Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Ο αυτοκράτωρ Γρατιανός (376-383) και ο Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395 μ. Χ.).
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Εν τω μεταξύ τον εν τη Δύσει δύο έτη προ του θανάτου του Ουάλεντος αποθανόντα αυτοκράτορα Ουαλεντινιανόν είχε διαδεχθή ο υιός αυτού Γρατιανός, μόλις το 16 της ηλικίας άγων έτος. Ο Γρατιανός ήτο, ως ο πατήρ αυτού, ορθόδοξος, δεν έδειξεν όμως την προς τους εθνικούς και προς τους ετεροδόξους Χριστιανούς υπό του Ουαλεντινιανού δειχθείσαν συνετήν μετριοπάθειαν και ανεξιθρησκείαν, αλλ’ εν τω ζήλω αυτού υπέρ της ορθοδόξου Χριστιανικής πίστεως κατεδίωξεν αμφοτέρους. Καταλιπών δε την διοίκησιν της Ιταλίας εις τον ετεροθαλή αδελφόν αυτού Ουαλεντινιανόν, περιωρίσθη αυτός εις την διοίκησιν των κυρίως δυτικών χωρών υπερασπίζων αυτάς ως ο πατήρ αυτού εναντίον των από Γερμανίας βαρβαρικών επιδρομών. Ότε δε οι Βησιγότθοι εστράτευον εναντίον του θείου αυτού Ουάλεντος και εισέβαλλον εις την Θράκην, ο Γρατιανός παρεσκευάσθη ευθύς ίνα έλθη εις βοήθειαν του θείου αυτού, αλλ’ εκωλύθη επί μικρόν ένεκα πολέμου τινός προς τους Αλαμαννούς, ούς ενίκησε λαμπρώς. Μετά την επελθούσαν εν Αδριανουπόλει καταστροφήν του Ουάλεντος ο Γρατιανός τοσούτω μάλλον εφρόντισε περί υπερασπίσεως της Ελληνικής χερσονήσου εναντίον των Βησιγότθων, όσον αι χώραι της χερσονήσου ταύτης, πλην της Θράκης, υπήγοντο εις το κράτος αυτού και ήσαν υπό την διοίκησιν του εν Ιταλία εδρεύοντος αδελφού αυτού Ουαλεντινιανού. Και νυν έπεμψεν ο Γρατιανός εις την Ανατολήν εναντίον των Βησιγότθων τον γενναίον, εξ Ιβηρίας καταγόμενον, στρατηγόν Θεοδόσιον δους αυτώ αξιόλογον στρατιωτικήν δύναμιν. Ο Θεοδόσιος ενίκησε τους Γότθους εν πολλαίς μάχαις· αλλ’ η εντελής καθυπόταξις ή εξολόθρευσις των βαρβάρων τούτων ήτο έργον χαλεπώτατον, και διά τούτο μετά τετραετείς κατ’ αυτών αγώνας έδωκεν αυτοίς ειρήνην επιεική (382 μ. Χ.). Επέτρεψε δηλονότι αυτοίς να οικήσωσι πάλιν εν Μοισία ως υπήκοοι του κράτους μετά τινος περιωρισμένης αυτονομίας, υποχρεούμενοι να συγκροτήσωσι στρατόν 40 χιλιάδων ανδρών υπηρετούντων υπό ιδίους αρχηγούς εν τω στρατώ του αυτοκράτορος. Ο στρατός ούτος καλούμενος τιμητικώς στρατός «συμμαχικός», «στρατός των φοιδεράτων» (Λατιν. foederati= σύμμαχοι), ήνου μεν την φυσικήν ανδρείαν των βαρβάρων προς την τέχνην την στρατιωτικήν των Ρωμαίων, και κατά τούτο υπό έποψιν καθαρώς στρατιωτικήν ήτο χρήσιμος, αλλ’ ενταυτώ ήτο επικίνδυνος, ένεκα των προς αποστασίαν ροπών αυτού, ως απέδειξαν τούτο τα μετ’ ολίγον συμβάντα. Τοιούτον υπήρξε το πρώτον μέρος των εν ταις Ελληνικαίς χώραις αποτελεσμάτων της Μεγάλης Μεταναστεύσεως των Εθνών· αλλά τα επί Ουάλεντος και Θεοδοσίου γενόμενα, καίπερ μεγάλας επενεγκόντα καταστροφάς εις ουκ ολίγας χώρας Ελληνικάς, ήσαν έτι απλούν προοίμιον των μεγάλων εις τας χώρας ταύτας επιδρομών, αίτινες εγένοντο επί των διαδόχων του Θεοδοσίου. Αλλ’, ενόσω εβασίλευεν ούτος, επεκράτει ησυχία τις μη διακοπείσα, μετά την μνημονευθείσαν προς τους Βησιγότθους ειρήνην μέχρι του θανάτου του βασιλέως.
Ο Θεοδόσιος, αφού ειρήνευσε την Ανατολήν εξωτερικώς, εζήτησε να δώση εις αυτήν και την εσωτερικήν ησυχίαν δι’ ισχυράς και συνετής κυβερνήσεως. Και κατεδίωξε μεν ως ευσεβής και ζηλωτής χριστιανός την εθνικήν λατρείαν, απαγορεύσας επισήμως διά νόμου την τέλεσιν αυτής και διαλύσας τους συλλόγους των εθνικών ιερέων και διατάξας να κλεισθώσιν οι ναοί και να δημευθώσιν αι περιουσίαι αυτών· αλλ’ οι διωγμοί ούτοι δεν υπήρξαν αιματηροί. Εξ άλλου ο Θεοδόσιος εν τω υπέρ της Χριστιανικής πίστεως ζήλω αυτού εφρόντισε να καταπαύση και τας εσωτερικάς εν τη χριστιανική Εκκλησία έριδας, αίτινες προήρχοντο από των έτι σωζομένων Αρειανών και Ημιαρειανών και από νέων αιρέσεων ή καινοτομιών δογματικών, ιδίως από της των Πνευματομάχων καλουμένων. Προς τον σκοπόν δε τούτον συνεκάλεσε, κατά το παράδειγμα του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, Σύνοδον Οικουμενικήν εν Κωνσταντινουπόλει, την Β’ Οικουμενικήν Σύνοδον (281 μ. Χ.). Η Σύνοδος αύτη συνεπλήρωσε το σύμβολον της Νικαίας ως προς τα αναφερόμενα εις το Άγιον Πνεύμα, εθέσπισε δε και πολλάς εις την διοίκησιν της Εκκλησίας αναγομένας διατάξεις. Ένεκα της τοιαύτης ευσεβούς προς την Εκκλησίαν αφοσιώσεως ο Θεοδόσιος εκλήθη, υπό των Χριστιανών ιδίως, Μέγας.
Καθ’ όν χρόνον ο Θεοδόσιος αποκαθίστα εν τω ανατολικώ τμήματι, του Ρωμαϊκού κράτους την εξωτερικήν και την εσωτερικήν ειρήνην, εν τω δυτικώ τμήματι επήρχοντο σοβαραί ταραχαί εσωτερικαί. Ο νεαρός, αλλά γενναίος αυτοκράτωρ Γρατιανός ένεκα της μεγάλης αυτού προς τον στρατόν αυστηρότητος διήγειρε δυσαρεσκείας εν αυτώ, άς επωφεληθείς γενναίος τις εξ Ιβηρίας αξιωματικός Μάξιμος επανέστη εν Βρεττανία κατά του Γρατιανού αναγορευθείς αυτός υπό του στρατού αυτοκράτωρ. Ο Μάξιμος ευθύς μετά την αποστασίαν και την ανάρρησιν αυτού επήλθεν εναντίον του εν Γαλατία ευρισκομένου Γρατιανού, όστις εγκαταλειφθείς υπό του στρατού αυτού φεύγων εφονεύθη παρά το Λούγδουνον (την νυν Λυών) της Γαλατίας (383 μ. Χ.). Ο Θεοδόσιος ανεγνώρισεν εν αρχή, εξ ανάγκης, τον Μάξιμον ως αυτοκράτορα των δυτικών χωρών (Βρεττανίας, Γαλατίας και Ιβηρίας), υποχρεώσας αυτόν να αναγνωρίση την επί της Ιταλίας και της Αφρικής αρχήν του νεωτέρου αδελφού του Γρατιανού Ουαλεντινιανού Β’ (ίδ. σ. 37)· αλλ’ ότε ούτος επελθών και κατά της Ιταλίας και τρέψας εις φυγήν τον Ουαλεντινιανόν Β’ κατέστη κύριος απάσης της Δύσεως, τότε ο Θεοδόσιος προσέδραμεν εις τα όπλα και επελθών κατά του τολμηρού σφετεριστού ενίκησεν αυτόν εν Παννονία (τη νυν Ουγγαρία, ως είρηται). Ο Μάξιμος φεύγων εφονεύθη εν τη Ιταλική πόλει Ακυληία (388 μ. Χ.). Ο νικηφόρος Θεοδόσιος γενναιοφρόνως νυν έδωκεν εις τον Ουαλεντινιανόν Β’ πάσαν την αρχήν της Δύσεως. Αλλά μετ’ ολίγον εφονεύθη ο Ουαλεντινιανός Β’ υπό του εν τη Ρωμαϊκή στρατιωτική υπηρεσία ευρισκομένου Φράγκου Αρβογάστου, όστις αναγορεύσας αυτοκράτορα τον Ρωμαίον γραμματέα αυτού Ευγένιον ήθελεν αυτός πράγματι να άρχη εν ονόματι του νέου αυτοκράτορος (392). Αλλ’ ο Θεοδόσιος επελθών νυν κατά των νέων σφετεριστών ενίκησεν αυτούς ταχέως· και ο μεν Ευγένιος εθανατώθη υπ’ αυτού του νικητού, ο δε Αραβόγαστος εφόνευσεν αυτός εαυτόν (394 μ. Χ.). Νυν ο Θεοδόσιος Α’ ήνωσε σύμπαν το κράτος υπό το σκήπτρον αυτού. Αλλά μικρόν μόνον επέζησε τη τοιαύτη επιτυχία αποθανών μετά έν έτος (395 μ. Χ.) και καταλιπών την αρχήν εις τους δύο υιούς αυτού Αρκάδιον και Θεοδόσιον.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
http://eternal-city.ru/category/istoriya/
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82