Ηρόδοτος – Η επανάσταση των μάγων (απόσπασμα)
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο Γ΄ των Ιστοριών του Ηρόδοτου, όπως μεταφράστηκε από τον Άγγελο Βλάχο, για τις εκδόσεις Ωκεανίδα, τόμος 2, σελ. 57-73. Το απόσπασμα αυτό λειτουργεί ως σύντομο διήγημα, όπου εξιστορείται ο σφετερισμός της εξουσίας της Αιγύπτου από μια ομάδα μάγων, με την ευκαιρία της τρέλας του άρχοντα Καμβύση και της απροσδόκητης επαλήθευσης μιας προφητείας. Την ιστορία αυτή ακολουθεί η κατάληψη της εξουσίας από τον Δαρείο.

Ενώ, λοιπόν, ο Καμβύσης, γιος του Κύρου, χρονοτριβούσε στην Αίγυπτο όπου τον χτύπησε η τρέλα, εξεγέρθηκαν εναντίον του δύο μάγοι αδελφοί. Τον έναν τον είχε ορίσει ο Καμβύσης διαχειριστή της περιουσίας του. Αυτός επαναστάτησε όταν κατάλαβε ότι ο θάνατος του Σμέρδι είχε μείνει κρυφός και ότι λίγοι Πέρσες γνώριζαν το γεγονός, ενώ οι περισσότεροι τον νόμιζαν ζωντανό. Έτσι, λοιπόν, σκέφθηκε να οργανώσει τα ακόλουθα στο παλάτι: Είχε, όπως είπα, έναν αδελφό συνεπαναστάτη ο οποίος έμοιαζε πολύ στον Σμέρδι, γιο του Κύρου, που τον είχε σκοτώσει ο Καμβύσης, παρ’ όλο που ήταν αδελφός του. Όχι μόνο ήταν ίδιος με τον Σμέρδι αλλά και τ’ όνομά του ήταν Σμέρδις. Αυτόν λοιπόν τον Σμέρδι, αφού τον έπεισε ο μάγος Πατιζείθης λέγοντάς του ότι όλα θα τα ετοιμάσει ο ίδιος, τον πήγε στα ανάκτορα και τον εγκατέστησε στον βασιλικό θρόνο. Αμέσως μετά έστειλε αγγελιαφόρους παντού και έναν στην Αίγυπτο να μηνύσει στον στρατό ότι έπρεπε πλέον να υπακούει στον Σμέρδι και όχι στον Καμβύση.
Όλοι οι άλλοι αγγελιαφόροι διέδωσαν το μήνυμα, καθώς κι εκείνος που θα πήγαινε στην Αίγυπτο. Συνάντησε τον Καμβύση με τον στρατό του στα Εκβάτανα της Συρίας, στάθηκε στην μέση του στρατοπέδου και είπε όσα τον είχε διατάξει ο μάγος. Όταν ο Καμβύσης τ’ άκουσε αυτά, φοβήθηκε πως ο απεσταλμένος έλεγε την αλήθεια και ότι τον είχε προδώσει ο Πρηξάσπης (αυτόν είχε στείλει να σκοτώσει τον Σμέρδι και υπέθεσε ότι δεν εκτέλεσε την διαταγή). Στράφηκε, λοιπόν, στον Πρηξάσπη και του είπε: «Πρηξάσπη, έτσι εκτέλεσες την διαταγή μου;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Αφέντη, όλα αυτά δεν είναι αλήθεια, ότι είναι δυνατόν ποτέ ο αδελφός σου ο Σμέρδις να αναστήθηκε ή ότι μπορεί εκείνος να τρέφει έχθρα εναντίον σου μικρή ή μεγάλη, γιατί εγώ προσωπικά εκτέλεσα την διαταγή σου και τον έθαψα με τα ίδια μου τα χέρια. Αν, τώρα, ανασταίνονται οι νεκροί, τότε περίμενε να δεις μπροστά σου και τον Μήδο Αστυάγη. Αν όμως η τάξη των πραγμάτων είναι όπως πριν, τότε δεν πρέπει να φοβάσαι ότι θα ξαναβλαστήσει εξαιτίας του Σμέρδι κανένα καινούργιο κακό. Εκείνο που τώρα νομίζω ότι πρέπει να κάνομε είναι να προφτάσομε τον αγγελιαφόρο και να τον ανακρίνομε για να μάθομε από ποιον διατάχθηκε να έρθει να μας πει ότι πρέπει να υπακούμε στον βασιλιά Σμέρδι».
Η συμβουλή του Πρηξάσπη άρεσε στον Καμβύση και αμέσως κυνήγησαν τον αγγελιαφόρο και τον έφεραν πίσω. Μόλις έφθασε, τον ρώτησε ο Πρηξάσπης: «Για πες μου, άνθρωπε, ισχυρίζεσαι ότι είσαι απεσταλμένος του Σμέρδι, γιου του Κύρου. Φανέρωσέ μου την αλήθεια και θα μπορείς να φύγεις ήσυχος. Ο ίδιος ο Σμέρδις σε κάλεσε μπροστά του και σου έδωσε την διαταγή ή κάποιος από τους υπηρέτες του;» Ο αγγελιαφόρος αποκρίθηκε: «Από τον καιρό που ο βασιλιάς Καμβύσης ξεκίνησε για την Αίγυπτο, εγώ τουλάχιστον δεν είδα ποτέ τον Σμέρδι. Την διαταγή μού την έδωσε ο μάγος, τον οποίο άφησε ο Καμβύσης διαχειριστή της περιουσίας του, λέγοντάς μου ότι ήταν εντολή του Σμέρδι, γιου του Κύρου, να φέρω τέτοιο μήνυμα». Ο κήρυκας δεν τους είπε κανένα ψέμα. Ο Καμβύσης απευθύνθηκε στον Πρηξάσπη: «Πρηξάσπη, σαν πιστός άνθρωπος υπάκουσες στην διαταγή μου και δεν έχεις φταίξιμο κανένα. Αλλά ποιος, άραγε, είναι ο Πέρσης που επαναστάτησε εναντίον μου, παίρνοντας το όνομα του αδελφού μου;» Ο Πρηξάσπης αποκρίθηκε: «Νομίζω, βασιλιά μου, ότι κατάλαβα τι έγινε. Οι μάγοι είναι εκείνοι που εξεγέρθηκαν, ο Πατιζείθης που άφησες διαχειριστή της περιουσίας σου και ο αδελφός του Σμέρδις».
Όταν ο Καμβύσης άκουσε το όνομα του Σμέρδι, του φανερώθηκε η αλήθεια όσων έλεγε ο Πρηξάσπης και του ονείρου που είχε δει, όπου κάποιος του είχε πει ότι ο Σμέρδις καθόταν στον βασιλικό θρόνο και το κεφάλι του άγγιζε τον ουρανό. Κατάλαβε ότι είχε σκοτώσει τον αδελφό του χωρίς κανένα λόγο και τον έκλαψε. Αφού τον θρήνησε και λυπήθηκε για την συμφορά, καβάλησε το άλογό του έχοντας σκοπό να ξεκινήσει όσο μπορούσε πιο γρήγορα για τα Σούσα, εναντίον του μάγου. Καθώς ανέβαινε στο άλογό του, έπεσε το κουμπί από το θηκάρι του σπαθιού του και η μύτη του ξίφους, γυμνή, τον πλήγωσε στον μηρό. Τραυματίστηκε ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου είχε χτυπήσει τον θεό των Αιγυπτίων Άπι. Νόμισε ότι είχε έρθει πια η ώρα του και ρώτησε ποιο ήταν το όνομα της πολιτείας όπου βρισκόταν. Του είπαν ότι ονομαζόταν Εκβάτανα. Πολύν καιρό πριν ένας χρησμός από την Βουτού είχε προβλέψει ότι θα πεθάνει στα Εκβάτανα. Πίστεψε, τότε, ότι θα πέθαινε από γερατειά στα Εκβάτανα της Μηδίας από όπου κυβερνούσε το κράτος του, ο χρησμός όμως εννοούσε τα Εκβάτανα της Συρίας. Έτσι όταν ρώτησε και του είπαν το όνομα της πολιτείας, πολύ θλιμμένος από την επανάσταση του μάγου και από την πληγή του, ξαναβρήκε τα λογικά του, κατάλαβε το νόημα του χρησμού και είπε: «Εδώ είναι γραφτό να πεθάνει ο Καμβύσης, γιος του Κύρου».
Εκείνη την ώρα αυτά είπε μόνο. Είκοσι μέρες αργότερα κάλεσε τους σημαντικότερους από τους Πέρσες που ήσαν μαζί του και τους ανακοίνωσε: «Είμαι αναγκασμένος να σας φανερώσω το μεγαλύτερο μυστικό μου. Όταν βρισκόμουν στην Αίγυπτο είδα ένα όνειρο, που να μην το έβλεπα καλύτερα ποτέ μου. Κάποιος απεσταλμένος ερχόταν από το παλάτι μου και μου ανήγγειλε ότι ο Σμέρδις καθόταν στον θρόνο μου και το κεφάλι του άγγιζε τον ουρανό. Φοβήθηκα μήπως με εκθρονίσει ο αδελφός μου και ενήργησα γρήγορα αλλά όχι φρόνιμα, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν έχει την δύναμη να μεταλλάξει τα μελλούμενα. Έστειλα, λοιπόν, ο ανόητος, τον Πρηξάσπη στα Σούσα για να σκοτώσει τον Σμέρδι. Αφού εκτελέστηκε το έγκλημα ζούσα αμέριμνος με την σκέψη ότι μετά τον θάνατο του Σμέρδι δεν θα βρισκόταν άλλος να επαναστατήσει εναντίον μου. Έσφαλα γιατί δεν κατάλαβα τι μου μελλόταν κι έγινα αδελφοκτόνος χωρίς κανένα λόγο και έχασα και τον θρόνο μου. Ο άνθρωπος που, καθώς το όνειρο με προειδοποίησε, θα επαναστατούσε εναντίον μου είναι ο μάγος Σμέρδις, αλλά ό,τι έκανα έκανα και μη λογαριάζετε για ζωντανό τον Σμέρδι τον γιο του Κύρου. Οι μάγοι κατέχουν σήμερα την εξουσία εκείνος τον οποίον άφησα διαχειριστή της περιουσίας μου και ο αδελφός του Σμέρδις. Και ο άνθρωπος που περισσότερο απ’ όλους ταίριαζε να εκδικηθεί τους μάγους για το κακό που μου προξενούν πέθανε από ανόσιο θάνατο, χτυπημένος από το χέρι των πιο στενών συγγενών του και δεν υπάρχει πια. Σε σας, λοιπόν, τους υπόλοιπους Πέρσες, είναι ανάγκη να παραγγείλω τι θέλω να γίνει τώρα που πλησιάζει το τέλος της ζωής μου. Εκείνο που σας ζητώ, και επικαλούμαι τους θεούς που προστατεύουν τον θρόνο, το ζητώ από όλους σας και ιδιαίτερα από τους Αχαιμενίδες που βρίσκονται γύρω μου, είναι να μην αφήσετε τους Μήδους να ξαναπάρουν την εξουσία. Αν την κατακτήσουν με δόλο, τότε με δόλο κι εσείς να τους την αφαιρέσετε, αν την πάρουν με την βία, τότε με βία κι εσείς, με σκληρό αγώνα να τους διώξετε. Και αν ακολουθείτε την συμβουλή μου, ας είναι εύφορη η γη σας και γόνιμες οι γυναίκες σας και τα κοπάδια σας κι ας είστε εσείς για πάντα ελεύθεροι. Αν όμως δεν ξαναπάρετε την εξουσία ή αν δεν δοκιμάσετε να την ξανακατακτήσετε, να έχετε την κατάρα μου, να σας συμβούν τα αντίθετα και να έχει ο κάθε Πέρσης το τέλος που μου επιφύλαξε εμένα η μοίρα». Με τα λόγια αυτά ο Καμβύσης άρχισε να θρηνεί για τις συμφορές του.
Όταν οι Πέρσες είδαν τον βασιλιά τους να κλαίει, έσκισαν όσα ρούχα φορούσαν, βογκούσαν και θρηνούσαν. Ύστερα απ’ αυτά, επειδή το κόκαλο έπαθε γάγγραινα και γρήγορα σάπισαν οι σάρκες του μηρού, ο Καμβύσης, ο γιος του Κύρου, πέθανε, αφού βασίλευσε επτά χρόνια και πέντε μήνες. Δεν είχε παιδιά, ούτε αγόρια ούτε κορίτσια. Οι Πέρσες που ήσαν κοντά του δεν πίστευαν διόλου ότι οι μάγοι κατείχαν την εξουσία, αλλά νόμιζαν ότι ο Καμβύσης τους είχε μιλήσει δολερά για τον θάνατο του Σμέρδι, ώστε να επαναστατήσουν εναντίον του όλοι οι Πέρσες.
Ήσαν βέβαιοι ότι εκείνος που είχε καταλάβει τον θρόνο ήταν ο Σμέρδις, γιος του Κύρου. Άλλωστε ο Πρηξάσπης αρνιόταν σθεναρά ότι δολοφόνησε τον Σμέρδι, γιατί μετά τον θάνατο του Καμβύση ήταν επικίνδυνο να παραδεχτεί ότι είχε σκοτώσει με το χέρι του τον γιο του Κύρου. Μετά τον θάνατο του Καμβύση ο μάγος ασκούσε την εξουσία χωρίς φόβο. Σφετεριζόταν το όνομα του Σμέρδι, του γιου του Κύρου. Παρέμεινε στον θρόνο επτά μήνες, δηλαδή όσο καιρό χρειαζόταν για να συμπληρωθούν τα οκτώ χρόνια της βασιλείας του Καμβύση. Στους μήνες αυτούς έκανε μεγάλες ευεργεσίες στους υπηκόους του κι έτσι, όταν πέθανε, τον πένθησαν όλοι οι λαοί της Ασίας εκτός από τους Πέρσες. Ο μάγος είχε στείλει απεσταλμένους σε όλα τα έθνη για ν’ ανακοινώσει ότι για τρία χρόνια θα υπήρχε στρατιωτική και φορολογική απαλλαγή.
Είχε αναγγείλει την απαλλαγή αυτή μόλις κατέλαβε την εξουσία, αλλά τον όγδοο μήνα αποκαλύφθηκε με τον εξής τρόπο: Ο Οτάνης ήταν γιος του Φαρνάσπη. Η γενιά του και ο πλούτος του τον κατέτασσαν ανάμεσα στους πρώτους από τους Πέρσες. Αυτός, ο Οτάνης, πρώτος υποπτεύθηκε ότι ο Σμέρδις δεν ήταν ο γιος του Κύρου, αλλά ο μάγος, επειδή παρατήρησε ότι δεν έβγαινε ποτέ έξω από την ακρόπολη και ότι δεν καλούσε κανέναν από τους Πέρσες ταγούς να παρουσιαστεί μπροστά του. Όταν το υποψιάστηκε, έκανε το εξής: Ο Καμβύσης είχε παντρευτεί μια κόρη του, την Φαιδύμη. Την είχε τότε ο μάγος και κατοικούσε μαζί της, καθώς και με όλες τις άλλες γυναίκες του Καμβύση. Ο Οτάνης της έστειλε μήνυμα και ρωτούσε να μάθει με ποιον κοιμόταν, με τον Σμέρδι, γιο του Κύρου, ή με κάποιον άλλον; Η κόρη τού αποκρίθηκε ότι δεν γνωρίζει, γιατί δεν είχε δει ποτέ της τον Σμέρδι, γιο του Κύρου, ούτε ήξερε ποιος ήταν ο άνδρας που μαζί του πλάγιαζε. Ο Οτάνης έστειλε δεύτερο μήνυμα: «Αν δεν ξέρεις τον Σμέρδι, γιο του Κύρου, ρώτησε την Άτοσσα με ποιον άνδρα κατοικείτε κι εσύ κι εκείνη, γιατί οπωσδήποτε πρέπει να γνωρίζει τον αδελφό της». Πάλι αποκρίνεται η κόρη του: «Δεν μπορώ να μιλήσω στην Άτοσσα ούτε σε καμιά από τις άλλες γυναίκες που συγκατοικούν μαζί μου, γιατί ο άνθρωπος αυτός, όποιος κι αν είναι, μόλις κατέλαβε την εξουσία μάς σκόρπισε και μένομε η καθεμιά χωριστά».
Όταν ο Οτάνης πήρε το μήνυμα ενισχύθηκαν οι υποψίες του. Έστειλε τρίτο μήνυμα στην κόρη του και της έλεγε: «Κόρη μου, είσαι από μεγάλη γενιά και πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις έναν κίνδυνο αφού σου το ζητά ο πατέρας σου, γιατί αν ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ο Σμέρδις, ο γιος του Κύρου, αλλά εκείνος που υποπτεύομαι, δεν πρέπει να εξακολουθήσει να χαίρεται την κοίτη σου και την εξουσία των Περσών, αλλά πρέπει να τιμωρηθεί. Λοιπόν, τώρα κάνε το εξής: Όταν έρθει να πλαγιάσει μαζί σου και καταλάβεις ότι αποκοιμήθηκε, ψηλάφησε τ’ αυτιά του. Αν έχει αυτιά, τότε να είσαι βέβαιη ότι συγκατοικείς με τον Σμέρδι, γιο του Κύρου. Αν δεν έχει αυτιά, τότε ο συγκάτοικός σου είναι ο μάγος Σμέρδις». Η Φαιδύμη αποκρίθηκε λέγοντας ότι αν τα κάνει αυτά θα διακινδυνεύσει πολύ, γιατί αν δεν είχε αυτιά και την αντιλαμβανόταν την ώρα που θα ψηλαφούσε, ήξερε καλά ότι θα την σκότωνε. Δέχτηκε όμως να υπακούσει στον πατέρα της. Ο Κύρος, γιος του Καμβύση, είχε κόψει τ’ αυτιά του μάγου Σμέρδι για κάποια σοβαρή αιτία. Η Φαιδύμη, λοιπόν, έπραξε σύμφωνα με όσα της είχε παραγγείλει ο πατέρας της. Όταν ήρθε η μέρα να μείνει με τον μάγο (στους Πέρσες οι γυναίκες κοιμούνται εκ περιτροπής με τον άνδρα), πήγε κοντά του και ησύχαζε και όταν ο μάγος κοιμήθηκε βαθιά τού ψηλάφησε τ’ αυτιά. Κατάλαβε εύκολα ότι ο άνθρωπος δεν είχε αυτιά και μόλις ξημέρωσε έστειλε μήνυμα στον πατέρα της.
Ο Οτάνης συνάντησε τον Ασπαθίνη και τον Γωβρύα, που ήσαν από τους επιφανείς Πέρσες, πολύ φίλοι του και έμπιστοί του, και τους τα διηγήθηκε όλα. Είχαν κι αυτοί τις ίδιες υποψίες και πίστεψαν όσα τους ανέφερε ο Οτάνης. Αποφάσισαν να το ανακοινώσουν ο καθένας σ’ έναν Πέρση, εκείνον που εμπιστευόταν περισσότερο. Ο Οτάνης μύησε τον Ινταφέρνη, ο Γωβρύας τον Μεγάβυζο και ο Ασπαθίνης τον Τοάρνη. Έτσι έγιναν έξι. Όταν έφθασε στα Σούσα ο Δαρείος, γιος του Υστάσπη που ερχόταν από την Περσία όπου ήταν διοικητής ο πατέρας του, οι έξι θεώρησαν σκόπιμο να τον προσεταιρισθούν.
Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, επτά τώρα, και αντάλλαξαν όρκους και απόψεις. Όταν ήρθε η σειρά του Δαρείου να εκφράσει την γνώμη του, τους είπε τα ακόλουθα: «Νόμιζα ότι ήμουν ο μόνος που ήξερε ότι εκείνος που κατέχει τον θρόνο είναι ο μάγος και ότι ο Σμέρδις, ο γιος του Κύρου, έχει πεθάνει. Γι’ αυτόν τον λόγο ήρθα βιαστικά, για να βρεθεί τρόπος να θανατωθεί ο μάγος. Αφού λοιπόν κι εσείς τα ξέρετε και δεν είμαι μόνος, νομίζω ότι πρέπει να ενεργήσομε αμέσως, χωρίς αναβολή, γιατί υπάρχει κίνδυνος». Σ’ αυτά αποκρίθηκε ο Οτάνης: «Γιε του Υστάσπη, έχεις πατέρα γενναίο και φαίνεσαι να μην υστερείς σε τίποτε από εκείνον. Μην επισπεύσεις όμως το εγχείρημα προτού το σκεφτούμε, αλλά αντιμετώπισέ το με φρόνηση• γιατί πρέπει να γίνομε περισσότεροι και τότε να ενεργήσομε». Ο Δαρείος απάντησε: «Πέρσες, που είσαστε εδώ συγκεντρωμένοι, να ξέρετε ότι αν ακολουθήσετε την συμβουλή του Οτάνη, θα σας περιμένει εξευτελιστικός θάνατος, γιατί κάποιος θα βρεθεί να μας καταδώσει στον μάγο για να ωφεληθεί ο ίδιος. Έπρεπε οπωσδήποτε να ενεργήσετε μόνοι σας, αλλά αφού αποφασίσατε να το πείτε σε περισσότερους και να μου το ανακοινώσετε κι εμένα, ή θα δράσομε σήμερα ή, αλλιώς, να το ξέρετε, αν περάσει άσκοπα η σημερινή μέρα, δεν θα επιτρέψω να με προλάβει άλλος καταδότης, αλλά θα πάω εγώ ο ίδιος να τα αποκαλύψω όλα στον μάγο».
Σ’ αυτά ο Οτάνης, βλέποντας τον Δαρείο εξοργισμένο, αποκρίθηκε με τα ακόλουθα: «Αφού μας αναγκάζεις να βιαστούμε και δεν μας αφήνεις κανένα περιθώριο, πες μας λοιπόν με ποιον τρόπο θα μπούμε στο παλάτι και θα τους επιτεθούμε; Θα γνωρίζεις ότι υπάρχουν παντού φρουρές και αν δεν τις είδες θα το έχεις ακουστά. Πώς θα τις αποφύγομε;» Και ο Δαρείος απάντησε: «Οτάνη, υπάρχουν πράγματα που είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς, αλλά εύκολο να πραγματοποιήσει, ενώ υπάρχουν άλλα που είναι εύκολο να εξηγήσει κάποιος, αλλά δεν αποδίδουν τίποτε το σπουδαίο στην πράξη. Μάθετε ότι δεν είναι διόλου δύσκολο να περάσομε από τις φρουρές που υπάρχουν. Σε ανθρώπους της δικής μας κοινωνικής τάξης δεν θα βρεθεί κανείς να αρνηθεί την είσοδο, είτε από σεβασμό είτε από φόβο. Εκτός απ’ αυτό έχω μια πολύ καλή πρόφαση για να περάσομε. Θα ισχυριστώ ότι, καθώς τώρα έφθασα από τους Πέρσες, θέλω ν’ ανακοινώσω μήνυμα του πατέρα μου στον βασιλέα. Όπου χρειάζεται να λέγεται ένα ψέμα, ας λέγεται. Το ίδιο πράγμα επιθυμούμε όσοι λέμε ψέματα και όσοι λέμε αλήθεια. Όσοι λένε ψέματα το κάνουν όταν ελπίζουν ότι κάτι θα κερδίσουν μ’ αυτά, όσοι λένε την αλήθεια το κάνουν για να προσπορισθούν κάποιο κέρδος και για να τους εμπιστεύονται οι άλλοι περισσότερο. Έτσι με διαφορετικά μέσα επιδιώκομε τον ίδιο σκοπό. Αν δεν είχαν την ελπίδα να ωφεληθούν σε κάτι, τότε και εκείνος που λέει την αλήθεια θα έλεγε ψέματα και ο ψεύτης θα έλεγε την αλήθεια. Όποιος από τους φρουρούς μας αφήσει να περάσομε, θα ωφεληθεί απ’ αυτό αργότερα, όποιος προσπαθήσει να μας εμποδίσει ας τον θεωρήσομε αμέσως εχθρό και ας παραβιάσομε τις πύλες για να επιτελέσομε το έργο μας».
Μετά απ’ αυτά μίλησε ο Γωβρύας και είπε: «Φίλοι, πότε θα παρουσιασθεί καλύτερη ευκαιρία για να ξαναπάρομε την εξουσία ή, αν αποτύχομε, να πεθάνομε; Έχομε για ηγεμόνα, εμείς οι Πέρσες, έναν μάγο Μήδο που δεν έχει αυτιά. Όσοι από σας βρισκόσαστε γύρω από τον άρρωστο Καμβύση, οπωσδήποτε θυμάστε ποιες κατάρες επικαλέσθηκε όταν πέθαινε, αν οι Πέρσες δεν προσπαθούσαν να ξανακατακτήσουν την εξουσία. Τότε δεν τα πιστεύαμε και νομίζαμε ότι ο Καμβύσης είχε μιλήσει έτσι για να βλάψει τον Σμέρδι. Τώρα εγώ συμφωνώ με τον Δαρείο. Να μη διαλυθούμε, αλλά όπως είμαστε να πάμε αμέσως να σκοτώσομε τον μάγο».
Ενώ αυτοί συσκέπτονταν, συνέβησαν κατά σύμπτωση τα παρακάτω: Οι μάγοι είχαν συνεννοηθεί και θεώρησαν σκόπιμο να εξασφαλίσουν την φιλία του Πρηξάσπη που είχε δυστυχήσει πολύ με τον Καμβύση, γιατί του είχε σκοτώσει τον γιο του με τόξο. Ο Πρηξάσπης ήταν ο μόνος που γνώριζε τον θάνατο του Σμέρδι, γιου του Κύρου, γιατί τον είχε θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια και, επίσης ήταν σεβαστός από όλους τους Πέρσες. Για τους λόγους αυτούς τον κάλεσαν και τον προσεταιρίσθηκαν, πείθοντάς τον να ορκιστεί ότι δεν θα φανερώσει ποτέ, σε κανέναν άνθρωπο, εκείνο που ήξερε ο ίδιος: την απάτη των μάγων εις βάρος των Περσών. Του έταξαν μύρια όσα πράγματα. Ο Πρηξάσπης τους το υποσχέθηκε και τότε του ζήτησαν και κάτι ακόμη. Είπαν ότι θα συγκαλέσουν όλους τους Πέρσες κάτω από τα τείχη του παλατιού και ότι έπρεπε ν’ ανέβει σ’ έναν πύργο και να τους μιλήσει, λέγοντάς τους ότι βασιλιάς τους είναι ο Σμέρδις, γιος του Κύρου, και κανείς άλλος. Του το ζήτησαν αυτό γιατί ήταν τάχα ο άνθρωπος στον οποίο οι Πέρσες είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη και επειδή πολλές φορές είχε βεβαιώσει ότι ζούσε ο Σμέρδις, ο γιος του Κύρου, για ν’ αρνηθεί τον φόνο που είχε διαπράξει.
Όταν ο Πρηξάσπης τους απάντησε ότι είναι έτοιμος να τα κάνει αυτά, οι μάγοι συγκάλεσαν όλους τους Πέρσες, τον ανέβασαν σ’ έναν πύργο και τον διέταξαν να μιλήσει. Αλλά εκείνος ενσυνείδητα ξέχασε όσα οι μάγοι του είχαν ζητήσει να πει. Άρχισε από την γενεαλογία του Κύρου, από τον Αχαιμένη και έπειτα, και όταν έφθασε στον Κύρο, τους ανέφερε πόσο τους είχε ευεργετήσει και αφού τελείωσε τους αποκάλυψε την αλήθεια, λέγοντας ότι έως τότε την είχε αποκρύψει γιατί θα διέτρεχε κίνδυνο αν την φανέρωνε αλλά τώρα ήταν ανάγκη να την μαρτυρήσει. Τους είπε, λοιπόν, πώς σκότωσε τον Σμέρδι, τον γιο του Κύρου, πράξη που τον ανάγκασε ο Καμβύσης να κάνει, και τους βεβαίωσε ότι οι μάγοι είχαν καταλάβει την εξουσία. Μετά, αφού καταράστηκε τους Πέρσες αν δεν ανακτούσαν την εξουσία και δεν σκότωναν τους μάγους, ρίχτηκε από τον πύργο με το κεφάλι κάτω. Έτσι πέθανε ο Πρηξάσπης, που σ’ όλη του την ζωή στάθηκε άνθρωπος εξαίρετος.
Στο μεταξύ οι επτά Πέρσες που είχαν αποφασίσει να επιτεθούν στους μάγους χωρίς αναβολή, ευχήθηκαν στους θεούς και ξεκίνησαν χωρίς να ξέρουν τίποτε από όσα είχαν συμβεί με τον Πρηξάσπη. Ενώ βάδιζαν και βρίσκονταν στα μισά του δρόμου, τότε έμαθαν τα του Πρηξάσπη, οπότε σταμάτησαν στην άκρη κι έκαναν συμβούλιο. Μερικοί, με τον Οτάνη, ήθελαν οπωσδήποτε ν’ αναβληθεί το εγχείρημα και να μην επιχειρήσουν τίποτε εξαιτίας της αναταραχής που υπήρχε. Άλλοι, με τον Δαρείο, επέμεναν να προχωρήσουν αμέσως και να ενεργήσουν χωρίς αναβολή. Καθώς λογομαχούσαν, φάνηκαν επτά ζευγάρια γεράκια που καταδίωκαν δυο ζεύγη γυπαετούς. Τους τσιμπούσαν και τους μαδούσαν τα φτερά. Όταν τα είδαν, και οι επτά δέχτηκαν την γνώμη του Δαρείου και ξεκίνησαν για το παλάτι, έχοντας πάρει θάρρος από τα πουλιά.
Μόλις βρέθηκαν στις πύλες του παλατιού, έγινε εκείνο που είχε προβλέψει ο Δαρείος. Οι φρουροί από σεβασμό για τους Πέρσες ταγούς και χωρίς να υποπτεύονται ότι μπορεί να κάνουν κάτι κακό, τους άφησαν να περάσουν, σαν κάποια θεία δύναμη να τους προστάτευε δεν τους ρώτησε κανείς τίποτε. Όταν έφθασαν στην εσωτερική αυλή, συνάντησαν τους ευνούχους που αναγγέλλουν τα μηνύματα στον βασιλιά. Οι ευνούχοι τους ρώτησαν τι ήθελαν, απειλώντας τους φρουρούς που τους είχαν αφήσει να περάσουν, και εμπόδιζαν τους επτά να προχωρήσουν. Τότε εκείνοι συνεννοήθηκαν μ’ ένα σύνθημα, τράβηξαν τα μαχαίρια τους, σκότωσαν αυτούς που τους εμπόδιζαν κι έτρεξαν στα διαμερίσματα των ανδρών.
Έτυχε οι δύο μάγοι να βρίσκονται μαζί μέσα και να σκέπτονται όσα είχαν συμβεί με τον Πρηξάσπη. Βλέποντας τους ευνούχους ταραγμένους να φωνάζουν, έτρεξαν και οι δύο και όταν κατάλαβαν τι γινόταν προσπάθησαν να αμυνθούν. Ο ένας πρόλαβε και άρπαξε ένα τόξο, ενώ ο άλλος πήρε ένα κοντάρι και άρχισε η συμπλοκή. Εκείνος που είχε πάρει το τόξο δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, γιατί οι άλλοι, που τον κυνηγούσαν, βρίσκονταν πολύ κοντά του. Ο άλλος αμυνόταν με το κοντάρι και πλήγωσε τον Ασπαθίνη στον μηρό και τον Iνταφέρνη στο μάτι. Ο Ινταφέρνης έχασε το μάτι του αλλά δεν πέθανε. Ο ένας, λοιπόν, από τους μάγους πλήγωσε αυτούς τους δύο. Ο άλλος, καθώς το τόξο δεν είχε καμιά χρησιμότητα για κείνον, κατέφυγε σ’ ένα δωμάτιο συνεχόμενο με το διαμέρισμα αυτό και προσπαθούσε να κλείσει την πόρτα αλλά όρμησαν πίσω του δύο από τους επτά, ο Γωβρύας και ο Δαρείος. Καθώς συνεπλάκησαν ο Γωβρύας με τον μάγο, ο Δαρείος έμενε ακίνητος γιατί φοβόταν μήπως εξαιτίας του σκοταδιού τραυματίσει τον Γωβρύα. Βλέποντάς τον ακίνητο ο Γωβρύας τον ρώτησε γιατί δεν τον βοηθούσε. Ο Δαρείος του αποκρίθηκε: «Φοβάμαι μήπως σε χτυπήσω». Ο Γωβρύας τότε του απάντησε: «Χτύπα κι ας μας σκοτώσεις και τους δυο». Ο Δαρείος χτύπησε με το μαχαίρι του και τυχαία πέτυχε τον μάγο.
Όταν σκότωσαν τους μάγους, τους έκοψαν τα κεφάλια και αφήνοντας τους δύο τραυματίες εκεί, τόσο επειδή ήσαν πληγωμένοι, όσο και για να φρουρούν την ακρόπολη, οι άλλοι πέντε κρατώντας τα δύο κεφάλια έτρεξαν έξω με φωνές και θόρυβο και καλούσαν τους υπόλοιπους Πέρσες εξηγώντας τους τι είχε συμβεί και δείχνοντας τους τα κεφάλια. Ταυτόχρονα σκότωναν όποιον μάγο τύχαινε στον δρόμο τους. Αφού οι Πέρσες έμαθαν τι έπραξαν οι επτά και πληροφορήθηκαν την απάτη των μάγων, θεώρησαν δικαίωμά τους να κάνουν και αυτοί τα ίδια. Τράβηξαν τα μαχαίρια τους και όπου έβρισκαν μάγο τον σκότωναν. Αν δεν έπεφτε η νύχτα, δεν θα τους είχε ξεφύγει κανένας μάγος. Την ημέρα αυτή όλοι οι Πέρσες την εορτάζουν με μεγαλοπρέπεια και οργανώνουν λαμπρή γιορτή που την ονομάζουν μαγοφόνια. Εκείνη την ημέρα δεν επιτρέπεται σε κανέναν μάγο να βγει έξω, αλλά όλοι οι μάγοι μένουν σπίτι τους.
Η μετάφραση είναι του Άγγελου Βλάχου, για τις εκδόσεις Ωκεανίδα.