Η «βελούδινη επανάσταση» της 3ης Σεπτέμβρη 1843
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Με την συνθήκη της 7ης Μάη 1832 στο Λονδίνο, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της περιόδου, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, έδιναν την συγκατάθεση τους για την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου. Στο άρθρο 4 της εν λόγω συνθήκης γίνεται και η μόνη αναφορά σχετικά με το πολίτευμα του ελληνικού βασιλείου. «Η Ελλάς, υπό την κυριαρχίαν του πρίγκηπος Όθωνος της Βαυαρίας και την εγγύηση των τριών αυλών, θέλει αποτελεί Κράτος μοναρχικόν ανεξάρτητον, ως τούτο ορίζεται υπό του, κατά την 3η Φεβρουαρίου 1830, υπό των ρηθεισών τριών Αυλών υπογραφέντος πρωτοκόλλου, και υπό τε της Ελλάδος και της Οθωμανικής Πύλης παραδεχθέντος». Λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1832, η συνέλευση των Ελλήνων, που είχε συγκληθεί στην Πρόνοια, ένα προάστιο του Ναυπλίου, αποφάσιζε μεταξύ άλλων «να συνταχθή νέον σύνταγμα προς ασφάλειαν του τε λαού και του θρόνου». Η αντίδραση των πρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν άμεση και δραστική. Διέλυσαν την συνέλευση τονίζοντας, παράλληλα, ότι καμία συζήτηση για σύνταγμα δεν θα γινόταν χωρίς την συμμετοχή του βασιλιά. Από τις τρεις Δυνάμεις, η Αγγλία είχε την μακρότερη προϊστορία συνταγματικού πολιτεύματος, και, ως εκ τούτου, δεν ήταν εξαρχής δηλωμένη πολέμιος των συνταγματικών θεσμών. Η Γαλλία, που είχε γίνει το επίκεντρο των φιλελεύθερων επαναστατικών αλλαγών του 18ου αιώνα, δεν θεωρούσε ότι θα ζημιωνόταν από την παραχώρηση συντάγματος στην Ελλάδα, αλλά τουλάχιστον μέχρι και το 1843 στήριζε την βασιλική νομιμότητα. Η πλέον αντιδραστική από τις Μεγάλες Δυνάμεις στάθηκε η Ρωσία. Ο Τσάρος και το ανακτοβούλιο διακήρυτταν urbi et orbi ότι ως μόνη πηγή εξουσίας στην Ελλάδα αναγνώριζαν τον βασιλιά. Η Ρωσία κυβερνιόταν με την σιδηρά πυγμή του Τσάρου Νικολάου και κάθε προοδευτικός πειραματισμός ήταν εξοβελιστέος. Από τις μικρότερες δυνάμεις, επίσης, καμία δεν φαινόταν διατεθειμένη να στηρίξει συνταγματικούς πειραματισμούς στο νεοσύστατο βασίλειο. Ο πρεσβευτής της Αυστρίας Πρόκες-Όστεν, έγραφε στον Μέτερνιχ: «Χθες είδον τον Βασιλέα και μετά πολλάς λεπτομερείας περί της ημετέρας διοικήσεως απεφήνατο γνώμην μέγαν εμφαίνουσαν σεβασμόν υπέρ της αυστηράς και ακραιφνούς διατηρήσεως της μοναρχικής αρχής. Ενίσχυσα δε αυτόν καγώ εν τη γνώμη αυτού και επέστησα την προσοχήν αυτού εναντίον των συνταγματικών σκευωριών τεινουσών απ΄ ευθείας εις καταστροφήν αυτού τε και της χώρας». Ο δε πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος, «όστις, κλίνων εξ επαγγέλματος προς τον δεσποτισμόν» διεμήνυσε στον πρεσβευτή του στο Λονδίνο να συστήσει στους αντιπροσώπους των τριών Δυνάμεων «να διαβιβάσωσι εις τους εν Ελλάδι πράκτοράς των την διαταγή να αντισταθώσι δι΄ όλων των μέσων εις εγκαθίδυσιν συντάγματος». Αργότερα, στα 1840 έγραφε στον υιό του: «Το δούναι σήμερον τη Ελλάδι σύνταγμα είναι ταυτόν τω εξαγγείλαι τον όλεθρον του θρόνου σου». Η Ευρώπη της Ιεράς Συμμαχίας δεν ήταν διατεθειμένη να ανεχτεί καμία παρέκκλιση από τις αρχές της ελέω θεού μοναρχίας.

Η Ελλάδα, από την αρχή του επαναστατικού αγώνα είχε επηρεαστεί, σε κάποιο βαθμό, από τις φιλελεύθερες πολιτειακές αρχές. Οι τοπικές συνελεύσεις της Πελοποννήσου, της Ανατολικής και Δυτικής Ελλάδος, μετεξελίχθηκαν στις εθνικές συνελεύσεις της Επιδαύρου, του Άστρους, της Τροιζήνας και του Άργους. Οι φιλελεύθερες, όμως, ιδέες δεν είχαν πλατιά διάδοση στον απαίδευτο λαό, αλλά κατέληξαν εργαλείο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης στα χέρια μιας, εν πολλοίς, κλειστής πολιτικής ομάδας, αποτελούμενης, κατά κύριο λόγο, από άνεργους πρώην πρίγκιπες των παραδουνάβιων ηγεμονιών και Φαναριώτες, που διείδαν στο νέο ελληνικό βασίλειο πεδίον δόξης λαμπρό για την αναζωογόνηση της πολιτικής τους καριέρας, από πρώην κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγούς του Αγώνα, που είδαν στην πολιτική το συμπλήρωμα της οικονομικής και στρατιωτικής τους εξουσίας αντίστοιχα καθώς και από ρομαντικούς μορφωμένους Έλληνες της διασποράς, που σε μεγάλο βαθμό προσκολλούνταν στους ήδη υπάρχοντες διαχειριστές της εξουσίας με σκοπό να ανελιχτούν στα κλιμάκια της εξουσίας. Η μεγάλη μάζα του λαού, απαίδευτη και υπό την πνευματική καθοδήγηση της, μόνιμα αντιδραστικής, εκκλησίας, που αφόριζε κάθε τι νεωτεριστικό, αδυνατούσε να κατανοήσει το νόημα των πολιτικών ελευθεριών και των δημοκρατικών διαδικασιών. Ο Π. Καρολίδης σημειώνει σχετικά στην «Σύγχρονο ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής» ότι: «…ο καθαυτό αγωνιζόμενος λαός δεν ενόει πολύ περί συντάγματος και δεν εδείκνυε διαφέρον υπέρ θεσμών αντιπροσωπευτικών. Όπλα και οπλαρχηγοί ήσαν η κυρία δύναμις αυτού, ως οι κοινωτικοί θεσμοί και κοινωτικαί πολιτείαι, η μόνη πηγή της ιδέας της πολιτείας και πολιτικής τάξεως. […] …αύται (ενν. οι φιλελεύθερες ιδέες) δεν ήσαν απόρροια των φρονημάτων και αισθημάτων του ελληνικού λαού, αλλά των εν τη πρωτευούση Φαναριωτών και άλλων εκ του εξωτερικού το πλείστον συρρευασάντων φιλοδόξων νεωτεριστών, ζητούντων στάδιον ενεργείας πολιτικής εν τω βασιλείω». Αντίστοιχα ο Γ. Ασπρέας στην «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδας» αναφέρει: «Τότε (ενν. λίγο μετά την ενηλικίωση του Όθωνα) το πρώτον ανεφάνη εις τας συζητήσεις του τύπου και έλαβεν ευρύτητα μεταξύ των κομμάτων η λέξις «Σύνταγμα» και ήρχισεν ο εκθειασμός εκ μέρους των δυσαρεστημένων των αρετών του νέου πολιτεύματος. Αλλ΄ είτε στρατιωτικοί είτε πολιτικοί ήσαν οι εκθειάζοντες την λέξιν ταύτην, ολίγοι ηδύνατο να φωτίσωσιν όχι τον λαόν, αλλά και αυτούς τους θαυμαστάς περί των συγκεκριμένων αρετών του μαγικού πολιτεύματος. Τόσον έφθανον συγκεχυμένως αι ιδέαι των ελευθέρων πολιτευμάτων μεταξύ των Ελλήνων και τόσον ήσαν νηπιώδεις αι πολιτικαί αυτών αντιλήψεις κατά την εποχήν εκείνην». Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι η μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού δεν ήταν έτοιμη πνευματικά και ηθικά να κατανοήσει και να δεχτεί τις πολιτειακές μεταβολές και την εφαρμογή των συνταγματικών θεσμών. Οι συνταγματικοί θεσμοί, περισσότερο ή λιγότερο, απαιτούσαν την προηγούμενη εσωτερίκευση, από την μεριά των πολιτών, των φιλελεύθερων και δημοκρατικών ιδεών. Ο απόηχος, όμως, των ιδεών το ευρωπαϊκού διαφωτισμού δεν έφτασε ποτέ στις κωμοπόλεις και τα χωριά της Ελλάδας.

Σε θεωρητικό επίπεδο, λοιπόν, μπορεί η πλειοψηφία του ελληνικού λαού να ήταν αστοιχείωτη περί τα πολιτειακά, αυτό, όμως, που μπορούσε και ο πλέον απαίδευτος να διακρίνει κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Όθωνα ήταν ο απολυταρχικός και συγκεντρωτικός τρόπος λειτουργίας του κράτους. Ακόμη περισσότερο γινόταν αντιληπτό από τους Έλληνες ότι αμέσως μόλις απελευθερώθηκαν από τον οθωμανικό δεσποτισμό, έπεσαν στον λάκο του βαυαρικού συγκεντρωτισμού, που κυβερνούσε εξ αρχής χωρίς να λογαριάζει τους Έλληνες και τον τρόπο ζωής τους. Κανείς, βέβαια, δεν θα ισχυριστεί ότι η πολιτειακή οργάνωση των Ελλήνων την εποχή εκείνη ήταν αναπτυγμένη, αλλά, τουλάχιστον, ήταν δικό τους δημιούργημα και τους είχε υπηρετήσει αποτελεσματικά στους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας. Η αλλαγή ήταν επιβεβλημένη, αλλά έγινε με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Οι Βαυαροί εξ αρχής επιδόθηκαν σε ένα μεταρρυθμιστικό κρεσέντο τέτοιας έντασης που τους αποξένωσε και τους κατέστησε μισητούς σε όλες τις κοινωνικές ομάδες. Οι Έλληνες φαίνεται να απουσιάζουν από όλες τις λειτουργίες του κράτους. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει στα «Απομνημονεύματα»: «Αυτήνοι (ενν. τους Βαυαρούς) αφεντάδες μας κι εμείς είλωτές τους. Πήραν τα καλύτερα υποστατικά, τις καλύτερες θέσες, τους σπιτότοπους, στα υπουργεία βαριούς μιστούς[…] Κριταί αυτήνοι, αφεντάδες αυτήνοι, όπου να πάνε οι Έλληνες όλο ξυλιές τρώνε». Ο στρατός των επαναστατών διαλύθηκε για να έρθουν στην θέση τους 3.500 χιλιάδες Βαυαροί μισθοφόροι, ενώ και η «Γραμματεία της Επικρατείας», μια τύποις ελληνική κυβέρνηση, είχε ρόλο καθαρά διακοσμητικό. Εξίσου αλγεινή εντύπωση προξένησε και η δίωξη περίπου 400 αγωνιστών του 1821, με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα να φυλακίζονται, στα 1834, για δήθεν συνωμοσία ενάντια στον θρόνο. Η φορολογική πολιτική έκανε ακόμη πιο μισητούς τους Βαυαρούς στα μάτια των φτωχότερων στρωμάτων, αφού εν πολλοίς διατηρήθηκε το φορολογικό σύστημα της τουρκοκρατίας, με την πληρωμή σε είδος, καθώς και η δυσβάσταχτη εκμίσθωση των φόρων σε ιδιώτες. Οι αγρότες μάταια ανέμεναν την πολυπόθητη διανομή των εθνικών γαιών. Από τα 720.000 εκτάρια μέχρι και το 1856 είχαν μοιραστεί μόλις 28.000, με την πλειονότητα αυτών να καταλήγει στα χέρια των ισχυρών τσιφλικάδων της εποχής. Αντίστοιχα προβληματισμένοι ήταν και οι μικροτεχνίτες και οι έμποροι, βλέποντας ότι η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική δεν οδηγούσε στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Τη γενικότερη λαϊκή δυσαρέσκεια υποδαύλιζε και η εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών. Η κατάργηση πλήθους μονών, η δήμευση μεγάλου μέρους της έγγειας περιουσίας της εκκλησίας καθώς και ο αποχωρισμός της ελλαδικής εκκλησίας από το Πατριαρχείο θα αποτελέσουν casus belli για τον κλήρο, που θα επιδοθεί σε μια, άνευ προηγουμένου, συκοφάντηση οποιασδήποτε θετικής κίνησης γινόταν από την πλευρά των Βαυαρών, κυρίως χρησιμοποιώντας ως πολιτικό της φερέφωνο το κόμμα των «Ναπαίων» ρωσόφιλων. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Επ. Κυριακίδη σχετικά με τον ρόλο των Βαυαρών: «Ήλθον οι Βαυαροί ίνα διδάξωσιν, ίνα μεταφέρωσιν εις την Ελλάδα τα φώτα της Ευρώπης, ίνα διαπλάσωσιν διοίκησιν, νομοθεσίαν, στρατόν, ίνα εκπαιδεύσωσι τους αξιωματικούς, ίνα ποδηγετήσωσι τους υπαλλήλους; Καλώς ήλθον και η Ελλάς ήθελεν ες αεί ευγνωμονεί αυτοίς. Αλλ΄ έπραξαν τούτο; Περιορίσθησαν εις τα καθήκοντα αυτών; Εξεπλήρωσαν χρέη συμβούλων; Ουχί. Απεμακρύνθησαν οι Έλληνες και κατέλαβον αυτοί θέσεις, ούτως ώστε ουδέν μεν εκείνοι να εκμάθωσι ηδύνατο, ουδέ δε να διδάξωσι αυτοί». Και ο Π. Καρολίδης συμπληρώνει: «Η ξενοκρατία εν τη κυβερνήσει του κράτους δεν επαύσατο, η ελληνικοποίησις της αρχής δεν συνετελέσθη. Διττώς δε η ξενοκρατία επεβλήθη εις την χώραν, ήτοι υπό ξένων και δια ξένων». Σε μια προσπάθεια να αντιστρέψει την πορεία των πραγμάτων ο Όθωνας ανακάλεσε από το Λονδίνο, τον Φεβρουάριο του 1841, τον Αλ. Μαυροκορδάτο, που εκτελούσε χρέη πρεσβευτή, και του ανέθεσε την πρωθυπουργία και το ΥΠΕΞ. Ο Μαυροκορδάτος κατέθεσε στον βασιλιά μια δέσμη μεταρρυθμίσεων που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την κατάργηση του ανακτοβουλίου, την αναβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Επικρατείας καθώς και την απομάκρυνση των Βαυαρών από την διοίκηση και τον στρατό. Η επίμονη αντίσταση του Όθωνα οδήγησε τελικά τον Μαυροκορδάτο σε παραίτηση τον Αύγουστο του 1841. Την κακή κατάσταση των πραγμάτων επιδείνωσε ακόμη περισσότερο η κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις στα 1843 απαίτησαν την καταβολή των τοκοχρεολυσίων του δανείου των 60 εκ. φράγκων που είχε συνομολογηθεί με την ανάρρηση του Όθωνα στον ελληνικό θρόνο. Η αδυναμία αποπληρωμής τους οδήγησε την χώρα στη κήρυξη πτώχευσης και έφερε το θέμα στην συνδιάσκεψη του Λονδίνου. Η απόφαση ήταν κόλαφος. Τα οικονομικά της χώρας περιέρχονταν στον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων, οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών περικόπτονταν, ενώ παράλληλα αρκετές πρεσβείες στο εξωτερικό καταργήθηκαν. Έτσι, ο κύκλος των δυσαρεστημένων από τα έργα της βασιλείας αυξήθηκε κατακόρυφα. Η Χριστιάνα Λυτ, σύζυγος του προσωπικού ιερέα της Αμαλίας, στο σημειωματάριο που κράτησε από την διαμονή της στην Ελλάδα σχολιάζει την κατάσταση που επικρατούσε: «Όλο και περισσότερο απειλητικά σύννεφα μαζεύονταν στο πολιτικό στερέωμα. Δεν υπήρχε κανένας που να μην είναι δυσαρεστημένος. […]Η δυσαρέσκεια για την βαυαροκρατία ολοένα και μεγάλωνε και δεν έκρυβε κανένας το μίσος του γι΄ αυτούς που την αντιπροσώπευαν».

Όσον αφορά τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Αγγλία είχε σταματήσει να υποστηρίζει τον Όθωνα από το 1837, όταν ο τελευταίος απομάκρυνε τον κόμη Άρμανσπεργκ από την πρωθυπουργία. Ο κόμης θεωρούταν από το Foreign Office ο πιο αξιόπιστος προστάτης των βρετανικών συμφερόντων στο ελληνικό βασίλειο και η απομάκρυνση του από την πρωθυπουργία δυσαρέστησε σφόδρα την βρετανική κυβέρνηση, που έκτοτε θα ξεκινήσει έναν ανηλεή και εν πολλοίς υπόγειο πόλεμο ενάντια στο Όθωνα. Η αυλή του πρεσβευτή της Αγγλίας στην Αθήνα θα γίνει σταδιακά ο χώρος συγκέντρωσης των δυσαρεστημένων με την πολιτική του Όθωνα και των Βαυαρών. Αίφνης οι Βρετανοί θα θυμηθούν τις «πολιτικές ελευθερίες», που καταπατούνταν από τον οθωνικό αυταρχισμό… Ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Αθήνα, σερ Έντμοντ Λάιονς, πήρε οδηγίες από τον ΥΠΕΞ της Αγγλίας Άμπερντην να ακολουθήσει μια πιο… «συνταγματική» πολιτική, αντιπολιτευτική στον Όθωνα. Το πλέον παράδοξο, εκ πρώτης όψεως, στην συγκρότηση της αντιοθωνικής αντιπολίτευσης, ήταν η σύμπραξη του ρωσικού κόμματος με το αγγλικό. Οι «Ναπαίοι» έτρεφαν αισθήματα αντιπάθειας προς τον Όθωνα όχι τόσο για λόγους πολιτικούς, όσο για λόγους θρησκευτικούς. Ο βασιλιάς ήταν καθολικός και με την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του Μάουρερ είχε τοποθετηθεί στην κορυφή της ελλαδικής εκκλησίας. Παράλληλα, ο γάμος του, που έγινε εν κρυπτώ από τον ελληνικό λαό, με την επίσης καθολική Αμαλία, το Νοέμβριο του 1836, ερέθισε ακόμη περισσότερο τα θρησκευτικά πάθη. Δια του πρεσβευτή της στην Ελλάδα η Ρωσία προωθούσε την δική της ατζέντα. Ο επιτετραμμένος της ρωσικής αυλής στην Αθήνα ήταν ο Γαβριήλ Κατακάζης, που το 1839 είχε υποθάλψει την συνωμοσία της «Φιλορθοδόξου Εταιρίας», χωρίς όμως ο ίδιος να εκτεθεί. Ο σκοπός της ρωσικής πολιτικής ήταν η απομάκρυνση του Όθωνα και η αντικατάσταση του από άλλον ορθόδοξο, που θα γινόταν δικό της όργανο. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αλ. Ραγκαβής στα δικά του απομνημονεύματα: «Ούτος δ΄ ο υπέρ των φιλελεύθερων θεσμών ζήλος του προϊσταμένου αυτής (ενν. της ρωσικής πρεσβείας) κ. Κατακάζη προήρχετο, ως μετέπειτα εβεβαίουν οι μεμυημένοι εκ της ελπίδος, ην, ως φαίνεται, ούτος διέτρεφεν ότι, στάσεως και ανατροπής προκαλουμένης, θα εξεβάλετο ο Βασιλεύς Όθων, και θα αντικαθίστατο ει ουχί υφ΄ ηγεμόνος ορθοδόξου, τουλάχιστον υπό έχοντος διάδοχον όστις να δεχθή το ορθόδοξον δόγμα». Η σύμπλευση των «Ναπαίων» με το κόμμα των «Μπαρλαίων» (παρατσούκλι του Αγγλικού κόμματος) στο ζήτημα του συντάγματος στηριζόταν στην υπόθεση ότι ο Όθωνας θα επέλεγε να παραιτηθεί, παρά να δεχτεί σύνταγμα. Ο Κατακάζης, λειτουργώντας υπόγεια, υποστήριζε μυστικές εταιρίες και συνωμοσίες και εξήπτε το θρησκευτικό φανατισμό των θρησκόληπτων οπαδών του ρωσικού κόμματος. Η υποστήριξη του συντάγματος από το ρωσικό κόμμα δεν ήταν ένας ακόμη διπλωματικός ελιγμός, μια λυκοφιλία με το αγγλικό κόμμα, με σκοπό την απομάκρυνση του Όθωνα. Η Γαλλία από την μεριά της τηρούσε μια κάπως επιφυλακτική στάση, αλλά συνέχισε να στηρίζει τον Όθωνα. Εστάλη, αρχικά, το 1841-42 ως έκτακτος απεσταλμένος ο βουλευτής Πισκατόρυ, που έκανε περιοδεία στην Στερεά Ελλάδα και στον Μοριά για να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του ελληνικού βασιλείου. Στην έκθεση του προς τον ΥΠΕΞ της Γαλλίας, Γκιζό, ανέφερε πως ο βασιλιάς Όθωνας τα πήγαινε θαυμάσια, τονίζοντας: «Εγώ λέγω: ζήτημα Βασιλέως δεν είναι δυνατόν να τεθή. Ο Βασιλεύς είναι εν τη θέσει αυτού και πρέπει να μένη εν αυτή». Τον Ιούνιο του 1843 ο Πισκατόρυ διορίστηκε πρεσβευτής της Γαλλίας στην Αθήνα, με κύριο σκοπό να περιορίσει την επιρροή του αγγλικού κόμματος, που προωθούσε την συνταγματική μεταρρύθμιση. Το ρωσόφιλο κόμμα εκπροσωπήθηκε σε αυτήν την σύμπραξη από τον Ανδρέα Μεταξά, ενώ το αγγλόφιλο από τον Ανδρέα Λόντο. Ουσιαστικά είχε δημιουργηθεί μια συνταγματική αντιπολίτευση που συσπείρωνε γύρω της όλους τους δυσαρεστημένους με το οθωνικό καθεστώς. Γρήγορα πλαισιώθηκαν από τον Κων. Ζωγράφο, πρώην υπουργό που είχε διαπραγματευτεί στα 1840 την πρώτη εμπορική συμφωνία με την Οθωμανική αυτοκρατορία, μάλλον ανεπιτυχώς, αν κρίνει κανείς από τις αντιδράσεις που προκάλεσε, καθώς και από τον ακούραστο Μακρυγιάννη. Ο τελευταίος ήταν και αυτός που οργάνωσε κυρίως την ένοπλη βοήθεια. Φρόντισε, μάλιστα, να συντάξει και έναν όρκο για τους συμμετέχοντες στην συνωμοσία. Ο ίδιος, εύπιστος και ολίγον αφελής, πίστευε στο συνταγματικό πολίτευμα και συμμετείχε θεωρώντας ότι και οι υπόλοιποι οργανωτές εμφορούνταν από τα ίδια αγνά πατριωτικά αισθήματα. Γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «Άλλος ήθελε να διώξωμεν τον Βασιλέα, άλλος να τον σκοτώσωμεν. Εγώ κι όσοι ήταν τίμιοι και αγαθοί πατριώτες ορκισμένοι μιλούσαμεν με φρονιμάδα και θέλαμεν με γνώση κι ένωση να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και να γένουν νόμοι εθνικοί. Κι ο Όθωνας βασιλέας να είναι, αν τους υπογράψη». Η δουλειά που έκανε ο Μακρυγιάννης ήταν αποδοτικότατη. Συγκέντρωσε και μύησε πολλούς από τους παλιούς οπλαρχηγούς και καπετανέους, όπως τους Μπότσαρη και Κανάρη. Από τους εν ενεργεία στρατιωτικούς κατάφερε να μυήσει τον Δημήτριο Καλλέργη, συνταγματάρχη του ιππικού, με περγαμηνές από τον απελευθερωτικό πόλεμο, αφού είχε πολεμήσει υπό τις διαταγές του Καραϊσκάκη και είχε αιχμαλωτιστεί από τον Κιουταχή. Στην συνέχεια προσεγγίστηκε ο διοικητής του 2ου τάγματος πεζικού Νικ. Σκαρβέλης, πειθαρχικός και αυστηρός αξιωματικός, που είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του Φαβιέρου στον πρώτο ελληνικό τακτικό στρατό. Μαζί τους και ο, κάπως επιφυλακτικότερος, διοικητής του πυροβολικού Ελ. Σχινάς καθώς και ο διοικητής της σχολής Ευελπίδων Σπυρομήλιος.

Το βράδυ της 2 προς 3 Σεπτεμβρίου 1843, οι συνωμότες κινήθηκαν. Ο Επ. Κυριακίδης αναφέρει σχετικά: «Τη 1η μετά το μεσονύκτιον ακριβώς εξεκίνησεν ο Καλλέργης μετά του στρατού, αφ΄ ου διέταξε να ριφθώσι δυο πυροβολισμοί, ως ήτο το σύνθημα. Έντρομοι οι κάτοικοι των οδών δι΄ ων διήρχετο ο αποστατήσας στρατός αφυπνίζοντο υπό της μουσικής και των υπέρ του συντάγματος και του Έθνους ζητοκραυγών. Εβάδιζον δε κατά φάλαγγα, του Καλλέργη δια της βροντώδους αυτού φωνής επιτακτικώς διατάσσοντος». Ο στρατός σταδιακά παρατάχθηκε γύρω από τα βασιλικά ανάκτορα, ακολουθούμενος από πλήθος πολιτών. Η Χριστιάνα Λυτ περιγράφει την σκηνή: «Την ίδια νύχτα μεταφέρθηκαν τα κανόνια, αλλά με τις μπούκες τους γυρισμένες προς το παλάτι. Οι Ουλάνοι τριγύριζαν συνέχεια γύρω από το παλάτι, για να μην τύχει και το σκάσει κανείς. Οι στρατιώτες ήταν έτοιμοι να αρχίσουν να πυροβολούν μόλις έπαιρναν διαταγή. Χιλιάδες λαού γέμιζαν τη μεγάλη πλατεία και τους άκουγε κανείς να ζητωκραυγάζουν «ζήτω το σύνταγμα». […] όταν άρχισαν αυτά, η ώρα ήταν περίπου 2 το πρωι. Ξυπνήσαμε με αυτούς τους αλαλαγμούς και μέσα στο φως του φεγγαριού μπορέσαμε να διακρίνουμε στην πλατεία του παλατιού το λαό, που κρατώντας φανάρια που τρεμόσβηναν, ήταν έτοιμος να ορμήσει.[…] Στη συγκέντρωση είχαν μαζευτεί πολλοί βουνίσοι, αρματωμένοι μέχρι τα δόντια, με ύποπτη όψη. Έμοιαζαν πιο πολύ με ληστές παρά με φιλήσυχους χωριάτες». Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων ήταν και ο Βαυαρός αξιωματικός Χρ. Νέζερ. Στα «Απομνημονεύματα των πρώτων ετών της ιδρύσεως του ελληνικού βασιλείου» σημειώνει τα εξής: «Ούτω παρήλθεν η νυξ, εν μουσική και πατριωτικοίς άσμασι και εθνικοίς χοροίς σύμπαντος του στρατού. Η ψυχρά εωθινή αύρα διεσκόρπισε πολλούς των θεατών, μόνο δε τα στρατεύματα δεν αφήκαν την θέσιν αυτών.[…] Περί την δεκάτην, οι πρέσβεις Αυστρίας, Βαυαρίας, Πρωσσίας και τινών άλλων κρατών ήλθον προς τα ανάκτορα, ίνα ιδώσι τον βασιλέα, αλλ΄ ο Καλλέργης δεν επέτρεψε τούτο.[…] Περί μέσην ημέραν ο βασιλεύς έπεμψεν ιδιόχειρον σχέδιον συντάγματος, αλλ΄ ο Καλλέργης απέρριψεν αυτό ειπών άμα ότι, εάν μέχρι τρίτης ώρας μετά μεσημβρίας μη υπογράψη ο βασιλεύς το επιδοθέν αυτώ έγγραφον περί παροχής συντάγματος, όπως ήτο συντεταγμένον, να ετοιμασθή εις αναχώρησιν, διότι το ατμήρες εκάπνιζε και ήτο έτοιμον προς απόπλουν.[…] Είχον παρέλθει τρεις ώραι μετά μεσημβρίαν και πάντες ανέμενον του βασιλέως την αναχώρησιν. Ο Καλλέργης ίστατο επί των μαρμάρινων βαθμίδων της κλίμακος, ήπερ εκ του κήπου ήγεν εις την είσοδον την άγουσαν εις τα δώματα του βασιλέως. Μετά του Καλλέργη ήτο και ο γραμματεύς της αγγλικής πρεσβείας Γρίφιτς. Είχον δε φιάλας τινάς καμπανίτου οίνου, ως εφαίνετο δε και ψυχρόν τι γεύμα, όπως ενισχύωσιν εαυτούς. Ο Καλλέργης εφαίνετο φαιδρότατος. Τον διάλογον δεν ηδυνήθην να ακούσω, διότι ήμην μακράν. Αίφνης ανεώχθη η των ανακτόρων θύρα και ο θαλαμηπόλος του βασιλέως έδωκε τω ταγματάρχη Καλλέργη έγγραφον και έκλεισεν πάλιν την θύραν. Ο Καλλέργης έλαβεν, ήνοιξεν αυτό και ότε ανέγνω, εφλογίσθησαν οι οφθαλμοί αυτού, αι φλέβες του μετώπου ογκώθησαν υπό της οργής, εγένετο ολοπόρφυρος έτυψεν ακουσίως τα μάρμαρα τω δεξιώ πόδι και εστράφη επί της πτέρνας του ευωνύμου. Είτα έδωκε το έγγραφον τω γραμματεί Γρίφιτς. Ούτος ιδών αυτό εφάνη λυπούμενος. Εν τω μεταξύ ο Καλλέργης εκράτησε ταχέως εαυτόν, κατήλθε εν σπουδή την κλίμακα και στραφείς τω λαώ και στρατώ, εφώνησε, δείξας υψηλά τον χάρτην. –Ο βασιλεύς υπέγραψε το σύνταγμα! Ζήτω ο βασιλεύς, ζήτω το σύνταγμα». Τα μόνα επεισόδια που σημειώθηκαν εκείνη τη νύχτα έλαβαν χώρα στο σπίτι του Μακρυγιάννη. Το μοναδικό σώμα που έμεινε πιστό στον θρόνο ήταν η χωροφυλακή, άνδρες της οποίας πρόλαβαν και περικύκλωσαν την οικία του Μακρυγιάννη. Εντός της οικίας είχαν ταμπουρωθεί ο Μακρυγιάννης με μερικούς υποστηρικτές της επανάστασης. Το αποτέλεσμα της ανταλλαγής πυροβολισμών ήταν ο θάνατος ενός χωροφύλακα, του μοναδικού θύματος της όλης εξέγερσης.

Το κίνημα του 1843 θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια ειρηνική μεταπολίτευση. Μια «βελούδινη επανάσταση». Για τις Μεγάλες Δυνάμεις, που εν πολλοίς υποστήριξαν με υπόγειες μεθοδεύσεις το σύνταγμα, το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό, κυρίως λόγω της αγαστής σύμπραξης στρατού και λαού. Για τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες της εποχής το παράδειγμα των Ελλήνων καθίστατο αίφνης λίαν επικίνδυνο. Η Αγγλία συνιστούσε πλέον στον πρεσβευτή της στην Αθήνα: «Τους Έλληνας εξ΄ άλλου να συγκρατήτε από του να παραδίδωνται εις τας πολλάς παραδόξους και ανοήτους θεωρίας προς εξάπλωσιν των δημοκρατικών αρχών. Αι τοιαύται ιδέαι να πολεμώνται πάση δυνάμει». Η Γαλλία, που ουσιαστικά είχε ακολουθήσει μια πιο επιφυλακτική στάση απέναντι στο κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη, θα επιδοθεί σε μια προσπάθεια να καταστήσει το ελληνικό σύνταγμα όσο δυνατόν πιο συντηρητικό. Στη Ρωσία ο αντίκτυπος ήταν σφοδρότερος. Όχι μόνο δεν απομακρύνθηκε ο Όθωνας, όπως ήλπιζε ο Τσάρος, αλλά εγκαθιδρύθηκε και συνταγματικό πολίτευμα. Ο Τσάρος ξέσπασε όλη την οργή του στον επιτετραμμένο της ρωσικής πρεσβείας Κατακάζη, τον οποίο αφού τον ανακάλεσε τον διόρισε σε μια ασήμαντη θέση του ρωσικού ΥΠΕΞ… Το κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη δεν υπήρξε δημιούργημα των φρονημάτων και των αναγκών του ελληνικού λαού, αλλά ένα πρόσχημα εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων να προωθήσουν τα συμφέροντα τους στο νεοπαγές βασίλειο. Ήταν, επίσης, το αποτέλεσμα συνωμοτικών κύκλων που απλώς ορέγονταν την εξουσία. Από τους Έλληνες ο μόνος συνεπής υποστηρικτής του συντάγματος ήταν ο Σπ. Τρικούπης. Ο Π. Καρολίδης αναφέρει: «Εκτός λοιπόν του Σ. Τρικούπη, ουδείς προ του 1843 επιφανής πολιτικός ανήρ είχε κηρυχθή υπέρ του συντάγματος, ήκιστα δε ο ελληνικός λαός, ου εν ονόματι εζητείτο το σύνταγμα υπό των ξένων». Η πλειονότητα των απλών Ελλήνων επιζητούσε ησυχία και ασφάλεια, ώστε να ασχοληθεί με το ειρηνικό έργο της ανοικοδόμησης της χώρας, μακριά από τις συνεχείς εμφύλιες διαμάχες. Οι συνταγματικές ιδέες προϋπόθεση έχουν την διαφώτιση του λαού σχετικά με τις ανθρώπινες ελευθερίες και τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην Ελλάδα, όμως, όλες οι περί δημοκρατίας ιδέες ήταν εξοβελισμένες και αφορισμένες από την εκκλησία εδώ και χρόνια. Το πλήθος των διανοητών του Διαφωτισμού είχε αφοριστεί από το υπερσυντηρητικό ορθόδοξο ιερατείο, που ήλεγχε και την, όποια, παρεχόμενη εκπαίδευση. Οι φορείς των νεωτεριστικών αυτών ιδεών ήταν, ως επί το πλείστον, πολιτικάντηδες που είδαν στις συνταγματικές ιδέες ένα ακόμη εργαλείο ανέλιξης στην εξουσία. Ο Κων. Παπαρηγόπουλος σημειώνει: «Τα πολιτικά και ηθικά ελατήρια της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν κάθε άλλο παρά ηθικά και ειλικρινή, που θα είχαν σκοπό τους την απόκτηση ενός δίκαιου και νόμιμου αγαθού. Από τους ονομαστούς άνδρες της Ελλάδας κανένας δε ζητούσε και δεν συμφωνούσε για θεωρητικό σύνταγμα. […] Οι πολιτικοί άνδρες που συνωμοτούσαν για το σύνταγμα είχαν κυρίως ατομικά ελατήρια. […] …το λεγόμενο σύνταγμα δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα όπλο των δημαγωγών εναντίον του καθεστώτος, όπλο πολιτικής φιλοδοξίας και ματαιοδοξίας, για τους Έλληνες πολιτικούς, που είχαν λάβει μάλιστα αρχές και αξιώματα». Αντίστοιχα ο Επ. Κυριακίδης στην «Ιστορία του συγχρόνου ελληνισμού» δίνει την πλέον ολοκληρωμένη εικόνα για το κίνημα του 1843: « Ούτω πάντοτε συμβαίνει όταν προώρως επιτελώνται μεταβολαί δι΄ ας ούτε προπαρασκευασμένος είναι ο λαός, ούτε προέρχονται εκ της ενδομύχου αυτού πεποιθήσεως. Κι αι γενόμεναι κατά την δεκαετίαν στάσεις και η επανάστασις της 3ης Σεπτεμβρίου ουδαμώς υπό του λαού προήρχοντο. Ήσαν έργα ολίγων. Άκαιροι φιλοδοξίαι, απαιτήσεις μη ικανοποιούμεναι πολιτευτών εριζόντων περί της αρχής και ανικανότης Μοναρχίας άφρονος και παλιμβούλου, εδημιούργησαν την 3η Σεπτεμβρίου. Οι νικηταί της ημέρας ταύτης ήσαν αντάξιοι των ηττημένων. Ούτε αρχαί επάλεσαν, ούτε αρχαί ενίκησαν· άτομα κατέβαλον άτομα· έπεσε μια κυβέρνησις και διωρίσθη ετέρα· ούτε η μια απέρρεεν από του λαού, ούτε η άλλη· η μια ήτο προϊόν βασιλέως άνευ θελήσεως, περικυκλουμένου υπό ξένων και Ελλήνων αυλοκολάκων· η άλλη ήτο αποτέλεσμα της συνεργίας ολίγων ανδρών, ων οι μεν παρεπλανήθησαν υπό ξένων συμβουλών, οι δε επεδίωξαν την εγκατάστασιν αυτών εν τη αρχή και άλλοι εκ μη λελογισμένης φιλοδοξίας παρωρμήθησαν».

Διαβάστε:
- Γ. Ασπρέας, «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος»
- Π. Καρολίδης, «Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής από του 1821 μέχρι του 1921».
- Χ. Νέζερ, «Απομνημονεύματα των πρώτων ετών της ιδρύσεως του ελληνικού βασιλείου».
- Ε. Κυριακίδη, «Ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού».
- Τ. Ευαγγελίδης, «Ιστορία του Όθωνος».
- Χρ. Λυτ, «Μια Δανέζα στην αυλή του Όθωνα», εκδ. Ερμής.
- Κ. Παπαρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού έθνους», εκδ. Αλέξανδρος.