Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Η Μεγάλη Μετανάστευσις των λαών εκτεινομένη εις την Δύσιν.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο Στελίχων, ίνα δυνηθή ν’ αποκρούση τον Αλάριχον από της Ιταλίας, είχε καλέσει εις την χώραν ταύτην πάντα τα εκτός αυτής πέραν των Άλπεων εν Γαλατία, Ιβηρία και Βρεττανία Ρωμαϊκά στρατεύματα. Ούτω δε άπαν το δυτικόν τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους εκτός της Ιταλίας αφίετο ανυπεράσπιστον εις την διάκρισιν των βαρβάρων (Γερμανικών δηλονότι) λαών, οίτινες καταλαβόντες νυν οριστικώς ταύτας κατέλυσαν εν τη Δύσει κατ’ ουσίαν το Ρωμαϊκόν κράτος το εκτός της Ιταλίας. Οι βάρβαροι ούτοι απ’ αιώνων ήδη εποιούντο επιδρομάς εις τας δυτικάς χώρας του Ρωμαϊκού κράτους, αλλά δεν επέφερον την διάλυσιν του κράτους εν τοις χώραις ταύταις, διότι δεν εγκαθίσταντο εν αυταίς, αλλά μετά τας λεηλασίας και τας παροδικάς καταστροφάς, άς επέφερον, επέστρεφον εις τας πατρίδας αυτών·οσάκις δέ τινες των λαών τούτων επεχείρουν να καταλάβωσι χώρας Ρωμαϊκάς, ως οι Φράγκοι και οι Αλαμαννοί (οι επί των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Κωνσταντίου και επί του Ιουλιανού εισβάλλοντες συνεχώς εις την Γαλατίαν) απεκρούοντο υπό των Ρωμαϊκών λεγεώνων. Αλλά νυν Ρωμαϊκοί μεν λεγεώνες δεν υπήρχον πλέον, οι δε βάρβαροι πιεζόμενοι υπ’ αλλήλων ηναγκάζοντο να εγκαταστώσιν εν ταις Ρωμαϊκαίς χώραις. Καθώς είπομεν, οι εις την ανατολικήν Ευρώπην από του 374 εισβαλόντες και πάσας τας από του Καυκάσου και της Κασπίας και του Ευξείνου μέχρι της Βαλτικής θαλάσσης και του κάτω Δανουβίου χώρας καταλαβόντες Ούννοι ηνάγκασαν πολλούς Σλαυικούς λαούς, ιδίως τους λεγομένους Σαρμάτας (ή Βένδους), να εισβάλωσιν εις τας Γερμανικάς χώρας και ν’ απώσωσι δυτικώτερον και νοτιώτερον πολλούς Γερμανικούς λαούς. Τω 405 μ. Χ., έν έτος μετά την από της Άνω Ιταλίας αποχώρησιν του Αλαρίχου, πλήθος βαρβάρων Γερμανών (Σουήβων, Βανδήλων, Βουργουνδίων, Αλανών) εν οίς πλείονες των 200 χιλιάδων υπήρχον μαχηταί, υπό την αρχηγίαν Ροδογαΐσου τινός εισήλασαν εις την Ιταλίαν, εμβαλόντες εις την Ρώμην μείζονα τρόμον ή ο Αλάριχος. Τότε δε ο Στελίχων ανεδείχθη αύθις σωτήρ της Ιταλίας και της Ρώμης κατανικήσας τους βαρβάρους διά των εν Ιταλία λεγεωνών εν Φαισούλαις φονευθέντος και του Ραδαγαΐσου. Αλλά τα λείψανα των ηττηθέντων βαρβαρικών στιφών υπερβάντα αύθις τας Άλπεις ηνώθησαν μετ’ άλλων πολλών βαρβάρων και διέβησαν τον Ρήνον (την τελευταίαν ημέραν του αυτού έτους 405 μ. Χ.) και εισέβαλον εις την Γαλατίαν. Και άλλοι μεν των βαρβάρων τούτων εγκατέστησαν εν αυτή τη Γαλατία τη νοτιοδυτική ως οι Βουργούνδιοι ών το όνομα διετηρήθη μέχρι νυν εν τη απ’ αυτών Bourguignon κληθείση χώρα της Γαλλίας), άλλοι δε, ως οι Σουήβοι, Βανδήλοι και Αλανοί, διαβάντες τα αφρούρητα στενά των Πυρηναίων εισέβαλον εις την Ιβηρίαν και, αφού δεινώς ελεηλάτησαν αυτήν κατά μήκος και πλάτος, ενήργησαν είδος τι διανομής της χερσονήσου εν εαυτοίς. Ταυτοχρόνως άλλοι Γερμανικοί λαοί, οι Αλαμαννοί, κατέλαβον το πλείστον της νυν Ελβετίας και την Αλσατίαν, και οι Φράγκοι εγκατέστησαν οριστικώς εν τη βορειανατολική Γαλατία. Και η Βρεττανία δε, ήτις από των χρόνων τούτων εγκατελείφθη υπό της Ρώμης, ανακληθέντων των εν αυτή λεγεώνων, εξετίθετο εις δεινάς επιδρομάς των από Βορρά (από της Σκωτίας) ληστρικώς εισβαλλόντων εις την χώραν Πίκτων και Σκώτων, εωσού οι κάτοικοι εν τη απογνώσει αυτών εκάλεσαν εις βοήθειαν αυτών τον εν ταις ακταίς της Γερμανικής θαλάσσης εγκαταστάντα τότε βάρβαρον λαόν των Άγγλων ή Αγγλοσαξόνων. Ούτοι διέβησαν τω 449 μ. Χ. εις την Βρεττανίαν υπό τους δύο αρχηγούς αυτών Έγκιστον και Όρσαν, και αφού εξεδίωξαν της χώρας τους ειρημένους Πίκτους και Σκώτους, εγένοντο αυτοί κύριοι της χώρας εξολοθρεύσαντες διά μαχαίρας τους Βρεττανούς, ών μικρά λείψανα εσώθησαν μέχρι νυν εν ταις απροσίτοις ορειναίς χώραις της Ουαλλίας και Κορνουαλλίας.
Ούτω λοιπόν από των αρχών ήδη του 5 μ. Χ. αιώνος το Ρωμαϊκόν κράτος περιωρίσθη εν τη Δύσει σχεδόν εις μόνην την Ιταλίαν, καταλυθέν πράγματι εν πάσαις ταις λοιπαίς χώραις ή ως σκιά μόνον διατηρούμενον έν τισι γωνίαις υπό τινων επάρχων και στρατηγών. Αλλά και η Ιταλία, ής χάριν πάσαι αι άλλαι χώραι της Δύσεως εγκατελείφθησαν εις την τύχην αυτών, ουχί πολύ μετά την καταστροφήν των υπό τον Ροδογαΐσον εισβαλόντων βαρβάρων εις νέαν υπέκυψε βαρβαρικήν επιδρομήν κινδυνεύσασα νυν να καταληφθή ολόκληρος υπό βαρβάρων. Αφού τω 403 ο Αλάριχος και μετά την ήτταν αυτού φοβερός μένων απεχώρησε διά χρημάτων της χερσονήσου, ο Στελίχων, ο σωτήρ γενόμενος τότε της Ιταλίας, διεβλήθη υπό των φθονούντων την δόξαν αυτού αθλίων αυλικών συμβούλων ότι αυτός δήθεν είχε καλέσει εις Ιταλίαν τον Αλάριχον και ότι διά της ανακλήσεως των λεγεώνων εγένετο αίτιος να καταληφθώσιν υπό βαρβάρων αι πέραν των Άλπεων χώραι. Ο ασθενής το πνεύμα Ονώριος, ούτινος και κηδεμών εγένετο ο Στελίχων και συγγενής ήτο στενώτατος (έχων σύζυγον την εξαδέλφην του Ονωρίου και θετήν θυγατέρα του Θεοδοσίου Α’ Σερήναν), δους πίστιν εις τας διαβολάς ταύτας, συνήνεσεν εκών άκων εις τον φόνον του ανδρός τούτου τελεσθέντα εν Ραβέννη μετ’ ασεβούς παρασπονδίας (408 μ. Χ.), αφού ο εις τον ναόν ως εις άσυλον καταφυγών ανήρ παρεδόθη επί τη υποσχέσει της ασφαλείας της ζωής αυτού. Αλλ’ ο φόνος ούτος ακριβώς έδωκεν αφορμήν εις τον Αλάριχον να εισβάλη αύθις από της Ιλλυρίας εις την Ιταλίαν. Αλλά νυν ο Αλάριχος επήλθεν απ’ ευθείας εναντίον της Ρώμης, διότι δεν υπήρχε πλέον ανήρ οίος ο Στελίχων ίνα επίσχη την πορείαν αυτού. Η υπερήφανος τότε κοσμοκράτειρα πόλις, ήτις μετά την υπό των Γαλατών άλωσιν του 389 π. Χ. ουδέποτε είχεν ιδεί πολέμιον προ των τειχών αυτής, πλην του άπαξ παροδικώς εμφανισθέντος (τω 311 π. Χ.) προ των πυλών της πόλεως, αλλ’ ουδέν επιχειρήσαντος κατ’ αυτής Αννίβου, έβλεπε νυν τον σύμμικτον από Γότθων, Ούννων και άλλων παντοίων βαρβάρων στρατόν του Αλαρίχου περικυκλούντα τον περίβολον αυτής. Η πείνα και ο λοιμός και η ανανδρία των κατοίκων (ών ο πληθυσμός κατά τινας υπολογισμούς υπερέβαινε τότε το εκατομμύριον) έπεισαν την βουλήν να διαπραγματευθή προς τον Αλάριχον και να εξαγοράση την αποχώρησιν αυτού διά παροχής 5 χιλ. λιτρών χρυσίου και 30 χιλ. λιτρών αργύρου και πολλών πολυτίμων πραγμάτων. Αλλ’ ο ονόματι αυτοκράτωρ Ονώριος, όστις δεν ήδρευεν εν Ρώμη από φόβου, αλλ’ εκρύπτετο εν τη οχυρά ένεκα των περί αυτήν ελών απροσίτω παρά τον Αδρίαν παραλία πόλει Ραβέννη, ηρνήθη να επικυρώση την σύμβασιν. Τούτο καί τινες άλλαι απιστίαι των εν Ραβέννη ηνάγκασαν τον Αλάριχον να επέλθη αύθις εναντίον της Ρώμης, αφού ουδέν κατώρθωσεν επελθών μετά του στρατού αυτού εναντίον της Ραβέννης. Η Ρώμη ταχέως εκυριεύθη νυν (410) υπό των Γότθων και εδόθη εις τριήμερον λεηλασίαν, μεθ’ ό ο Αλάριχος καταλιπών την πόλιν ταύτην μετέβη μετά της απείρου λείας αυτού εις την Κάτω Ιταλίαν, δηών και καταστρέφων, αρπάζων και λεηλατών καθ’ οδόν πάσας τας Ιταλικάς χώρας. Εν τη Κάτω Ιταλία γενόμενος κατεσκεύασε στόλον παρασκευαζόμενος να μεταβή εις Σικελίαν, είτα δε να υποτάξη και την απέναντι κειμένην Αφρικήν, ίνα ούτως ιδρύση μέγα και ισχυρόν Βησιγοτθικόν κράτος εν Ιταλία. Αλλ’ εν μέσω των βουλευμάτων αυτού τούτων αφήρπασεν αυτόν ο θάνατος εν Καλαβρία το αυτό της αλώσεως της Ρώμης έτος (410 μ. Χ.).
Ο διαδεξάμενος τον Αλάριχον ως αρχηγός των Βησιγότθων γυναικάδελφος αυτού Ατάουλφος (ή Αδόλφος) ειρηνεύσας προς τους Ρωμαίους απεχώρησε της Ιταλίας μετά των Γότθων αυτού (412 μ. Χ.), ίνα, ανακτώμενος πέραν των Άλπεων εν Γαλατία όσας ήθελε δυνηθή χώρας από των νεωστί κατακτησαμένων τας χώρας ταύτας βαρβάρων, εγκαταστήση αυτόθι τους Γότθους αυτού, αναγνωριζόμενος υπό του αυτοκράτορος Ονωρίου ως νόμιμος κύριος των χωρών τούτων. Προς τούτοις ο Ονώριος συνήνεσεν ίνα η εν τη εξουσία των Γότθων ευρισκομένη αδελφή αυτού Πλακιδία συνάψη γάμον μετά του Αταούλφου τελεσθέντα μεγαλοπρεπώς εν Ναρβόννη της Γαλατίας (414). Προς τούτοις ο Ονώριος συνήνεσεν ίνα η εν τη εξουσία των Γότθων ευρισκομένη αδελφή αυτού Πλακιδία συνάψη γάμον μετά του Αταούλφου τελεσθέντα μεγαλοπρεπώς εν Ναρβόννη της Γαλατίας (414) (27). Ο Ατάουλφος και οι Βησιγότθοι αυτού εγκατέστησαν πράγματι εν τη υπ’ αυτών κατακτηθείση νοτίω Γαλατία, ένθα ίδρυσαν κράτος Βησιγοτθικόν, όπερ μετ’ ολίγον εξετάθη και πέραν των Πυρηναίων εν Ισπανία. Τοιούτον τέλος έλαβεν εν Ανατολή και εν τη Δύσει η μεγάλη Γοτθική επιδρομή, η διαρκέσασα 16 έτη. Η επιδρομή αύτη, μεθ’ όλας τας μεγάλας καταστροφάς, άς επήνεγκεν εις τας κυρίως Ελληνικάς χώρας, κατέλιπεν εν τω όλω άθικτον το Ανατολικόν κράτος, ενώ εν τη Δύσει επήνεγκεν εμμέσως την εκτός της Ιταλίας κατάλυσιν του Ρωμαϊκού κράτους και την υπό βαρβάρων άλωσιν της τότε κοσμοκρατείρας Ρώμης. Όμως και η Ρώμη και η Ιταλία ως λείψανα του μεγάλου εν τη Δύσει Ρωμαϊκού κράτους εξηκολούθησαν έτι παλαίουσαι εν αγωνία αλγεινή επί 65 περίπου έτη, ίνα διατηρήσωσι σκιάν τινα της αρχής ταύτης. Ο Ονώριος ο βασιλεύων εν μέσω της δεινής ταύτης θυέλλης των βαρβαρικών επιδρομών ετελεύτησε τω 523 μ. Χ. εν Ραβέννη καταλιπών την αρχήν, συναινέσει του εν Ανατολή αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β’, εις τον ανεψιόν αυτού (υιόν της Πλακιδίας από του δευτέρου γάμου αυτής μετά του Κωνσταντίου) Ουαλεντινιανόν.
Τα εν Ανατολή επί του Αρκαδίου.
Πολύ προ του Ονωρίου ετελεύτησεν εν Ανατολή τω 408 μ. Χ. ο αδελφός αυτού Αρκάδιος. Ο Αρκάδιος, και αφού διά του Στελίχωνος απεσοβήθη ο από του Αλαρίχου και των Γότθων κίνδυνος, εξηκολούθει κυβερνών εν Ανατολή ασθενώς καταλείπων τα πάντα εις τας χείρας των υπουργών αυτού, οίτινες ήσαν άνθρωποι φαύλοι και ηθικώς διεφθαρμένοι. Τούτων ο μεν Ρουφίνος (Γαλάτης εκρωμαϊσθείς) εφονεύθη κατά την του Αλαρίχου εκδρομήν υπό του Γότθου Γαϊνά, του αρχηγού των εν τη υπηρεσία του κράτους Γότθων μισθοφόρων, η δε πραγματική εξουσία περιήλθε τότε εις τον Γαϊνάν και εις τον φαύλον και τυραννικόν Ευτρόπιον. Αλλά και ούτος περιελθών εις έριδα προς τον Γαϊνάν κατεδιώχθη υπ’ αυτού και κατέφυγεν εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας ως εις άσυλον. Το δε γεγονός τούτο έδωκεν αφορμήν εις τον τότε μέγαν πατέρα της Εκκλησίας τον αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην Χρυσόστομον, ν’ απαγγείλη εν τη περιστάσει ταύτη ένα των λαμπροτάτων αυτού λόγων, τον «Εις Ευτρόπιον» επιγραφόμενον. Εν τούτω αντιπαραβάλλων ο θείος πατήρ την θέσιν εις ήν περιήλθε νυν ο άνθρωπος ούτος προς την τέως κατεχομένην θέσιν του παντοδυνάμου υπουργού, παριστά ζωηρότατα το μάταιον παντός μεγαλείου ανθρωπίνου μη στηριζομένου επί αρετής, θέμα του λόγου λαβών τα του Εκκλησιαστού «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Όμως ο Ι. Χρυσόστομος, ο πικρότατα ελέγξας τον Ευτρόπιον, δεν επέτρεψε την παράδωσιν του Ευτροπίου ειμή επί ρητή υποσχέσει ότι δεν έμελλε να φονευθή. Αληθώς δε ο Ευτρόπιος παραδοθείς νυν εις τον διώκτην αυτού εξωρίσθη εις Κύπρον· οπόθεν βραδύτερον επαναχθείς εις Κωνσταντινούπολιν εφονεύθη εν Χαλκηδόνι.
Μετά δε τον φόνον και του Γαϊνά ως σύμβουλος του Αρκαδίου εν ονόματι αυτού ήρχεν η αγέρωχος βασίλισσα Ευδοξία, θυγάτηρ ισχυρού τινος Φράγκου εν τη υπηρεσία του κράτους ευρισκομένου, προκαλέσασα διά της τυραννίας και της ασεβείας αυτής την διά σφοδρών λόγων του I. Χρυσοστόμου κατ’ αυτής εκδηλουμένην αντιπολίτευσιν. Ήτο δε αληθώς ηθικώς παρήγορον γεγονός ότι εν μέσω της αθλίας καταστάσεως της επικρατούσης τότε εν Κωνσταντινουπόλει και εν τη Κυβερνήσει, ένθα άνθρωποι ηθικώς φαύλοι και τυραννικοί και άρπαγες διείπον τα του Κράτους, βάρβαροι δε αρχηγοί βαρβάρων μισθοφόρων ήσαν οι επιτετραμμένοι την άμυναν του Κράτους εναντίον άλλων βαρβάρων, Γότθων εν Ευρώπη, Ούννων και Ισαύρων εν Μικρά Ασία, μόνη δύναμις ηθική εν τω Κράτει η συνέχουσα αυτό ήτο η Χριστιανική Εκκλησία και οι επιφανείς αρχηγοί αυτής, εν οίς κατά τους χρόνους τούτους την πρωτίστην και επιφανεστάτην θέσιν κατέχει ο Ιωάννης Χρυσόστομος. Ούτος μόνον διά των αυστηρών Χριστιανικών αυτού αρετών, διά της θαυμασίας ευγλωττίας και διά της ατρομήτου παρρησίας, μεθ’ ής ήλεγχε τους άρχοντας και αυτήν την Ευδοξίαν, επέβαλλε το κράτος του λόγου αυτού εις πάντας και εις αυτόν τον Γαϊνάν και εις τους βαρβάρους αυτού. Αλλά και ο μέγας ούτος ανήρ ένεκα της τόλμης και της παρρησίας, μεθ’ ής ήλεγχε τας πράξεις των κυβερνώντων και αυτής της βασιλίσσης, διήγειρε καθ’ εαυτού το σφοδρόν μίσος της Ευδοξίας. Αύτη δε συνεννοηθείσα μετά ιεραρχών τινων φθονούντων την δύναμιν και την δόξαν του Ιωάννου ενήργησε την από του θρόνου απομάκρυνσιν και εξορίαν του ανδρός. Ο λαός της πρωτευούσης σφόδρα ταραχθείς επί τούτω επέτυχε την ταχείαν επάνοδον του μεγάλου ιεράρχου. Αλλά νέαι επιβουλαί νέαν επήνεγκον του ανδρός εξορίαν εις τας εσχατιάς της Μικράς Ασίας, εν ή εξορία μετά πολλάς κακοπαθείας ετελεύτησεν (εν Κομάνοις του Πόντου) ο μέγας ούτος πατήρ της Εκκλησίας και γενναιότατος της αληθείας μάρτυς. Ο δε βασιλεύς Αρκάδιος, κατ’ όνομα μόνον βασιλεύων εν μέσω των θυελλωδών τούτων χρόνων, ετελεύτησε τω 408 μ. Χ., μετά 13 ετών βασιλείαν καταλιπών τον θρόνον εις τον υιόν αυτού Θεοδόσιον Β’.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%AF%CE%B1