Ηρόδοτος – Ο χρησμός της Πυθίας για το ξύλινο τείχος και ο Θεμιστοκλής
Ένα από τα «διηγήματα» του Ηρόδοτου, απόσπασμα από τις Ιστορίες, αφορά την προφητεία του μαντείου των Δελφών για τον καλύτερο τρόπο προστασίας της Αθήνας από τους Πέρσες. Προηγείται η αφήγηση για τον Ξέρξη και το πώς κι αυτός με τη σειρά του συμβουλευόταν τους δικούς του μάγους για να πετύχει τους σκοπούς του.
Η μετάφραση είναι του Άγγελου Βλάχου για την τρίτομη έκδοση από την Ωκεανίδα.
Τόμος Γ σελ. 131
Όταν ολοκληρώθηκαν οι γέφυρες και τελείωσε το έργο του Άθω, ανήγγειλαν στον βασιλιά ότι τα δύο φράγματα, που βρίσκονταν στα δύο στόμια της διώρυγας για να εμποδίζουν τις προσχώσεις, είχαν και αυτά κατασκευαστεί και ότι η διώρυγα ήταν τελείως έτοιμη. Ο στρατός που είχε περάσει τον χειμώνα στις Σάρδεις, έτοιμος πια, με τον ερχομό της άνοιξης κατευθύνθηκε προς την Άβυδο. Καθώς ξεκινούσε, ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό, παρ’ όλο που σύννεφα δεν υπήρχαν και ήταν αιθρία. Η μέρα έγινε νύχτα. Ο Ξέρξης, βλέποντάς το αυτό, ανησύχησε και ρώτησε τους μάγους τι σήμαινε τούτο το φαινόμενο. Εκείνοι αποκρίθηκαν ότι ο θεός δείχνει στους Έλληνες πως θα εξαφανιστούν οι πολιτείες τους, γιατί ο ήλιος είναι προστάτης τους ενώ η σελήνη είναι προστάτις των Περσών. Μόλις ο Ξέρξης άκουσε αυτήν την ερμηνεία, ευχαριστήθηκε πολύ και εξακολούθησε την προέλαση.
Τόμος Γ σελ. 184
Οι Αθηναίοι έστειλαν απεσταλμένους στους Δελφούς να πάρουν χρησμό και περίμεναν. Αφού έκαναν όλα όσα έπρεπε, οι απεσταλμένοι μπήκαν στον ναό και κάθισαν· τότε η Πυθία, που τ’ όνομά της ήταν Αριστονίκη, τους έδωσε τον ακόλουθο χρησμό:
Άμοιροι, τι κάθεστε; Φύγετε στις εσχατιές της γης,
αφήνοντας τα σπίτια σας και την στρογγυλή σας πολιτεία με τα υψώματα.
Γιατί δεν είναι σίγουρο ούτε το κεφάλι, ούτε το σώμα,
ούτε τα πόδια, ούτε τα χέρια, ούτε η μέση,
όλα χάνονται• η φωτιά ερειπώνει τα πάντα
κι ο ορμητικός Άρης οδηγώντας άρμα συριακό
θα καταστρέφει πολλά κι ωραία οχυρά κι όχι μόνο το δικό σας.
Πολλούς ναούς αθανάτων θα παραδώσει στην φωτιά,
όπου σήμερα στέκονται κάθιδρα τ’ αγάλματά τους
τρέμοντας από τον φόβο, ενώ από την οροφή ψηλά
μαύρο τρέχει αίμα, σημάδι αναπόφευκτης συμφοράς.
Φύγετε λοιπόν από τ’ άδυτο και ψυχωθείτε για τις δυστυχίες σας.
Όταν οι Αθηναίοι απεσταλμένοι τ’ άκουσαν αυτά, βρέθηκαν σ’ απόγνωση. Εκεί που θεωρούσαν πως ήσαν χαμένοι με το κακό που προέλεγε ο χρησμός, ο Τίμων, γιος του Ανδροβούλου, από τους επιφανείς πολίτες των Δελφών, τους συμβούλεψε να πάρουν τα σύμβολα που κρατούν οι ικέτες και σαν ικέτες να πάνε για δεύτερη φορά να ζητήσουν χρησμό από το Μαντείο. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν και είπαν στον θεό: «Άνακτα, δώσε μας για την πατρίδα μας καλύτερο χρησμό, από σεβασμό προς τα ικετήρια που κρατάμε ερχόμενοι σε σένα. Αλλιώς δεν θα φύγομε από το άδυτο, αλλά θα μείνομε εδώ ώσπου να πεθάνομε».
Όταν τα είπαν αυτά, η Πυθία τούς έδωσε δεύτερο χρησμό:
Δεν μπορεί η Αθηνά να κάμψει τον Ολύμπιο Δία, μ’ όλο που τον παρακαλεί με λόγια πολλά και σοφία γεμάτα.
Αλλά και πάλι θα σου πω τον λόγο αυτό, σκληρό σαν το διαμάντι.
Όταν θα έχουν κυριευθεί όσα ορίζει ο Κέκροψ και όσες βαθιές σπηλιές έχει ο Κιθαιρώνας, τότε ο παντεπόπτης Δίας θα δώσει στην Τριτογενή[1] ξύλινο τείχος
το μόνο απόρθητο, σωτήριο για σε και τα παιδιά σου.
Μην περιμένεις ατάραχος το ιππικό και το πολύπληθο πεζικό που έρχεται από στεριά, μα υποχώρησε γυρίζοντας τα νώτα και θα ’ρθει ώρα να πολεμήσεις.
Θεία Σαλαμίνα, θα γίνεις αιτία να χάσουν μάνες τα παιδιά,
όταν θα σπέρνονται της Δήμητρας οι καρποί ή όταν θα θερίζονται.
Ο χρησμός αυτός ήταν πιο ήπιος κι έτσι φάνηκε και στους Αθηναίους απεσταλμένους• τον έγραψαν κι έφυγαν για την Αθήνα. Μόλις έφθασαν, ανακοίνωσαν τον χρησμό στον λαό. Ενώ προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τον χρησμό, διατυπώθηκαν πολλές απόψεις, δύο όμως ήσαν οι επικρατέστερες. Πολλοί από τους γεροντότερους υποστήριζαν ότι ο θεός θεωρούσε πως η ακρόπολη θα μπορέσει να τους προστατέψει. Παλαιότερα η ακρόπολη είχε γύρω έναν ξύλινο φράχτη κι αυτόν τον φράχτη θεωρούσαν οι γεροντότεροι ως ξύλινο τείχος. Οι άλλοι πάλι έλεγαν ότι ο θεός εννοούσε τα καράβια και πως γι’ αυτά μόνο έπρεπε να φροντίσουν, εγκαταλείποντας όλα τ’ άλλα. Αλλά όσους υποστήριζαν ότι το ξύλινο τείχος είναι τα καράβια, τους δημιουργούσαν αμφιβολίες οι δυο τελευταίοι στίχοι που είχε πει η Πυθία:
Θεία Σαλαμίνα, θα γίνεις αιτία να χάσουν μάνες τα παιδιά,
όταν θα σπέρνονται της Δήμητρας οι καρποί ή όταν θα θερίζονται.
Αυτά τα λόγια έρχονταν σ’ αντίφαση με την γνώμη όσων υποστήριζαν πως το ξύλινο τείχος είναι τα καράβια, γιατί οι χρησμολόγοι θεωρούσαν ότι αυτό σήμαινε πως αν ναυμαχούσαν στην Σαλαμίνα θα πάθαιναν συμφορά.
Ανάμεσα στους Αθηναίους υπήρχε κάποιος που είχε πρόσφατα αναδειχθεί ανάμεσα στους επιφανείς της πόλης. Το όνομά του ήταν Θεμιστοκλής, αλλά τον φώναζαν γιο του Νεοκλή. Ο άνθρωπος αυτός υποστήριζε ότι οι χρησμολόγοι δεν έδιναν απόλυτα σωστή ερμηνεία, κι έλεγε τα εξής: Αν τα λόγια του θεού απευθύνονταν στους Αθηναίους, τότε δεν θα είχε μεταχειριστεί τόσο ευνοϊκή έκφραση, αλλά θα έλεγε «φοβερή Σαλαμίνα», αντί του «θεία Σαλαμίνα», εφόσον οι Αθηναίοι επρόκειτο ν’ αφανιστούν εκεί κοντά. Αν εξηγούσε κανείς σωστά τον χρησμό, τότε τα λόγια αυτά απευθύνονταν στον εχθρό και όχι στους Αθηναίους. Τους συμβούλευε, λοιπόν, να ετοιμαστούν για ναυμαχία και τούτο θα ήταν το ξύλινο τείχος. Αυτή την ερμηνεία έδινε ο Θεμιστοκλής και οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι ήταν πιο σωστή από την ερμηνεία των χρησμολόγων, οι οποίοι τους απέτρεπαν από το να ναυμαχήσουν, και επιπλέον τους συμβούλευαν να μην προβάλουν αντίσταση, αλλά ν’ αφήσουν την Αττική και να μεταναστεύσουν.
Πριν από αυτή και άλλη γνώμη του Θεμιστοκλή είχε τότε επικρατήσει, όταν στο δημόσιο ταμείο συγκεντρώθηκαν πολλά χρήματα από τα μεταλλεία Λαυρίου. Επρόκειτο, λοιπόν, να τα μοιράσουν οι Αθηναίοι παίρνοντας δέκα δραχμές ο καθένας. Ο Θεμιστοκλής τούς έπεισε να παραιτηθούν από την μοιρασιά και με τα χρήματα αυτά να ναυπηγήσουν διακόσια καράβια για τον πόλεμο, εννοώντας τον πόλεμο εναντίον της Αίγινας. Ο πόλεμος αυτός έσωσε την Ελλάδα, γιατί ανάγκασε τους Αθηναίους να γίνουν θαλασσινοί. Τα καράβια αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό που κατασκευάστηκαν, αλλά όταν ήρθε η ώρα που ήσαν απαραίτητα, η Ελλάδα τα διέθετε. Τα καράβια, λοιπόν, αυτά που ήδη είχαν ναυπηγήσει αποτελούσαν τον στόλο των Αθηναίων, αλλά έπρεπε να φτιάξουν κι άλλα. Μετά τον χρησμό, συσκέφθηκαν κι αποφάσισαν, υπακούοντας στον θεό, να αντισταθούν σύσσωμοι με τα καράβια τους, μαζί με όσους Έλληνες θα τ’ αποφάσιζαν, στον βάρβαρο που εξεστράτευε εναντίον της Ελλάδος.
[1] Την Αθηνά.