Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Ο Αττίλας και οι Ούννοι.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Είδομεν ότι οι εξ Ασίας επί της βασιλείας του Ουάλεντος εισβαλόντες εις την Ευρώπην Ούννοι διεσπάρησαν καθ’ όλην την ευρυτάτην έκτασιν των χωρών της ανατολικής Ευρώπης των αποτελουσών το πλείστον της νυν Ευρωπαϊκής Ρωσίας, διηρημένοι εις διαφόρους φυλάς διατελούσας υπό ιδίους φυλάρχους. Είδομεν προσέτι ποίαι και πόσαι μεγάλαι μεταβολαί επήλθον εις το Ρωμαϊκόν κράτος, ιδίως εν τη Δύσει, και εν αυτοίς τοις βαρβάροις λαοίς της μέσης Ευρώπης, κατ’ ακολουθίαν της Ουννικής επιδρομής. Ταύτα πάντα ήσαν έτι έμμεσα αποτελέσματα της μεγάλης επιδρομής, προελθόντα εκ της εναντίον αλλήλων και εναντίον του Ρωμαϊκού κράτους μετακινήσεως των Σλαυικών και των Γερμανικών λαών, των εκδιωχθέντων υπό των Ούννων εκ της ανατολικής Ευρώπης. Διότι αι Ουννικαί φυλαί, αι εισβαλούσαι εις την ανατολικήν Ευρώπην από του 374 μ. Χ. και καταλαβούσαι τας μεταξύ της Βαλτικής, του Ευξείνου, του Δανουβίου και του Βόλγα χώρας, δεν προυχώρησαν τότε περαιτέρω προς δυσμάς. Αλλά περί τας αρχάς του 5 μ. Χ. αιώνος φύλαρχός τις Ούννος, Ρουγίλας ή Ρούας καλούμενος, ήνωσεν απάσας τας εν ταις ειρημέναις χώραις διεσπαρμένας Ουννικάς φυλάς εις έν μέγα υπ’ αυτόν κράτος. Μετά δε τον θάνατον του Ρουγίλα (433 μ. Χ.) παρέλαβον την αρχήν του Ουννικού κράτους οι δύο ανεψιοί αυτού (υιοί του Μουνδζούκ) Αττίλας και Βλέδας. Αλλ’ εκ τούτων έμεινε μετ’ ολίγον μόνος άρχων ο Αττίλας, ποιήσας εκποδών διά φόνου τον αδελφόν αυτού Βλέδαν (435 μ. Χ.). Ο Αττίλας θεωρών εαυτόν ως τον υπό του θεού προωρισμένον κύριον του κόσμου και «μάστιγα του θεού» (εναντίον των λαών) καλών εαυτόν, ώρμησεν επί την κατάκτησιν του κόσμου και εξέτεινε το κράτος προς ανατολάς μέχρι των ορίων της Ασίας, προς δυσμάς δε μέχρι του Ρήνου και του Αδρίου, υποτάξας ούτως εν Ευρώπη πάντας τους Σλαυικούς λαούς και τους πλείστους και αξιολογωτάτους των Γερμανικών λαών.
Το κράτος τούτο του Αττίλα εκταθέν και μέχρι του κάτω Δανουβίου επίεζε δίκην εφιάλτου το ανατολικόν Ρωμαϊκόν κράτος, ζώντος έτι του Θεοδοσίου Β’. Το κράτος τούτο, όπερ επί του Ρουγίλα ήδη ετέλει φόρον ετήσιον τοις Ούννοις 350 λίτρας χρυσίου (428,000 δραχμών), νυν υπό του Αττίλα φοβεράς υπέστη καταστροφάς και ερημώσεις χωρών μέχρι των προθύρων της Κωνσταντινουπόλεως. Εβδομήκοντα πόλεις του κράτους μεταξύ του Δανουβίου, του Ευξείνου και του Αδρίου (ιδίως εν ταις Ιλλυρικαίς επαρχίαις) κατεστράφησαν εντελώς· τα στρατεύματα τα αυτοκρατορικά ηττήθησαν κατά κράτος εν τρισί μεγάλαις μάχαις, και πάσα η Ελληνική χερσόνησος εν Ευρώπη περιέστη νυν εις την διάκρισιν των βαρβάρων. Ο Θεοδόσιος ηναγκάσθη να συνομολογήση ειρήνην (441 μ. Χ.) ταπεινωτικήν, δι’ ής εφάπαξ μεν ως δαπάνην πολεμικήν ετέλει τω Αττίλα λίτρας χρυσίου 6,000 (ήτοι 7,344,000 δραχμών), ετήσιον δε φόρον 2,100 λίτρας χρυσίου (ήτοι 2,270,400 περίπου δραχμάς), παρεχώρει δε προς τούτοις εις το κράτος του Αττίλα μεγίστην έκτασιν γης από του κράτους αυτού περιλαμβάνουσαν το ήμισυ της νυν Βουλγαρίας και μέρος της νυν Σερβίας. Ο Αττίλας ούτω κατέστη τρόμος των λαών. Και ενώ οι τούτου πρέσβεις οι πεμπόμενοι εις την αυλήν του Θεοδοσίου ελάλουν μετ’ αφορήτου υπεροψίας προς τον αυτοκράτορα ως προς θεράποντα του κυρίου αυτών, ζυγίζοντες εκάστην λέξιν ευμενή ή δυσμενή διά χρυσίου και διά δώρων πολυτελών, οι του αυτοκράτορος πρέσβεις, οι πεμπόμενοι εις την ευτελή σκηνήν του Αττίλα, διερχόμενοι δι’ εκτάσεων ερήμων εν μέσω καπνιζόντων ερειπίων των προσφάτως καταστραφεισών του Κράτους πόλεων, παρίσταντο προ του Μογγόλου δεσπότου ως ικέται δυσωπούντες τον φοβερόν νικητήν διά πλουσίων δώρων. Πάντες δε οι αρχηγοί και ηγεμόνες των υποτεταγμένων αυτώ Γερμανικών και Σλαυικών λαών εμάχοντο υπό τας σημαίας αυτού ως απλοί οπλαρχηγοί και ως δορυφόροι περιέβαλλον εν ταπεινώσει τον θρόνον αυτού. Εν τοιαύτη ταπεινωτική απέναντι του Αττίλα διετέλει θέσει το ανατολικόν κράτος και σύμπας ο μέχρι Ρήνου βαρβαρικός κόσμος καθ’ ό έτος ετελεύτησεν ο Θεοδόσιος Β’ (450 μ. Χ.).
Η Πουλχερία και ο Μαρκιανός
Μετά τον θάνατον του Θεοδοσίου Β’ μόνη κυρία του κράτους έμεινεν η Πουλχερία. Αλλ’ είτε διότι ήτο ασύνηθες μέχρι νυν γυνή να άρχη μόνη εν τω Ρωμαϊκώ κράτει, είτε διότι η Πουλχερία αυτή ησθάνετο την ανάγκην ανδρός συνάρχοντος αυτή ισχυρού και γενναίου, ήλθεν η τέως παρθένος ηγεμονίς εις γάμου κοινωνίαν απλώς τυπικήν (μείνασα πάντοτε παρθένος) προς τον γηραιόν στρατηγόν και συγκλητικόν Μαρκιανόν. Επί της συναρχίας του Μαρκιανού και της Πουλχερίας το κράτος το Ανατολικόν απηλλάγη της φοβεράς πιέσεως του Αττίλα, πρώτον μεν διότι ο Μαρκιανός ετήρησε προς τον Αττίλαν γλώσσαν πολύ διάφορον της του Θεοδοσίου Β’, ειπών εις τους πρέσβεις του Αττίλα τους απαιτούντας την απότισιν των καθυστερουμένων φόρων, ότι το μεν χρυσίον φυλάττει εις τους φίλους, εις δε τους εχθρούς έχει να δείξη μόνον σίδηρον (πόλεμον δηλονότι) δεύτερον δε διότι άλλα γεγονότα είλκυον την προσοχήν του Αττίλα προς την Δύσιν. Είδομεν ότι τω 423 μ. Χ. τον Ονώριον διεδέξατο εν τη Δύσει ο ανεψιός αυτού Ουαλεντινιανός Γ’. Ο Ουαλεντινιανός Γ’ ένεκα του ατασθάλου χαρακτήρος και της φαύλης κυβερνήσεως αυτού κατέστησεν έτι χείρονα την επί του Ονωρίου εις τοσαύτην αθλιότητα περιελθούσαν κατάστασιν του δυτικού κράτους. Μεγάλην δύναμιν εν τη αυλή της Δύσεως είχε τότε ο πατρίκιος και στρατηγός Αέτιος. Διά των διαβολών δε τούτου ο της Αφρικής διοικητής Βονιφάτιος περιπεσών εις δυσμένειαν της αυλής του Ουαλεντινιανού και αποστάς απ’ αυτής εκάλεσεν εις βοήθειαν αυτού τους εν Ισπανία Βανδήλους. Οι Βανδήλοι ούτοι, ών το όνομα ένεκα της ωμότητος και βαρβαρότητος των υπ’ αυτών διαπραττομένων κατέστη παροιμιώδες εν τη ιστορία (Βανδαλισμός = πράξις βάρβαρος και ιδίως καταστρεπτική των έργων του πολιτισμού) υπό τον φοβερόν αρχηγόν αυτών Γεζέριχον διεπεραιώθησαν από της Ισπανίας (διά του Ηρακλείου πορθμού) εις την Αφρικήν (429 μ. Χ.) και καταλαβόντες πάσαν την Μαυριτανίαν και την Νουμιδίαν επήλθον εν μέσω φοβερών καταστροφών και ερημώσεων και κατά της πρωτευούσης των εν Αφρική Ρωμαϊκών χωρών Καρχηδόνος, ήν κατέστησαν πρωτεύουσαν του κράτους αυτών και ορμητήριον των κατά των παραλίων της Ιταλίας και των καθ’ άπασαν την δυτικήν και την ανατολικήν Μεσόγειον Ρωμαϊκών και Ελληνικών χωρών πειρατικών επιδρομών. Ούτω κατά τραγικόν τινα ιστορικόν συνδυασμόν των πραγμάτων το όνομα της Καρχηδόνος, όπερ εν τη αρχαιότητι τοσούτον ενέπνεε φόβον εις τους Ρωμαίους, κατέστη αύθις (νυν το της Ρωμαϊκής ακριβώς Καρχηδόνος!) φοβερόν εν ταις τελευταίαις στιγμαίς της επιθανατίου αγωνίας της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας.
Ο Γεζέριχος ούτος προκαλέσας μετ’ ολίγον την κατ’ αυτού οργήν του γενναίου βασιλέως των εν τη νοτίω Γαλατία και βορείω Ισπανία Βησιγότθων Θευδερίχου Α’ και φοβούμενος επίθεσιν εκ μέρους τούτου, παρεκίνει διά πρεσβείας τον Αττίλαν ίνα ενωθή μετ’ αυτού εις κοινήν εναντίον των Βησιγότθων στρατείαν. Αλλ’ ο Αττίλας είχε και άλλην αφορμήν να κινηθή προς την Δύσιν. Η Ονωρία, η αδελφή του Ουαλεντινιανού, ένεκα του ακολάστου βίου αυτής εν τη αυλή της Ραβέννης είχε πεμφθή εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα διατελή ενταύθα υπό την αυστηράν κηδεμονίαν της αυστηρότατον ηθικόν βίον διαγούσης θείας αυτής Πουλχερίας. Αλλ’ η Ονωρία κατά την εν Κωνσταντινουπόλει διαμονήν αυτής κατώρθωσε διά τινος των εις Κωνσταντινούπολιν ελθόντων πρέσβεων του Αττίλα να πέμψη προς τούτον δακτύλιον γάμου, προτείνουσα αυτώ νόμιμον γάμον. Ο Αττίλας έπεμψε τότε πρεσβείαν προς τον Ουαλεντινιανόν ζητών την χείρα της Ονωρίας και ως προίκα το ήμισυ του υπό τον Ουαλεντινιανόν Ρωμαϊκού κράτους. Μετά της πρεσβείας έπεμψεν ο Αττίλας και τον δακτύλιον της Ονωρίας, ίνα δηλωθή η νομιμότης της μνηστείας και το δίκαιον των απαιτήσεων αυτού. Η αυλή της Ραβέννης απέρριψε την αίτησιν του Αττίλα, ακριβώς καθ’ όν χρόνον ο Μαρκιανός απέρριπτε την περί αποτίσεως των φόρων αξίωσιν αυτού. Ο Αττίλας εξεμάνη υπ’ οργής εναντίον αμφοτέρων των αυτοκρατορικών αυλών, αλλ’ έκρινεν επί τέλους προτιμότερον να στραφή εναντίον της Δύσεως.
Ούτω τω 450 μ. Χ. ώρμησεν ο Αττίλας από της εν τη νυν Ουγγαρία (παρά την νυν πόλιν Τοκάυ) καθέδρας αυτού προς δυσμάς· αλλ’ αντί να εισβάλη απ’ ευθείας εις την Ιταλίαν, εστράφη κατ’ αρχάς προς την Γαλατίαν, ίνα καταστρέψη ενταύθα την δύναμιν των Βησιγότθων και ενωθή μετά των Βανδήλων. Μετά 700 χιλιάδων βαρβάρων, εν οίς πλην των Ούννων και των Σλαύων μαχητών υπήρχον και πλείστοι Γερμανοί πάντων σχεδόν των εντεύθεν του Ρήνου οικούντων Γερμανικών λαών, διέβη τον Ρήνον φέρων πανταχού φοβεράς καταστροφάς. Αι παρά τον Ρήνον κείμεναι πόλεις Αργεντοράτον (το νυν Στρασβούργον), Ουορματία, Σπείρα και Μογουντία ελεηλατήθησαν δεινώς κατά την διάβασιν του βαρβαρικού στρατού, όστις ακατάσχετος προχωρών εν Γαλατία αφίκετο μέχρι της πόλεως Κηνάβου ή Αυρηλίας (νυν Ορλεάνης), της αποτελούσης διά των περί αυτήν στενοποριών την κλείδα της νοτίου Γαλατίας. Αλλ’ ενταύθα ακριβώς, ενώ επολιόρκει την Αυρηλίαν, επήλθε κατ’ αυτού ο υπό τον Ρωμαίον πατρίκιον στρατηγόν Αέτιον, τον τελευταίον ήρωα του πίπτοντος Ρωμαϊκού κράτους, Ρωμαϊκός στρατός, μεθ’ ού ήσαν ηνωμένοι και οι Βησιγότθοι υπό τον ηγεμόνα αυτών Θευδέριχον Α’, οι εν Ισπανία Αλανοί και Σουήβοι, οι εν Γαλατία Βουργούνδιοι και οι ιθαγενείς Γαλατικοί λαοί, οι τέως μεν Ρωμαίοι υπήκοοι, νυν δε (από της επί του Ονωρίου ανακλήσεως των Ρωμαϊκών λεγεώνων) γενόμενοι ελεύθεροι σύμμαχοι. Ούτως ο Γερμανικός βαρβαρικός κόσμος εν τη μεγάλη μεταξύ του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους και των Ούννων συγκρούσει ήτο διηρημένος μεταξύ των δύο αντιπάλων. Άμα τη εμφανίσει του αντιπάλου τούτου στρατού ο Αττίλας, μη δυνάμενος να χρησιμοποιήση το ιππικόν αυτού εν ταις περί την Αυρηλίαν δυσχωρίαις, υπεχώρησεν εις τας αναπεπταμένας πεδιάδας της βορειανατολικής Γαλατίας. Ενταύθα δε εν τοις Καταλαυνικοίς λεγομένοις πεδίοις (εν τοις πέριξ της νυν Γαλλικής πόλεως Chalons-sur-Marne) συνεκροτήθη (κατά το θέρος του 451 μ. Χ.) η πρώτη μεγίστη εν τη Δυτική Ευρώπη μάχη των λαών διαρκέσασα μέχρι βαθείας νυκτός, καθ’ ήν λέγεται ότι έπεσον αμφοτέρωθεν 300 χιλιάδες μαχητών. Αλλ’ επί τέλους η νίκη έκλινεν υπέρ των Ρωμαίων και των συμμάχων αυτών, προ πάντων ένεκα της μεγάλης ανδρείας των δύο Βησιγότθων βασιλέων, του βασιλέως Θευδερίχου και του υιού αυτού Θορισμόνδου, του διαδεξαμένου επί του πεδίου αυτού της μάχης τον ηρωικώς ενταύθα πεσόντα πατέρα αυτού και μετά της αυτής ρώμης και ηρωισμού εξακολουθήσαντος τον αγώνα. Ο Αττίλας ηναγκάσθη να υποχωρήση προς τον Ρήνον. Αλλ’ η ήττα αυτού δεν ήτο οριστική και τελεία. Διά τούτο και διότι οι σύμμαχοι νικηταί ένεκα της προς τον Θορισμόνδον αντιζηλίας του Αετίου δεν εξηκολούθησαν ερρωμένως την καταδίωξιν, ηδυνήθη ο Αττίλας να διαπεραιωθή ανενόχλητος και υπερήφανος τον Ρήνον και να επανακάμψη εις τα εν τη νυν Ουγγαρία χειμάδια αυτού.
Το επόμενον έαρ (452 μ. Χ.) εκινήθη πάλιν προς δυσμάς· αλλά νυν εισέβαλεν εις την Ιταλίαν μετά τοσούτου πλήθους βαρβάρων, ώστε ο υπό τον Αέτιον στρατός δεν ετόλμησε ν’ αντιπαραταχθή αυτώ εις μάχην εκ του συστάδην, αλλ’ υπεχώρησεν εις τας οχυράς θέσεις καταλείπων πάσαν την μέχρι Ρώμης ύπαιθρον χώραν εις την διάκρισιν των αγρίων στιφών του Αττίλα. Αλλ’ η Ρώμη δεν υπέστη έφοδον και καταστροφάς. Προελθών ο Αττίλας μέχρι των τειχών της πόλεως ήρξατο απροσδοκήτως της προς τα οπίσω πορείας. Κατά τινα παράδοσιν ο τότε Πάπας Λέων Α’ παραστάς ως αρχηγός πρεσβείας πεμφθείσης υπό των Ρωμαίων προς τον Αττίλαν κατώρθωσε να πείση αυτόν να μη εισέλθη εις την πόλιν. Λέγεται μάλιστα ότι ο Λέων επέδρασεν επί την δεισιδαίμονα ψυχήν του Αττίλα υπομνήσας αυτόν την τύχην του Αλαρίχου, θανόντος μικρόν μετά την εις Ρώμην είσοδον αυτού. Λέγεται μάλιστα ότι ο Αττίλας είδε κατ’ όναρ και τους πολιούχους Αποστόλους της πόλεως Πέτρον και Παύλον απειλούντας αυτόν μέλλοντα να εισέλθη εις την πόλιν. Ως πραγματικώτερα δ’ αίτια της αιφνιδίου επιστροφής του Αττίλα θεωρούνται η λοιμώδης νόσος η ενσκήψασα εν τοις ελώδεσι τόποις της Ιταλίας εις τα πολυπληθή αυτού στίφη του ιππικού και ο φόβος της εκ μέρους του Αετίου από νώτων προσβολής. Μόλις δ’ επέστρεψεν ο Αττίλας εκ της εις Ιταλίαν στρατείας, απέθανε (453) κατά την ιδίαν νύκτα, καθ’ ήν ετέλεσε τους γάμους αυτού μετά της ωραίας Γερμανίδος Ιλδικούς, θυγατρός ηγεμόνος τινός Βουργουνδίου υπ’ αυτού φονευθέντος· θανατωθείς, ως λέγεται, υπό της Ιλδικούς αυτής, ήν βία είχεν εξαναγκάσει εις γάμον, ζητούσης εκδίκησιν του τε φόνου του πατρός και της ταπεινώσεως, εις ήν υπέβαλεν ο Αττίλας το έθνος αυτής.
Ούτως ετελεύτησεν ο φοβερός ούτος αρχηγός των Ούννων, περιβόητος γενόμενος διά τε τον τρόμον, όν ενέπνεε τοις συγχρόνοις, και διά τας καταστροφάς τας επενεχθείσας υπ’ αυτού εις τε το Ανατολικόν και το Δυτικόν κράτος και εις τους υποδουλωθέντας καθόλου υπ’ αυτού λαούς. Ο Αττίλας, όπως και πάντες οι μεγάλοι βάρβαροι κατακτηταί, δεν εστερείτο καί τινων αρετών συνδεδεμένων μετά της φυσικής δυνάμεως και της συναισθήσεως της δυνάμεως ταύτης. Τοιαύται δ’ αυτού αρεταί ήσαν η μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους, η πίστις και γενναιότης προς τους συμμάχους και φίλους και γενναία τις περιφρόνησις προς ταπεινάς επιβουλάς πολεμίων. Ως βάρβαρος ήτο απλούστατος και λιτότατος τον βίον. Και ενώ εις τους πολυπληθείς Γερμανούς ηγεμόνας, οίτινες ως δορυφόροι περιεστοίχιζον αυτόν, ως και εις Ούννους μεγιστάνας, επέτρεπε να εσθίωσι παρ’ αυτόν εν τραπέζαις πολυτελεστάταις από σκευών χρυσών και αργυρών, αυτός ήσθιε, καθήμενος χαμαί, περί την μόνην ξυλίνην αυτού τράπεζαν, από πηλίνων αγγείων και έπινεν από ξυλίνων υδριών και ποτηρίων. Δεν ήτο δε παντελώς αναίσθητος και είς τινας οπωσούν πνευματικάς απολαύσεις, ιδίως εις την μουσικήν, έχων περί εαυτόν Γερμανούς αοιδούς ψάλλοντας άσματα ηρωικά Γερμανικά των τότε χρόνων και παίζοντας τα μουσικά όργανα αυτών· οσάκις δε επανήρχετο από των νικηφόρων αυτού στρατειών, Γερμανίδες αοιδοί επορεύοντο εις προϋπάντησιν αυτού και συνώδευον αυτώ εν άσμασιν εις την ευτελή από ξυλίνων οικιών συγκειμένην Παννονικήν κώμην, ήτις ήν πρωτεύουσα του αχανούς αυτού κράτους.
Το τέλος του Ουννικού κράτους
Μετά τον θάνατον του Αττίλα συνέβη εις το Ουννικόν κράτος ό,τι βλέπομεν συνήθως συμβαίνον εν τη ιστορία εις τα μεγάλα βάρβαρα εκ βαρβάρων λαών συγκροτούμενα κράτη. Ταύτα μη έχοντα ιδίαν δύναμιν εσωτερικήν οργανούσαν και συντηρούσαν αυτά, αλλά συγκροτούμενα και συνεχόμενα διά του προσωπικού πνεύματος, της διανοίας και της επιβολής, της αρχικής φύσεως και της αρετής, ενίοτε δε και διά της βαρβαρικής μεγαλοφυίας ενός ανδρός, υπάρχουσι και μεγαλύνονται και εμπνέουσι φόβον ενόσω ζη και άρχει ο μέγας αρχηγός· άμα δε τούτου εκλιπόντος διαλύονται εις τα εξ ών συνετέθησαν. Το μέγα κράτος το Ουννικόν του Αττίλα συνεκροτείτο από Ούννων και των βία υπαχθέντων υπ’ αυτό Γερμανικών και Σλαυικών λαών. Αποθανόντος του Αττίλα οι υιοί αυτού ήρισαν προς αλλήλους περί της διανομής του κράτους, ως συμβαίνει συχνότατα εν τοις βαρβάροις. Αι έριδες αύται επήνεγκον διαίρεσιν μεταξύ των πολυπληθών Ουννικών φυλών. Ταύτας δε επωφελούμενοι οι διά φόβου μόνον συνεχόμενοι τέως προς το Ουννικόν κράτος Γερμανικοί λαοί απέστησαν. Και πρώτον οι Ουστρογότθοι οι πολεμήσαντες παρά τον Αττίλαν εν τοις Καταλαυνικοίς πεδίοις εναντίον των μετά των Ρωμαίων συμμαχούντων αδελφών αυτών Βησιγότθων (Ουστρογότθος ην ο εν τη μάχη ταύτη φονεύσας τον ηρωικόν βασιλέα των Βησιγότθων επανέστησαν εναντίον των Ούννων, ενίκησαν αυτούς εν πολλοίς μάχαις και εφόνευσαν εκ των πολλών υιών του Αττίλα τον ανδρείον Ελλάκ. Εξέλιπον δε μετ’ ολίγον και οι άλλοι υιοί του Αττίλα. Είς δε μόνον τούτων, ο Ιρνάκ, κατώρθωσε να διατηρήση έν τινι γωνία των του Ευξείνου ακτών μικρόν τι κράτος, όπερ και τούτο κατελύθη υπό νέων, εξ Ασίας επιδραμόντων, βαρβάρων. Οι Ούννοι μετά την κατάλυσιν του μεγάλου κράτους αυτών ή απετέλουν κατά φυλάς ίδια ασήμαντα βαρβαρικά κράτη ή υπετάσσοντο εις άλλα βαρβαρικά κράτη, συνήθως δε υπηρέτουν κατά στίφη ως μισθοφόροι εν τω Ανατολικώ και εν τω Δυτικώ Ρωμαϊκώ κράτει.
Η των Ούννων εν τη Ευρώπη εμφάνισις, η επενεγκούσα εν τη Δύσει εμμέσως την εκτός της Ιταλίας κατάλυσιν του Ρωμαϊκού κράτους, ουδεμίαν εν τη Ελληνική Ανατολή άλλην επήνεγκε μεγάλην καταστροφήν ή την μέχρι Πελοποννήσου εισβολήν των Βησιγότθων, τας εις την Μικράν Ασίαν γενομένας διά του Καυκάσου παροδικάς επιδρομάς και τας καταστροφάς τας γενομένας υπό του Αττίλα εις τας βορείους επαρχίας του κράτους επί του Θεοδοσίου Β’. Αλλ’ η Ουννική αύτη εξ Ασίας εις Ευρώπην επιδρομή είχε τούτο το υπό καθόλου έποψιν σπουδαίον αποτέλεσμα εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει, ότι δι’ αυτής ανεώχθη η μεγάλη μεταξύ της ένδον Ασίας και της Ευρώπης οδός προς μελλούσας νέας μεγάλας μεταναστεύσεις λαών. Ο φραγμός ο μεταξύ του πεπολιτισμένου και του βαρβαρικού κόσμου ήρθη, και τα ίχνη των Ούννων ηκολούθησαν πολλά άλλα Ασιατικά βάρβαρα φύλα· και πολλαί εκ διαλειμμάτων διά της Ανατολικής Ευρώπης μέχρι του 13 και 14 αιώνος εγένοντο εξ Ασίας εις την Ευρώπην επιδρομαί μεγάλως επιδράσασαι επί τας τύχας ιδίως του Ελληνικού κράτους. Μετά την κατάλυσιν του Ουννικού κράτους την γενομένην μικρόν μετά τα μέσα του 5 μ. Χ. αιώνος τα Σλαυικά φύλα τα υποτεταγμένα πρότερον εις το κράτος του Αττίλα, πιεζόμενα νυν υπό νέων εξ Ανατολής επιδραμόντων βαρβάρων, κατήλθον εις τα βόρεια όρια του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και πολλαχώς από του 6 μ. Χ. αιώνος ήρξαντο να ενοχλώσι το κράτος τούτο· ποικιλώνυμα δε βάρβαρα έθνη αλλεπάλληλα από της Ασίας επιδραμόντα εις τας πρότερον υπό των Ούννων κατεχομένας χώρας μεγάλας συνεχώς έφερον μεταβολάς εν τε τοις βορείοις ορίοις του Ελληνικού κράτους και εν τη νοτιανατολική, εν μέρει δε και εν τη μέση Ευρώπη. Αλλά τας νέας ταύτας βαρβαρικάς μεταναστεύσεις δυνάμεθα να παρακολουθήσωμεν σαφέστερον ιδίως εν τη περαιτέρω ιστορία της Ελληνικής Ανατολής.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: