Ο Μίκης, τα όνειρα της νιότης και το συλλαλητήριο
Μαρτυρίες
Γράφει ο Γιάννης Κ. Αικατερινάρης
Ο πολιτικός λόγος του Μίκη στο συλλαλητήριο, δεν είχε καμιά σχέση με όσα πίστευε μια ολόκληρη ζωή. Τα λόγια του δεν έβγαιναν από την καρδιά του, όπως παλαιότερα. Το τραγούδι «σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», που ξεσήκωνε τις καρδιές μας, τώρα ακούγονταν περίεργα. Ίσως γιατί προσπαθούσαν να το τραγουδήσουν κάποιοι από εκείνους που παλαιότερα το θεωρούσαν «θούριο των μιασμάτων», γιατί ποτέ αυτό δεν μίλησε στην καρδιά τους.
Γνώρισα το Μίκη στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν ο «Σύλλογος Φίλων Ελληνικής Μουσικής» (Σ. Φ. Ε. Μ.) πραγματοποίησε στη Θεσσαλονίκη μια συναυλία στο γήπεδο της ΧΑΝΘ. Ως μέλος του «Συνδέσμου Νέων για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό Bertrand Russel» και της «Σπουδάζουσας Νεολαίας της ΕΔΑ», που εκείνη την περίοδο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στους αγώνες για την Παιδεία, τη Δημοκρατία και την Ειρήνη, τον συναντούσα συχνά στις εκδηλώσεις της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη» (ΕΕΔΥΕΘ).
Η συνάντησή μου με τον Μίκη, όταν έφθασε στη Θεσσαλονίκη μετά το θανάσιμο τραυματισμό του Γρηγόρη Λαμπράκη στις 22 Μαΐου 1963, χαράχτηκε στη μνήμη μου. Νεολαίοι κι άλλοι πολίτες ξημεροβραδιαζόμασταν στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου επί πέντε μέρες ο φιλειρηνιστής βουλευτής έδινε μάχη με το θάνατο. Ο Μίκης παρορμητικός, ευρηματικός και τολμηρός, μας παρότρυνε ν’ αφήσουμε τα μοιρολόγια για το τραγικό γεγονός και να το κάνουμε «πάλης ξεκίνημα, νέους αγώνες». Με τον αδελφό μου Νίκο κι άλλους νεολαίους δεν αφήσαμε τοίχο για τοίχο, που να μην γράψουμε τα συνθήματα «Ελευθερία», «Δημοκρατία», «ο φασισμός δεν θα περάσει»… Μέχρι πριν λίγα χρόνια σώζονταν ακόμη στις τυφλές επιφάνειες των εργατικών πολυκατοικιών στο Φοίνικα της Θεσσαλονίκης. Όταν ξαναβάφτηκαν οι τοίχοι χάθηκε μαζί τους και μια ολόκληρη εποχή…
Οι συναντήσεις μου με τον Μίκη έγιναν συχνότερες, όταν ίδρυσε τη «Δημοκρατική Κίνηση Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης» (Δ.Κ.Ν.Γ.Λ.), της οποίας η πρώτη λέσχη λειτούργησε στο ημιυπόγειο της γωνιακής πολυκατοικίας επί των οδών Δ. Γούναρη και Ισαύρων. Ένα χρόνο μετά συγχωνεύτηκε με την «Νεολαία της Ε.Δ.Α» και ως «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη» απέκτησε νέα στέγη στην οδό Τσιμισκή.
Στους βασικούς στόχους του Μίκη ήταν οι κοινές δράσεις φορέων του Πολιτισμού και των Γραμμάτων με εκείνους, που είχαν στόχο τη διασφάλιση της Δημοκρατίας και της Ειρήνης. Δεν ήταν τυχαίο ότι η Δ.Κ.Ν.Γ.Λ., στην οποία ήταν πρόεδρος, δέχθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1963 πρόταση από τον «Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής», με την οποία ζητούσε «στενή αδελφική συνεργασία για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη επιτυχία των κοινών σκοπών».
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με το «Σύλλογο Φοιτητών Πολυτεχνικής Σχολής», του οποίου είχα την ευθύνη της έκδοσης του περιοδικού «Δελτίο». Ο Μίκης διαμεσολάβησε ώστε ο σπουδαίος χαράκτης και φίλος του Τάσσος να χαρίσει στο περιοδικό το περιστέρι της Ειρήνης, που φιλοτέχνησε. Το βάλαμε εξώφυλλο σ’ ένα από τα τεύχη του. Το ίδιο διάστημα μου γνώρισε τη φίλη και συνεργάτιδά του Τερψιχόρη Παπαστεφάνου, εμπνεύστρια και ψυχή της γνωστής «Χορωδίας Τρικάλων». Κρατάω μέχρι σήμερα στο αρχείο μου το απαντητικό τηλεγράφημά της, όταν επικοινώνησα μαζί της για μια μουσική εκδήλωση του Συλλόγου μας.
Αλλά και η «Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση» (ΠΑ.ΠΟ.Κ.), που ίδρυσε ο Μίκης το 1976, εκεί απέβλεπε. Περιόδευε σ’ όλη την Ελλάδα με διαλέξεις και συναυλίες. Ανάμεσα στα δραστήρια μέλη της οι αείμνηστοι Γιάννης Βόγλης, ηθοποιός τότε στο Κ.Θ.Β.Ε. και ο αδελφός μου Νίκος, νέος τότε πολιτικός μηχανικός και συνεργάτης του Μίκη στη μεταδικτατορική ΕΔΑ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια ιδέα του Μίκη, που υλοποιήσαμε με τον πρώτο ξάδελφό μου Νίκο Βερροιώτη, φοιτητή επίσης της Αρχιτεκτονικής. Κατασκευάσαμε στη λέσχη των «Λαμπράκηδων» της οδού Γούναρη το «τρίκυκλο της βίας και νοθείας», ένα προσομοίωμα εκείνου που χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία Λαμπράκη. Στην καρότσα του βάλαμε δύο σκιάχτρα γυναικών με αποτρόπαιη μορφή, που συμβόλιζαν τη βία και νοθεία των εκλογών του 1961. Μέλη της «Κίνησης» το έκαψαν συμβολικά στην πλατεία Αριστοτέλους, όπου πραγματοποιήθηκε η μεγάλη συγκέντρωση της ΕΔΑ των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου 1963.
Η πολιτική όμως άνοιξη, που όλοι προσδοκούσαμε άργησε πολύ να φανεί. Ήρθαν νέες εκτροπές, η αποστασία των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, τα «Ιουλιανά», η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα και η συνέχιση της εφαρμογής του νόμου 509/1947 «περὶ μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που είχε οδηγήσει παλαιότερα στην εξορία στη Μακρόνησο τον Μίκη, τους γονείς μου και χιλιάδες άλλους αγωνιστές.
Όταν τα απόνερα αυτού του νόμου έφτασαν και σε μένα, ζήτησα τη βοήθεια του Μίκη. Μετά την αποφοίτησή μου από το ΑΠΘ το 1964 υπηρετούσα ως άμισθος επιμελητής στην Έδρα της Διακοσμητικής (καθηγητής Φατούρος), ενώ παράλληλα εκπονούσα διδακτορική διατριβή στην επιστημονική περιοχή της «διαρθρώσεως εσωτερικών χώρων». Σύμφωνα με νόμο της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, ο χρόνος στο Πανεπιστήμιο θα μετρούσε στη θητεία στο στρατό, όπου θα υπηρετούσα μόνο έξι μήνες.
Προκειμένου να συνεχίσω στο πανεπιστήμιο, μου ζητήθηκε να απαντήσω εγγράφως, αν πήρα μέρος στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ και σε άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Κατέβηκα στην Αθήνα και συμβουλεύτηκα το Μίκη, λέγοντάς του ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσα να συμβεί, αφού είχα γεννηθεί στην Κατοχή κι αυτό φαινόταν στα προσωπικά μου δεδομένα. Εκείνος παρορμητικός όπως ήταν, μου είπε να μην συμπληρώσω καν το έντυπο, παρότι αυτό σήμαινε ακύρωση μιας πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας. Κι εγώ τον άκουσα. Ύστερα από τρεισήμισι χρόνια υπηρεσίας ως άμισθος επιμελητής, αναγκάστηκα από το δικτατορικό καθεστώς που ακολούθησε, να καταταγώ τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1968 στο στρατό. Υπηρέτησα όλη τη θητεία, με την ειδικότητα του σκαπανέα και κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Όταν έπεσε η δικτατορία ο Μίκης ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε για φαγητό στην ταβέρνα «το Βόιο», στον κεντρικό δρόμο της Τριανδρίας. Είχε μάθει ότι εκεί κοντά, στα ανατολικά του δρόμου, βρίσκονταν το σπίτι του Γκοτζαμάνη και εγκαταλειμμένο το τρίκυκλο της δολοφονίας Λαμπράκη. Μια δύναμη φαινόταν να τον έσπρωχνε στην αναζήτησή του. Δεν βρήκαμε τίποτε, η ανοικοδόμηση είχε αλλάξει ριζικά το δομημένο περιβάλλον της συνοικίας.
Σε λίγο, μέσα Απριλίου του 1975, έδινε συναυλίες στην Ανατολική Μακεδονία. Πήγα και τον αντάμωσα στην Καβάλα όπου τον βρήκα τρομοκρατημένο, καθώς επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο «Galaxy» μετά από περίπατο στην προκυμαία, του επιτέθηκαν παρακρατικοί. Δεν είχαν αντιληφθεί προφανώς ότι είχαν περάσει οι εποχές των βίαιων συμπεριφορών, που πολλές φορές είχαμε βιώσει. Για να μην τον επισκεφτούν και πάλι οι εφιάλτες του παρελθόντος μου ζήτησε και κοιμήθηκα στο άλλο δωμάτιο της σουίτας. Δεν ξέρω στ’ αλήθεια αν βρίσκονταν προχθές και μερικοί από αυτούς, που τότε τον απειλούσαν και τώρα, όταν μιλούσε για «αριστερότροφο φασισμό», κραύγαζαν «Μίκη άλλαξες την Ιστορία».
Τα θυμήθηκα όλα αυτά γιατί τα όσα είπε στο πρόσφατο συλλαλητήριο μου φαίνονταν ξένα για την προσωπικότητα που γνώριζα για μισό και πάνω αιώνα. Σε ό, τι με αφορά θα κρατώ στην καρδιά μου το Μίκη του παρελθόντος, το Μίκη της ουτοπίας και του ονείρου.
13-2-2018
Γιάννης Αικατερινάρης
Αρχιτέκτων, π. πρόεδρος του ΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη εφημερία “ΑΥΓΗ” φ. 15-2-2018.