Ο Ηρόδοτος στους κύκλους (μέρος β΄)
Γράφει η Τitania Matina
Ο Βαβυλωνιακός Λόγος της Ιστορίης αποτελεί μια πολύ γνωστή περίπτωση. Λιγότερο έχει συζητηθεί η στάση του Ηροδότου όταν σκέφτεται τους χάρτες. Κι εδώ, με κύκλους έχει να κάνει.
“Γελάω –λέει– όταν βλέπω πολλούς που έχουν ήδη ζωγραφίσει περιηγήσεις τους, που κανένας τους δεν έχει το μυαλό να εξηγήσει τα πράγματα όπως είναι. Δείχνουνε τον Ωκεανό σαν ποταμό γύρω απ’ τη γη, που είναι κυκλική και σαν φτιαγμένη με διαβήτη, και φτιάχνουνε ισομεγέθεις την Ασία και την Ευρώπη. Εγώ θα πω το μέγεθος της κάθε μιας τους με λίγα λόγια και πώς θα ’πρεπε να είναι η ζωγραφική τους αποτύπωση” (IV 36).
[γελῶ δὲ ὁρῶν γῆς περιόδους γράψαντας πολλοὺς ἤδη καὶ οὐδένα νόον ἐχόντων ἐξηγησάμενον. οἱ Ὠκεανόν τε ῥέοντα γράφουσι πέριξ τὴν γῆν, ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου, καὶ τὴν Ἀσίην τῇ Εὐρώπῃ ποιεύντων ἴσην. ἐν ὀλίγοις γὰρ ἐγὼ δηλώσω μέγεθός τε ἑκάστης καὶ οἴη τίς ἐστι ἐς γραφὴν ἑκάστη.]
Τον 16ο αιώνα, την εποχή δηλαδή της πρώιμης αποικιοκρατίας, ένας μεγάλος ζωγράφος σαν τον Hans Holbein θα απέδιδε την ευρωπαίκή αυτοπεποίθηση στην ανακάλυψη του κόσμου, με την κρυπτική μελαγχολία ενός πίνακα σαν τους Ambassadors. Με τη μεγαλοπρέπεια των πρέσβεων που ποζάρουν μπροστά από συστάδες οργάνων χαρτογράφησης και πολιτισμικής διείσδυσης, με ολοστρόγγυλες τις υδρογείους από πίσω τους και με δυσοίωνα θαμπή μια νεκροκεφαλή σε πρώτο πλάνο, να χάσκει σε έκκεντρη διαγώνιο, σαν σε αντανάκλαση παραμορφωτικού καθρέφτη. Οι επιτυχίες των εξερευνήσεων αργά ή γρήγορα θα σήμαιναν καταστροφή για τους εκτός Ευρώπης αυτόχθονες.
Ευτυχώς, στην εποχή του Ηροδότου οι ιστορικές εξελίξεις δεν είχαν τέτοιες εντάσεις. Κι οι κυκλικοί οι χάρτες μπορούσαν να του προκαλούν θυμηδία. Ευτύχημα επίσης είναι που δεν εννόησε ποτέ στα σοβαρά το ευσύνοπτο των υποσχέσεών του. Γιατί, όταν αρχίζει να μιλάει για γεωγραφία, πληθωρικά προβάλλει απ’ το κείμενο ανάγλυφο ορέων και πεδιάδων, στέπας και δασωμένης έκτασης, χερσονήσων κι ερήμων, ποταμών με χειμαρρώδη παρακλάδια, κόλπων και θαλασσών, ακτών και ακρωτηρίων. Και πάνω απ’ όλα: μια απεραντοσύνη από λαούς, μ’ όλο τον πλούτο των παραδόσεων και των εθίμων τους και –γιατί όχι;– με τη βιαιότητα άλλων ιδιαίτερων πρακτικών τους. Πρόκειται για λαούς μιας τέτοιας γοητείας που είναι, πράγματι, ν’ αναρωτιέται κανείς πώς θα μπορούσαν να στριμωχτούν μέσα στην περιφέρεια ενός χάρτη.
Η Ιστορίη έχει πασχίσει να τους χωρέσει όχι μόνο στο τέταρτο, μα και στα προηγούμενα βιβλία της. Το ίδιο το βιβλίο IV ορισμένες φορές αρκείται σε απλές αριθμητικές αναφορές για να δώσει μια ιδέα τσάτρα πάτρα για τη δυσκολία του εγχειρήματος. Η παράγραφος 39 προσδιορίζει ότι τρία μόνο έθνη νέμονται την απλωσιά από Περσία μέχρι Αραβία, αλλά αμέσως προηγούμενα έχει υπολογιστεί πως σε μια μόνη χερσόνησο –αυτήν που σήμερα γνωρίζουμε ως Μικρά Ασία– ζουν τριάντα διαφορετικά έθνη. Πρόχειρες –κι ενδεχομένως λανθασμένες– εκτιμήσεις αυτές για ζώνες με πυκνότητα δραματικών αντιστίξεων· ζώνες, ωστόσο, από εκείνες με τις οποίες ο ελληνόφωνος κόσμος ήταν ήδη αρκετά εξοικειωμένος.
Όμως ο Ηρόδοτος θέλει τώρα να μιλήσει κυρίως για λαούς λιγότερο γνώριμους. Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, οι Σκύθες κι οι πέριξ αυτών, με τους οποίους ασχολείται κάτι παραπάνω από το πρώτο μισό του βιβλίου IV. Και ξεπηδούν στη φαντασία οι Υπερβόρειοι, συνήθως άγρια κυνηγετικοί, σε τόπους τόσο παγωμένους που ο αέρας μοιάζει πάντοτε γεμάτος με φτερά απ’ τη χιονόπτωση. Πληθυσμοί με ονομασίες απρόσμενες και φήμες, κάποιες φορές, ανυπόστατες, μέσα σε θύελλες νομαδικών συνηθειών και μύθων: οι Μελάγχλαινοι, οι Σαυρομάτες, οι κοκκινοτρίχηδες Βουδίνοι, οι Γελωνοί, οι Θυσσαγέται, οι Ιύρκοι, οι φαλακροί ιεροί Αργιππαίοι, οι Ισσηδόνες, οι μονόφθαλμοι Αριμασποί με τους χρυσούς τους γρύπες, οι Σάσπειρες, οι Κόλχοι, οι Ταύροι, οι Νευροί, οι Ανδροφάγοι, οι Αμαζόνες …
Ύστερα, είναι και οι λαοί της Λιβύης που απασχολούν το υπόλοιπο βιβλίο κι είναι πολλοί και κάθε είδους, οι περισσότεροι ανυπότακτοι στον Πέρση βασιλιά (Λιβύων γὰρ δὴ ἔθνεα πολλὰ καὶ παντοῖά ἐστι, καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὀλίγα βασιλέος ἦν ὑπήκοα, 167). Η Λιβύη αρχίζει στα δυτικά της Αιγύπτου κι ο Ηρόδοτος την βλέπει να εκτείνεται ως πλατιά λωρίδα ακτής (κάρτα πλατέα τυγχάνει ἐοῦσα ἡ ἀκτὴ ἥτις Λιβύη κέκληται, 42). Έχει μαζέψει αρκετές πληροφορίες για την περιοχή μέχρι τα όρη του Άτλαντα, στο ύψος των Ηρακλείων Στηλών –των στενών δηλαδή που εμείς σήμερα γνωρίζουμε ως Γιβραλτάρ. Κι έτσι, πέρα απ’ τους Κυρηναίους, μαθαίνουμε για φυλές εξωτικές, με ιδιαίτερους στολισμούς της κεφαλής και του σώματος, ιδιότυπες διατροφικές συνήθειες και έθιμα μαντείας, γλώσσες ακατάληπτες, χορούς και πανηγύρια ασυνήθιστα, πολλά βοσκήματα και σταθερά τα έθιμα κοινογαμίας. Είναι οι Αδυρμαχίδες, οι Γιλιγάμες, οι Ασβύστες, οι Αυσχίσες, οι Βάκαλες, οι Βαρκαίοι, οι Νασαμώνες, οι Ψύλλοι που κήρυξαν τον πόλεμο στον κατάξερο άνεμο του νοτιά μέχρι που φύσηξε με δύναμη αυτός και τους παράχωσε, οι Γαράμαντες στη χώρα με τα πολλά θηρία, οι Μάκες με τα πολεμικά λοφία στο κεφάλι και τα δέρματα στρουθοκαμήλων στις θώρακές τους, οι Γινδάνες, οι Λωτοφάγοι, οι όπισθεν-κομόωντες Μάχλυες, οι έμπροσθεν-κομόωντες Αυσείς, οι Αμμώνιοι στο φρύδι της άμμου με τις χουρμαδιές, οι γοργοπόδαροι τρωγλοδύτες Αιθίοπες, οι Ατάραντες που δεν έχουν ξεχωριστά προσωπικά ονόματα παρά καλούνται με το όνομα της φυλής τους μοναχά, οι Άτλαντες στους λόφους του αλατιού… “Πέρα από το φρύδι της άμμου, προς τα νότο και στο εσωτερικό, έρημη κι άνυδρη και χωρίς θηρία και χωρίς βροχές κι άδεντρη είναι η χώρα, κι από υγρασία δεν έχει τίποτε” (184).
Σίγουρα θα ’θελε ο Ηρόδοτος να είχε περισσότερα να πει για τη Λιβύη. Τον κατατρώει απ’ την αρχή που κάποιοι έχουνε μιλήσει για τον περίπλου της, τόσο ώστε το ’χουνε για σίγουρο πως ολούθε τηνε βρέχει η θάλασσα (ἐοῦσα περίρρυτος). Μια κι η προσωπική του γνώση για το θέμα είναι μικρή, αρχίζει να διηγείται τα παράδοξα που έχει ακούσει (43). Πώς ο φαραώ Νεκώ, όταν σταμάτησε το σκάψιμο διώρυγας μέχρι τον Αραβικό κόλπο, έδωσε εντολή στους Φοίνικες να πλεύσουν από την Ερυθρά και να επιστρέψουν στην Αίγυπτο μέσω Ηρακλείων Στηλών. Και πώς αυτοί ξεκίνησαν προς τη νότια θάλασσα και, επί δύο φθινόπωρα, αποβιβάζονταν σε διάφορα σημεία της Λιβύης, έσπερναν σιτάρι, περίμεναν μέχρι να το θερίσουν και συνέχιζαν το ταξίδι. Μέχρι που, τον τρίτο χρόνο, κατέπλευσαν στην Αίγυπτο από την προς βορράν θάλασσα. Και λέγανε οι Φοίνικες —ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι, σε αντίθεση με άλλους, δεν πιστεύει αυτή τη δήλωση— ότι, καθώς έκαναν με τα πλοία τους το γύρο της Λιβύης, είχαν τον ήλιο στο δεξί τους χέρι.
Έκθαμβη μένει η Ιστορίη μπροστά σ’ αυτό που ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει ως περίπλου της Αφρικής. Κι αμέσως συνεχίζει ότι κάτι ανάλογα αξιοπερίεργο έχουν να λένε κι οι Καρχηδόνιοι για τον Σατάσπη, που εξαναγκάστηκε να υποβληθεί σ’ αυτή τη δοκιμασία για να γλιτώσει την τιμωρία που ο Ξέρξης του ετοίμαζε: ανασκολοπισμό για τον βιασμό μιας παρθένου περσικής αρχοντικής γενιάς. Ο πλους που έπρεπε να ακολουθήσει ήταν ο αντίστροφος από εκείνον των Φοινίκων: έπρεπε να περάσει πρώτα απ’ τις Ηράκλειες Στήλες και να κατευθυνθεί από εκεί στη νότια θάλασσα, με τελική κατεύθυνση προς Αίγυπτο. Πολύμηνη ήταν η επιχείρηση, έμεινε ωστόσο ανολοκλήρωτη. Ο ποντοπόρος γύρισε πίσω. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί στον Ξέρξη πως έφτασε σε χώρα ανθρώπων μικροκαμωμένων, με ρούχα από φύλλα φοινικιάς, που αποτραβιούνταν στα βουνά εγκαταλείποντας τις πολιτείες τους, κάθε φορά που εκείνος αποβιβαζόταν στην ακτή. Και πως, από εκεί και πέρα, το καράβι του δεν μπορούσε πια να προχωρήσει, αλλά έμενε καθηλωμένο. Ο βασιλιάς δεν πείσθηκε, παρά του επέβαλε την τιμωρία που είχε αρχικά προβλεφθεί. Κι ένας ευνούχος του Σατάσπη, όταν το αφεντικό του εκτελέστηκε, διέφυγε στη Σάμο, όπου ένας ντόπιος τον κατέκλεψε, που το όνομά του ο Ηρόδοτος το ξέρει, μα προτιμά να μην το αναφέρει…
Έτσι, γεμάτη από γνώσεις ελλειμματικές, συχνές λανθασμένες εκτιμήσεις, δυσπιστίες στα προφανή, ευήθεια στα πιο απίθανα, αφηγηματικές διαφυγές, μπερδέματα και λαθροχειρίες είναι η γεωγραφία της Ιστορίης. Έχει όμως κάθε δίκιο να διατυπώνει την ακόλουθη απορία για τον διαχωρισμό της γης σε τρεις ηπείρους (45):
“ Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο, ενώ η γη είναι μια, της έχουν δώσει τρία ονόματα που τα πήραν από γυναίκες, και γιατί όρισαν διαχωριστικές γραμμές τον ποταμό της Αιγύπτου, το Νείλο, και τον Φάση της Κολχίδας (άλλοι όμως στη θέση του βάζουν τον Τάναη, τον ποταμό της Μαιήτιδας λίμνης, και τον πορθμό των Κιμμερίων), κι ούτε μπόρεσα να μάθω τα ονόματα εκείνων που χάραξαν τις διαχωριστικές γραμμές κι ούτε από πού πήραν κι έβαλαν τα ονόματα.”
[οὐδ᾽ ἔχω συμβαλέσθαι ἐπ᾽ ὅτευ μιῇ ἐούσῃ γῇ οὐνόματα τριφάσια κεῖται, ἐπωνυμίας ἔχοντα γυναικῶν, καὶ οὐρίσματα αὐτῇ Νεῖλός τε ὁ Αἰγύπτιος ποταμὸς ἐτέθη καὶ Φᾶσις ὁ Κόλχος (οἱ δὲ Τάναϊν ποταμὸν τὸν Μαιήτην καὶ Πορθμήια τὰ Κιμμέρια λέγουσι), οὐδὲ τῶν διουρισάντων τὰ οὐνόματα πυθέσθαι, καὶ ὅθεν ἔθεντο τὰς ἐπωνυμίας.]
Αρνείται η Ιστορίη να περι-κλείσει, να εν-γράψει τόπους κι ανθρώπους σαν με ακίδα γεωμετρικού εργαλείου. Δεν τα ζουμπάει όλα αυτά στα στενά τα περιθώρια μιας αφηρημένης πράξης χαρτογράφησης ή στις συμβάσεις της γεωδαισίας. Μάλλον τα ανα-λύει. Ο χάρτης που ο Ηρόδοτος μάς καλεί να φανταστούμε θα ’τανε κάτι που ν’ αναπτύσσεται, ν’ ανοίγεται σαν δρόμος για να τον βηματίσεις, να νοιώσεις τις αντιστάσεις του αναγλύφου του στα πέλματα και να συναισθανθείς μαζί και καταστάσεις ανθρώπινες. Το πλησιέστερο που θα ’χα να σκεφτώ θα ήταν εκείνο το πελώριο ρολό από πεπιεσμένο φελλό με φαγωμένα άκρα, που κινηματογραφεί ο Patricio Guzmán στο El botón de nácar (Το μαργαριταρένιο κουμπί)· το ρολό που ξετυλίγεται μπροστά ως πεδίο πεζοπορίας ανάμεσα στους πληθυσμούς και τις ιστορίες τους.
Για τον Ηρόδοτο, το μέτρο δεν το δίνει ο εξάντας του περίπλου, της προγραμματισμένης πλώρης της θαλασσινής. Το δίνουν μάλλον η ανεμελιά κι ο κόπος της ανθρώπινης περπατησιάς.