Κώστας Παπαϊωάννου: Ο ολοκληρωτικός ψευτο-συνδικαλισμός στην ΕΣΣΔ
Ο Κώστας Παπαϊωάννου (1925 – 1981) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και συγγραφέας που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι. Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, το 1959, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πληρέστερα έργα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας. Το έργο εξετάζει τόσο το ιστορικό υπόβαθρο του ολοκληρωτισμού, -την τσαρική Ρωσία- όσο και το ταξικό του περιεχόμενο, τον μετασχηματισμό της επαναστατικής ιντελιγκέντσιας και του κόμματος, σε συνθήκες οικονομικής υπανάπτυξης, σε μια νέα άρχουσα τάξη, ολοκληρωτικού χαρακτήρα. Τέλος επισημαίνει τα κενά της μαρξιστικής θεωρίας, που με τον οικονομισμό της αρνείται να κατανοήσει τον ρόλο του κράτους και των διαχειριστικών τάξεων. Το επόμενο κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, εκδ. IMAGO.
Κείμενο: Κώστας Παπαϊωάννου
Όπως παρατηρεί ο Charles Bettelheim για να ξεσκεπάσει τον απατηλό χαρακτήρα της «σοσιαλιστικής» φρασεολογίας των ναζιστών, «το Μέτωπο της “Εργασίας έχει ως αποστολή όχι την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων αλλά την οργάνωση της συνεργασίας μεταξύ εργατών και εργοδοτών. Σε τελευταία ανάλυση, ο οργανισμός αυτός δεν έκανε παρά να δώσει δουλειά σε μερικούς ναζήδες γραφειοκράτες! Τα έξοδα διοίκησης του Μετώπου Εργασίας ανέβαιναν σε 50 Εκατομμύρια μάρκα το χρόνο. Η κεντρική διοίκηση είχε 7.000 υπαλλήλους…».
Αν είναι έτσι, τι θάπρεπε να πούμε για τα σοβιετικά συνδικάτα και τον γραφειοκρατικό τους μηχανισμό; Όπως τόγραφε ο Ρακόβσκι στις περίφημες θέσεις του του Απριλίου 1930, «χρειάστηκε μια στιγμιαία διχόνοια ανάμεσα στους γραφειοκράτες του κόμματος και τα συνδικάτα για να μάθουν οι αναγνώστες της «Τρουντ» (το όργανο των σοβ. συνδικάτων) ότι ο προϋπολογισμός των συνδικάτων είναι 400 εκατομμύρια, ρούβλια, 80 εκατομμύρια από τα όποια πληρώνονται ως μισθοί στους υπαλλήλους των συνδικάτων». Το Δεκέμβριο του 1934, ο Πρόεδρος των σοβιετικών συνδικάτων Σβέρνικ καυτηρίαζε τον «πληθωρικό γραφειοκρατικό μηχανισμό των συνδικάτων μέσα στα εργοστάσια», κι ανέφερε ορισμένες εργοστασιακές επιτροπές που είχαν από 84 ως 117 έμμισθους υπαλλήλους η κάθε μια! Το 1936, τα σοβιετικά «συνδικάτα» είχαν 22 εκατομμύρια μέλη: Όπως λέει ο Charles Bettelheim σ’ ένα άλλο του βιβλίο, γραμμένο μ’ εντελώς διάφορα κριτήρια απ’ αυτά που χρησιμοποίησε για να κρίνει τη χιτλερική Γερμανία, «αυτό που τα χαρακτηρίζει είναι ο αριθμός των «υπευθύνων»: 3.100.000! Όσον άφορα τους κυρίως ειπείν υπαλλήλους των συνδικάτων, ο αριθμός τους ανέβαινε το 1936 σε 76.500 και στοίχιζε 415 εκατομμύρια ρούβλια το χρόνο: πάνω από το ήμισυ των συνδρομών».
Η αλήθεια είναι ότι τόσο το «Μέτωπο της Εργασίας» του Dr Ley, όσο και τα σοβιετικά συνδικάτα είχαν αναλάβει ένα πλήθος λειτουργίες άγνωστες στα παραδεδομένου τύπου συνδικάτα (από την Kraft durch Freude μέχρι την οργάνωση των διακοπών των επίλεκτων εργατών στη Ριβιέρα της Κριμαίας). Πραγματικά, κάναν όλες τις δουλειές έκτος από το να ζητήσουν να επηρεάσουν την πολιτική του κράτους και των ηγετών των επιχειρήσεων σχετικά με τους εργατικούς μισθούς, το χρόνο εργασίας και τους όρους εργασίας! Στο σημείο αυτό, η δράση των «ακτιβιστών» ήταν μηδαμινή. Οι 7.000 υπάλληλοι της κεντρικής διοίκησης του Μετώπου της Εργασίας, που σκανδαλίζουν τον θεωρητικό της «σοσιαλιστικής» οικονομίας, ήταν εξίσου ανωφελείς για τούς εργάτες με τους 76.500 υπαλλήλους των σοβιετικών συνδικάτων.
Οι Γερμανοί ήταν πολύ περήφανοι (και δικαίως) για τους αυστηρότατους κανονισμούς που είχαν επιβάλει στα εργοστάσια για την ασφάλεια και την υγιεινή των εργατιών. Φοβούμενοι μήπως αυτό εκληφθεί ως «σοσιαλιστικό» μέτρο, οι αριστεροί (τόσο ο Guerin όσο και ο Bettelheim) έσπευσαν να δείξουν ότι επί χιτλερισμού οι εργοδότες μπόρεσαν να παραβούν τις διατάξεις σχετικά με την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Ο αριθμός των ασθενειών που επιφέραν μια ανικανότητα εργασίας είναι το 1934 – 35 20,7% μεγαλύτερος από το 1933, παρατηρεί ο Guerin. «Η δράση των εργατών, λέει ο Ch. Bettelheim, είναι αναγκαία για να σεβαστούν οι εργοδότες τους κανονισμούς της ασφάλειας και της υγιεινής. Απόδειξη είναι οι γερμανικές στατιστικές των εργατικών ατυχημάτων που δείχνουν ότι το ποσοστό τους σε 1000 ασφαλισμένους ανεβαίνει από 34 το 1932 σε 44 το 1934».
Τι θάπρεπε τότε να πούμε για το «προπύργιο του σοσιαλισμού»; Από την έναρξη των Πενταετών Σχεδίων, οι στατιστικές των εργατικών ατυχημάτων εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας (μαζί με όλες τις «δυσάρεστες» πληροφορίες από τα εγκλήματα μέχρι τις αυτοκτονίες). Μέσα στη φρενίτιδα της «σοσιαλιστικής άμιλλας» και των «ψυχο-φυσικών μέσων εκτέλεσης του σχεδίου» που περιγράφει εκτενώς ο Ch. Bettelheim, η «βιομηχανική ανοικοδόμηση» ξανάδωσε μια δραματική επικαιρότητα στη θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό ως «διαδικασία κατανάλωσης της εργατικής δύναμης». «Στοιχηματίζω ότι η ρωσική μάχη της μεταλλουργίας στοίχισε τόσες ανθρώπινες θυσίες όσο και η μάχη του Μάρνη», γράφει ένας αμερικανός μηχανικός που εργάστηκε στο κομπινάτ του Μαγκνι-τογκόρσκ στά Ουράλια. Αλλά τη μεγαλύτερη ανθρώπινη φθορά την έφερε ο σταχανωφισμός. Ουσία του, λέει ο Ch. Bettelheim, είναι «πότε η εκλογίκευση της παραγωγικής διαδικασίας -κι απ’ αυτή την άποψη αντιπροσωπεύει μιά τεχνική πρόοδο- και πότε η κατάργηση των πιο στοιχειωδών όρων ασφαλείας της εργασίας, κατάργηση που έκανε δυνατή μια ταχύτερη ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά που ακριβοπληρώθηκε με ανθρώπινες ζωές». Αυτή η πλευρά της βιομηχανοποίησης είναι τόσο γνωστή ώστε ο Ch. Bettelheim δεν επιμένει περισσότερο στο θέμα αυτό. Αρκείται ν’ αναφέρει τούτο το «χαρακτηριστικό γεγονός»:
«Υπήρχε στη Μόσχα ένα ανώτατο Ινστιτούτο της Εργασίας που είχε ως αποστολή να καθορίζει κάθε φορά το όριο πέρα από το όποιο η αύξηση της παραγωγής κατά εργάτη γινόταν ασυμβίβαστη με τις απατήσεις της υγείας των εργατών. Το Ινστιτούτο αυτό το κλείσανε τον Απρίλιο του 1938 με τη δικαιολογία ότι ο σταχανωφισμός απέδειξε ότι οι επιστημονικές του νόρμες παραγωγής ήταν σφαλερές».
Το αποτέλεσμα είναι, όπως παρατηρεί ο Charles Bettellheim σ’ ένα άλλο μέρος του βιβλίου του, ότι:
«Οι ανταγωνισμοί πού δημιουργήθηκαν από την έντονη διαφοροποίηση των μισθών, την αύξηση των νορμών της παραγωγής, τα πολυάριθμα εργατικά ατυχήματα που προξενήθηκαν από τις συχνές παραβιάσεις των κανονισμών ασφαλείας, την αύξηση των απολαβών του διευθυντικού προσωπικού και την εύρυνση της εξουσίας τους πάνω στους εργάτες, ξέσπασαν το 1937 σε μια κρίση δυσπιστίας και έχθρας κατά των διευθυντών των επιχειρήσεων και των τεχνικών».
Η εκμετάλλευση των εργαζομένων είχε ενταθεί σε βαθμό που τα ίδια τα επίσημα «συνδικάτα» αναγκάστηκαν να διαμαρτυρηθούν. Η Τρουντ, το κεντρικό δημοσιογραφικό όργανο των συνδικάτων, ανέφερε περιπτώσεις όπου «καταπατήθηκαν ανοιχτά τα δικαιώματα και παραμελήθηκαν οι ανάγκες των εργατών» και όπου οι διευθυντές στέρησαν παρανόμως τους εργάτες από την Κυριακή τους ανάπαυση με το πρόσχημα της «εθελοντικής εργασίας» χωρίς να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση από μέρους των συνδικάτων και των εργοστασιακών επιτροπών που κατηγορήθηκαν ότι έγιναν «παθητικοί συνεργοί των αυθαιρεσιών των ηγετών των επιχειρήσεων».