Ο Αριστοτέλης για την ανδρεία
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στο ζήτημα της ανδρείας καθιστά σαφές ότι το θάρρος ή η δειλία δεν είναι τίποτε άλλο από τη στάση του ανθρώπου απέναντι στο φόβο: «Είναι προφανές ότι φοβούμαστε τα πράγματα που προκαλούν φόβο, και αυτά είναι, για να το πούμε με δυο λόγια, τα κακά πράγματα – εξού και ο ορισμός του φόβου ως “προσδοκίας κακού”. Φοβούμαστε λοιπόν όλα τα κακά πράγματα, π.χ. το κακό όνομα, τη φτώχεια, την αρρώστια, την έλλειψη φίλων, το θάνατο, ο ανδρείος όμως άνθρωπος δε θεωρείται ότι έχει σχέση με όλα αυτά». (1115a 6, 9-14).
Κι εδώ ακριβώς ξεκινούν οι παρανοήσεις της έννοιας που ταυτίζουν τον ανδρείο με τον ατρόμητο, δηλαδή με τον άνθρωπο που δεν πτοείται ποτέ ή δεν υπολογίζει το μέγεθος των κινδύνων. Για τον Αριστοτέλη, μια τέτοια εκδοχή είναι ολότελα λανθασμένη, αφού, σε τελική ανάλυση, ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα.
Ο φόβος είναι συναίσθημα φυσικό, κάτι σαν ένστικτο αυτοσυντήρησης και η απάρνησή του κρίνεται αντίθετη με την ανθρώπινη φύση. Εξάλλου, υπάρχουν ζητήματα που οι συνετοί άνθρωποι θα πρέπει να φοβούνται: «Μερικά, πράγματι, από αυτά τα κακά και πρέπει και είναι ωραίο να τα φοβάται κανείς· μερικά μάλιστα θα ήταν άσχημο να μην τα φοβάται, π.χ. το κακό όνομα: όποιος το φοβάται είναι ένας σωστός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που αισθάνεται ντροπή, ενώ αυτός που δεν το φοβάται είναι άνθρωπος που δεν αισθάνεται ντροπή. Μερικοί χρησιμοποιούν και σ’ αυτή την περίπτωση τη λέξη “ανδρείος”, αυτοί όμως κάνουν, στην πραγματικότητα, μεταφορά της λέξης σε μια καινούργια σημασία». (1115a 6, 14-17).
Στην ουσία πρόκειται για σύγχυση εννοιών που σχετίζεται με την κοινή αναφορά στην έλλειψη του φόβου: «έχει, πράγματι, ο άνθρωπος αυτός κάτι κοινό με τον ανδρείο, αφού και ο ανδρείος είναι ένας άνθρωπος που δεν αισθάνεται φόβο». (1115 6 18-19).
Με άλλα λόγια, όποιος δεν αισθάνεται φόβο δε σημαίνει ότι είναι και ανδρείος. Η έλλειψη φόβου μπορεί να ερμηνευτεί ως αναισχυντία ή, ακόμη, κι ως ολοκάθαρη ανοησία. Ο ανόητος που μπαίνει σε κινδύνους, χωρίς να έχει επίγνωση, δεν είναι ανδρείος, όπως δεν είναι ανδρείος και ο αναιδής ή ο κυνικός ή ο ολότελα αισχρός, που δεν υπολογίζει κανένα νόμο προκειμένου να επωφεληθεί σε βάρος των άλλων.
Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Ούτε, επίσης, είναι δειλός ο άνθρωπος που φοβάται μια βιαιοπραγία σε βάρος των παιδιών του ή της γυναίκας του ή όποιος φοβάται το φθόνο ή άλλα τέτοια πράγματα· ούτε πάλι είναι ανδρείος ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει με θάρρος μια επικείμενη μαστίγωσή του». (1115a 6, 25-27).
Είναι αδύνατο να ζητά κανείς την πλήρη απαλλαγή του ανθρώπου από το φόβο. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ταίριαζε περισσότερο στην αφροσύνη παρά στην ανδρεία. Κατ’ επέκταση «τα πράγματα που προκαλούν φόβο δεν είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους». (1115b 7, 8).
Αν δεχτούμε ότι ο θάνατος ή η φτώχεια μπορούν να επιφέρουν το φόβο, δε σημαίνει ότι όλοι τα φοβούνται το ίδιο: «… υπάρχουν άνθρωποι που, ενώ είναι δειλοί στους πολεμικούς κινδύνους, είναι ελευθέριοι και αντιμετωπίζουν με θάρρος την απώλεια χρημάτων». (1115a 6, 23-25). Αντιστρόφως, μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που μπροστά στην ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή και τα αδιέξοδα της φτώχειας να προτιμούν το θάνατο.
Για τον Αριστοτέλη ο διαχωρισμός πρέπει να γίνει με βάση όχι τις υποκειμενικές, αλλά τις αντικειμενικές συνθήκες που μπορούν να εμπνεύσουν το φόβο. Διευκρινίζει ότι υπάρχουν πράγματα που ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες κι ως εκ τούτου λειτουργούν εκφοβιστικά σε όλους τους σώφρονες ανθρώπους: «… είναι και μερικά» (πράγματα) «που λέμε ότι είναι πάνω από τη δύναμη του ανθρώπου. Αυτά τα τελευταία προκαλούν φόβο σε κάθε άνθρωπο – στους μυαλωμένους, τουλάχιστο, ανθρώπους». (1115b 7, 8-10).
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Ο ανδρείος […] είναι απτόητος στο βαθμό που μπορεί να είναι απτόητος ο άνθρωπος». (1115b 7, 12).
Κι όταν γίνεται λόγος για πράγματα που είναι «πάνω από τη δύναμη του ανθρώπου» δεν πρέπει να εννοηθούν μόνο οι απρόβλεπτες και οδυνηρές φυσικές καταστροφές, όπως οι σεισμοί ή οι πλημμύρες ή τα ακραία καιρικά φαινόμενα κλπ, αλλά οτιδήποτε ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνατότητες, όπως η αρρώστια ή ο θάνατος (εκλαμβανόμενα, βέβαια, μόνο από την οπτική του φυσικού αναπόφευκτου, χωρίς να συνυπολογίζεται η πιθανή ευθύνη του ανθρώπου – σε σχέση με τον τρόπο που επέλεξε να ζει – για την πρόκληση της αρρώστιας ή του θανάτου).
Ωστόσο, το ότι αυτά που υπερβαίνουν τα ανθρώπινα είναι δικαιολογημένο να προκαλούν φόβο σε όλους τους «μυαλωμένους τουλάχιστο ανθρώπους», δε σημαίνει ότι είναι κατ’ ανάγκη και σωστό. Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Τη φτώχεια όμως ίσως δεν πρέπει να τη φοβούμαστε, ούτε την αρρώστια: γενικά δεν πρέπει να φοβούμαστε τα πράγματα που δεν προέρχονται από την κακία ούτε έχουν την αρχή τους σ’ εμάς τους ίδιους». (1115a 6, 19-21).
Κι εδώ δεν πρέπει να σταθεί κανείς στο κατά πόσο η φτώχεια δεν έχει να κάνει με την «κακία» και δεν οφείλεται «σ’ εμάς τους ίδιους», αλλά στο ζήτημα των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Οπωσδήποτε η φτώχεια που οφείλεται στην τεμπελιά «προέρχεται από την κακία» κι έχει την αρχή της «σ’ εμάς τους ίδιους», όπως και η αρρώστια που οφείλεται στις καταχρήσεις. Ο Αριστοτέλης, όμως, δεν αναφέρεται σε αυτό.
Αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου πράγματι ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να τις αποφύγει. Μια απρόβλεπτη ξηρασία που θα καταστρέψει τη σοδειά μπορεί να φέρει φτώχεια, όπως και μια ξαφνική αρρώστια θάνατο. Για τον Αριστοτέλη έχει τεράστια σημασία η διαφοροποίηση των καταστάσεων σε σχέση με την ευθύνη. Για οτιδήποτε ο άνθρωπος δεν έχει ευθύνη, επειδή είναι αδύνατο να ελέγξει, δε θα έπρεπε να αισθάνεται φόβο.
Ο φόβος θα έπρεπε να είναι συναίσθημα που να αφορά αυτά που εμπεριέχονται στην ανθρώπινη αρμοδιότητα. Το γεγονός ότι οι μυαλωμένοι άνθρωποι αισθάνονται φόβο με όσα υπερβαίνουν τις δυνατότητές τους καταδεικνύει την αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει το φόβο περιορίζοντάς τον σε όσα πράγματι περνούν από το χέρι του.
Βέβαια, το να φοβάται κανείς αυτά που δεν ορίζει είναι λογικό, αφού το άγνωστο είναι που γεννά το φόβο. Αυτά που κάποιος είναι σε θέση να τα ελέγξει δεν έχει λόγο να τα φοβηθεί. Η επιφύλαξη «ίσως» που θέτει ο Αριστοτέλης στη φράση «τη φτώχεια όμως ίσως δεν πρέπει να τη φοβόμαστε» καταδεικνύει και τη δική του αβεβαιότητα, καθώς ξέρει καλά ότι δεν μπορεί να υπερβεί τα ανθρώπινα μέτρα. Θα ήταν σωστό ο άνθρωπος να αντιμετωπίζει με θάρρος όλα όσα δεν ελέγχει ακριβώς επειδή δεν ευθύνεται. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ξέρουμε κατά πόσο μπορεί να γίνει εφικτό. Η γέννηση της θρησκείας σχετίζεται άμεσα με αυτό.
Το σίγουρο είναι ότι και ο φόβος για το άγνωστο, όταν ξεπεράσει ένα λογικό μέτρο, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο παράλογο δηλητηριάζοντας (άσκοπα) τη ζωή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που φοβάται συνέχεια μια επικείμενη ανεξέλεγκτη καταστροφή για τον ίδιο ή τους δικούς του είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία. Το διαρκές άγχος για την αρρώστια ή για την καταστροφή είναι παθολογία και δεν έχει καμία σχέση με την άσκηση της αρετής ή με τον ελεύθερο άνθρωπο.
Σε τελική ανάλυση είναι δειλία, αφού πρόκειται για την έκφραση της πιο ακραίας απαισιοδοξίας, κι ο ανδρείος είναι από τη φύση του αισιόδοξος άνθρωπος: «Ο δειλός λοιπόν είναι, θα λέγαμε, ο άνθρωπος που βάζει πάντοτε στο μυαλό του το χειρότερο, γιατί φοβάται τα πάντα. Ο ανδρείος, πάντως, είναι ακριβώς το αντίθετο· γιατί το θάρρος είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία». (1116a 7, 2-4).
Από κει και πέρα, όσα ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει, επειδή εντάσσονται μέσα στις δυνατότητές του, το στοιχείο του φόβου οφείλει να χαλιναγωγηθεί (κι όχι να εξαφανιστεί) μέσα στο λογικό μέτρο: «Τα άλλα όμως, αυτά που είναι μέσα στα όρια της δύναμης του ανθρώπου, παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και ως προς το “περισσότερο και λιγότερο”· το ίδιο συμβαίνει και με τα πράγματα που μας εμπνέουν θάρρος και σιγουριά». (1115b 7, 10-12).
Κι αν κάποιος χρειάζεται περισσότερες διευκρινήσεις, ο Αριστοτέλης θα παραθέσει και πάλι τη γνωστή συνταγή που καθορίζει όλες τις αρετές: «Ο άνθρωπος λοιπόν που αντιμετωπίζει και που φοβάται α) τα πράγματα που πρέπει, β) για το λόγο που πρέπει, γ) με τον τρόπο που πρέπει και δ) τη στιγμή που πρέπει, το ίδιο και ο άνθρωπος που δείχνει θάρρος με τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις, είναι ανδρείος· γιατί ο ανδρείος “πάσχει” και “πράττει” με τον τρόπο που είναι ο σωστός για την περίσταση και όπως ορίζει ο λόγος». (1115b 7, 19-22).
Η τελική προσθήκη της λογικής («όπως ορίζει ο λόγος») είναι η επισφράγιση της αριστοτελικής μεσότητας, αφού λειτουργεί ως κυρίαρχο κριτήριο που θα ορίσει το «περισσότερο και λιγότερο» από όσο πρέπει, δηλαδή το σημείο που ξεκινά η υπερβολή και η έλλειψη, οι οποίες ανατρέπουν τις ισορροπίες της αρετής: «Είναι όμως δυνατό να φοβάται κανείς περισσότερο ή λιγότερο, και, ακόμη, πράγματα που δεν είναι φοβερά να τα φοβάται ως φοβερά. Η λανθασμένη συμπεριφορά οφείλεται άλλοτε στο ότι φοβάται κάτι που δεν πρέπει να το φοβάται, άλλοτε στο ότι φοβάται όχι με το σωστό τρόπο, άλλοτε στο ότι φοβάται σε στιγμή που δε θα έπρεπε να φοβάται, κοκ. – το ίδιο συμβαίνει και με τα πράγματα που μας εμπνέουν θάρρος και σιγουριά». (1115b 7, 15-19).
Από κει και πέρα, όλα ορίζονται με βάση το γνωστό δίπολο της υπερβολής και της έλλειψης, που δεν έχουν καμία σχέση με την ανδρεία: «Ενσχέσει με την υπερβολή τα πράγματα έχουν ως εξής: Τον άνθρωπο που δεν αισθάνεται κανέναν απολύτως φόβο, η γλώσσα μας δεν έχει λέξη να τον δηλώσει (το είπαμε και σε προηγούμενη ενότητα ότι σε πολλές περιπτώσεις η γλώσσα μας δε διαθέτει τις σχετικές λέξεις), θα μπορούσε όμως κανείς να πει ότι είναι ένα είδος παράφρονα ή αναίσθητου ανθρώπου, αν δε φοβάται τίποτε, ούτε τους σεισμούς ούτε τα κύματα της θάλασσας – όπως το λένε για τους Κέλτες». (1115b 7, 28-32).
Και βέβαια, αυτός που υπερβάλει στην επίδειξη θάρρους είναι ο θρασύς: «Ο υπερβολικός στο θάρρος ενσχέσει με τα πράγματα που προκαλούν φόβο είναι ο θρασύς. Ο θρασύς, πάντως, άνθρωπος δεν είναι – κατά την κοινή αντίληψη – παρά ένας καυχησιάρης, ένας άνθρωπος που προσποιείται τον ανδρείο: ό,τι είναι ο ανδρείος ενσχέσει με τα πράγματα που προκαλούν φόβο, ο θρασύς θέλει να φαίνεται ότι είναι· όπου λοιπόν το μπορεί, μιμείται τον ανδρείο. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους είναι θρασύδειλοι: θρασείς εκεί όπου μπορούν να “παίξουν” τον ανδρείο, δεν είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν ό,τι προκαλεί πράγματι φόβο». (1115b 7, 32-38).
Ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει για τους θρασείς: «Οι θρασείς “κάνουν τον καμπόσο” και, ενώ πριν από τους κινδύνους τούς θέλουν, όταν είναι μέσα σ’ αυτούς, αποτραβιούνται· αντίθετα οι ανδρείοι βρίσκονται σε διέγερση την ώρα της δράσης, ενώ πιο μπροστά είναι ψύχραιμοι και ήσυχοι». (1116a 7, 7-10).
Από την άλλη, η έλλειψη θάρρους καθιστά κάποιον δειλό: «Ο άνθρωπος αυτός είναι […] ελλιπής στο θάρρος· αυτό όμως που κυρίως γίνεται φανερό σ’ αυτόν τον άνθρωπο είναι ο υπερβολικός του φόβος μπροστά στις δυσάρεστες και οδυνηρές καταστάσεις». (1116a 7, 1-2).
Ο δειλός είναι σε θέση να προτιμήσει ακόμη και το θάνατο προκειμένου να αποφύγει τα δυσάρεστα που οφείλει να αντιμετωπίσει: «Το να επιλέγει […] κανείς το θάνατο για να γλιτώσει από τη φτώχεια, από μια ερωτική απογοήτευση ή από κάτι δυσάρεστο και οδυνηρό, αυτό δε δείχνει άνθρωπο ανδρείο· ίσα ία δείχνει άνθρωπο δειλό· γιατί το να αποφεύγει κανείς τα οχληρά και κουραστικά πράγματα είναι καθαρή μαλθακότητα: αν δέχεται το θάνατο, δεν είναι γιατί πρόκειται για κάτι το ωραίο, αλλά για να γλιτώσει από ένα κακό». (1116a 7, 13-17).
Κι εδώ ακριβώς έγκειται ο τελικός σκοπός της ανδρείας, που καθορίζει και την εννοιολογική της υπόσταση. Η ανδρεία υφίσταται μόνο εφόσον ο τελικός στόχος της θαρραλέας πράξης έχει να κάνει με την πραγμάτωση της αρετής, δηλαδή με την εκπλήρωση του καλού. Γι’ αυτό ο κυνικός ή ο αισχρός ή ο παραβάτης του νόμου δε θα μπορέσουν ποτέ να θεωρηθούν ανδρείοι. Γιατί το θάρρος τους απέναντι στις πιθανές συνέπειες των πράξεών τους δεν έχει να κάνει με την αρετή, αλλά με το ανέντιμο που θα υπηρετήσει προσωπικά οφέλη. Από αυτή την άποψη, το θάρρος τους είναι θράσος. Γι’ αυτό δεν πρόκειται για ανδρείους, αλλά για θρασείς και αδίστακτους ανθρώπους, εκ διαμέτρου αντίθετους με την έννοια της αρετής.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Όπως λοιπόν είπαμε, η ανδρεία είναι μεσότητα απέναντι στα πράγματα που προκαλούν θάρρος και φόβο στις περιστάσεις που περιγράψαμε· είπαμε επίσης ότι ο ανδρείος επιλέγει και αντιμετωπίζει διάφορα πράγματα επειδή αυτό είναι ωραίο, ή γιατί θα ήταν άσχημο να μην το κάνει έτσι». (1116a 7, 10-13).
Το τέλος, δηλαδή ο τελικός σκοπός μιας πράξης, καθορίζει και την ποιότητά της. Κι αυτό, βέβαια, είναι αποτέλεσμα του σωστού εθισμού (έξις) που θα ωθήσει τον άνθρωπο στην αρετή. Η ανδρεία, ως έννοια συνυφασμένη με την εκπλήρωση της αρετής, δε θα μπορούσε να μην εντάσσεται σ’ αυτό το πλαίσιο: «Το τέλος, τώρα, κάθε ενέργειας είναι αυτό που αντιστοιχεί στην έξη από την οποία προέρχεται η συγκεκριμένη ενέργεια. Για τον άνθρωπο που κάνει ανδρείες πράξεις η ανδρεία είναι κάτι το ωραίο. Τέτοιο θα είναι λοιπόν και το τέλος της· γιατί το καθετί ορίζεται με βάση το τέλος του. Για κάτι το ωραίο λοιπόν ο ανδρείος υπομένει και πράττει τα έργα της ανδρείας». (1115b 7, 23-27).
Κατά συνέπεια, ο ανδρείος είναι ο άνθρωπος που διατίθεται να θυσιάσει τη ζωή του μόνο αν πρόκειται για κάτι ωραίο. Κι ως παράδειγμα ο Αριστοτέλης φέρνει το θάνατο στο πεδίο των μαχών: «Κατά κύριο, επομένως, λόγο ανδρείος θα πρέπει να χαρακτηριστεί αυτός που αντιμετωπίζει δίχως φόβο τον ωραίο θάνατο, καθώς και όλα όσα αποτελούν άμεση απειλή θανάτου – τέτοια είναι κατά κύριο λόγο όσα διαδραματίζονται στον πόλεμο». (1115a 6, 37-39).
Αρκεί βέβαια, στο πεδίο των μαχών να υπερασπίζεται κανείς την ακεραιότητα της πόλης κι όχι τα συμφέροντα μερικών ή τις φιλοδοξίες του Αλκιβιάδη. Γιατί η πόλη που κάνει πολέμους τέτοιων συμφερόντων δεν αναζητά ανδρείους αλλά θύματα. Κι αυτό, επίσης, δεν έχει καμία σχέση με την αρετή.
Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια», βιβλίο τρίτο, μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, τόμος πρώτος, Θεσσαλονίκη 2006.