Ο Walter Benjamin για την εικόνα του Προυστ
Το παρακάτω είναι απόσπασμα που περιέχεται σε βιβλίο συλλογής δοκιμίων του Walter Benjamin από τις εκδόσεις Ουτοπία του 1983, σε μετάφραση Μηνά Παράσχη.

Για την εικόνα του Προυστ
του Βάλτερ Μπέντζαμιν
Είναι γνωστό, ότι ο Proust δεν περιέγραψε στο έργο του μια ζωή, όπως υπήρξε, αλλά μια ζωή, όπως την θυμάται εκείνος, που τη βίωσε. Το παραπάνω είναι βέβαια διατυπωμένο με αρκετή ασάφεια και χωρίς την παραμικρή επεξεργασία. Γιατί τον κύριο ρόλο για τον ενθυμούμενο συγγραφέα δεν παίζει εδώ καθόλου αυτό που έχει βιώσει, αλλά η ύφανση των αναμνήσεών του, η πηνελόπεια εργασία της μνήμης. Ή θα ήταν ίσως προτιμότερο να μιλήσουμε για μια πηνελόπεια εργασία της λήθης; Δεν είναι η ακούσια μνήμη, η memoire involontaire του Proust, πολύ πιο κοντά στη λήθη παρά σ’ εκείνο, που αποκαλείται συνήθως ανάμνηση; Και δεν αποτελεί αυτό το έργο της αυθόρμητης ανάμνησης, στο όποιο η μνήμη είναι το υφάδι και η λήθη το στημόνι, πολύ περισσότερο ένα αντίθετο του έργου της Πηνελόπης παρά κάτι όμοιό του; Γιατί ξεφτά εδώ η μέρα εκείνο που δημιούργησε η νύχτα. Κάθε πρωί απομένουν στα χέρια μας, καθώς ξυπνάμε, αδύναμοι τις περισσότερες φορές και χαλαροί, μόνο μερικά κρόσια από το χαλί της βιωμένης ύπαρξης, όπως υφάνθηκε μέσα μας από τη λήθη. Αλλά η κάθε μέρα αποσυνθέτει με την επιβαλλόμενη δραστηριότητα και, ακόμα περισσότερο, με την επιβεβλημένη μνήμη· το πλεκτό, τα κοσμήματα της λήθης. Γι’ αυτό μετέτρεψε ο Proust στο τέλος τις μέρες του σε νύχτες, για να αφιερώσει στο συσκοτισμένο δωμάτιο με τεχνητό φωτισμό όλες τις ώρες του ανενόχλητος στο έργο, έτσι ώστε να μην του διαφύγει κανένα από τα περίπλοκα αραβουργήματά του.
Αν οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν ένα κείμενο ύφασμα δεν υπάρχει κανένα περισσότερο και πυκνότερα δουλεμένο από αυτό του Marcel Proust. Τίποτε Δεν υπήρξε γι’ αυτόν αρκετά πυκνό και διαρκές. Ο εκδότης του Gallimard διηγούνταν την απελπισία, που προκαλούσαν στους στοιχειοθέτες οι συνήθειες του Proust κατά τη διάρκεια της διόρθωσης. τα τυπογραφικά επέστρεφαν συνεχώς γεμάτα σημειώσεις στο περιθώριο χωρίς όμως τον εντοπισμό του παραμικρού τυπογραφικού λάθους• ολόκληρος ο προσφερόμενος χώρος καλυπτόταν από καινούρια κείμενα. Μέχρι αυτό το σημείο επεκτεινόταν η νομοτέλεια της μνήμης ακόμα και στις παρυφές του έργου. Γιατί ένα βιωμένο γεγονός είναι πεπερασμένο, περιορισμένο τουλάχιστον στη μια σφαίρα του βιώματος• ένα αναπολούμενο δίχως όρια, αποτελώντας μόνον κλειδί για όλα όσα προϋπήρξαν και για όλα όσα επακολούθησαν. και με μια ακόμα έννοια πρόκειται για τη μνήμη, που παρέχει εδώ τις αυστηρές προδιαγραφές της ύφανσης. Γιατί δημιουργός της ενότητας του κειμένου είναι μόνον η actus purus της ίδιας της μνήμης, όχι το άτομο του συγγραφέα ή, ούτε λόγος, η πλοκή. Μπορεί μάλιστα να ειπωθεί, ότι οι διαλείψεις τους αποτελούν μόνο την πίσω όψη του συνεχούς της μνήμης, το σχέδιο του χαλιού από την ανάποδη. Έτσι το ήθελε ο Proust, έτσι οφείλουμε να τον αντιλαμβανόμαστε, όταν έλεγε, πως θα προτιμούσε να έβλεπε ολόκληρο το έργο του τυπωμένο με τη μορφή δίστηλου σε ένα τόμο και χωρίς καμιά παράγραφο.
Τί ζητούσε με τέτοια φρενίτιδα; Από πού πήγαζε αυτή η ατέλειωτη επίπονη προσπάθεια; Μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι όλες οι ζωές, τα έργα, οι πράξεις, που αξίζουν, δεν υπήρξαν ποτέ παρά η απρόσκοπτη εκτύλιξη των πιο κοινότοπων και φευγαλέων, συναισθηματικών και αδύναμων ωρών της ύπαρξης εκείνου, στον όποιο ανήκουν; Και όταν περιέγραψε ο Proust σε ένα πασίγνωστο σημείο αυτή την πιο ιδιαίτερή του ώρα, το έκανε με τέτοιο τρόπο, ώστε να την ξαναβρίσκει ο καθένας στη δική του ύπαρξη. Λίγο λείπει, για να μας επιτραπεί να την αποκαλέσουμε ώρα της καθημερινότητας. Αυτή έρχεται με τη νύχτα, με τον απόηχο ενός τερετίσματος ή με μια ανάσα στο περβάζι του ανοικτού παράθυρου. Και δεν είναι δυνατό να μη ληφθεί υπ’ όψη, το τί συναντήσεις θα μας επιφυλάσσονταν, αν ήμασταν λιγότερο ενδοτικοί στον ύπνο. Ο Proust δεν ενέδιδε στον ύπνο. Κι όμως, ή καλύτερα γι’ αυτό ακριβώς, μπόρεσε ο Jean Cocteau να αναφέρει σε ένα υπέροχο δοκίμιο, ότι η διακύμανση του τόνου της φωνής του Proust υπάκουε στους νόμους της νύχτας και του μελιού. Υποτασσόμενος σ’ αυτούς, υπερνικούσε βαθιά μέσα του την απελπισμένη θλίψη (αυτό που είχε κάποτε αποκαλέσει «l’ imperfection incurable dans l’ essence meme du present»)[1] και έπλαθε από την κερήθρα της μνήμης μια κατοικία για το σμήνος των σκέψεών του. Ο Cocteau διέκρινε εκείνο, που θα έπρεπε να απασχολεί πάνω απ’ όλα κάθε αναγνώστη του Proust: διέκρινε την τυφλή, παράλογη και ξέφρενη απαίτηση αυτού του ανθρώπου για ευτυχία. το έδειχνε η λάμψη του βλέμματός του• δεν ήταν ευτυχισμένο. Υπήρχε όμως μέσα του η ευτυχία, όπως μέσα στο παιχνίδι ή μέσα στον έρωτα. Και δεν είναι πάλι δύσκολο να εξηγηθεί, το γιατί αυτή η παραλυτική, εκρηκτική θέληση για ευτυχία, που διαπέρνα την ποίηση του Proust, γίνεται τόσο σπάνια αποδεκτή από τους αναγνώστες του. Ο ίδιος ο Proust τους διευκόλυνε σε πολλά σημεία στο να εξετάσουν και αυτό το έργο με τη δοκιμασμένη από το χρόνο, άνετη οπτική της παραίτησης, του ηρωισμού, του ασκητισμού. Επειδή τίποτε δεν είναι στους υποδειγματικούς μαθητές της ζωής προφανέστερο, από το ότι ένα μεγάλο επίτευγμα δεν μπορεί παρά να αποτελεί αποκλειστικά τον καρπό επίπονων προσπαθειών, ταλαιπωρίας και απογοήτευσης. Γιατί η δυνατότητα συμμετοχής και της ευτυχίας στο ωραίο, θα ήταν κάτι υπερβολικό για το καλό, κάτι για το όποιο θα έμενε η εμπάθειά τους απαρηγόρητη για πάντα.
Υπάρχει όμως μια διττή θέληση για ευτυχία, μια διαλεκτική της ευτυχίας. Μια υμνητική και μια ελεγειακή μορφή της ευτυχίας. Η μια: το ανήκουστο, το πρωτοφανές, η κορυφή της μακαριότητας. Η άλλη: το αιώνιο επαναλαμβανόμενο, η αιώνια αποκατάσταση της αρχέγονης, πρώτης ευτυχίας. και είναι η ελεγειακή ιδέα της ευτυχίας, που θα μπορούσε να ονομαστεί και ελεατική, αυτή που μεταβάλλει για τον Proust την ύπαρξη σε ένα προστατευόμενο δάσος μνημών. Δεν θυσίασε γι’ αυτήν μόνο φίλους και συναναστροφές στη ζωή, αλλά και πλοκή, ενότητα του ατόμου, ροή της αφήγησης, παιχνίδι της φαντασίας στο έργο του. Δεν ήταν ο χειρότερος από τους αναγνώστες του — ο Max Unold —, που ενστερνίστηκε αυτή την τέτοιου είδους «πλήξη» των κειμένων του Proust, για να την παραβάλει με τις «ασυνάρτητες ιστορίες», και να διατυπώσει το έξης: «Ό Proust κατόρθωσε να προσδώσει ενδιαφέρον στις ασυνάρτητες ιστορίες. Λέει: Φανταστείτε, αγαπητέ αναγνώστη, βουτούσα χθες ένα μπισκότο στο τσάι μου και μού έρχεται τότε στο νου, πως ήμουν στην παιδική μου ηλικία στην εξοχή — χρησιμοποιεί γι’ αυτό 80 σελίδες, που είναι τόσο συναρπαστικές, ώστε έχει κανείς την εντύπωση πως δεν είναι πια ο ακροατής, αλλά ο ίδιος ο ονειροπολών».
…

Ο Proust, αυτό το γερασμένο παιδί, αφέθηκε κατάκοπος σε μια καθοδική επάνοδο στους κόλπους της φύσης, όχι για να θηλάσει από αυτή, αλλά για να ονειρευτεί δίπλα στον κτύπο της καρδιάς της. Τόσο αδύναμος πρέπει να θεωρηθεί και να γίνει έτσι αντιληπτό, πόσο επιτυχημένη υπήρξε η σύλληψη αυτής της αδυναμίας από τον Jacques Riviere και η διατύπωση: «Ο Marcel Proust πέθανε από την ίδια απειρία που του είχε επιτρέψει τη συγγραφή του έργου του. Πέθανε, επειδή αποξενώθηκε από τον κόσμο και δεν ήξερε πώς να αλλάξει τις συνθήκες της ζωής του, που του είχαν γίνει εξοντωτικές. Πέθανε, επειδή δεν ήξερε πώς ανάβουν φωτιά, πώς ανοίγουν ένα παράθυρο». Και, βέβαια, από το νευρικό του άσθμα.
Οι γιατροί στάθηκαν ανίκανοι απέναντι σ’ αυτή την πάθηση. Όχι όμως και ο ποιητής, που την έθεσε με μεγάλη συστηματικότητα στην υπηρεσία του. Υπήρξε — για να αρχίσουμε με το πιο εξωτερικό στοιχείο — ένας άψογος σκηνοθέτης της αρρώστιας του. Μήνες ολόκληρους συνδέει με εξολοθρευτική ειρωνεία την εικόνα ενός θαυμαστή, που του είχε στείλει λουλούδια, με την ανυπόφορη γι’ αυτόν μυρωδιά τους. Και με τις μεταπτώσεις της αρρώστιας του πανικοβάλλει τους φίλους, οι όποιοι φοβούνται και λαχταρούν τη στιγμή, που θα εμφανιστεί ο ποιητής ξαφνικά, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, στο σαλόνι — brise de fatigue[2] και μόνο για πέντε λεπτά, όπως ανακοινώνει —, για να μείνει μετά μέχρι το γκριζάρισμα της αυγής, πολύ κουρασμένος, για να σηκωθεί, πολύ κουρασμένος, για να διακόψει έστω το λόγο του. Ακόμα και σαν επιστολογράφος δεν παύει να αντλεί από αυτή την πάθηση τις πιο απόμακρες εντυπώσεις. «Το σφύριγμα της αναπνοής μου σκεπάζει τον ήχο της πένας μου και ενός μπάνιου, που γεμίζει στο κάτω πάτωμα». Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Ούτε και το ότι τον απέσπασε η αρρώστια από μια κοσμοπολίτικη ύπαρξη. Αυτό το άσθμα πέρασε και μέσα στην τέχνη του, αν δεν ήταν η τέχνη που το δημιούργησε. Η σύνταξή του απεικονίζει ρυθμικά βήμα προς βήμα το άγχος ασφυξίας του. Και η ειρωνική, φιλοσοφική, διδακτική αντανακλαστική του κίνηση είναι πάντοτε η βαθιά εισπνοή, με την όποια τού φεύγει από την καρδιά ο εφιάλτης των αναμνήσεων. Σε μεγαλύτερη όμως κλίμακα είναι ο θάνατος, που βρίσκεται αδιάκοπα δίπλα του, και κύρια όταν γράφει, η απειλητική, ασφυκτική κρίση. Έτσι τον αντιμετώπιζε ο Proust και πολύ πριν πάρει η πάθησή του σοβαρές διαστάσεις. Όμως όχι σαν παραξενιά ενός υποχόνδριου, αλλά σαν «realite nouvelle», εκείνη τη νέα πραγματικότητα, όπου ενστικτώδης απάντηση σε πράγματα κι ανθρώπους είναι τα χαρακτηριστικά του γεράσματος. Μια φυσιολογία του ύφους θα μας οδηγούσε στα ενδότερα αυτής της δημιουργίας. Δεν θα μπορούσε έτσι ο γνώστης της ανθεκτικότητας, με την όποια διατηρούνται οι αναμνήσεις στην αίσθηση της όσφρησης (με κανένα τρόπο οι οσμές στη μνήμη!), να ερμηνεύσει την ευαισθησία του Proust στις οσμές σαν κάτι συμπτωματικό. Οι περισσότερες αναμνήσεις, τις όποιες διερευνούμε, μας παρουσιάζονται σίγουρα σαν οπτικές εικόνες. Και οι ελεύθερα αναβλύζοντες σχηματισμοί της memoire involontaire είναι επίσης στο μεγαλύτερό τους μέρος απομονωμένες, αινιγματικής μόνο μορφής οπτικές εικόνες. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς, για να αφεθεί κανείς με την αίσθηση της γνώσης στην εσώτατη δόνηση αυτής της ποίησης, πρέπει να μεταφερθεί σε ένα ιδιαίτερο και βαθύτερο στρώμα αυτής της ακούσιας μνήμης, στο οποίο τα στοιχεία της μνήμης δεν υποδηλώνουν πια την παρουσία τους μεμονωμένα, σαν εικόνες, αλλά άμορφα κι ασχημάτιστα, ακαθόριστα και υψίστης σπουδαιότητας σαν μια ολότητα, όπως υποδηλώνει το βάρος των διχτυών το αλίευμα στον ψαρά. η οσμή, να ποιά είναι η αίσθηση του βάρους για εκείνον, που ρίχνει τα δίχτυα του στη θάλασσα του temps perdu. Και οι προτάσεις του αποτελούν το σύνολο του μυϊκού παιχνιδιού του νοητού στόματος, περιέχουν στο ακέραιο τον άφατο μόχθο της άρσης του αλιεύματος.
Το πόσο στενή υπήρξε κατά τα άλλα η συμβίωση αυτής της συγκεκριμένης δημιουργικότητας με αυτή τη συγκεκριμένη πάθηση, αποδεικνύεται με τη μεγαλύτερη σαφήνεια από το γεγονός, ότι δεν εμφανίζεται ποτέ στον Proust το ξέσπασμα εκείνης της ηρωικής απείθειας με την όποια εξεγείρονταν συνήθως άλλοι δημιουργοί ενάντια στις παθήσεις τους. Και γι’ αυτό θα μπορούσαμε από την άλλη πλευρά να πούμε, πως μια τόσο βαθιά εμπλοκή με τη ροή του κόσμου και την ύπαρξη, σαν εκείνη του Proust, θα όφειλε απαραίτητα να οδηγήσει σε μια κοινότοπη και φυγόπονη ικανοποίηση σε οποιαδήποτε άλλη βάση έκτος από μια τόσο δεινή, διαρκή δοκιμασία. Αυτό ήταν όμως το πεπρωμένο της πάθησης του Proust, να συγκαταλεχτεί στη μεγάλη διαδικασία του έργου, οδηγούμενη από μια πέρα από επιθυμίες και μεταμέλειες παραφορά. για μια δεύτερη φορά στήθηκε μια σκαλωσιά σαν εκείνη του Michelangelo πάνω στην όποια ζωγράφιζε ο καλλιτέχνης, με το κεφάλι κολλημένο στο σβέρκο, τη δημιουργία στην οροφή της Sixtina: το κρεβάτι της αρρώστιας, όπου αφιέρωνε ο Marcel Proust στη δημιουργία του δικού του μικρόκοσμου τις αμέτρητες σελίδες, που κάλυπτε με το γραφικό του χαρακτήρα στον αέρα.
[1] «Ή αθεράπευτη ατέλεια στην ίδια την ουσία του παρόντος» (σ.τ.μ.).
[2] τσακισμένος από την κούραση (σ.τ.μ.).