Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας ως μόνος άρχων του Ρωμαϊκού Κράτους (323-337 μ.Χ.).
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Αφού ο Κωνσταντίνος εγένετο μόνος κύριος του Ρωμαϊκού κράτους εξετέλεσε το προ πολλού υπό των πραγμάτων και των περιστάσεων παρασκευασθέν και αναγκαίον κατασταθέν έργον της μεταθέσεως του κέντρου του Ρωμαϊκού κράτους από της Δύσεως εις την Ανατολήν. Ως είδομεν, ο Διοκλητιανός ήδη είχε στήσει την έδραν αυτού εν Ανατολή, εν Νικομηδεία, ένεκα λόγων στρατιωτικών και πολιτικών. Εις δε την απόφασιν του Κωνσταντίνου συνετέλεσαν, πλην των στρατιωτικών και πολιτικών λόγων, και εσωτερικοί λόγοι ηθικοί. Ο Κωνσταντίνος πεπεισμένος εν τη καρδία αυτού περί της αληθείας της χριστιανικής πίστεως, έχων δε πεποίθησιν, ότι πάσαι αι νίκαι και επιτυχίαι, άς ήρατο μέχρι νυν εναντίον των αντιπάλων και δι’ ων κατέστη μόνος του σύμπαντος Ρωμαϊκού κράτους άρχων, ήσαν αποτελέσματα της προς τον Ιησούν Χριστόν πίστεως, εξεδήλου διηνεκώς επί μάλλον την προς την νέαν θρησκείαν αφοσίωσιν αυτού. Μετά το μνημονευθέν διάταγμα του Μεδιολάνου το εκδοθέν τω 313 μ. Χ., δι’ ού η χριστιανική θρησκεία απέλαυεν εν τω Ρωμαϊκώ κράτει τελείας ισότητος δικαιωμάτων προς την αρχαίαν των Ρωμαίων εθνικήν θρησκείαν, εξέδωκεν από του 315 μέχρι 323 μ. Χ. νέους νόμους, δι’ ών ο Χριστιανισμός καθίστατο κατά μικρόν θρησκεία του κράτους, μειζόνων απολαύων νυν τιμών και προνομιών ή η παλαιά θρησκεία. Τέλος δε, αφού τω 323 εγένετο μόνος άρχων του κράτους, εξέδωκε νόμους, εν οις αποκαλύπτεται και ομολογείται η τελεία προς την χριστιανικήν θρησκείαν πίστις και αφοσίωσις αυτού. Εν τοις νόμοις τούτοις ο Κωνσταντίνος ομολογεί διά θερμών εκφράσεων την προς τον Θεόν των Χριστιανών πίστιν αυτού, θεωρών αυτόν ως δοτήρα των νικών αυτού και πιστεύων ότι ο Θεός εξελέξατο αυτόν ίνα σώση το Ρωμαϊκόν κράτος από των εσωτερικών ταραχών και πολέμων και των κατά των Χριστιανών διωγμών («ταις σαις γαρ υφηγήσεσιν ενεστησάμην σωτηριώδη πράγματα και διήνυσα· την σην σφραγίδα πανταχού προβαλλόμενος καλλινίκου ηγησάμην στρατού»). Προς τούτοις εν τοις νόμοις τούτοις ο Κωνσταντίνος καλεί τους Χριστιανούς «πιστεύοντας», τους δε μη Χριστιανούς «πλανωμένους», αποκαλεί δε τους Χριστιανούς και Ανατολικούς, διότι εν Ανατολή ήσαν οι πλείστοι των Χριστιανών. Και υπέρ των Ανατολικών τούτων, ως συντριβέντων υπό των συμφορών, επικαλείται ιδιαιτέρως την χάριν του Θεού.
Η τοιαύτη λοιπόν προς την χριστιανικήν πίστιν αφοσίωσις και προς τους Χριστιανούς της Ανατολής ιδιαιτέρα αγάπη του Κωνσταντίνου υπήρξεν εν μέρει αιτία ίνα ούτος μεταβιβάση την έδραν του κράτους εις την Ανατολήν. Διότι υπήρχον μεν και εν Ρώμη Χριστιανοί, αλλ’ η πόλις αύτη ήτο συνδεδεμένη έτι στενώτατα τυπικώς μετά των αρχαίων πολιτειακών αυτής θεσμών, οίτινες πάλιν ήσαν συνδεδεμένοι μετά των θεσμών της αρχαίας των Ρωμαίων εθνικής θρησκείας. Τουναντίον δε η Ελληνική Ανατολή, ένθα επί των προηγουμένων αυτοκρατόρων εγένοντο οι δεινότατοι διωγμοί, αυξήσαντες μάλλον ή ελαττώσαντες την ηθικήν δύναμιν της νέας πίστεως, ήτο ισχυρώς χριστιανική.
Ταύτα πάντα έπεισαν τον Κωνσταντίνον ίνα κτίση εν τη Ελληνική Ανατολή νέαν διαρκή πρωτεύουσαν του Ρωμαϊκού κράτους, προς τούτο δε εξελέξατο αυτήν την περί τον Θρακικόν Βόσπορον και τον Κεράτιον Κόλπον κειμένην αρχαίαν Ελληνικήν πόλιν Βυζάντιον (329). Της πόλεως ταύτης ευρύνας ο Κωνσταντίνος την περιφέρειαν και τα τείχη και περιλαβών εντός αυτής λόφους πέντε (εις τούτους προσετέθησαν έπειτα άλλοι δύο λόφοι, και εντεύθεν η νέα πόλις εκτισμένη επί 7 λόφων, ως η Ρώμη, εκλήθη Επτάλοφος) κατέστησεν αυτήν όλως νέαν και μεγάλην πόλιν και μεγαλοπρεπώς ετέλεσε τα εγκαίνια αυτής (τα γενέθλια της πόλεως) τη 11 Μαΐου 330 μ. Χ.
Η νέα αύτη πόλις, ής οι κάτοικοι, εκτός των ολίγων εκ Ρώμης νυν εις αυτήν μετοικησάντων αριστοκρατικών οίκων, ήσαν Έλληνες, ωνομάσθη βραδύτερον Κωνσταντινούπολις και Νέα Ρώμη, ως νέα πρωτεύουσα του Κράτους.
Προ της κτίσεως δ’ έτι της Κωνσταντινουπόλεως ο Κωνσταντίνος απέδειξε και κατ’ άλλον τρόπον το προς την Χριστιανικήν Εκκλησίαν μέγα διαφέρον και την προς τους Χριστιανούς Έλληνας στοργήν και αγάπην αυτού. Την Εκκλησίαν την Χριστιανικήν ετάραττε τότε, ιδίως εν Ανατολή, αίρεσίς τις ήτοι καινοτομία δογματική, διδασκαλία τις δηλονότι νέα αντικειμένη προς τα μέχρι νυν παραδεδομένα δόγματα της Εκκλησίας, αίρεσις καλουμένη Αρειανή από του ονόματος του αιρεσιάρχου Αρείου πρεσβυτέρου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος δε, ίνα καταπαύση την ταραχήν ταύτην και αποκαταστήση την θρησκευτικήν ειρήνην των εν Ανατολή ιδίως Χριστιανών, προσέφυγεν εις έργον μαρτυρούν το θερμόν αυτού υπέρ των Χριστιανών τούτων διαφέρον. Διότι, ενώ μέχρι τότε αι κατά τόπους αναφυόμεναι έριδες ελύοντο διά συνόδων εκκλησιαστικών τοπικών, ήτοι εν στεναίς τοπικαίς περιφερείαις ολίγων επαρχιών εκκλησιαστικών συγκροτουμένων, νυν πρώτον ο Κωνσταντίνος συνεκάλεσε Σύνοδον Οικουμενικήν, ήτοι σύνοδον επισκόπων και άλλων ανωτέρων κληρικών σύμπαντος του Ρωμαϊκού κράτους. Η πρώτη αύτη εν τη ιστορία της Εκκλησίας Οικουμενική Σύνοδος συνεκροτήθη τω 325 μ. Χ. (5 έτη προ της κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως) εν Νικαία της Βιθυνίας, ένθα συνήλθον 318 θεοφόροι πατέρες της Εκκλησίας· και εν ταύτη μετά πολλάς συζητήσεις κατεδικάσθη η αίρεσις του Αρείου, παρόντος και τούτου, και συνετάχθη το σύμβολον της Πίστεως, το καλούμενον σύμβολον της Νικαίας, όπερ συμπληρωθέν ύστερον εν τη δευτέρα Οικουμενική Συνόδω, τη εν Κωνσταντινουπόλει μετά 56 έτη συγκροτηθείση (381 μ. Χ.), αποτελεί το παρά τοις Ορθοδόξοις Χριστιανοίς ιερόν σύμβολον της Πίστεως, το αρχόμενον από του Πιστεύω εις ένα Θεόν κλπ. Ο Κωνσταντίνος ου μόνον παρέστη εις την Σύνοδον, αλλά και των εν αυτή συζητήσεων μετέσχε μετά πολλού διαφέροντος.
Αλλ’ ο Κωνσταντίνος τοσαύτην επιδαψιλεύων εύνοιαν εις τους Χριστιανούς δεν κατεδίωξεν ουδαμώς τους εθνικούς. Τουναντίον δε θέλων να βασιλεύη η εσωτερική ειρήνη εν τω Κράτει επέτρεψε τελείαν ανεξιθρησκείαν «Ομοίαν τοις πιστεύουσιν οι πλανώμενοι χαίροντες λαμβανέτωσαν ειρήνης τε και ησυχίας απόλαυσιν (έλεγον οι νόμοι του Κωνσταντίνου)· αύτη γαρ η της κοινωνίας επανόρθωσις, και προς την ευθείαν αγαγείν οδόν ισχύει. Μηδείς τον έτερον παρενοχλείτω· έκαστος, όπερ η ψυχή βούλεται, τούτο και πραττέτω».
Διά τον αυτόν δε λόγον ο Κωνσταντίνος έκτισε ναόν μεγαλοπρεπή εις την Αγίαν Ειρήνην, την συμβολίζουσαν την δι’ αυτού υπό του Θεού δωρηθείσαν εσωτερικήν και εξωτερικήν ειρήνην, έθηκε δε τα θεμέλια και ναού της Αγίας Σοφίας του Θεού, ήτοι του Χριστού του εκπροσωπούντος την σοφίαν του Θεού, ούτινος η οικοδομία συνεπληρώθη υπό του υιού αυτού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Α’. Έκτισε δε ο Κωνσταντίνος και πολλούς άλλους ναούς Χριστιανικούς.
Η βασιλεία του Κωνσταντίνου ως μονάρχου του Ρωμαϊκού κράτους υπήρξεν ειρηνική. Διότι από βορρά μεν βαρβαρικαί επιδρομαί δεν εγένοντο· προς ανατολάς δε οι Πέρσαι διήγον διαρκώς εν ειρήνη, αφ’ ού χρόνου ο Γαλέριος νικήσας τον βασιλέα αυτών Ναρσήν τω 297 επέβαλεν αυτοίς ειρήνην, δι’ ής παρεχωρήθησαν εις το Ρωμαϊκόν κράτος η Μεσοποταμία και πέντε επαρχίαι πέραν του Τίγρητος ποταμού, ανεγνωρίσθη δε υπό των Περσών και η επί την Αρμενίαν και Ιβηρίαν Ρωμαϊκή κυριαρχία. Εξ άλλου η ηθική αίγλη και η δύναμις του Κωνσταντίνου ύψωσε το κράτος εις μεγίστην παρά πάσι τοις λαοίς περιωπήν και δόξαν. Και αυτοί οι Αιθίοπες (πρόγονοι των Αβησσυνών) συνήψαν επί του Κωνσταντίνου σχέσεις προς το Ρωμαϊκόν κράτος.
Ούτως ο Κωνσταντίνος έθηκεν εν Ανατολή τα θεμέλια κράτους Χριστιανικού Ελληνικού. Είνε αληθές ότι ο πολιτικός και στρατιωτικός οργανισμός του κράτους, περί ού θέλομεν πραγματευθή αλλαχού του βιβλίου τούτου, ήτο Ρωμαϊκός, συνδεόμενος μετά του οργανισμού του όλου Κράτους και εν Ανατολή· και αυτή η επίσημος γλώσσα του Κράτους ήτο και εν Ανατολή η Λατινική· και επισήμως το κράτος εκαλείτο και ενταύθα Ρωμαϊκόν και οι πολίται Ρωμαίοι. Αλλ’ η γλώσσα η λαλουμένη υπό του λαού, η γλώσσα της Εκκλησίας, της παιδεύσεως και φιλολογίας ήτο Ελληνική· αυτή η πρωτεύουσα ήτο πόλις κατ’ ουσίαν Ελληνική, υπό Ελλήνων το πλείστον οικουμένη.
Μεθ’ όλα ταύτα το Κράτος του Κωνσταντίνου εν τω όλω αυτού περιλαμβάνον και το δυτικόν τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους δεν δύναται να θεωρηθή Ελληνικόν, αλλά θεμέλιον στερεόν Ελληνικού Κράτους εν τω μέλλοντι, ευθύς ως ήθελε χωρισθή πολιτικώς, ως εγένετο μετ’ ού πολύ, η Ανατολή από της Δύσεως.
Η Εκκλησία η Χριστιανική και ιδίως η Ανατολική ετίμησε τον Κωνσταντίνον ως άγιον και ισαπόστολον βασιλέα και εν βασιλεύσιν απόστολον, φρονούσα ότι ο Κωνσταντίνος παρ’ αυτού του Θεού, απ’ ευθείας διά του εν τω ουρανώ φανέντος αυτώ σημείου του σταυρού, ουχί δε παρ’ ανθρώπων, ενεπνεύσθη και εδιδάχθη την εις Χριστόν πίστιν, και διότι κηρύξας, ως είδομεν, την εις Χριστόν πίστιν δι’ έργων και διά λόγων προσείλκυσε πολλούς, ως Απόστολος, εις την πίστιν ταύτην. Και ως πρώτος δε Χριστιανός αυτοκράτωρ του Ρωμαϊκού Κράτους ωνομάσθη και υπό της Εκκλησίας βασιλεύς υπό την ιεράν ιδιότητα της αρχής ταύτης κατά την Εκκλησίαν και κατά τας παραδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης, κληθείς διά τούτο, όπως ύστερον πάντες οι Χριστιανοί βασιλείς του Ελληνικού κράτους, χριστός του Κυρίου, ήτοι εκλεκτός του Θεού, τεταγμένος υπ’ αυτού ίνα άρχη του εκλεκτού (περιουσίου) λαού του Θεού, ήτοι των Χριστιανών.
Ο Κωνσταντίνος, ο τοσαύτα τελέσας έργα μεγάλα και νέαν περίοδον εγκαινίσας εν τη ιστορία του κόσμου και ιδίως εν τη ιστορία του Ελληνικού έθνους και Μέγας επικληθείς, ετελεύτησε τω 337 μ. Χ. εν Νικομηδεία, οπόθεν αχθείς ο νεκρός αυτού εις Κωνσταντινούπολιν εκηδεύθη μεγαλοπρεπώς και ετάφη εν τω υπό του Κωνσταντίνου αυτού κτισθέντι μεγάλω ναώ των Αγίων Αποστόλων. Ετιμήθη δε είτα ο Κωνσταντίνος και ως άγιος υπό της Εκκλησίας εορταζόμενος τη 21 Μαΐου μετά της μητρός αυτού Ελένης ως αγίας και ταύτης τιμωμένης.