Σπαρτιάτες, περίοικοι και είλωτες. Η «κρυπτεία» και οι δολοφονίες στην Αρχαία Σπάρτη
Κείμενο: Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Μεταγλώττιση: Μαρία Αλεξίου – National Geographic Society
Από τα πρώτα ιστορικά χρόνια βρίσκουμε τους κατοίκους της Λακωνικής να έχουν χωριστεί σε τρεις συγκεκριμένες τάξεις: τους Σπαρτιάτες, τους περίοικους και τους είλωτες. Σπαρτιάτες ήταν οι κάτοικοι της πόλης της Σπάρτης, οι οποίοι, ακολουθώντας ορισμένους ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες στον τρόπο ζωής και στην πειθαρχία, αποτελούσαν το μόνιμο στρατό της πολιτείας και ήταν οι μόνοι που είχαν δικαίωμα εκλογής στα δημόσια αξιώματα. Αυτοί οι άνθρωποι ούτε τον καιρό είχαν ούτε τη διάθεση να ασχοληθούν με τη γεωργία, το εμπόριο ή τη βιοτεχνία. Ζούσαν από τα κτήματα που είχαν κοντά στη Σπάρτη και την υπόλοιπη Λακωνική που αντί γι’ αυτούς καλλιεργούσαν οι είλωτες. Αυτοί κατέβαλλαν στους Σπαρτιάτες μέρος της σοδειάς, που μερικές φορές έφτανε ακόμα και στο μισό της. Αλλά ο Σπαρτιάτης, για να έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα, έπρεπε να κάνει δύο πράγματα: να τηρεί τους καθορισμένους κανόνες πειθαρχίας και να συνεισφέρει στα δημόσια δείπνα, τα λεγάμενα συσσίτια, που συντηρούνταν μόνο με τις εισφορές κάθε πολίτη. Καθώς όμως μετά την κατάκτηση ολόκληρης της Λακωνικής σταμάτησε η διανομή νέων κλήρων γης, ενώ συγχρόνως τα παιδιά των πιο φτωχών οικογενειών πολλαπλασιάζονταν, αυξανόταν ολοένα και περισσότερο ο αριθμός των πολιτών που αδυνατούσαν να συμμετάσχουν στα συσσίτια και γι’ αυτό έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Έτσι, προς τα τέλη του Πελοποννησιακού Πολέμου δημιουργήθηκε στη Σπάρτη μια διάκριση -άγνωστη στα παλαιότερα χρόνια- ανάμεσα στους λίγους πολίτες που ασκούσαν ακόμα τα πολιτικά τους δικαιώματα, τους λεγόμενους ομοίους, και στους πολλούς φτωχούς που έχασαν τα δικαιώματα αυτά, τους λεγόμενους υπομείονες. Οι τελευταίοι ωστόσο είχαν τη δυνατότητα, σε περίπτωση που αποκτούσαν περιουσία, να ξαναπάρουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ως προς αυτό διέφεραν από τους άλλους ελεύθερους κατοίκους της Λακωνικής, τους λεγόμενους περιοίκους. Οι περίοικοι ήταν επίσης ελεύθεροι και μάλιστα πολίτες, όχι όμως της Σπάρτης αλλά των υπόλοιπων πόλεων της Λακωνικής. Μόνο οι πολίτες της Σπάρτης διαχειρίζονταν τις υποθέσεις όλης της πολιτείας, ενώ οι περίοικοι κυβερνούσαν μόνο την ίδια τους την πόλη, πάντα όμως κάτω από την επίβλεψη της Σπάρτης. Μερικές φορές η Σπάρτη ασκούσε έλεγχο με διοικητές που έστελνε σε πόλεις περιοίκων, όπως ήταν η αποστολή Κυθηροδικών στα Κύθηρα. Επιπλέον, οι περίοικοι υπηρετούσαν στο στρατό της πολιτείας ως οπλίτες, δηλαδή ως τακτικοί στρατιώτες, και μερικές φορές -σπάνια βέβαια- προάγονταν στα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα. Υπηρετούσαν, όμως, κάθε φορά που τους καλούσε η Σπάρτη, αλλά δεν ανήκαν στο μόνιμο στρατό που τον αποτελούσαν μόνο Σπαρτιάτες. Με άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν οι κυρίαρχοι της Λακωνικής, ενώ οι περίοικοι οι ελεύθεροι υπήκοοί της. Συνεπώς, σε αυτό το σημείο διέφερε ουσιαστικά η λακωνική από την αργολική ομοσπονδία στην οποία κάθε πόλη ήταν εντελώς αυτόνομη και συνδεόταν με τις άλλες μόνο με κάποιους χαλαρούς δεσμούς, θρησκευτικούς και κυρίως εμπορικούς.
Στη λακωνική ομοσπονδία η εξουσία της χώρας ήταν συγκεντρωμένη στη Σπάρτη, η οποία ωστόσο διατηρούσε τη συνοχή στους πολυάριθμους περιοίκους όχι μόνο με τη βία αλλά και με πολλές άλλες ηθικές και υλικές ανταμοιβές. Γενικά οι περίοικοι, αν και δεν ήταν ανεξάρτητοι στη Λακωνική, σε σχέση με τους άλλους Έλληνες θεωρούνταν έως ένα βαθμό αυτόνομοι.
Γι’ αυτό και όταν νικούσαν στην Ολυμπία αναγορεύονταν νικητές ως Λάκωνες και όχι ως Σπαρτιάτες. Επιπλέον οι Σπαρτιάτες έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση σε κάποιους περιοίκους, και κυρίως τους Αμυκλαίους, τους οπλίτες των οποίων τιμούσαν ιδιαίτερα. Είχαν μάλιστα υιοθετήσει κάποιες θρησκευτικές γιορτές τους, όπως τα Υακίνθια και τη λατρεία του Αμυκλαίου Απόλλωνα. Εκτός από όλα αυτά, οι περίοικοι, οι οποίοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν την αυστηρή πειθαρχία και τον τρόπο ζωής των Σπαρτιατών, είχαν κτήματα, τα οποία, αν και δεν ήταν ίδια με των Σπαρτιατών, ωστόσο ήταν αξιόλογα. Επιπρόσθετα, ήταν οι μόνοι στη Λακωνική που ασχολούνταν με την εισαγωγή και την εξαγωγή προϊόντων, καθώς και με όλες τις ντόπιες εμπορικές δραστηριότητες, που ήταν ιδιαίτερα επικερδείς. Τα κέρδη τους αυτά τους παρηγορούσαν για τη σχέση υποτέλειας που είχαν με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι εξαγόραζαν πολύ ακριβά την κυριαρχική τους υπεροχή με μια ζωή τόσο σκληρή που δεν ήταν ιδιαίτερα αξιοζήλευτη. Έτσι, οι περίοικοι είχαν πολύ μικρότερη διάθεση να επαναστατήσουν απ’ ό,τι η Τρίτη τάξη των κατοίκων της Λακωνικής, οι είλωτες.
Το όνομα Εἵλως [είλωτας] ο Έφορος -συγγραφέας που άκμασε τον 4ο αιώνα π.Χ. και τα έργα του δεν σώθηκαν, αλλά αναφέρονται πολλές φορές από άλλους και κυρίως από το γεωγράφο Στράβωνα– θεωρεί ότι προέρχεται από τη λακωνική πόλη Έλος. [σ.σ. Εἵλως, -ωτος και Εἱλώτης, -ου, ὁ, είλωτας, όνομα των Σπαρτιατών δούλων, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.)] Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής αποστάτησαν και στη συνέχεια υποδουλώθηκαν και έδωσαν έτσι το όνομά τους σε εκείνη την τάξη ανθρώπων. Ωστόσο η ετυμολογία αυτή θεωρείται απίθανη. Προτιμότερη φαίνεται να είναι η ετυμολογία από την άχρηστη ρίζα ἑλω, από την οποία παράγονται πολλοί χρόνοι του ρήματος αἱρέω, αἱρώ που σημαίνει συλλαμβάνω, κυριεύω, από όπου παράγεται ίσως και το είλως, όπως και το όμως [δούλος] από το δαμάω, δέμω. Έτσι, αν αυτή η ετυμολογία είναι ακριβής, ο όρος «είλωτες» σημαίνει τους δούλους από αιχμαλωσία. Είλωτες ονομάζονταν κυρίως οι γεωργοί που κατοικούσαν στις κωμοπόλεις και στους αγρούς της Λακωνικής. Κάποιοι εργάζονταν και ως δούλοι σε κατοικίες στη Σπάρτη και σε άλλες πόλεις, ήταν όμως ελάχιστοι σε σύγκριση με τη μεγάλη τάξη των γεωργών. Αυτοί οι γεωργοί καλλιεργούσαν τα χωράφια των Σπαρτιατών, ίσως και των περιοίκων, και τους κατέβαλλαν μέρος του εισοδήματος που εισέπρατταν από την καλλιέργεια των χωραφιών. Οι είλωτες δεν επιτρεπόταν να πουληθούν στο εξωτερικό – ίσως δεν επιτρεπόταν να πουληθούν γενικά. Γι’ αυτό, ήταν σε καλύτερη μοίρα και από τους πενέστες της Θεσσαλίας, καθώς μόνο με αυτούς μπορούσαν να συγκριθούν.
Οι είλωτες, όπως και οι πενέστες, είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν δική τους περιουσία. Έτσι, όταν ο Κλεομένης Γ’ του Λεωνίδα πρότεινε την απελευθέρωση κάθε είλωτα που θα κατέβαλλε πέντε μνες, δηλαδή 500 δραχμές, βρέθηκαν 6.000 είλωτες που πλήρωσαν συνολικά 500 τάλαντα, δηλαδή 3.000.000 δραχμές. Επιπλέον οι είλωτες πολεμούσαν συνήθως ως ψιλοί, ως στρατιώτες δηλαδή ελαφρά οπλισμένοι, και ορισμένες φορές -σπάνια όμως- ως οπλίτες. Εάν τύχαινε και πολεμούσαν γενναία, το κράτος, για να τους ανταμείψει, τους απελευθέρωνε. Οι είλωτες που απελευθερώνονταν με αυτό τον τρόπο ονομάζονταν νεοδαμώδεις, δηλαδή πρόσφατα δεκτοί στο δήμο, και είτε ζούσαν στη Σπάρτη ως υπομείονες είτε αποστέλλονταν σε εξωτερικές υπηρεσίες και αποικίες. Τέλος, οι είλωτες είχαν οικογένεια, μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και γενικά ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους ξενόγλωσσους, τους βαρβάρους και τους αγορασμένους δούλους της υπόλοιπης Ελλάδας. Είχαν συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής και το συνεχή πόθο να ανακτήσουν την ελευθερία τους. Για το λόγο αυτό αναδείχθηκαν σε φοβερή απειλή για τη Σπάρτη. Επαναστάτησαν πολλές φορές και δεν υποτάσσονταν παρά με διαρκή επαγρύπνηση και μερικές φορές με τυραννική αντιμετώπιση. Τα στρατόπεδα οργανώνονταν με τέτοιον τρόπο, ώστε οι Σπαρτιάτες να προστατεύονται από κάθε αιφνιδιαστική επίθεση εκείνων των ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών. Και στο σπίτι ο πολίτης φρόντιζε πάντα να αφαιρεί τον πόρπακα, δηλαδή τη λαβή της ασπίδας, για να μην μπορεί κανένας άλλος να χρησιμοποιήσει αυτό το όπλο. Εάν μάλιστα πιστέψουμε τον Πλούταρχο, που ισχυρίζεται ότι εξιστορεί αυτό που αναφέρει ο Αριστοτέλης, οι έφοροι, κάθε χρόνο που έπαιρναν την εξουσία, κήρυτταν τον πόλεμο εναντίον των ειλώτων, για να δικαιολογήσουν έτσι τη δολοφονία τους. Στη συνέχεια έστελναν σε όλη τη Λακωνική μερικούς ικανούς νέους, οι οποίοι, εξοπλισμένοι με ξιφίδια, περιφέρονταν σε όλη τη χώρα δολοφονώντας τη νύχτα τους πιο επικίνδυνους και ρωμαλέους είλωτες. Αυτή η επιδρομή εναντίον των ειλώτων ονομαζόταν κρυπτεία και είναι μάλλον απίθανο να γινόταν με τόσο τακτικό και επίσημο τρόπο. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι πολλές φορές οργανώνονταν και εκτελούνταν με πραγματικά καταχθόνιους τρόπους δολοφονίες χιλιάδων ειλώτων.
Στο όγδοο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου οι είλωτες αγωνίστηκαν πολύ γενναία για τη Σπάρτη. Ωστόσο, όταν οι Αθηναίοι και οι Μεσσήνιοι είχαν καταλάβει την Πύλο, οι έφοροι, επειδή φοβήθηκαν επανάσταση των ειλώτων, αποφάσισαν να απαλλαγούν από τους πιο γενναίους και υπερήφανους. Έτσι, ανήγγειλαν ότι όσοι από αυτούς πίστευαν ότι πολέμησαν γενναία στον πόλεμο, μπορούσαν να πάνε στη Σπάρτη για να τους δοθεί η ελευθερία τους. Εμφανίστηκαν, λοιπόν, περίπου 2.000 άτομα, που τιμήθηκαν με στεφάνια και πέρασαν από τα ιερά της Σπάρτης σαν να ήταν ελεύθεροι άνθρωποι. Αλλά τα στεφάνια εκείνα έκρυβαν δόλο και στόλισαν τα κεφάλια θυμάτων, καθώς έπειτα από λίγο όλοι αυτοί οι άνδρες εξαφανίστηκαν και κανείς ποτέ δεν έμαθε με ποιον τρόπο δολοφονήθηκε ο καθένας τους. Το φριχτό αυτό γεγονός, το οποίο, δυστυχώς, είναι αναμφισβήτητο, γιατί το εξιστορεί σύγχρονός τους ιστορικός, ο Θουκυδίδης, δείχνει τι απάνθρωπα μέσα αναγκάζονται να μεταχειριστούν μερικές φορές ακόμα και τα πιο πολιτισμένα έθνη για να διασώσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, αλλά και ποια ακατανόητη μυστικότητα επικρατούσε στη διακυβέρνηση της Σπάρτης. Ωστόσο, αν και η δολοφονία τόσο μεγάλου αριθμού γενναίων ανδρών σίγουρα προϋπέθετε πολλούς συνεργούς, ακόμα και ο ιδιαίτερα σχολαστικός Θουκυδίδης δεν κατάφερε να μάθει για κανέναν πώς πέθανε: «Και κανένας δεν κατάλαβε» λέει «με ποιον τρόπο σκοτώθηκε ο καθένας από αυτούς». Εννοείται ότι οι συζητήσεις της εκκλησίας του δήμου δεν ταίριαζαν καθόλου με το πνεύμα και τις ενέργειες τέτοιας εξουσίας.
Πηγή: Κ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2004. Τόμος 2. Έκδοση της National Geographic Society, 2009-2010.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
https://en.wikipedia.org/wiki/Young_Spartans_Exercising