Κώστας Παπαϊωάννου: Ο φασισμός, ο ναζισμός και ο μπολσεβικισμός απέναντι στο εργατικό κίνημα
Ο Κώστας Παπαϊωάννου (1925 – 1981) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και συγγραφέας που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι. Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, το 1959, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πληρέστερα έργα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας. Το έργο εξετάζει τόσο το ιστορικό υπόβαθρο του ολοκληρωτισμού, -την τσαρική Ρωσία- όσο και το ταξικό του περιεχόμενο, τον μετασχηματισμό της επαναστατικής ιντελιγκέντσιας και του κόμματος, σε συνθήκες οικονομικής υπανάπτυξης, σε μια νέα άρχουσα τάξη, ολοκληρωτικού χαρακτήρα. Τέλος επισημαίνει τα κενά της μαρξιστικής θεωρίας, που με τον οικονομισμό της αρνείται να κατανοήσει τον ρόλο του κράτους και των διαχειριστικών τάξεων. Το επόμενο κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, εκδ. IMAGO.
Κείμενο: Κώστας Παπαϊωάννου
Ο ολοκληρωτισμός σαν προληπτική αντεπανάσταση σημαίνει κατ’ αρχήν το πλέγμα των τρομοκρατικών θεσμών που επιβάλλει η άρχουσα τάξη για να εξαφανίσει κάθε ίχνος δυαρχίας μέσα από τις παραγωγικές σχέσεις. Απ’ αυτή την άποψη, ο ολοκληρωτισμός προϋποθέτει ότι η κοινωνία που ζητάει να κονιορτοποιήσει, έχει ήδη φτάσει σε ένα ορισμένο βαθμό δημοκρατικοποίησης της πολιτικής ζωής και ιστορικής ανάπτυξης του εργατικού κινήματος.
Έτσι π.χ. στην Ιταλία του 1919-1921 οι εργάτες -αλλά και οι ακτήμονες αγρότες- είχαν αποσπάσει από τις άρχουσες τάξεις σημαντικότατα δικαιώματα. Το 1920, οι 600.000 εργάτες της μεταλλουργίας κατέλαβαν τα εργοστάσια, οργάνωσαν μόνοι τους την παραγωγή και στο τέλος κατόρθωσαν να νομιμοποιήσουν το καθεστώς του εργατικού ελέγχου στα εργοστάσια. Το ίδιο γίνηκε και στη Γερμανία: την επομένη της ήττας, η Γερμανία γέμισε από «συμβούλια εργατών και στρατιωτών» που είχαν γίνει πάνω στο πρότυπο των ρωσικών σοβιέτ. Βέβαια, αυτά τα «συμβούλια» εκφυλίστηκαν πολύ γρήγορα, αλλά η δημοκρατία της Βαϊμάρης αναγνώριζε στους εργαζόμενους ένα πλήθος από δικαιώματα: καθολική ψήφος και για τα δύο φύλα, οκτάωρο, συλλογικές συμβάσεις, ασφάλεια ανεργίας, «συμβούλια των επιχειρήσεων» βγαλμένα από εκλογές, κτλ. Αυτή η εποχή είναι η χρυσή εποχή της «προλεταριακής» φάσης της διαρκούς επανάστασης στην ΕΣΣΔ. Αλλά τόσο στην Ιταλία και τη Γερμανία, όσο και στην ΕΣΣΔ, οι διευθύνοντες δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτή την αυτονόμηση των πληβείων. Παντού το πρόβλημα είναι το ίδιο: πώς θ’ απαλλαγούν απ’ τον «εργατικό έλεγχο»; Πώς θα εξουδετερώσουν τα συνδικάτα: Πώς θα ξαναποκτήσουν τήν απόλυτη ελευθερία κινήσεων που είχαν στην αυγή του καπιταλισμού;
Είδαμε ποια ήταν η μοίρα της προλεταριακής δημοκρατίας στην ΕΣΣΔ: η συντριβή της εξέγερσης της Κρονστάνδης και η απαγόρευση της «Εργατικής Αντιπολίτευσης» το 1921 υπήρξαν οι κύριες ενδείξεις της «στροφής» του καθεστώτος, δηλαδή του εκφυλισμού της «δικτατορίας του προλεταριάτου», της ανεξαρτητοποίησης του γραφειοκρατικού μηχανισμού τού κόμματος και του κράτους και της μετάβασης προς την ολοκληρωτική επικράτηση της νέας τάξης. Φυσικά, η εξέλιξη ήταν εντελώς διάφορη στην Ιταλία και τη Γερμανία. Ήδη από το 1919, σχηματίζονται ένοπλες μαχητικές ομάδες ειδικευμένες στον «αγώνα των πεζοδρομίων» και στην τρομοκράτηση της εργατικής τάξης, αλλά ενώ στη Γερμανία του 1919-1923 η Reichswehr αρκεί για να πνίξει στα αίμα τις σποραδικές εξεγέρσεις των εργατών, στην Ιταλία οι παραδεδομένες δυνάμεις του κρατικού μηχανισμού -στρατός και αστυνομία- αποδεικνύονται ανίκανες να χαλιναγωγήσουν ένα εργατικό κίνημα πολύ πιο επαναστατικό από το γερμανικό: η επιβίωση του καθεστώτος εξαρτάται εδώ από την άνοδο του φασιστικού κόμματος στην εξουσία. Το ίδιο θα γίνει και στη Γερμανία του 1929-1933. Η κρίση ήταν τόσο έντονη ώστε μόνο ένα ολοκληρωτικό κόμμα μπορούσε ν’ αποσοβήσει τον κίνδυνο της εργατικής επανάστασης.
Και στην Ιταλία και στη Γερμανία και στην Ε.Σ.Σ.Δ. η εξαφάνιση της δημοκρατίας ήταν η προϋπόθεση sine qua non της καθυπόταξης της εργατικής τάξης. Απ’ αυτή τήν άποψη, το μπολσεβικικό κόμμα έδειξε πρώτο το δρόμο προς την απόλυτη μονοπώληση της πολιτικής εξουσίας. Ο Mussolini το δήλωσε ανοιχτά και ξάστερα σε μια συνεδρίαση της Βουλής της 6ης Ιουνίου 1924: «Οι δάσκαλοι μας είναι στη Ρωσία. Δεν έχουμε παρά να μιμηθούμε αυτό πού γίνεται στη Ρωσία. Το λάθος μας είναι ότι δεν ακολουθήσαμε εντελώς το παράδειγμα τους.» Το «λάθος» του Mussolini είναι ότι δεν είχε μονοπωλήσει εντελώς την εξουσία: η κυβέρνηση που από τις 29-10-1922 είχε σχηματίσει, ήταν μια κυβέρνηση που ανεχόταν τα άλλα κόμματα κι άφηνε ανέπαφες τις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Από τότε είχαν περάσει δυο χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων οι φασίστες είχαν κατακτήσει τους διευθυντικούς μοχλούς του κρατικού μηχανισμού. Η δολοφονία του Ματτεότι τον Ιούνιο του 1924 και το κύμα της τρομοκρατίας που απλώθηκε πάνω απ’ όλη τήν Ιταλία[1] έδειχνε ότι μπορούσαν πια να διορθώσουν το «λάθος» τους και να ακολουθήσουν «εντελώς» το παράδειγμα των Ρώσων δασκάλων τους. Το 1925 το μονοκομματικό καθεστώς επιβλήθηκε στην Ιταλία και διαλύθηκαν όλες οι εργατικές οργανώσεις. Στο τέλος, με το νόμο της 9-12-1928, η Ιταλία απόκτησε την ίδια μονολιθική διάρθρωση που την ίδια εποχή επέβαλε ο Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση.
Υπάρχει λοιπόν μια χρονική απόσταση ανάμεσα στη στιγμή της κατάληψης της εξουσίας και τη στιγμή της μετατροπής της εξουσίας σε ολοκληρωτική εξουσία. Στην ΕΣΣΔ η μεταβατική περίοδος ήταν σχετικά μακρόχρονη: δέκα χρόνια αν αρχίσουμε να μετράμε από το 1917, εφτά χρόνια αν αρχίσουμε να μετράμε από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Η αίτια είναι ευνόητη: δεν ήταν εύκολο να εκτοπιστεί το προλεταριάτο από την κυρίαρχη θέση που είχε αποκτήσει το 1917- 1920 και να μετατραπεί η δικτατορία του προλεταριάτου σε δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο. Στην Ιταλία, η μεταβατική περίοδος βάσταξε δυο χρόνια: όταν, το 1922, ο Mussolini εκλήθη να σχηματίσει την κυβέρνηση, ήξερε πολύ καλά ότι «θάταν επικίνδυνο να πραγματοποιήσει απ’ ευθείας το σκοπό του. Το εργατικό κίνημα δεν είχε πεθάνει… ο αληθινός εχθρός, το οργανωμένο προλεταριάτο, δεν είχε ακόμα ηττηθεί. Τα εργατικά κόμματα, τα συνδικάτα, εξακολουθούν να υπάρχουν και να διατηρούν μια νόμιμη ύπαρξη.» Αντίθετα, «αυτό που ο Mussolini χρειάστηκε δυο χρόνια για να το πραγματοποιήσει, ο Hitler θα το κάνει σε μερικές εβδομάδες» (D. Guerin): στην Ιταλία, η απαγόρευση των εργατικών οργανώσεων έγινε στις αρχές του 1925, δυο χρόνια μετά τήν κατάληψη της εξουσίας, ενώ στη Γερμανία έγινε τον Ιούνιο του 1933, τέσσερις μήνες μετά από την ήμερα (30-1-1933) που ο Χίτλερ «δέχτηκε» να σχηματίσει την πρώτη του κυβέρνηση. Κι εδώ η αίτια είναι ευνόητη: το χιτλερικό κόμμα είχε μια μαζική βάση και ακτινοβολία που τόσο το μπολσεβικικό, όσο και το φασιστικό κόμμα δεν μπόρεσαν ποτέ ν’ αποκτήσουν, και που του επέτρεψε να περάσει σχεδόν αμέσως στην πραγματοποίηση της ίδιας του της ουσίας…
Μπορούμε τώρα να δούμε την ολοκληρωτική δικτατορία στην πράξη.
Η μεταμόρφωση των συνδικάτων σε εκτελεστικά όργανα
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι ότι δημιουργούν συστηματικά όλες τις συνθήκες που επιτρέπουν τον πλήρη εξανδραποδισμό των εργατών, τη μετατροπή τους σε παθητικά όργανα της παραγωγής: εξαφάνιση των εργατικών συνδικάτων, κατάργηση της συνδικαλιστικής ζωής μέσα στις επιχειρήσεις (εργοστασιακές επιτροπές κλπ.), κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας, εκμηδένιση των συλλογικών συμβάσεων, παλινόρθωση της απολυταρχίας των εργοδοτών μέσα στις επιχειρήσεις. Αλλά όπως παρατηρεί ο Daniel Guerin, αυτό είναι το πρώτο μέρος του προγράμματος: πρέπει, επιπλέον, να γίνει αδύνατη και στο μέλλον κάθε αυτόνομη οργάνωση των μαζών: Γι’ αυτό «το φασιστικό κράτος οργανώνει αναγκαστικά τους εργαζόμενους σε οργανώσεις αστυνομικής επιτήρησης που οι αρχηγοί τους διορίζονται από τα πάνω, είναι εντελώς ανεξέλεγκτοι από τη βάση και αυταποκαλούνται «αντιπρόσωποι» των εργατών. Το κράτος τιμωρεί με αυστηρότατες ποινές κάθε απόπειρα απεργίας: κάθε πάλη κατά των εργοδοτών είναι έγκλημα κατά του κράτους».
Οι παρατηρήσεις αυτές είναι απόλυτα σωστές -με τη διαφορά ότι ο Guerin δεν φαίνεται να υποψιάζεται ότι ισχύουν και για το αυταποκαλούμενο Εργατικό κράτος: όλα τα θεμελιώδη αντεργατικά μέτρα που πήρε το φασιστικό κράτος στην Ιταλία και τη Γερμανία, τα βρίσκουμε, πολλές φορές μάλιστα υπό μια τελειοποιημένη μορφή, και στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Η προϋπόθεση της πραγματοποίησης αυτών των αντεργατικών μέτρων είναι η εξαφάνιση των αντιπροσωπευτικών συνδικάτων, δηλαδή η αναγκαστική ένταξη των εργαζομένων σε οργανώσεις ελεγχόμενες και καθοδηγούμενες από το κράτος και τους εργοδότες. Στο σημείο αυτό, η ΕΣΣΔ έδειξε το δρόμο στο φασισμό, ήδη από τον καιρό του 12ου συνεδρίου του Κ.Κ. (Απρίλιος 1923), ο Στάλιν θεωρούσε τα συνδικάτα σαν «όργανα μεταβιβάσεως» των οδηγιών τού Κέντρου στους εργάτες.»
Για να μετατραπούν τα συνδικάτα σε τέτοια «όργανα μεταβιβάσεως», έπρεπε η ηγεσία τους να περάσει κάτω από τον έλεγχο του κόμματος (πράγμα που θα ήταν απραγματοποίητο αν τα στελέχη των συνδικάτων έβγαιναν από ελεύθερες εκλογές). Έτσι Ο Στάλιν υπερηφανευόταν δικαίως για το έργο που είχε επιτελέσει ως υπεύθυνος του προσωπικού στη Γεν. Γραμματεία: ενώ, το 1922, μόνο τα 27% των στελεχών των περιφερειακών οργανώσεων των συνδικάτων ήταν κομματικοί, το 1923 το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στα 57%. Παρ’ όλα αυτά ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να μετατραπούν τα συνδικάτα σε απλά «όργανα μεταβιβάσεως»: αυτό θα γίνει το 1929, και μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας πρωτοφανούς στα χρονικά του εργατικού κινήματος μετά τη συντριβή της Commune de Paris.
Ο «πρωτοπόρος» στο σημείο αυτό υπήρξε ο ιταλικός φασισμός. Με την περίφημη συμφωνία του Palazzo Vidoni (2-10-1925), τα φασιστικά «συνδικάτα» αποκτούν το μονοπώλιο της εκπροσώπησης των εργατών.
Μόνο αυτά μπορούν να κάνουν συμβάσεις εργασίας: κανείς εργάτης μη εγγεγραμμένος στα αναγκαστικά αυτά συνδικάτα δεν μπορεί να βρει δουλειά. Οι αρχηγοί τους, όπως λέει ο ίδιος ο Rossoni, ο αρχηγός της «αριστερής» πτέρυγας του φασιστικού κόμματος (μέχρι το 1928, οπότε το κόμμα εκκαθαρίστηκε απ’ όλα τα αριστερά» δημαγωγικά στοιχεία), ήταν «μελανοχίτωνες διορισμένοι από την κυβέρνηση για να διευθύνουν τα συνδικάτα.» Ταυτόχρονα καταργείται το δικαίωμα της απεργίας και καταλύονται οι «εργοστασιακές επιτροπές» -δηλαδή οι συνδικαλιστικοί πυρήνες μέσα στις επιχειρήσεις. Στα τέλη τού 1926, δεν υπάρχει ούτε μιά αληθινή εργατική οργάνωση σ’ όλη τήν Ιταλία.
Στην ΕΣΣΔ η καθαίρεση του Τόμσκι στις 2 Ιουνίου 1929 έδωσε το σύνθημα της εκκαθάρισης των συνδικάτων απ’ όλα τα αντιπροσωπευτικά στοιχεία και της μετατροπής των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε εκτελεστικά όργανα του κράτους-εργοδότη. Τρεις μήνες μετά την εκκαθάριση των παλαιών συνδικαλιστών, στις 7 Σεπτεμβρίου 1929 μια απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής επέβαλε την απόλυτη εξουσία των διευθυντών των επιχειρήσεων καταργώντας τα τελευταία θεωρητικά δικαιώματα των εργοστασιακών επιτροπών. Απέναντι στο παλαιό μαρξιστικό όνειρο της συλλογικής διεύθυνσης της οικονομίας από τους παραγωγούς, το Κράτος ανύψωσε την αρχή της «προσωπικής διεύθυνσης» της παραγωγής σε ιερό δόγμα. Και τούτο γιατί «στην περίοδο της ανοικοδόμησης, η τεχνική αποφασίζει για όλα» (Στάλιν).
Τι σήμαινε αυτό το περίφημο σταλινικό σύνθημα; Ποιος ήταν αυτός ο νέος «φετιχισμός» (όπως θάλεγε ο Μαρξ) που μεταμόρφωνε την τεχνική σε μια αυθυπόστατη οντότητα; Ο ίδιος ο Στάλιν δεν άργησε καθόλου να προσδιορίσει τη συγκεκριμένη κοινωνική δύναμη που βρισκόταν πίσω από την «Τεχνική»:
«Λέγαμε τον παλιό καιρό ότι “η τεχνική αποφασίζει για όλα”. Αυτό το σύνθημα αποδείχτηκε ωφέλιμο από την άποψη ότι μας έκανε να καταπολεμήσουμε την τεχνική μας ανεπάρκεια… Αλλ’ αυτό δεν αρκεί. Για να χρησιμοποιήσουμε την τεχνική, χρειαζόμαστε ανθρώπους ικανούς να είναι κύριοι της τεχνικής. Η τεχνική χωρίς τους ανθρώπους που την κατέχουν, δεν είναι τίποτε. Η τεχνική, με επί κεφαλής, τους ανθρώπους που την κατέχουν, μπορεί και οφείλει να κάνει θαύματα… Γι’ αυτό το παλαιό σύνθημα “η τεχνική αποφασίζει για όλα”, αντανάκλαση της ξεπερασμένης εποχής που μας μάστιζε η τεχνολογική ανεπάρκεια, πρέπει ν’ αντικατασταθεί τώρα από ένα νέο σύνθημα: «τα στελέχη αποφασίζουν για όλα. Αυτό είναι σήμερα το ουσιώδες» (Στάλιν: Λόγος προς τους αποφοίτους των στρατιωτικών σχολών).
Πώς να μη θυμηθούμε τα αναθέματα του Λένιν κατά του «ευνουχισμένου» μαρξισμού της σοσιαλδημοκρατίας; Οι σοσιαλδημοκράτες αναγνώριζαν την τεχνική αναγκαιότητα της γραφειοκρατικής διεύθυνσης των μεγάλων επιχειρήσεων και ζητούσαν ν’ αντισταθμιστεί η εξουσία των ηγετών των επιχειρήσεων από τις εργοστασιακές επιτροπές που τις έβλεπαν σαν ένα είδος «εργατικού κοινοβουλίου» προικοδοτημένου με ευρύτατες εξουσίες. Σ’ αυτό συνίστατο ο «κολοβωμένος» μαρξισμός τους! Η «προδοσία» τους φαινόταν από το ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ο σοσιαλισμός θα καταργούσε τη διάκριση των εξουσιών μέσα και στις επιχειρήσεις και θα μεταμόρφωνε τις αιρετές και ανακλητές εργοστασιακές, επιτροπές σε όργανα όχι μόνο ελέγχου αλλά και διαχείρισης της παραγωγής. Αυτά φαινόταν να πιστεύει ο Λένιν το 1917. Ήδη από το 1918 είχε αλλάξει γνώμη και εκθείαζε την «πειθαρχία» των εργατών που είχε πραγματοποιήσει ο γερμανικός κρατικός καπιταλισμός. Αλλά ποτέ ο Λένιν δεν σκέφτηκε να δώσει στους ηγέτες των επιχειρήσεων την απεριόριστη εξουσία (που είχαν ήδη χάσει στα καπιταλιστικά καθεστώτα) και που νεκρανάσταινε ο Στάλιν. Βέβαια, ήδη το Νοέμβριο του 1923, μια απόφαση του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου και των συνδικάτων (δηλαδή των διορισμένων από το κόμμα ηγετών των συνδικάτων) θεωρούσε «απαράδεκτη κάθε επέμβαση των συνδικάτων στη διεύθυνση των επιχειρήσεων». Αλλά αυτή η απόφαση έμενε στο χαρτί γιατί η βάση των συνδικάτων, η εργατική μάζα, δεν ήταν ακόμα ένα πειθήνιο όργανο των ψευτοαντιπροσώπων της: οι 491 από τις 500 απεργίες του 1922-23 είχαν γίνει παρά τη θέληση των συνδικάτων, και η εχθρότητα των εργατών κατά των διευθυντών των επιχειρήσεων έβγαινε ανοιχτά στο φως ως τα τέλη του 1928.
Σ’ αυτή τήν κατάσταση έθεσε τέρμα η νέα εργατική πολιτική που επιβλήθηκε στους διορισμένους διαδόχους του Τόμσκι.
Όπως τα φασιστικά (και αργότερα τα εθνικοσοσιαλιστικά) έτσι και τα σοβιετικά συνδικάτα είχαν απ’ εξαρχής ένα καθαρά συντεχνιακό τύπο: ενσωμάτωναν όλους τους εργαζόμενους του κλάδου από τις καθαρίστριες μέχρι τους διευθυντές των τραστ. Ο «αταξικός» χαρακτήρας της παραγωγής ήταν η «θεωρητική» δικαιολογία αυτής της νεκρανάστασης του συντεχνιακού καθεστώτος. Οι νέες λειτουργίες που επιβλήθηκαν στα συνδικάτα βγάζουν στο φως το αληθινό περιεχόμενο αυτής της «αταξικής» οικονομίας: τα συνδικάτα έπρεπε να πάψουν να είναι όργανα προάσπισης των εργατών και να γίνουν βοηθητικά όργανα της διοίκησης των επιχειρήσεων στην προσπάθεια της ν’ ανεβάσει τήν παραγωγή! Το δικαίωμα της απεργίας καταργήθηκε και η απεργία μετετράπη σε έγκλημα έσχατης προδοσίας. Οι εργάτες έπρεπε να υπακούουν σιωπηλά στα στελέχη πού αποφασίζουν για όλα:
«Όλες οι διαταγές της διεύθυνσης πρέπει να εκτελούνται υποχρεωτικά από τους κατώτερους υπαλλήλους και τούς εργάτες… Τα συνδικάτα μπορούν να διατυπώνουν τις ευχές τους, αλλά δεν έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στα έργο της διοίκησης και ακόμα λιγότερο να υποκαθιστούν τους ηγέτες των επιχειρήσεων.» «Ο καθορισμός της κλίμακας των μισθών πρέπει ν’ αφεθεί εξ ολοκλήρου στους ηγέτες των επιχειρήσεων. Αυτοί και μόνο αυτοί μπορεί να καθορίζουν τις νόρμες της παραγωγής.» «Ο καθορισμός των μισθών και του εσωτερικού κανονισμού των επιχειρήσεων είναι έργο των ηγετών των επιχειρήσεων και των τεχνικών διευθυντών… Οι εργάτες δεν πρέπει να υπερασπίζουν τον εαυτό τους εναντίον της ίδιας τους της κυβέρνησης. Αυτό είναι πολύ κακό. Είναι σα να ζητάν οι εργάτες ν’ αντικαταστήσουν τη διοίκηση. Είναι μιά οπορτουνιστική αριστερή παρέκκλιση που υπονομεύει την προσωπική εξουσία των ηγετών των επιχειρήσεων και εμποδίζει το έργο της διοίκησης.» (Διάταγμα του 1929).
Αυτό ήταν «το τέλος των συνδικάτων» για το όποιο μιλάει ο Seelbach στο ομώνυμο έργο του.
Το ίδιο έγινε και στη Γερμανία δύο μήνες μετά την πυρκαγιά του Reichstag και την ολοκληρωτική κατάκτηση της εξουσίας από τον Hitler: τα εργατικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διαλύθηκαν δια νόμου. Κάθε υποκίνηση σε απεργία τιμωρείται με έναν ως τρεις μήνες φυλάκιση (ελαφρότερα από την ΕΣΣΔ!). Τον Απρίλιο του 1933 άρχισε η εκκαθάριση των εργοστασιακών επιτροπών από όλα τα αληθινά αντιπροσωπευτικά στοιχεία και οι εργοδότες πήραν το δικαίωμα να απολύσουν κάθε εργάτη ύποπτο για τα «αντεθνικά» του φρονήματα. Η «Πρώτη Μαΐου» ανακηρύσσεται σε εθνική εορτή (όπως στην ΕΣΣΔ) και στις 10-5-1933, δημιουργείται το «Μέτωπο της Εργασίας» -μια τεράστια οργάνωση με 20 εκατομμύρια μέλη (1938) συντεχνιακού κι αυτή τύπου, που κύριος προορισμός είναι η «διαπαιδαγώγηση» των εργατών σύμφωνα με το πνεύμα της «εθνικής επανάστασης και η αστυνομική τους επιτήρηση.
Υποσημειώσεις
[1] 166 πολιτικά εγκλήματα· αυτός ήταν ο απολογισμός του πρώτου έτους της φασιστικής κυριαρχίας. 51 πολιτικά εγκλήματα ανάμεσα στις 30-1-1933 και την 5-3-1933 στη Γερμανία: Οι αριθμοί αυτοί, που είχαν συγκλονίσει τότε τη φιλελεύθερη κοινή γνώμη, φαίνονται γελοίοι μπροστά στις εκατόμβες της σταλινικής τρομοκρατίας.