως της ευταξίας. […] φρονώ επάναγκες μετά την συγκάλεσιν νέας βουλής να εκδοθή εκ των πρώτων νόμος περί τύπου […] αφίνων δε ακώλυτον και ανεπηρέαστον τον έλεγχον των κυβερνητικών πράξεων και της δημόσιας διαγωγής της κυβερνήσεως και των υπαλλήλων της». Όταν ο Κανάρης έστειλε στον Όθωνα και τον κατάλογο με τα ονόματα των υπουργών ο τελευταίος τον απέρριψε ξεσηκώνοντας ακόμη περισσότερο την λαϊκή δυσαρέσκεια, ενώ ο «Βρετανικός Αστήρ» έγραψε ότι «το πρόγραμμα του Κανάρη εγένετο η σημαία πάντων των Ελλήνων». Η απόρριψη από τον Όθωνα του «υπομνήματος Κανάρη» ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών κινημάτων σε Τρίπολη, Σύρο και Ναύπλιο.

Και ήταν τέτοια η δράση των συνωμοτικών συλλόγων που οργάνωσαν και απόπειρα δολοφονίας της ίδιας της Αμαλίας. Ένας νεαρός φοιτητής της νομικής, ο Αριστείδης Δόσιος, κληρώθηκε να φέρει σε πέρας το έργο. Είναι ενδεικτικό ότι ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Δόσιος, είχε διατελέσει γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών και ήταν φανατικός αγγλόφιλος. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1861, ενώ ο Όθωνας έλειπε στο εξωτερικό, η Αμαλία, καθώς επέστρεφε από την απογευματινή της βόλτα έφιππη, δέχτηκε την επίθεση του νεαρού φοιτητή μπροστά στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας. Η απειρία του νέου στην χρήση του όπλου είχε ως αποτέλεσμα να αστοχήσει και να συλληφθεί επί τόπου. Ακολούθησαν ανακρίσεις και συλλήψεις δυο ακόμη ατόμων που ήταν μαζί με τον Δόσιο, του Λεων. Δεληγιώργη, αδερφού του Επ. Δεληγιώργη, και του Αλκιβ. Καμπά. Ο Γ. Τσοκόπουλος αναφέρει για τις ανακρίσεις: «Αι ανακρίσεις εξηκολούθουν επίμονοι. Δυστυχώς ενταύθα είμεθα υποχρεωμένοι να μαρτυρήσωμεν, ότι και βασανιστήρια ετέθησαν εις ενέργειαν, δια να αποσπασθή μαρτυρία ομολογίας από τους τρεις νέους». Στην δίκη που ακολούθησε ο Δόσιος καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά έπειτα από παρέμβαση της Αμαλίας η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις του βασιλείου οργανώθηκαν «αυθόρμητες» εκδηλώσεις για την σωτηρία της βασίλισσας, ενώ η Ιερά Σύνοδος διέταξε να γίνουν δοξολογίες « επί τη διασώσει της Ανάσσης». Στο Ναύπλιο, όμως, σκορπίστηκαν αντιβασιλικές προκηρύξεις που ανέφεραν δηκτικότατα: «Άθλιοι, μάλλον κλαύσατε παρά να πανηγυρίζετε δια την αποτυχίαν», εννοείται της δολοφονίας…

Σε υπόμνημα προς τον βασιλιά ο υπουργός Εσωτερικών Χ. Χριστόπουλος ανέφερε για τις επαναστατικές ζυμώσεις στο βασίλειο τα εξής αποκαλυπτικά: «Της εκρύθμου ταύτης καταστάσεως τα συμπτώματα επιφανέστερα υπήρχον εις τινας κατοίκους των πόλεων, και κατ΄ εξοχήν εις ολίγους ανήκοντας εις την τάξιν των νοημονεστέρων […] Ήσαν δε εν ταις επαρχίαις οι περί των κοινών συζητούντες και μετά πικρίας τας πράξεις της κυβερνήσεως διερχόμενοι, οι πλείστοι των οποίων υπήρξαν τα όργανα της διαφθοράς των πνευμάτων: 1) Οι δικηγόροι σχεδόν οι πλείστοι. 2) Οι χρηματίσαντες ή αξιούντες να διορισθώσι δημόσιοι υπάλληλοι. 3) Εκ των εν τέλει πολλοί αξιούντες βελτίωσιν της θέσεώς των, ή προσδοκόντες όφελος εκ της δημοκοπίας. 4) Οι εις τας επιτοπίους πολιτικάς σχέσεις αναμιγνυόμενοι, και εποφθαλμιόντες την δημοτικήν αρχήν ή το βουλευτικόν αξίωμα. 5) Οι προς το δημόσιον οφειλέται. 6) Νέοι αποφοιτήσαντες των ανωτέρων εκπαιδευτηρίων και επιδιώκοντες θέσεις δημόσιων λειτουργών ως μη δυνάμενοι ένεκα της ανατροφής και των έξεων ας προσεκτήσαντο, να επανέλθωσιν εις έργα γεωργίας, βιομηχανίας κλπ. 7) Εν γένει οι αποκλεισμένοι από τα δημόσια πράγματα είτε ένεκεν ελλείψεως θέσεων, είτε ένεκα προτιμήσεως άλλων αντιθέτων». Το Ναύπλιο κατέστη στις αρχές του 1862 το κέντρο των αντιδυναστικών συνωμοσιών καθώς στις φυλακές του είχαν σταλεί πλήθος αντιφρονούντων αξιωματικών, μεταξύ των οποίων ο Παν. Κορωναίος, ο Χαρ. Ζυμπρακάκης και ο Δ.Ν. Μπότσαρης. Αξιόλογη δράση ανέπτυξαν και ο δήμαρχος της πόλης Πολυχρόνης Ζαφειρόπουλος, ο εφέτης Γ. Πετμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, οι δικηγόροι Γ. Δημητριάδης, Ι. Παπαζαφειρόπουλος, ο υποπρόξενος του Βελγίου Σπυρ. Ζαβιτσάνος καθώς και η φανατική αντιοθωνίστρια Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, της οποίας το σπίτι ήταν το κέντρο της ναυπλιακής αντιδυναστικής κίνησης. Για την δράση της τελευταίας καλά πληροφορημένος ήταν ο υπουργός Εσωτερικών Χ. Χριστόπουλος που σε απόρρητο υπόμνημα προς τον Όθωνα ανέφερε τα εξής: «[…] η οικία δε της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, ήτις αείποτε ήν η διδάσκαλος πάσης κατά των ιερών προσώπων Α.Α.Μ.Μ. βλασφημίας και ύβρεως, συχναζομένη υπό διαφόρων νέων δικηγόρων και αξιωματικών του στρατού υπήρξε το κέντρον πάσης κατά των καθεστώτων μηχανορραφίας και ραδιουργίας». Χαρακτηριστικά είναι και όσα γράφει και ο Επ. Κυριακίδης για την σπάνια αυτή γυναίκα: «Η γυνή αύτη πεντήκοντα ετών, αλλ’ ακμαία έτι διασώζουσα τα ίχνη προχωρημένης καλλονής, συνενούσα την γυναικείαν γλυκύτητα προς την ανδρικήν ευτολμίαν, ήτο υπέροχος των συνήθων γυναικών, εύγλωττος, πεπαιδευμένη, ιεροφάντις των στασιαστικών ιδεών, κατέστησε τον οίκο αυτής το κέντρον της συνωμοσίας. Προσόμοιος των γυναικών των πολιτευθεισών κατά την γαλλικήν επανάστασιν μετέδιδε δια της φλεγούσης ευγλωτίας της τας ανατρεπτικάς αυτής ιδέας, παρέσυρε πάντας εις την στάσιν, προέτρεπε και ενθάρρυνε την νεολαίαν, μετέδωκε τας πεποιθήσεις αυτής εις τας πλείστας των κυριών του Ναυπλίου, και εγένετο μία των κυριωτέρων αφορμών της επισπεύσεως της στάσεως».

Η επανάσταση ξέσπασε την 1η Φεβρουαρίου 1862. Ο δήμαρχος Ναυπλίου Πολύβιος Ζαφειρόπουλος την χαιρέτησε με την παρακάτω δήλωση: «Συμπολίται! Ο εν τη πόλει στρατός τεθείς υπό τα όπλα, από τας 3 ώρας της νυκτός, καθιέρωσε την επάνοδον των καταποντισθέντων από πολλού εθνικών συμφερόντων, τηρήσας αξιομίμητον καθ΄ όλον το διάστημα τάξιν και περιβαλών υπό την ασφάλειάν του τας δημόσιας και ιδιωτικάς περιουσίας. […] Συσταίνων εις άπαντας την τήρησιν της τάξεως επισφραγιζούσης το κίνημα ως εθνικόν τους παρακαλώ να επιδοθώσιν ανενδότως εις τα έργα των έκαστος έχων υπ΄ όψιν ότι ο στρατός είναι φρουρός της τιμής και της περιουσίας του». Την επομένη η επαναστατική επιτροπή έβγαλε το πολιτικό μανιφέστο της, όπου τόνιζε τους σκοπούς της επανάστασης. Αυτοί ήταν η «κατάπτωσις του συστήματος, πιστώς υπηρετουμένου υπό της μέχρι τούδε κυβερνήσεως, και αναγόρευσις νέου εγγυουμένου τας ελευθερίας του λαού» καθώς και η «διάλυσις της διά βιαίων μέσων συστηθείσης και μέχρι τούδε υπαρχούσης βουλής» και η «συγκρότησις εθνοσυνελεύσεως υπισχνουμένης την υπό του έθνους ανάκτησιν των καταπατηθεισών αυτού ελευθεριών». Παράλληλα εστάλη έκθεση προς τους προξένους των τριών Μεγάλων Δυνάμεων για να κατατοπιστούν σχετικά με τα αίτια και τους σκοπούς της επανάστασης. Μεταξύ, όμως, των στρατιωτικών προέκυψε διχογνωμία σχετικά με το αν έπρεπε ο επαναστατικός στρατός να κινηθεί προς κατάληψη της Αθήνας, γνώμη που υποστήριζε και ο πολιτικός Επ. Δεληγιώργης, ή να παραμείνει στο καλά οχυρωμένο Ναύπλιο και να περιμένει έκρηξη κινήματος και στην πρωτεύουσα. Τελικά επελέγη η παραμονή στο Ναύπλιο, δίνοντας έτσι όμως χρόνο και χώρο στην βασιλική αντίδραση, ενώ τους επαναστάτες ακολούθησαν το Άργος και η Τρίπολη. Στην Αθήνα η κυβέρνηση αντέδρασε ταχύτατα και στις 2 Φεβρουαρίου συλλαμβάνονται πολλοί αντιφρονούντες πολιτικοί, δικηγόροι και φοιτητές. Εκτός του Επ. Δεληγιώργη συνελήφθησαν ο νομοδιδάσκαλος Π. Καλλιγάς, ο γερουσιαστής Γ. Ψύλλας και ο γιός του, ο Αλκ. Καμπάς, ο Δημ. Καλλιφρονάς, πρώην δήμαρχος Αθηναίων, ο καπετάν Χρόνης Μπαστέκης, πρώην αρματολός του Πηλίου, ο δημοσιογράφος Οδ. Ιάλεμος και πολλοί ακόμη αντικαθεστωτικοί. Μεγάλο μέρος των συλληφθέντων στάλθηκε για κράτηση στην Κύθνο. Παράλληλα συγκροτήθηκε εκστρατευτικό σώμα από 12 λόχους και 2 ίλες ιππικού υπό τον Ελβετό στρατηγό Amadeus-Emmanuel Hahn. Στις 5 Φεβρουαρίου ο βασιλικός στρατός φτάνει στην Κόρινθο, όπου εκεί προστέθηκαν και περίπου 1500 άτακτοι Αρβανίτες στους οποίους η κυβέρνηση έδωσε από 100 δραχμές και το δικαίωμα να πλιατσικολογήσουν στην εκστρατεία. Οι Bower και Bolitho αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Όπως η κυβέρνηση δεν είχε εμπιστοσύνη στο στρατό, άλλαξε την ταχτική που έως τότε ακολουθούσαν οι προκάτοχοί της και συγκέντρωσε στον Ισθμό της Κορίνθου άταχτα μπουλούκια κάτω από τη διοίκηση καπεταναίων, που ένας απ΄ αυτούς ήταν ο ηγούμενος του μοναστηριού της Σαλαμίνας».

Εντός του Ναυπλίου η στρατιωτική οργάνωση βρισκόταν στα χέρια δυο νουνεχών στρατιωτικών, του διοικητή του 5ου Συντάγματος Αρτέμιου Μίχου και του αντισυνταγματάρχη Πάνου Κορωναίου. Ο Γ. Ασπρέας αναφέρει για τους δυο στρατιωτικούς: «Ο Κορωναίος όπως και ο Μίχος δεν ήσαν εξημμένοι συνομώται, δεν είχον την συνήθως επικρατούσαν πεποίθησιν εις τους στρατιωτικούς, ότι αρκεί να σύρουν το ξίφος και να τεθούν επικεφαλής ενός σώματος δια να επιτελέσουν το πάν. Ψύχραιμοι, εζήτουν να διακανονίσουν τα μέσα, να προεξοφλήσουν τρόπον τινά ταύτα, δια να έχουν βεβαία την ανατροπήν του καθεστώτος». Βλέποντας την συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων στον Ισθμό οι επαναστάτες έσπευσαν να οχυρώσουν τα Δερβενάκια, αλλά τους πρόλαβαν οι βασιλικές δυνάμεις, που έφθασαν μπροστά στο Ναύπλιο ανενόχλητες την 8η Φεβρουαρίου, αφού είχαν καταστείλει, σχετικά εύκολα, τις εξεγέρσεις σε Άργος και Τρίπολη. Το μόνο που έμενε στους εξεγερμένους ήταν να οχυρωθούν σωστά στην πόλη και στα περίχωρα της. Η ταχύτατη αντίδραση των βασιλικών στρατευμάτων συνετέλεσε ώστε η επανάσταση να περιοριστεί μόνο στο Ναύπλιο. Την ίδια μέρα έγινε και η πρώτη απόπειρα να καταληφθεί με έφοδο η πόλη, αλλά οι άμυνες των επαναστατών άντεξαν τον πολύωρο κανονιοβολισμό του βασιλικού στρατού. Οι απώλειες και των δυο πλευρών, μόνο την πρώτη μέρα, ανήλθαν σε περίπου 100 νεκρούς. Ο στρατηγός Hahn βλέποντας το μάταιο του πράγματος αποφάσισε να συνεχίσει τον αποκλεισμό της πόλης με σκοπό να εξαντλήσει τους έγκλειστους και να τους οδηγήσει σε παράδοση. Την 1η Μαρτίου ο Hahn αφού απέστειλε νέα αίτηση παράδοσης, που βεβαίως απορρίφθηκε, ξεκίνησε γενική έφοδο ενάντια σε όλα τα οχυρά των επαναστατών που βρίσκονταν πέριξ της πόλεως. Ο αιματηρός απολογισμός και αυτής της μάχης έφτασε τους 160 νεκρούς. Μεταξύ των «λαφύρων» ήταν και ο Παν. Κορωναίος που συνελήφθη πληγωμένος μπροστά στα τείχη του Ναυπλίου. Ακόμη, όμως, και η σύλληψη ενός από τους στρατιωτικούς ιθύνοντες της επανάστασης δεν έκαμψε το φρόνημα των πολιορκημένων, που σε αντίποινα συνέχισαν να κανονιοβολούν τις θέσεις των βασιλικών από το καλά οχυρωμένο Παλαμήδι. Αντίστοιχα και ο Hahn διέταξε οι πυροβολητές του να βάλουν εντός της πόλεως και επειδή έτυχε να γνωρίζει την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου της έστειλε μήνυμα να φύγει από το Ναύπλιο για να σωθεί. Η απάντηση της είναι ενδεικτική του θάρρους αυτής της γυναίκας, που αργότερα εξυμνήθηκε από ποιητές όπως ο Παν. Σούτσος: «Στρατηγέ! Σας ευχαριστώ δια το ενδιαφέρον που δεικνύετε δια την ζωήν μου, λαμβάνω όμως την τιμή να σας πληροφορήσω ότι δεν φοβούμαι τίποτε άλλο παρά μόνο τους ποντικούς». Στις 20 Μαρτίου οι αποκλεισμένοι Ναυπλιώτες έστειλαν αίτημα στον Hahn να τους επιτρέψει να εκκενώσουν την πόλη από τις οικογένειες τους. Την αίτηση τους την κοινοποίησαν και στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Ανταποκρίθηκαν, όπως και σε προγενέστερες αντιβασιλικές στάσεις, η Αγγλία και η Γαλλία στέλνοντας από ένα πλοίο εκάστη, στις 24 του Μαρτίου. Την ίδια ημέρα υπογραφόταν από τον βασιλιά και το διάταγμα αμνηστίας των επαναστατών, ώστε να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Από την αμνηστεία εξαιρούνταν 12 στρατιωτικοί και 7 πολιτικοί, οι οποίοι όμως κατάφεραν και επιβιβάστηκαν στα πλοία των δυο δυνάμεων και μεταφέρθηκαν στην Σμύρνη, από όπου σκορπίστηκαν σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού. Ο βασιλικός στρατός τελικά μπήκε στο Ναύπλιο την 8η Απριλίου 1862 βάζοντας τέλος στην πολύμηνη πολιορκία.

Παράλληλα με τον αποκλεισμό του Ναυπλίου ξετυλιγόταν ένα ακόμη δραματικό επεισόδιο στην Σύρο και την Κύθνο. Από τις 28 Ιανουαρίου ο νομάρχης των Κυκλάδων είχε παρατηρήσει αντιδυναστικές κινήσεις. Μάλιστα οι δύο από τις τρείς εφημερίδες του νησιού ήταν σφόδρα αντιβασιλικές, ενώ η Χιακή λέσχη της Σύρου είχε καταστεί το κέντρο των αντιπολιτευομένων. Στο νησί ηγέτες της αντιοθωνικής κίνησης ήταν ο πρώην αγωνιστής του 1854 Νικ. Λεωτσάκος και ο σχολάρχης Αρ. Τσάτσος. Πράγματι, στις 28 Φεβρουαρίου 1862 η Ερμούπολη στασίασε. Οι επαναστάτες αφού διέρρηξαν τις φυλακές και προμηθεύτηκαν όπλα, κατέλαβαν και δυο ατμόπλοια, την «Καρτερία» και τον «Όθωνα» που βρίσκονταν σταθμευμένα στο λιμάνι. Αμέσως εξόπλισαν την «Καρτερία» με 4 πυροβόλα και κατευθύνθηκαν προς την Κύθνο για να απελευθερώσουν όσους αντιδυναστικούς κρατούνταν εκεί. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν άμεση. Την 1η Μαρτίου εστάλη από τον Πειραιά ο ατμοδρόμωνας «Αμαλία» με έναν λόχο υπό τον σκληρό, πρώην διώκτη ληστών, υπολοχαγό Ι. Τσίρο. Η «Αμαλία» προσέγγισε την Κύθνο την στιγμή που οι στασιαστές επιβίβαζαν στην «Καρτερία» τους κρατούμενους. Ο Λεωτσάκος μαζί με τον ανθυπολοχαγό Περικλή Μωραϊτίνη αμέσως οχυρώθηκαν με 150 άνδρες για να αντιμετωπίσουν τα βασιλικά αποσπάσματα. Η μάχη διήρκησε περίπου μια ώρα με τους βασιλικούς να βγαίνουν νικητές. Μαχόμενοι με θάρρος έπεσαν στην μάχη από την πλευρά των στασιαστών ο Νικ. Λεωτσάκος, ο Περ. Μωραϊτίνης, ο φοιτητής Αγ. Σκαρβέλης καθώς και 5 ακόμη στρατιώτες. Οι κυβερνητικοί από την μεριά τους θρήνησαν έναν νεκρό και 5 τραυματίες. Ο Ζαχ. Παπαντωνίου γράφει για το περιστατικό στο βιβλίο του «Όθων και η ρωμαντική δυναστεία» για τους νεκρούς της Κύθνου: «Είχεν ο βασιλεύς την κακή τύχη να εμφανισθούν στην τάξη των αντιπάλων του άνθρωποι με χαρακτήρα και με λευκή ψυχή σαν τα τρία παλικάρια που πήγαν και κύρωσαν την ιδέα των με τον θάνατό των στην Κύθνο, σαν τον Λεωτσάκο, τον Μωραϊτίνη και το Σκαρβέλη. Στην ηρωική εκείνη πάλη με τον οθωνικό στρατό ο Μωραϊτίνης σκοτώθηκε σε ηλικία 26 ετών. Ο Σκαρβέλης 18 ετών! Και ήταν καθώς λέγουν αγγελόμορφος. Ποιο καθεστώς μπορεί να σταθή έπειτα;».

Ο ανώνυμος συγγραφέας του βιβλίου «Τα συμβάντα της Ναυπλιακής Επαναστάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 1862» αναφέρει για τους επαναστάτες: «Εις ουδένα δε των παρασκευασάντων την επανάστασιν ταύτην ως και των ασπασθέντων και υπηρετησάντων αυτήν πολιτικών τε και στρατιωτικών δύναται τις άνευ τύψεως του συνειδότος ν΄ αποδώση αίσθημα και σκοπούς άλλους παρά τους καθαρώς εθνικούς. […] Τον ερεθισμόν του Δημοσίου πνεύματος αυταί αι ίδιαι Αρχαί εγέννησαν και ανέθρεψαν, και αυταί εισίν οι αίτιοι της σημερινής καταστάσεως, εξ ής εγεννήθη το Ναυπλιακόν δράμα[…]». Η πτώση του Ναυπλίου δημιούργησε ακόμη πιο έντονο αντιδυναστικό κίνημα στον ελληνικό λαό εξαιτίας των θυμάτων και από τις δυο πλευρές. Κυρίως οι νεκροί νέοι της Κύθνου λατρεύτηκαν ως μάρτυρες. Παράλληλα, οι εξορισθέντες στην Σμύρνη και στην Βλαχία στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες της επανάστασης έγιναν διαπρύσιοι κήρυκες εναντίον του Όθωνα στο εξωτερικό. Όσο τα αίτια της εκδήλωσης της Ναυπλιακής επανάστασης συνέχιζαν να υπάρχουν, τόσο πιο επισφαλής γινόταν η θέση του μονάρχη στον θρόνο του. Ακριβώς αυτό είχε αντιληφθεί και ο υπουργός των Εσωτερικών Χ. Χριστόπουλος και σε έκθεση του προς τον Όθωνα για τους λόγους της εξέγερσης σημειώνει εύστοχα: «Η στάσις κατεστράφη και η τάξις επανήλθεν, αλλ΄ αύτη δεν θεωρείται παγιωμένη εντελώς, διότι διαμένουσι εις τα πνεύματα αι προκηρυχθείσαι υπό των στασιαστών αρχαί, αίτινες κατά τας δοθείσας πληροφορίας εισίν. Α) Μεταβολή συστήματος, ήτοι περιορισμός της Βασιλικής επηρείας, ως προς την Κυβερνητικήν διεύθυνσιν. Β) Ανεπηρέαστοι βουλευτικαί και δημοτικαί εκλογαί, εξ ων περιμένεται υλική και ηθική ευδαιμονία, και επέκτασιν ορίων. Γ) Την λύσιν του περί διαδοχής ζητήματος υπό την έποψιν ορθοδόξου. Εν όσω οι πόθοι ούτοι δεν πραγματοποιηθώσιν, οι κατά των καθεστώτων στρατευόμενοι θέλουσιν ευρίσκει πάντοτε οπαδούς εις ανατρεπτικούς σκοπούς». Και προφητικά ο «Βρετανικός Αστήρ» σχολίαζε για τα γεγονότα: «Έστω ότι το Ναύπλιον παρεδόθη, μήπως τα πράγματα της ετελείωσαν; Εχειροτέρευσαν τουναντίον εις τοιούτον βαθμόν, ώστε και αν καταπαύση πάσα εν πάση της Ελλάδος γωνία η επανάστασις, ο βασιλεύς Όθων και η βασίλισσα Αμαλία αδύνατον του λοιπού επί του θρόνου των να καθήσωσιν». Πράγματι λίγους μήνες μετά, στις 23 Οκτωβρίου του 1862, ο Όθων θα πάρει την άγουσα για την Βαυαρία με το βρετανικό πλοίο «Σκύλλα» και θα ταφεί πέντε χρόνια αργότερα στο Bamberg της Βαυαρίας.
Διαβάστε:
- Γ. Κρέμος, «Νεωτάτη γενική ιστορία».
- «Τα συμβάντα της Ναυπλιακής επαναστάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 1862 υφ΄ ενός Ναυπλιέως». Ανωνύμου.
- Επ. Κυριακίδης, «Ιστορία του συγχρόνου ελληνισμού».
- Γ. Ασπρέας, «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος».
- Δημ. Φωτιάδη, «Όθωνας, η έξωση».
- Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας».