Οι Δωριείς. Η επάνοδος των Ηρακλειδών στην αρχαία τους κοιτίδα
Κείμενο: Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Μεταγλώττιση: Μαρία Αλεξίου – National Geographic Society
Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι απόγονοι του Ηρακλή, μετά το θάνατο του Ύλλου και το διωγμό τους από την Πελοπόννησο, κατέφυγαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, την οποία εξούσιαζε ο Δώρος, γιος του Έλληνα και γενάρχης των Δωριέων.
Την κατάκτηση της Πελοποννήσου και την κυριαρχία τους στους αχαϊκούς πληθυσμούς οι Δωριείς την ερμήνευσαν με το μύθο της «επανόδου των Ηρακλειδών», δηλαδή με την επιστροφή των απογόνων του Ηρακλή στην αρχαία τους κοιτίδα.
Οι αρχαίοι απέδιδαν αυτή τη μεταβολή στο γεγονός που ήδη αναφέραμε, δηλαδή σε αυτό που αποκαλείται Κάθοδος των Ηρακλειδών. Εξιστορούσαν δηλαδή ότι ο Ηρακλής και ο Ευρυσθέας ήταν και οι δυο απόγονοι του φημισμένου βασιλιά της Τίρυνθας Περσέα.
Ωστόσο, μόλις πέθανε ο Ηρακλής, ο Ευρυσθέας έδιωξε από την πατρίδα τους τα παιδιά του ήρωα, τα οποία γι’ αυτόν το λόγο αναγκάστηκαν να αναζητήσουν καταφύγιο και συμμάχους έξω από τα όρια της Πελοποννήσου. Ο ένας γιος του Ηρακλή, ο Ύλλος, προσπάθησε να επανακτήσει την πατρίδα του, εφορμώντας από την Αθήνα, αλλά απέτυχε. Μάλιστα, αφού πέθανε, οι Ηρακλείδες πήγαν στους Δωριείς και μαζί με αυτούς μετανάστευσαν από τη Θεσσαλία στη Λωρίδα. Τελικά, εκεί οι δισέγγονοι του Ύλλου, Τήμενος, Κρεσφόντης και Αριστόδημος, πέτυχαν το σκοπό τους με τη βοήθεια των Δωριέων, με επικεφαλής τον Πάμφυλο και τον Δύμαντα, τους γιους του βασιλιά Αιγιμιού, και με τη συνεργασία των Αιτωλών, με τον ηγεμόνα τους τον Όξυλο. Ο Τήμενος και οι αδελφοί του αποφάσισαν να επιτεθούν στην Πελοπόννησο όχι από τον Ισθμό, όπως ο Ύλλος στο παρελθόν, αλλά μέσα από το στενό πορθμό Ρίου-Αντιρρίου. Επίσης, επειδή ήταν στο πλευρό τους όχι μόνο οι Αιτωλοί αλλά και οι Λοκροί οι Οζόλες, αυτοί οι τελευταίοι τους παραχώρησαν λιμάνι για να ναυπηγήσουν τα πλοία τους, το οποίο από τότε ονομάστηκε Ναύπακτος. Από εκεί, λοιπόν, αναχώρησαν και πέρασαν από τον Ισθμό στην απέναντι παραλία και επιτέθηκαν στον πιο ισχυρό τότε βασιλιά της χερσονήσου, τον Τισαμενό, γιο του Ορέστη, που ήταν γιος του Αγαμέμνονα. Στην αποφασιστική μάχη που δόθηκε, ο Τισαμενός νικήθηκε κατά κράτος, ενώ σκοτώθηκαν ο Πάμφυλος και ο Δύμαντας.
Οι Δωριείς, μόλις κατέκτησαν την Πελοπόννησο, προσπάθησαν αμέσως να τη μοιράσουν: Τα εύφορα εδάφη της Ήλιδας τα παραχώρησαν στον Όξυλο και στους Αιτωλούς που ήταν μαζί του, ο Τήμενος πήρε το Άργος και ο Κρεσφόντης τη Μεσσήνη. Επειδή στη διάρκεια της εκστρατείας ο Αριστόδημος είχε πεθάνει, η ηγεσία της Σπάρτης παραχωρήθηκε στους δίδυμους γιους του, τον Ευρυσθένη και τον Προκλέα. Από τότε επικράτησε στη Σπάρτη την εξουσία να ασκούν δύο βασιλιάδες, απόγονοι των δύο αδελφών. Εξαιτίας όλων αυτών που συνέβαιναν, οι Αχαιοί, που έτσι έφυγαν από την υπόλοιπη χερσόνησο, εφόρμησαν στη βόρεια παραλία, κοντά στον Κορινθιακό κόλπο, και εγκαταστάθηκαν εκεί, αφού ανάγκασαν τους κατοίκους της περιοχής, δηλαδή τους Ίωνες, να καταφύγουν στους Αθηναίους με τους οποίους κατάγονταν από το ίδιο φύλο. Πάντως, στην Ιλιάδα δεν γίνεται καμία αναφορά για Ίωνες στην Πελοπόννησο.
Αυτή την παράδοση ερμήνευσαν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους και παλιοί και νεότεροι μελετητές. Εδώ θα αναφέρουμε μόνο τους αρχαίους, γιατί οι νεότεροι αναπλάθουν συνήθως τα γεγονότα σύμφωνα με την προσωπική τους άποψη, την οποία δεν διαμορφώνουν με βάση αυτά. Ο Θουκυδίδης και ο Πλάτωνας συμφωνούν ότι οι Ηρακλείδες της μυθολογίας δεν ήταν άλλοι από τους πρόσφυγες της Πελοποννήσου, που απέκτησαν ξανά τα πάτρια εδάφη, από όπου είχαν πρόσφατα εκδιωχθεί. Στη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου λένε ότι επικράτησε μια νέα γενιά στις πόλεις της Ελλάδας. Όταν, λοιπόν, γύρισαν από την Ασία οι ήρωες που συμμετείχαν στην εκστρατεία, προ- κλήθηκαν πολλές εξεγέρσεις, σφαγές, διώξεις και μετακινήσεις πληθυσμών. Σε όλα αυτά οφείλονται και οι αλλαγές που προαναφέρθηκαν στα καθεστώτα στη Θεσσαλία και τη Βοιωτία, καθώς και η μεταβολή στην Πελοπόννησο, για την οποία τώρα κάνουμε λόγο. Η πληροφορία αυτή, με την εγκυρότητα που της προσδίδει ένας από τους πιο αξιόπιστους ιστορικούς και καθώς την αποδέχεται ένας άνδρας ο οποίος αποτελεί εξίσου αξιόπιστο μάρτυρα, είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί. Το μόνο που έχουμε δικαίωμα να συμπληρώσουμε είναι ότι οι πρόσφυγες που επέστρεψαν στην Πελοπόννησο βάσει της παράδοσης που διαμορφώθηκε αργότερα δεν ονομάστηκαν Ηρακλείδες. Είναι πιο πιθανό ότι αυτοί οι ίδιοι από την αρχή, όταν ετοίμαζαν την κάθοδό τους, θέλησαν να περιβάλουν τους εαυτούς τους με την αίγλη που πήγαζε από αυτό το όνομα. Διαφορετικά δεν εξηγείται πώς στη νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώθηκε, σε όλη σχεδόν τη χερσόνησο αποδόθηκε στην πρώτη φυλή η ονομασία των Υλλέων, δηλαδή των απογόνων του Ύλλου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν γιος του Ηρακλή.
Οι Δωριείς
Τώρα, όσον αφορά στο στρατό που ακολούθησε τους φυγάδες, η άποψη που επικράτησε στους ιστορικούς χρόνους ήταν ότι τους Αιτωλούς τούς επανέφεραν στην πατρίδα τους οι Αιτωλοί, ενώ τους υπόλοιπους οι Δωριείς. Η Δρυοπίδα ονομάστηκε Δωρίδα. Οι καινούργιες πόλεις που ιδρύθηκαν στη Μεσσηνία, τη Λακωνική, την Αργολίδα και την Κορινθία ονομάστηκαν δωρικές. Ο Πίνδαρος αναφέρει δωρικούς θεσμούς, καθώς και τον Αιγιμιό. Ξεχωριστή θεωρήθηκε η ζωή τους, δηλαδή η ζωή σύμφωνα με τον τρόπο των Δωριέων, και πάρα πολλά στοιχεία από αυτή ονομάστηκαν δωρικά, όπως, για παράδειγμα, δωρική διαχείριση εσόδων και εξόδων του σπιτιού, δωρικό ντύσιμο. Ο ιδιαίτερος αρχιτεκτονικός ρυθμός ονομάστηκε δωρικός, όπως δωρικοί κίονες, δωρικές τρίγλυφοι, δωρικό κυμάτιο. Από ό,τι φαίνεται, υπήρξε και γραφή που αποκαλούνταν δωρική. Τέλος, ο μεγάλος Πελοποννησιακός Πόλεμος παρουσιάστηκε ως πόλεμος ανάμεσα στους Δωριείς και τους Ίωνες και αυτά τα δύο σημαντικότερα τμήματα του ελληνισμού ως πάντα εχθρικά μεταξύ τους.
Ωστόσο, υπάρχουν μαρτυρίες και αποδείξεις που φανερώνουν ξεκάθαρα ότι το όνομα των Δωριέων δεν δήλωνε από την αρχή μια ξεχωριστή φυλή που είχε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο Πλάτωνας, αφού εξήγησε τι ήταν οι Ηρακλείδες, αναφέρει πώς προέκυψε η ονομασία των Δωριέων. Λέει, λοιπόν, ότι αυτοί που επέστρεψαν στην Πελοπόννησο άλλαξαν το όνομά τους και από Αχαιοί αποκαλούνταν Δωριείς «από αυτόν που τους συγκέντρωσε τότε, τον Δωριά». Και ο Ηρόδοτος λέει ότι το δωρικό γένος δεν ονομάστηκε δωρικό παρά μόνο αφού ήρθε στην Πελοπόννησο. Ο Πίνδαρος αποκαλεί τους Σπαρτιάτες απόγονους «του Παμφύλου και των Ηρακλειδών», δηλαδή απόγονους των Ηρακλειδών και του στρατού που συγκέντρωσαν αυτοί, ο οποίος αποτελούνταν από διαφορετικούς λαούς. Σύμφωνα με το μύθο για τον Έλληνα και τους γιους του, ο Δώρος, αφού πήρε την πέρα χώρα της Πελοποννήσου, έδωσε το όνομά του σε όλους όσοι κατοικούσαν εκτός του Ισθμού. Ο μύθος αυτός είναι πάρα πολύ παλιός, όχι όμως πιο παλιός από τον 8ο αιώνα π.Χ. Ο λόγος είναι ότι, αν και ο Όμηρος τον αποσιωπά, τον αναφέρει για πρώτη φορά ο Ησίοδος. Αυτό σημαίνει ότι εμφανίστηκε αμέσως μόλις οι Σπαρτιάτες, αφού ρύθμισαν το πολίτευμά τους με την αρωγή του Λυκούργου, προσπάθησαν να κυριαρχήσουν διεξάγοντας τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Τότε, για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο, παρουσίασαν το γενάρχη τους ως πρωτότοκο γιο του Έλληνα. Ωστόσο, ούτε τότε υποστήριξαν ότι αποτελούσαν κάποια ξεχωριστή φυλή, αλλά, αντίθετα, ότι όλοι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ονομάζονταν Δωριείς. Την άποψη ότι αποτελούσαν ιδιαίτερη φυλή δεν άρχισαν να την προβάλλουν παρά τον 7ο αιώνα π.Χ., όταν πιθανότατα δημιουργήθηκε όλη η παράδοση σχετικά με την Κάθοδο των Ηρακλειδών. Τότε, επειδή από μέρα σε μέρα οι επιτυχίες τους αυξάνονταν, επιδίωξαν αρχικά να προβάλουν τους εαυτούς τους ως εκλεκτό λαό από όλο το έθνος, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να αποκτήσουν ένα ξεχωριστό ορμητήριο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ο Τυρταίος είπε ότι ήρθαν από τη Δρυοπίδα, ενώ η Δρυοπίδα, που είχε μετονομαστεί σε Δωρίδα, εξακολουθούσε να θεωρείται μητρόπολη των Δωριέων.
Παλιά κανείς δεν πίστευε στους δωρικούς θεσμούς του Αιγιμιού. Μέχρι ο Λυκούργος να διαμορφώσει το πολίτευμά τους, οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, είχαν τους χειρότερους νόμους από όλους τους Έλληνες και πολύ συχνά αντιμετώπιζαν εξεγέρσεις. Τους νόμους μάλιστα που θέσπισε ο Λυκούργος έλεγαν και οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι αλλά και οι διαπρεπέστεροι Έλληνες -ο Ηρόδοτος, ο Αριστοτέλης, ο Στράβωνος και ο Πλούταρχος- ότι τους παρέλαβαν από την Κρήτη. Ζωή σύμφωνα με το δωρικό τρόπο σήμαινε να ζει κανείς με βάση τους θεσμούς του Λυκούργου, οι οποίοι δεν ήταν δωρικοί και, εκτός από τη Σπάρτη, δεν εμφανίζονται σε καμία άλλη δωρική πόλη. Δωρικός ρυθμός ονομάστηκε ο παλαιότερος και ο πιο λιτός ελληνικός ρυθμός, ο οποίος τόσο μικρή σχέση είχε με τους Δωριείς, που αργότερα στη δωρική Κόρινθο διαμορφώθηκε το πιο αριστοτεχνικό κιονόκρανο. Για το δωρικό ρυθμό το μόνο που έχουμε να πούμε είναι ό,τι είπε και ο Ηρόδοτος για το δωρικό ντύσιμο -το κάθε αρχαιοελληνικό φόρεμα «είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε δωρικό»- και ο Μυλλέρος για τη δωρική γραφή, ότι τα δωρικά γράμματα είναι τα πιο αρχαία ελληνικά γράμματα.
Οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες δεν πίστευαν καθόλου στον πανάρχαιο βασιλιά των Δωριέων και στους γιους του, Πάμφυλο και Δύμαντα. Σύμφωνα με την περιγραφή της πόλης τους την οποία μας διέσωσε ο περιηγητής Παυσανίας, αναφέρονται πάρα πολλά μνημεία που αφορούν στις παραδόσεις των αχαϊκών χρόνων.
Η μεγάλη Αφεταΐδα οδός, η οποία πήρε το όνομά της από το δρόμο που σχεδίασε εκεί ο Ικάριος για τους μνηστήρες της Πηνελόπης· ο τάφος του Ορέστη και του Αγαμέμνονα, το ιερό της Ελένης, το μνήμα του Κάστορα, ένα άγαλμα των Διόσκουρων Αμβουλίων κ.λπ. Επίσης, γίνεται αναφορά σε πάρα πολλά μνημεία που διατηρούν αναλλοίωτα στους αιώνες γεγονότα και ονόματα των ιστορικών χρόνων. Τέτοια είναι ο ανδριάντας του δήμου Σπαρτιατών, η Περσική Στοά, φτιαγμένη από τα λάφυρα των Περσών, το μνήμα του Λεωνίδα, το μνήμα και τα ομοιώματα του Παυσανία, ο τάφος του Βρασίδα. Μάταια όμως θα αναζητήσουμε σε αυτή την πόλη ομοίωμα ή ηρώο του Αιγιμιού ή έστω των γιων του, Παμφύλου και Δύμαντα, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκαν στη μάχη με την οποία οι Δωριείς κυρίεψαν την Πελοπόννησο.
Ωστόσο, και οι βασιλιάδες της Σπάρτης δήλωναν κατηγορηματικά ότι ήταν Αχαιοί και όχι Δωριείς. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. ήρθε στην Αθήνα ο Κλεομένης. Όταν θέλησε να μπει στο άδυτο της θεάς στην Ακρόπολη, τον εμπόδισε η ιέρεια, επειδή «δεν επιτρέπεται σε Δωριείς να περάσουν μέσα». Τότε ο Κλεομένης δεν δίστασε να απαντήσει: «Γυναίκα, δεν είμαι Δωριέας αλλά Αχαιός».
Από όλα αυτά προκύπτει ότι οι Δωριείς ήταν πρώτα πρώτα μια ομάδα από μάχιμους κατοίκους της Στερεάς Ελλάδας, τους οποίους στρατολόγησαν οι πρόσφυγες της Πελοποννήσου, για να επανακτήσουν με τη βοήθειά τους τα πάτρια εδάφη. Ξεχωριστή φυλή έγιναν αργότερα, όταν οι Σπαρτιάτες, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις αλλαγές που συντελέστηκαν στη χερσόνησο και θέλησαν να παρουσιάσουν αυτές τις μεταβολές ως αποτέλεσμα κάποιας σημαντικής μερίδας του ελληνικού έθνους.
Γι’ αυτόν το σκοπό έπλασαν τότε το μύθο του Έλληνα που είχε πρωτότοκο γιο τον Δώρο, παρ’ όλο που για πολλούς αιώνες οι Αχαιοί θεωρούνταν αυτοί που είχαν δημιουργήσει τον πρώτο ελληνικό κόσμο. Γι’ αυτό, λοιπόν, οι Σπαρτιάτες απέδωσαν στον Αιγιμιό τους θεσμούς του Λυκούργου, οι οποίοι τίποτε κοινό δεν είχαν ούτε με την προηγούμενη ούτε με τη μεταγενέστερη ζωή των Ελλήνων, αλλά, αφού μεταδόθηκαν από την Κρήτη στη Σπάρτη, με θαυμαστό τρόπο, είναι η αλήθεια, εκεί τελειοποιήθηκαν. Μολονότι απέχουμε πολύ από τα χρόνια που έγινε αυτή η αλλαγή, αποκαλούμε Δωριείς τους πολεμιστές που εισέβαλαν στην Πελοπόννησο στο πλευρό των προσφύγων που επέστρεψαν στην πατρίδα τους, συμφωνώντας με τον Ηρόδοτο και τον Πλάτωνα οι οποίοι λένε ότι αυτοί από τότε αποκαλούνται Δωριείς.
Οι Δωριείς διέσχισαν τη Ναύπακτο, αλλά δεν κατέλαβαν τη χερσόνησο δίνοντας μόνο μία μάχη. Μόνο οι Επειοί φαίνεται ότι ανέκτησαν την πατρίδα τους ανεμπόδιστα. Σε αυτή τη χώρα δεν έγινε καμία άλλη αλλαγή, εκτός από το ότι εγκαταστάθηκε μαζί τους και μια μερίδα από τους Αιτωλούς, οι οποίοι όμως δεν έδωσαν στους κατοίκους το όνομά τους. Η ονομασία μάλιστα των Επειών δεν υπήρχε πια, αλλά, αντί αυτής, είχε επικρατήσει εκείνη των Ηλείων που ήταν ντόπιοι και αυτοί από παλιά, καθώς αναφέρονται στα ομηρικά έπη. Οι Μεσσήνιοι, από την άλλη, και οι Λακεδαιμόνιοι ήρθαν αντιμέτωποι με φοβερές δυσκολίες.
Ο Έφορος υποστηρίζει, σύμφωνα με την κοινή παράδοση, ότι οι Μεσσήνιοι κυριάρχησαν αμέσως σε όλη την περιοχή, όμως συμπληρώνει ότι ύστερα από λίγο καιρό περιορίστηκαν μόνο στη Στενύκλαρο. Αυτό επιβεβαιώνεται και από γεγονότα ιστορικά αποδεδειγμένα. Γύρω στα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. ο βασιλιάς της Σπάρτης Τήλεκλος λέγεται ότι ίδρυσε κοντά στο Μεσσηνιακό κόλπο τις τρεις πόλεις Ποιήεσσα, Αιγειάδα και Τράγιο. Επομένως, η χώρα αυτή δεν ανήκε πλέον στους Μεσσηνίους Δωριείς. Ούτε βέβαια οι Λακεδαιμόνιοι τους την αφαίρεσαν στο διάστημα που μεσολάβησε, γιατί αυτό το γεγονός συνέβη έναν αιώνα πριν από τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Εκτός από αυτό, το 736 π.Χ. ανακηρύχθηκε νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες ο Κορωναίος Οξύθεμις. Στους αγώνες όμως αυτούς επιτρεπόταν να πάρουν μέρος μόνο πολίτες ανεξάρτητης πόλης και από αυτό συνεπάγεται ότι η Κορώνη εκείνο το διάστημα διατηρούσε ακόμη την ανεξαρτησία της. Επίσης, πέρασε πολύς καιρός μέχρι να κατακτηθεί η Λακωνική. Τη Σπάρτη παρέδωσε σε αυτούς που επέστρεψαν στην πατρίδα τους ο Φιλόνομος, αλλά πήρε ως αντάλλαγμα τις Αμύκλες, οι οποίες παρέμειναν ανεξάρτητες μέχρι τα χρόνια του Τηλέκλου. Μόνο τότε κατακτήθηκαν και οι Αμύκλες και η Φάρις και οι Γερόνθρες, που ανήκαν στους Αχαιούς 300 περίπου χρόνια από την κάθοδό τους. Επίσης, αργότερα, στα χρόνια του Αλκαμένη του Τηλέκλου, κυριεύτηκε και το Έλος, το οποίο επίσης κατείχαν οι Αχαιοί.
Από αυτά τα γεγονότα γίνεται ολοφάνερο ότι οι Δωριείς μαζί με τους Ηρακλείδες δεν κατέκτησαν αμέσως όλη την Πελοπόννησο. Ταυτόχρονα, προκύπτει ότι στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου δεν επιτέθηκε η στρατιά που πέρασε από το Αντίρριο στο Ρίο. Εκείνη η στρατιά που αντιμετώπισε τόσες δυσκολίες στη Μεσσηνία και στη Λακωνική δεν μπορούσε ταυτόχρονα να ασχοληθεί με την κατάκτηση της Αργολίδας και της Κορινθίας. Βέβαια, οι τελευταίες αυτές περιοχές δέχτηκαν επίθεση από μοίρα του δωρικού στρατού, η οποία πραγματοποίησε επιδρομή από τη θάλασσα μέσω του Σαρωνικού και του Αργολικού κόλπου.
Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι είχαν αναπτυχθεί κάποιες σχέσεις ανάμεσα σε Λακεδαιμονίους, Μεσσηνίους και Ηλείους, από τις οποίες είτε πάντα είτε για κάποιο χρονικό διάστημα απείχαν οι Αργείοι και οι Κορίνθιοι. Στο ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, που βρισκόταν στα βουνά της Μεσσηνίας, οι μόνοι από τους Δωριείς που μετείχαν ήταν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Μεσσήνιοι. Στην αρχή, δηλαδή για μισό περίπου αιώνα, στην Ολυμπιάδα συμμετείχαν μόνο οι Μεσσήνιοι και οι Ηλείοι. Οι Κορίνθιοι, οι Επιδαύριοι και οι Μεγαρείς δεν πήραν μέρος παρά μόνο μετά τη 12η Ολυμπιάδα, ενώ πολύ αργότερα καθιερώθηκε αυτή η γιορτή πανελλαδικά.
Όσον αφορά στα υπόλοιπα, οι εξόριστοι της ανατολικής Πελοποννήσου που επέστρεψαν είχαν περιπέτειες ανάλογες με εκείνες στη Λακεδαίμονα και στη Μεσσηνία. Το Άργος και η Κόρινθος πολιορκήθηκαν αρκετό καιρό από τους γειτονικούς λόφους του Τημενίου και του Σολυγίου. Η Σικυώνα, η Αίγινα, η Τροιζήνα, η Ερμιόνη, η Επίδαυρος κατακτήθηκαν την εποχή της δεύτερης γενιάς (Δωριέων), ενώ ο Φλιούντας και οι Κλεωνές στα χρόνια της τρίτης γενιάς.
Η Ασίνη κυριεύτηκε τον 8ο αιώνα π.Χ., η Ναυπλία τον 7ο αιώνα π.Χ., ενώ κατά τους Μηδικούς Πολέμους οι Μυκήνες και η Τίρυνθα ήταν ανεξάρτητες πόλεις.
Φτάνουμε πλέον στο τελευταίο μέρος της παράδοσης, σύμφωνα με την οποία οι Αχαιοί, αφού διώχτηκαν από την υπόλοιπη Πελοπόννησο με την Κάθοδο των Ηρακλειδών, εφόρμησαν στη βόρεια ακτή και, μόλις την κατέλαβαν, εξανάγκασαν τους προηγούμενους κατοίκους της, που ήταν Ίωνες, να καταφύγουν στους Αθηναίους, με τους οποίους είχαν κοινή καταγωγή. Ωστόσο, η κατάκτηση της Μεσσηνίας, της Λακωνικής και της ίδιας της Αργολίδας και της Κορινθίας ολοκληρώθηκε έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα.
Βέβαια, στο μεταξύ, εγκατέλειπαν κάποιοι τις πόλεις που καταλαμβάνονταν, αυτές στις οποίες οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν μέρος από τις κτήσεις τους στη στρατιά που ήταν μαζί με τους εξόριστους. Μαζικές μετακινήσεις όμως, τις οποίες εικάζει η παράδοση, δεν υπήρξε καμία ανάγκη να γίνουν, αφού στη Λακωνική και στη Μεσσηνία το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας συνέχιζε να ανήκει στους αυτόχθονες για 300 ή 400 χρόνια.
Η νέα τάξη πραγμάτων στην ανατολική Πελοπόννησο
Η νέα τάξη πραγμάτων οργανώθηκε στην ανατολική Πελοπόννησο πολύ πιο νωρίς από ό,τι στη Λακωνική. Δεν συγκαταλέγουμε και τη Μεσσηνία, διότι, από όσα γνωρίζουμε, σε αυτή ποτέ δεν έγιναν σημαντικές αλλαγές. Η Σπάρτη δεν είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη χερσόνησο πριν από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., δηλαδή το τετρακοσιοστό έτος από την κάθοδο, ενώ όλο αυτό το διάστημα τον πρώτο λόγο είχε το Άργος. Αυτό συνέβη γιατί, από τη μία, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας της κατακτήθηκε πολύ πιο πριν από τη χώρα της Λακωνικής, ενώ από την άλλη η νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην ανατολική Πελοπόννησο λίγο διέφερε από εκείνη των ομηρικών χρόνων. Η παλιά αυτονομία της κάθε πόλης διατηρήθηκε χωρίς καμία αλλαγή. Με άλλα λόγια, η μια πόλη δεν κυριαρχούσε στις υπόλοιπες, όπως γινόταν αργότερα στη Λακωνική. Ο βασιλιάς κάθε πόλης συνήθως δεν ήταν τίποτε άλλο από επικεφαλής των αρίστων. Οι πολίτες κάθε πόλης διακρίνονταν, όπως παλιά, σε φυλές, των οποίων τα ονόματα λίγο έως πολύ πλέον τα γνωρίζουμε. Με βάση τις συμφωνίες που είχαν κάνει από πριν οι εξόριστοι οι οποίοι επέστρεψαν, όσο ακόμα ήταν εκτός Πελοποννήσου, οι πρώτες φυλές κάθε πόλης ονομάστηκαν Υλλείς, Πάμφυλοι και Δυμάνες ή Δυμανάτες. Η πρώτη φυλή υποδήλωνε τους Ηρακλείδες, δηλαδή τους εξόριστους που είχαν επιστρέψει. Η δεύτερη τη στρατιά τους που αποτελούνταν από πολλές φυλές, ενώ για την ονομασία της τρίτης, την οποία η παράδοση ανάγει στο γιο του Αιγιμιού, Δύμαντα, δεν έχει βρεθεί ακόμα καμία ιστορικά τεκμηριωμένη προέλευση. Ωστόσο, όπως έγινε σε όλη την έκταση της ανατολικής Πελοποννήσου, δηλαδή μία πόλη δεν ήταν κυρίαρχη των άλλων, έτσι και σε κάθε πόλη ξεχωριστά οι παλιννοστούντες και η στρατιά τους δεν σφετερίστηκαν όλα τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Σε αυτή την περίπτωση, επήλθε ένας συμβιβασμός με τους προηγούμενους κατοίκους. Τέτοιου είδους συμβιβασμός έγινε αρχικά και στη Λακωνική και στη Μεσσηνία. Και στις δυο αυτές χώρες όμως η ισονομία που πρότειναν οι Δωριείς στους προηγούμενους κατοίκους δεν πέτυχε, ενώ στην ανατολική Πελοπόννησο αποτέλεσε τη βάση για όλη τη μετέπειτα ζωή των κατοίκων της. Στο Άργος και στην Επίδαυρο οι προηγούμενοι κάτοικοι αποτέλεσαν μια τέταρτη φυλή, την Υρνηθία, και στη Σικυώνα μια τέταρτη, αυτή των Αιγιαλέων.
Στην Κόρινθο μάλιστα αυτές οι φυλές ήταν συνολικά οκτώ. Η διάλεκτος που δημιουργήθηκε από την ανάμειξη των διαφορετικών διαλέκτων της Στερεάς Ελλάδας με τη γλώσσα των αυτοχθόνων ήταν πολύ πιο ευχάριστη από την αυστηρή, όπως χαρακτηρίζεται, δωρική διάλεκτο. Ωστόσο, το πιο σημαντικό από όλα ήταν το γεγονός ότι οι αντιλήψεις και η νοοτροπία των κατοίκων παρέμειναν ίδιες και μετά την κατάκτηση των Δωριέων. Εξαιτίας των πρώτων ανακατατάξεων που αυτή προκάλεσε, είναι πιθανό να περιορίστηκαν το εμπόριο και η ναυτιλία για ένα χρονικό διάστημα. Ύστερα όμως από λίγο καιρό οι κάτοικοι της ανατολικής Πελοποννήσου στράφηκαν πάλι στη θάλασσα και στο εμπόριο, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ στη Λακωνική. Στην υπόλοιπη χερσόνησο η στροφή αυτή έγινε πολύ αργότερα.
Πηγή: Κ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2004. Τόμος 2. Έκδοση της National Geographic Society, 2009-2010.