Ο Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης (Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου (π.η.) ή 14 Σεπτεμβρίου (ν.η) 1878 – 31 Ιουλίου 1920) ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης. Υπήρξε βασικός οργανωτής των ελληνικών κοινοτήτων κατά τον Μακεδονικό αγώνα. Υποστήριξε τη δημιουργία ενός πολυεθνικού ελληνικού κράτους, εκφραζόμενος από το 1908 εναντίον της Μεγάλης Ιδέας. Πρωταγωνίστησε στο γλωσσικό κίνημα του δημοτικισμού, ενώ με το συγγραφικό του έργο άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της ελληνικής ιδεολογίας των αρχών του εικοστού αιώνα. Μέσα στο ασταθές πολιτικό κλίμα που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Παρίσι, συνελήφθη και τελικά δολοφονήθηκε στην περιοχή Αμπελοκήπων της Αθήνας, από βενιζελικό στρατιωτικό σώμα ασφαλείας, μπροστά σε περαστικούς.
Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια -με λίγες αλλαγές στην ορθογραφία- είναι από ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Ελληνικός πολιτισμός» που κυκλοφόρησε στα 1913 από το περιοδικό «Γράμματα». Ο Δραγούμης υπογράφει με το ψευδώνυμο «Ίδας».
Το νεοελληνικό κράτος
Κείμενο: Ίων Δραγούμης
Το μικρό τo κράτος το Νεοελληνικό, που επλάστηκε από ένα ξέσπασμα πανελλήνιας ορμής όταν απλώθηκε κάπως στους ανθρώπους του έθνους η συνείδηση η εθνική με τη μορφή της μεγάλης ιδέας -δηλαδή με τη νοσταλγική θύμηση του Βυζαντινού κράτους- το νεόπλαστο αυτό κράτος το Ελληνικό έμεινε, μ’ όλες τις προσθήκες που του κόλλησαν, ένα μικρό Ελληνικό κράτος, ένας ταπεινός πολιτειακός οργανισμός, ένας νέος μα μικροκαμωμένος πυρήνας εθνικοπολιτικής ζωής που όσο πήγαινε έδενε και έπηζε πιότερο και κρυστάλλωνε. Και όλες οι συνέπειες του σχηματισμού ενός τέτοιου μικρού οργανισμού ήτανε φυσικό να παρακολουθήσουν την Ελλάδα. Τα κράτη καταντούν κάποτε να μη διακρίνουν παρά τον εαυτό τους.
Σκοπός εκείνων που έφτιασαν το νέο κράτος ήταν να γίνει εργαστήρι πανελληνικό που να εξακολουθήσει τον αγώνα του έθνους ως που το Βυζαντινό κράτος να ξεφορτωθεί τον Τούρκο από πάνω του, να ξαναπιάσει ο Ρωμιός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας Βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Τη συνέχεια του παλιού δικού του κράτους φαντάζονταν και αποζητούσε το έθνος, συνεπαρμένο από την εθνική συνείδηση.
Μα οι περίστασες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γης έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του έθνους που ένα καλούπι κράτους αναθυμούνταν μονάχα, το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό Ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το Ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την Ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μιά νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσσοι, με το να μην έχουν κλασική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το Ελληνικό δράμα και αυτοί δεν είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, και αυτοί ήξεραν καλά το τι εγύρευε το ξυπνημένο πιά έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμούνταν και οι ίδιοι. -δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια- πως απ’ αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μιά μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει.
Το ξύπνημα για τους Έλληνες ύστερα από το όνειρο ήταν ανεπάντεχο. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο της Ρωμιοσύνης που ήταν ίσαμε τότε στη φαντασία των Ρωμιών η Πόλη και τεχνητά πλάστηκε η Αθήνα νέο κέντρο Ρωμιοσύνης, προσωρινό όμως κατά την αντίληψή τους.
Μα εδώ ξεπροβάλλουν αμέσως αμέσως οι συνέπειες του χωρισμού της Ρωμιοσύνης σε δυο, που το ένα μέρος, το μεγαλύτερο, έμεινε στην Τούρκικη πολιτική κυριαρχία από κάτω, ενώ co άλλο αφέθηκε να αυτοκυβερνηθεί. Αρκετά γρήγορα λησμόνησαν οι περισσότεροι από τους Ελλαδίτες πως η Αθήνα ήταν η προσωρινή πρωτεύουσα τους. Αγάλι αγάλι εσυνήθισαν τη μικρότητα που, μ’ όλο το μεγαλείο τους, δημιούργησαν οι αγώνες του Έθνους, και καλοκάθισαν στην Αθήνα, έχτισαν πέτρινα σπίτια και τ’ αγάπησαν έπειτα τα σπίτια τους. Φτωχός ο τόπος και οι εργατικοί άνθρωποι πρώτα πρώτα κοίταξαν να κάμουν παράδες, οι άλλοι οι «κλέφτες» και οι «γραμματιζούμενοι» άρπαξαν κυβερνητικές θέσες, μισθούς και αξιώματα. Ο καινούριος Ελληνικός πολιτικός πυρήνας, σαν πυρήνας που ήταν, άρχισε να φανερώνει όλη του τη συγκεντρωτική δύναμη. Και οι Ελλαδίτες ολοένα πήγαιναν να λησμονήσουν πως όλοι μαζί οι Έλληνες, και όχι μονάχοι τους αυτοί, είχαν δημιουργήσει τη μικρή Ελλάδα, και θα λησμονούσαν ολότελα τους άλλους Έλληνες τους συνεργάτες τους, αν δε βρίσκονταν ανάμεσα τους λιγοστοί που θυμούνταν ακόμη με τι λογής σκοπό είχε γίνει το κράτος και αν δεν πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα από την Τουρκία στην Ελλάδα άνθρωποι που δεν είχαν ξεχάσει τίποτε από τα παλιά γιατί γι’ αυτούς τίποτα δεν είχε αλλάξει και ο βαρύς Τούρκος σα βραχνάς ακόμα τους έπνιγε. Και οι άνθρωποι που από την Ελλάδα πήγαιναν στην Τουρκία, και αυτοί, με το να ζούνε ανάμεσα στους αλύτρωτους αδελφούς ένοιωθαν καλύτερα το γενικό Ελληνικό ζήτημα και γίνονταν κρίκος των δυο Ελλάδων.
Δυο ρεύματα ξεκίνησαν έτσι από διαφορετικές ιδεολογίες, τη μια Ελλαδική και την άλλη Ελληνική, τη μιά στενά κρατική και την άλλη εθνική και γενική. Οι Έλληνες της Τουρκιάς με το να βρίσκονται ανάμεσα και σ’ άλλα έθνη και από κάτω από ξένη πολιτική κυριαρχία τυραννική, θυμούνταν τον εαυτό τους περισσότερο, τον ξεχώριζαν συνειδητά και κατασύνεχα από τους άλλους λαούς και βαστούσαν ξαναμένο μέσα τους τον πόθο και την ελπίδα του λυτρωμού. Οι άλλοι, σα λυτρωμένοι που ήταν, ξεχάνονταν σαν Έλληνες και καταπιάνονταν άλλες δουλειές, καταγίνονταν στη λεγόμενη εσωτερική πολιτική του αλληλοφαγωμού της εκμετάλλευσης και της συναλλαγής. Ο καβγάς για το πάπλωμα. Οι ειλικρινότεροι γύρευαν το πολύ να καλοδιοικηθεί η Ελλάδα, τίποτε άλλο. Ως τόσο πότε πότε οι φωνές των έξω τάραζαν τους μέσα, μα για λίγο καιρό, και πάλι βιαστικά ξανάπιαναν τους καβγάδες τους και τα μικροσυμφέροντα.
Ανάμεσα στα δυο ρεύματα βρέθηκε κάποιος συμβιβασμός. Ό μέσος όρος αυτός φύτρωσε στα μυαλά των πολιτικών του κράτους, που τους έτρωγε αριά και που, όταν παραφώναζαν οι έξω, η κακή συνείδηση που λησμονούσαν το σκοπό τού κράτους. Οι ολιγόπιστοι, αν όχι άπιστοι αυτοί άνθρωποι, ανάξια παιδιά και αγγόνια εκείνων που δε σάστισαν να τα βάλουν με μιαν αυτοκρατορία, κατάντησαν ταπεινότατοι πινακογλείφτες της Τουρκιάς και της Ευρώπης. Τους εβίαζαν οι εξωμερίτες (ετερόχθονες) και περισσότερο οι μέσα πολιτικοί τους αντίπαλοι (αυτόχθονες) οι εκμεταλλευτές, να καμώνονται κάποτε πως κάνουν τάχα εξωτερική δηλαδή εθνική πολιτική. Επειδή όμως οι κρατικές, δηλαδή εσωτερικές ψιλοδουλιές τους, δεν τους άφηναν καιρό και όρεξη για βαθύτερη σκέψη, για να κάμουν τέτοια πολιτική το είχαν για απαραίτητο να τα χαλούν και από κάποτε με την Τουρκιά, πράγμα ασύμφορο για ένα μικρό κράτος. Τι σοφίστηκαν λοιπόν; Κάθε που σηκώνονταν καμιά ταραχή στην Ανατολή και η Τουρκιά βρίσκονταν μπλεγμένη σε πόλεμο με τη Ρωσία, αυτοί εκαμώνονταν πως θα ανασκουμπωθούν για πόλεμο με την Τουρκιά, και καλούσαν ηλικίες γαυγίζοντας προς την Ευρώπη: «Βαστάτε με και θα τη φάω.» Και η Ευρώπη που φοβούνταν τη Ρωσία και ήθελε την ησυχία της, για να γλυτώσει την Τουρκιά και την ειρήνη, πετούσε κάτι κόκκαλα στην Ελλάδα που σώπαινε. Απ’ αυτό βγήκε στη μέση το γνωστό καλούπι της εξωτερικές πολιτικής του κράτους που μπήκε στο αίμα ιών πολιτικών του, το καλούπι των κοκκάλων ή των ψίχουλων ή των λουρίδων, με το όνομα «προθήκη επαρχιών» στο νεοελληνικό πολιτικό πυρήνα. Το σφιχτοδεμένο αυτό καινούριο κέντρο, η Ελλάδα, έσερνε κατά τον εαυτό του και χώνευε μικρά κομματάκια του έθνους και πάσκιζε έτσι να πνίξει την εθνική μεγάλη Ιδέα που σαν ακατόρθωτη και παλιωμένη και άχρηστη και ταραχοποιό -για τέτοια την είχε- δεν του καλοέρχονταν σε λογαριασμό.
Και έτσι, μεταξύ στη μεγάλη ιδέα και στην τ α π ε ι ν ή ιδέα ενός κράτους μικρού και νοικοκυρεμένου χωρίς πόθους, φύτρωσε στα κεφάλια των πολιτικών η μέση ιδεατών προσθηκών.
Μα ήταν ως τόσο παρά πολλές οι επαρχίες που γύρευαν να κολλήσουν και αυτές απάνω στο κράτος, ποια να πρωτοπροφτάσει να πάρει η Ελλάδα; Γι’ αυτό πάντα και μόνο κοίταζε τις γειτονικές ν’ αρπάξει. Τις άλλες τις είχε για χαμένες, της έπεφτε πολύ να συλλογίζεται τόσο απομακρυσμένες χώρες, πώς να μην τις ξεχάσει; Όσο για να πάει στην Πόλη, όταν το έβαλαν με το νου τους οι πρώτοι πολιτικοί και το βρήκαν αδύνατο το παράτησαν, ήταν πολύ μακριά από την Αθήνα. Έτσι, ενώ το «να πάρουμε πίσω την Πόλη» σήμαινε ως στο σχηματισμό του Ελλαδικού κράτους, να πάρουμε τη θέση τού Τούρκου στην Πόλη, να τσακίσουμε την ξενοφερμένη τη βαρβαρική κυριαρχία, να καθαρίσουμε την αυτοκρατορίας μας από τους Τούρκους σαν κράτος, να συνεχίσουμε τη δική μας αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Πόλη σαν πρώτα, (και μ’ αυτή την ιδέα στα εικοσιένα σηκώθηκε όλο το έθνος στο πόδι) -από τότε που φτιάστηκε Ελληνικό βασίλειο με την Αθήνα πρωτεύουσα, άλλαξε το νόημα, και το «να πάρουμε πίσω την Πόλη» σήμαινε να εκστρατέψει η μικρούλα Ελλάδα, να κυριέψει την Πόλη, και επειδή η Ελλάδα αυτή έγινε ταπεινή με τους μικροκέφαλους και ολιγόπιστους πολιτικούς της είδε πως δεν ήταν βολετό να καταφέρει τέτοιο μεγάλο έργο, δε στοχάστηκε ποτέ της πως μπορούσε να ξεσηκώσει ξανά όλο το έθνος σα στα εικοσιένα, λησμόνησε το έθνος και τη δύναμη του, πίστεψε πως η μόνη Ελληνική δύναμη είναι το Ελλαδικό κράτος, και σ’ αυτή τη μικρότατη δύναμη μονάχα ακούμπησε, κλείστηκε σαν κοχύλι μέσα στο καυκί της, απελπίστηκε για την αδυναμία της και έβγαλε από το νου της και Πόλη και πολιτικούς συνδυασμούς και εκστρατείες και χαντακώθηκε χρόνια πολλά σιγοβράζοντας μέσα στο ζουμί της. Και έτσι αντί για εκστρατείες έκανε επιστρατείες, αντί για οργάνωση και ξεσηκωμό πανελλήνιο καταγίνονταν σέ μικροκατεργαριές, αντί για Πόλη έπαιρνε Λάρισα, αντί για μεγάλη ιδέα διάλεγε μέσες και ταπεινές ιδέες.
Οι Ελλαδίτες πολιτικοί κατάντησαν να συνταυτίσουν με το νου τους κράτος και έθνος ή καλύτερα μη μπορώντας να φτάσουν στη γενικότητα του «έθνους» έκαμαν την ανικανότητα τους θεωρία, γενίκευσαν το νόημα «κράτος» λέγοντας· «κάθε κράτος έχει από ένα λαό, άρα και το Ελληνικό κράτος έχει Ελληνικό λαό και λαός είναι κείνος που πληρώνει τους φόρους.» Και έπειτα λαός, κράτος και έθνος έγιναν στο κεφάλι τους ένα. Το κράτος δεν ήταν πια πρόσκαιρο, δεν είχε δημιουργηθεί για να περιμαζέψει το έθνος γύρω του, δεν ήταν σταθμός παρά τέλος, και δεν άργησαν οι καλύτεροι να το φανταστούν πως θα ήταν αν γίνονταν τέλειο. Εύκολο να πλάσει το μυαλό τους το πρότυπο του τέλειου κράτους. Δεν είχαν παρά να στρέψουν να κοιτάξουν όποιο κράτος της Ευρώπης και μάλιστα από τα μεγάλα, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία. Και οι επιστήμονες και οι νομοθέτες, όπως και οι καλλιτέχνες δεν έκαναν άλλο παρά να αντιγράφουν να παραφράζουν ή να μιμούνται βιβλία, νόμους, συντάγματα, θεσμούς, ποιήματα από την ξενιτιά. Και όταν τους παρασκότιζαν οι εξωμερίτες, έλεγαν: «Πρώτα να διοικηθούμε καλά εμείς (οι Ελλαδίτες) και ύστερα κοιτάζουμε και άλλους να πάρουμε να διοικήσουμε», σα να ήταν καμωμένο, ξετελειωμένο κράτος η Ελλάδα, καμιά Αγγλία έξαφνα που αφού εσιγούρεψε την εθνική της αυθυπαρξία γυρεύει να απλωθεί σε τόπους ξένους, στην Αφρική, στην Αυστραλία. Μα δεν έβλεπαν πως το Αγγλικό κράτος ζει φυσιολογικά με το να έχει βρει τα φυσικά του έθνους σύνορα και να τα έχει ξεπεράσει, ενώ το Ελλαδικό δε ζει φυσιολογικά γιατί δεν μπόρεσε να περισυμαζέψει όλο το έθνος, ούτε να λάβει καλά καλά συνείδηση ως που απλώνεται η φυλή. Το κράτος και τώρα ακόμη μοιάζει οχταποδιού που δε νοιώθει τα άκρα του, και γι’ αυτό παραδέρνει. Έπειτα σα βεβαιώθηκαν -χωρίς να ξέρουν ακριβώς γιατί- πως δε μπορούσε η Ελλάδα να κάμει ούτε στα εσωτερικά ό,τι και τα μεγάλα κράτη της δυτικής Ευρώπης, έμεναν ευχαριστημένοι και με τα πρότυπα των μικρών και όσο πιο ουδέτερων κρατών, με το Βέλγιο, τη Δανία, την Ελβετία. Φάνηκαν αρκετά συμβιβαστικοί, οι άνθρωποι.
Και συνέπεια του στενεμού αυτού των Ελλαδικών μυαλών είναι ο επηρεασμός και των άλλων Ελλήνων για να γίνουν και αυτοί όσο έπαιρνε λιγότερο απαιτητικοί και πιο συμβιβαστικοί, λιγότερο ανήσυχοι και φιλοτάραχοι. «Surtout, Messieurs, pas d’ affaires, μη γεννάτε ζητήματα! Ήταν σα να τους συμβούλευε ολοένα η Ελλάδα: «Μονάχα έμενα μη με σκοτίζετε και πορεύεστε όπως μπορείτε.» Και έγιναν λιγότερο απαιτητικοί και πιο συμβιβαστικοί, λιγότερο ανήσυχοι και φιλοτάραχοι, εξόν από τους Κρητικούς που δεν εννοούσαν, οι αφιλότιμοι, να ησυχάσουν ποτέ τους, μόνον έβαζαν σέ μπελάδες το κράτος, σέρνοντας το πεισματάρικα σέ μιαν αποκλειστικά Κρητική πολιτική. Εθνικό ζήτημα δεν ύπαρχε, μοναχά Κρητικό. Επειδή ο Όλυμπος ήτανε λημέρι κλεφτών, φανερώνονταν πότε πότε και ζήτημα γειτονικών στα βορινά σύνορα λουρίδων. Μα αυτό το Κρητικό διαφέντευε όλη την εξωτερική πολιτική του κράτους για πολλά χρόνια, ίσαμε σήμερα.
Στην άλλη Τουρκιά οι Έλληνες ήταν έτσι’ μέσα στην ψυχή τους βαθειά είχαν τη μεγάλη Ιδέα ριζωμένη, μα είδαν το αποτέλεσμα των κόπων και αγώνων του έθνους, ένα κράτος μικρεμένο, αδύνατο και σαν αδιάφορο γι’ αυτούς επρόσμεναν να δυναμώσει, να μεγαλώσει, να οργανωθεί για να τους γλυτώσει και αυτούς από τον Τούρκο. Θάρρεψαν πως η «πολιτική των προσθηκών» βασίζονταν σέ σχέδιο φρόνιμο και καλομελετημένο ενός σιγανού και βαθμιαίου λυτρωμού όλου του έθνους, και έκαναν υπομονή οι. κακόμοιροι, απαντέχοντας να έρθει και η δική τους η αράδα.
Συνέβηκε αυτό το παράδοξο, τούτοι περίμεναν την Ελλάδα να τους γλυτώσει, και η Ελλάδα περίμενε μήπως τύχει και σηκωθούν μοναχοί τους να γλυτώσουν τον εαυτό τους. Έπειτα, μη δε βρίσκονταν τάχα η Ευρώπη να κάνει στη χάση και στη φέξη γεναιοδωρίες στη σακάτισα την Ελλάδα; Ποιος της χάρισε τα Εφτάνησα; Μ’ αυτή τη φακίρικη σκέψη και την κισμετική διάθεση, όλοι τα φόρτωναν όλα στην τύχη και δεν εστοχάζονταν καν εις να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του.
Η πολύχρονη απαντοχή εκούραζε τον κόσμο και έσπρωχνε κάποιους από τους εξωμερίτες να κατηφορίζουν κατά το συμβιβασμό, γιατί και οι Τουρκομερίτες, σαν όλους τους Έλληνες, είναι πάντα έτοιμοι να συμβιβάζονται. Οι συμβιβαστικοί της Τουρκίας συνέχιζαν τη φαναριώτικη παράδοση της εποχής πριν από τα 1821, έμπαιναν στην Τούρκικη διοίκηση όσοι μπορούσαν, έπαιρναν δημόσιες θέσες, κοίταζαν πώς να ζήσουν καλύτερα με τον κύριο τους.
Όλο το έθνος έτσι πήγαινε να πιστέψει πιά πως μόνη αλήθεια είναι η Ελλαδική πραγματικότητα. Το ότι ήταν αξιοδάκρυτη η πραγματικότητα αυτή το απόδειξε ο πόλεμος του 1897 που ξεσκέπασε ολότελα το κράτος και φανέρωσε γυμνή την ασκημιά του και την κατάντια του.
Από τότε στους νέους άρχισε μια ζύμωση. Κάποιοι απ’ αυτούς που βαρέθηκαν τη μοιρολατρία και την Κρητική πολιτική, βάλθηκαν επίμονα και αντίθετα με τη θέληση του κράτους να γλυτώσουν τη Μακεδονία από τους Βουλγάρους. Έπειτα άπλωσαν την ενέργεια τους και στη Θράκη και στην Ήπειρο και άγγιξαν και την Πόλη.
Τότε έτυχε να βγει στη μέση μια Τουρκική επανάσταση, συνέπεια και αυτή της Μακεδόνικης αναρχίας. Οι Νεότουρκοι (θαρρώντας πως θα σώσουν τη Μακεδονία και μ’ αυτήν όλη την Ευρωπαϊκή Τουρκία από το χαμό, ξανάφεραν το σύνταγμα στην αυτοκρατορία. Οι λίγοι νέοι Έλληνες που είχαν τινάξει από πάνω τους τη μοιρολατρία άρχισαν τότε στην Πόλη την πολιτική των εθνοτήτων, και κατάφεραν να βάλουν το Ελληνικό έθνος στην Τουρκιά με το Πατριαρχείο του να διευθύνει τα άλλα έθνη που ζουν στην αυτοκρατορία για να γυρεύουν μαζί του ισονομία και ισοπολιτεία για όλα τα έθνη και αναγνώριση της εθνικής αυθυπαρξίας του καθενός. Αυτοί οι ίδιοι νέοι στην Ελλάδα ετοίμασαν τη στρατιωτική επανάσταση για να χτυπήσουν τα πολιτικά κόμματα επειδή ίσια ίσια, με το να μην έχουν πολιτική εθνική, εμπόδιζαν και το κράτος να εκπληρώσει τον εθνικό προορισμό και το άλλο έθνος στην Τουρκιά να ξανοιχτεί στην πολιτική των εθνοτήτων. Αυτά όλα έδειχναν πως η νέα Ελληνική γενεά και μέσα και έξω από τα σύνορα της Ελλάδας είχε γίνει κάπως διαφορετική από τις πρωτυτερινές.
Αλλά πριν αποτελειώσουν τη ζύμωση τους και πριν καλοβάλουν σε δρόμο σταθερό την ενέργεια τους, ήρθε από την αποφασιστικότητα ενός πρωθυπουργού μια νέα επιστρατεία όχι πολύ διαφορετική από τις άλλες μα που φανέρωσε ανεπάντεχα πράματα. Πάλι εφοβέρισε η Ελλάδα την Ευρώπη πως θα στήσει πόλεμο της Τουρκιάς, αυτή τη φορά όμως με τους Σλαύους συμμάχους της, συμμάχους που της προετοίμασε η πολιτική των εθνοτήτων μέσα στο Οθωμανικό κράτος. Επρόσμενε να ταραχτεί η Ευρώπη και να τα σταματήσει όλα χαρίζοντας της την Κρήτη. Μα η Ευρώπη δεν το κούνησε, ο πόλεμος ξέσπασε και, μολονότι νίκησαν οι σύμμαχοι, τα αποτελέσματα θα ήταν για το Ελληνικό έθνος θλιβερότατα και για τα σλαυικά κράτη ευχαριστότατα -όσο και να έδειχνε χαρά το ανήξερο Ελληνικό κράτος που μεγάλωσε και αυτό λιγάκι με δικό του κίνημα -αν δε γίνονταν μετά λίγους μήνες και δεύτερος πόλεμος, αυτός αναμεταξύ στους συμμάχους, όπου περίλαμπρα νίκησαν οι Έλληνες τους Βουλγάρους και πήραν πίσω τόπους Ελληνικούς. Το μίσος το φυλετικό ξύπνησε μιαν αβάσταχτη ορμή στους Έλληνες, που ένας άξιος Βασιλιάς Κωνσταντίνος αποφασιστικά, τεχνικά και αντρειωμένα την έκαμε νίκη και δόξα.
Ως τόσο η νίκη αυτή και η δόξα φανερώνεται εθνική όχι τόσο επειδή όλων των τόπων Έλληνες πολέμησαν, όσο γιατί ήταν το ξέσπασμα της εθνικής αλήθειας και της πίστης στη μεγαλοσύνη της φυλής. Αυτή η πίστη και το όραμα της εθνικής αλήθειας έκαμε το δεύτερο πόλεμο και όχι τα συμφέροντα της χαμηλοβλεπούσας κοντόφθαλμης πολιτικής του Ελλαδικού κράτους.
Αποδείχτηκε με τον πόλεμο αυτό πως η αλήθεια είναι όχι η Ελλαδική κρατική πραγματικότητα αλλά το Ελληνικό έθνος που θέλει την ύπαρξη του, και ανοίχτηκε διάπλατα ο δρόμος κατά την πολιτική ένωση όλης της φυλής. Τώρα θα χρειαστούν και άλλοι αγώνες, γιατί με το να μεγάλωσε το κράτος δε σώθηκε πιά — όπως το νομίζουν ίσως οι λεγόμενοι φρόνιμοι- η θέληση και η προσπάθεια για την ολοκληρωτική αποκατάσταση της φυλής.
Φανερώθηκε από τους δύο πολέμους του 1912 και 1913 πως ο Έλληνας γενικά δεν πίστευε πιά στον εαυτό του, στη δύναμη του, στη ζωντανάδα του, γι’ αυτό και ξιπάστηκε τόσο για τις νίκες του. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως είχε τη δύναμη να ζήσει αληθινά και να νικήσει σαν έθνος. Μόλις νίκησε όμως (και θα νικούσε καλύτερα και πιο τελειωτικά αν δεν τον εβάραινε η απιστία των μορφωμένων που του έψελνε σ’ όλους τους τόνους την αναξιοσύνη του) άνοιξε τα μάτια του, τα έτριψε και είδε, σα μαγευτικό φως, πως αυτά που του έψελναν οι Βραχμάνες του γένους ήταν μια μεγάλη βλακεία, και το έθνος είναι ζωντανό. Και ξιπάστηκε που φανερώθηκε ζωντανό το έθνος
Ελπίζω το μάθημα αυτό να έχει θεραπευτική αξία και να γιατρευτεί ο Έλληνας από την εθνική απιστία.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CE%BB%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF_%CE%A0%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CE%B9