Βίκιγκς – οι ληστές της θάλασσας
Κείμενο: Νίκος Τσιφόρος*
Kαι τώρα θα ‘ρθούμε στους Βίκιγκς. Πριν τους αρχίσουμε, όμως. πρέπει να πούμε μερικά για τούτη την ιστορία… Κάθε ιστορία, πριν να μπει μέσα στο αυλάκι της, έχει ένα είδος προλόγου και τα πρώτα κομμάτια τούτης που διαβάζουμε σήμερα αναγκαστικά ακολουθούνε τον κανόνα του προλόγου. Βέβαια, σκοπός που γράφεται είναι να δοθεί «πιστά, αλλά και με μια χιουμοριστική διάθεση». Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να ξέρουμε την αρχή, όλη την αρχή, από τη στιγμή που η Αγγλία ξεκίνησε πρωτόγονα μέχρι που έγινε βασίλειο και κράτος. Κι αυτά όλα δε γράφονται χιουμοριστικά, αλλά χρονογραφικά. Γι’ αυτό τα πρώτα μέρη. αναγκαστικά, ακολουθούνε ένα δρόμο περισσότερο πιστόν και λιγότερο εύθυμον. Ό,τι είδαμε μέχρι δω είναι απλά μια ιστορική κατατόπιση. Όμως, η ιστορία της Αγγλίας τώρα μόλις αρχίζει.
Οι Βίκιγκς ήτανε πρόγονοι των συμπεθέρων μας, των Δανών. Τους παρουσιάζουνε για ήρωες, για μεγάλους θαλασσοπόρους και για μεγάλους κατακτητές… Στην πραγματικότητα, δεν ήτανε παρά γομάρια, τέλεια απολίτιστα, ληστές της θάλασσας και φονιάδες χωρίς οίκτο. Μένανε σε πρωτόγονες καλύβες, τρώγανε κρέας ωμό. πίνανε σαν κτήνη, ερωτευόντουσαν πάλι σαν κτήνη, δεν είχανε ούτε οικογένειες ούτε το φλάρο τους, δεν πιστεύανε παρά σε ξόανα, αλλά φτιάνανε καράβια γερά και ήτανε πολεμιστές που δεν τους έβγαινε κανένας.
Το 787, λοιπόν, τρία καράβια με τέτοιους καλούς κυρίους φτάσανε στην Αγγλία με σκοπό να ληστέψουνε. Βγήκαν όξω και από ένα χωριό τούς είδανε να ρχονται. Ο δήμαρχος του χωριού καβάλησε τ άλογο του και πήγε να τους υποδεχτεί. Ούτε καλωσορίσατε δεν πρόλαβε να πει, τον πιάσανε και τον καθαρίσανε. Κλέψανε. λοιπόν, φύγανε, πήγανε στον τόπο τους και δώσανε σήμα.
-Έχει ψωμί πολύ απέναντι.
Από κείνη την εποχή, κανένα χωριό παραθαλάσσιο ή λίγο πιο μέσα δεν έμεινε ήσυχο από τούτους τους «ληστές του βορρά». Ερχόντουσαν όλο και περισσότεροι και τα κάνανε λίμπα. Κι όλο πληθαίνανε, όλο πληθαίνανε, μέχρι που το 851, ήρθανε με τρακόσια καράβια και ρημάξανε το Λονδίνο και το Καντέρμπουρυ. Οι Βίκιγκς δεν ήτανε μόνο Δανέζοι. Ήτανε και Νορβηγοί και Σουηδοί, γιατί η ίδια ράτσα με τα πλοία της είχαν καταλάβει όλα τα παράλια της Σκανδιναβίας… Κι επειδή ο Καρλομάγνος είχε κυριεύσει όλη τη Γερμανία κι είχε υποχρεώσει τους κατοίκους να γίνουνε Χριστιανοί επί ποινή θανάτου -πίστευσον ή σε φονεύω- όλοι φεύγανε στα παράλια και ενωνόντουσαν με τους Βίκιγκς. Φοβόντουσαν τους Χριστιανούς, που τους ζορίζανε από το Νότο και τη Δύση και ζητάγανε καινούργια μέρη να εγκατασταθούνε. Μ’ αυτό τον τρόπο, αρχίσανε να μπαίνουνε στην Αγγλία.
Στο μεταξύ, οι Γερμανοί, που πήγαν μαζί τους, τους φέρανε ένα είδος πολιτισμού, νόμους, όλα όσα ξέρανε. Κι αρχίσανε να ανθρωπεύουνε κάπως. Ειδωλολάτρες πάντοτε, αλλά λίγο πιο μαλακοί, πολεμούσανε να επιζήσουνε. Και λένε ότι, έκτος από την παλικαριά, ήτανε και πονηροί.
Κλέβε κλέβε, όμως, έπρεπε να πουλάνε αυτά που κλέβανε. Έτσι μάθανε και το εμπόριο. Και το εμπόριο τους έμαθε να φτιάνουνε καράβια μεγαλύτερα, για να σηκώνουνε φορτίο και να θαλασσοπορούνε σε νέες άγνωστες θάλασσες.
Με τον τρόπον αυτόν, γίνανε αφέντες της θάλασσας, γιατί οι άλλοι λαοί δεν είχανε στόλους. Κι άμα κρατάς τη θάλασσα, κρατάς όλη τη δύναμη… Οι Βίκιγκς φτιάσανε λιμάνια για ‘να ναι κοντά στα μέρη που κουρσεύανε. Ένα νησί στην Αγγλία, το Θάνετ, το πήρανε και το κάνανε φρούριο και ναύσταθμο, άλλο νησί, κοντά στη Γαλλία, το Νουαρμουτιέ το ίδιο, τρίτο απάνω στην Ιρλανδία, το Μαν το ίδιο. Κανένας δεν είχε στόλο να τους χτυπήσει κι αυτοί, από τα φρούρια τους, διαλέγανε το μέρος που θα επιτεθούνε και κάνανε θραύση. Κι άμα τα βρίσκανε σκούρα, μπαίνανε στα πλοία τους και φεύγανε. Κορόιδα ήτανε;
Εξάλλου, άμα βγαίνανε αιφνιδιαστικά σ’ ένα μέρος, μέχρι να ‘ρθει στρατός να τους πολεμήσει, αυτοί είχανε κάνει τη δουλειά τους και την είχανε κοπανήσει. Και με τον καιρό, επειδή δεν είχανε άλογα, κλέβανε κι όλα τ άλογα και φτιάσανε και ιππικό.
Οι Σάξονες, λοιπόν, τα βάψανε μαύρα. Καταλάβανε ότι πρέπει να ‘χουνε γερό στρατό, γιατί αλλιώς δε θα τα βγάζανε πέρα με δαύτους. Τους λείπανε, όμως, τα λεφτά να φτιάξουνε στρατό με τον ρωμαϊκό τρόπο, γιατί οι άντρες έπρεπε να τραφούνε, να οπλιστούνε και ν’ αφήσουνε τα χωράφια για να πιάσουνε το όπλο.
Όλα τα φτιάνει η ανάγκη… Κάθε κομητεία, λοιπόν, κάθε σάιρ άρχισε να δημιουργεί στρατό κάτω από τον άρχοντα του, για να πολεμήσει στο κοντινότερο μέρος που θα βγαίναν οι Βίκιγκς. Αυτή ήτανε η αρχή, που δημιουργήθηκε τέλεια το φεουδαρχικό σύστημα.
Τώρα, άρχισε ένα άλλο κακό βιολί. Ο κάθε άρχοντας που είχε στρατό δε λογάριαζε πια κανέναν, ήτανε δυνατός. Και φυσικά, ήθελε να είναι αυτός αρχηγός των άλλων αρχόντων… Έπιασε λοιπόν η φαγωμάρα μεταξύ τους.
Οι μικροί άρχοντες με τον λίγο στρατό, που ήτανε κοντά σε μεγάλους άρχοντες με πολύ στρατό, κολλάγανε κοντά του όταν ο μεγάλος άρχοντας πολεμούσε τον άλλον μεγάλον άρχοντα. Κι αυτοί οι μικροί άρχοντες ήτανε να πούμε οι ευγενείς, κοντά στον μεγάλο, τον αρχιευγενή. Φτιάξανε. λοιπόν, κόμμα και καταντήσανε να ναι οι αρχιευγενείς -οι οκτώ βασιλιάδες που είπαμε προηγουμένως- και που τους λέγανε «μπρεχτβάλντας». Όταν, όμως, ένας ευγενής νικούσε έναν άλλο αρχιευγενή, του έπαιρνε τη γη, το στρατό και τη δύναμη του. Τότε οι μικροευγενείς πηγαίνανε με το νικητή και μεγαλώνανε τη δύναμη τους.
Φάε ο ένας τον άλλον λοιπόν, κατάντησε στο τέλος να μείνει ένας μόνος, ο Έγκμπερτ του Γουέσεξ. Κι αυτός, μόνος του πια, έγινε (802-839) ο πρώτος βασιλιάς της Αγγλίας. (Οι σημερινοί βασιλιάδες της Αγγλίας είναι απόγονοι του.)
Απ’ αυτή τη στιγμή, η Αγγλία έχει πια ένα βασιλιά και πολλούς ευγενείς. Και τούτοι οι ευγενείς αποτελούνε το συμβούλιο του. Κι από δω και πέρα αρχίζει η αληθινή ιστορία του βασιλείου της Αγγλίας, που το δημιουργήσανε ένα σωρό λαοί, μεταναστεύσεις, φόνοι, επιδρομές, πειρατές και περισσότερο οι Βίκιγκς, οι καλοί αυτοί άνθρωποι με την κλεψιά τους.
Ο κανόνας στη ζωή είναι «ποιος θα φάει τον άλλονε». Άμα καταφέρεις να επικρατήσεις με την πονηριά, την ατιμία, την απάτη, σε λένε δυνατό, σπουδαίο και μέγα. Αλλιώς σε φτύνουνε οι άνθρωποι, γιατί ο άνθρωπος είναι ένα θηρίο που δε συγχωρεί ποτέ την αποτυχία. Και που προσκυνάει τον επιτυχημένο και τον δυνατό. Οι Δανοί δώσανε την αφορμή. Οι Σάξονες την εκμεταλλευτήκανε.
Ο πρώτος βασιλιάς δεν είχε τη δύναμη που αποκτήσανε αργότερα οι άλλοι βασιλιάδες της Αγγλίας. Περιοριζότανε από το συμβούλιο του, το Βατάν, που έφτιανε νόμους και έδινε συμβουλές. Τον αναγνωρίζανε. βέβαια, ανώτατον άρχοντα και σεβαστό πρόσωπο, αλλά άμα τους έμπαινε και πολύ στη μύτη, τον κάνανε πέρα. Οι αριστοκράτες δεν ήτανε εκείνοι που γεννηθήκανε από καταγωγή ευγενική, αλλά εκείνοι που είχανε τη δύναμη στα χέρια τους. Άμα ο βασιλιάς έβλεπε κανένα γερό, για να τον κολακέψει και να τον έχει με το μέρος του, του ‘δινε ένα τίτλο, κι έτσι γεννήθηκε η αριστοκρατία. Κανονικά, λοιπόν, όλοι τούτοι ήτανε αιμοβόροι, κλέφτες, ασυνείδητοι και σκληροί. Σήμερα στα μέρη που δεν υπάρχουνε τίτλοι, λέμε αριστοκράτες αυτούς που ‘χουνε τη δύναμη, τον παρά. Τα πράγματα αντιγράφονται, τίποτα δεν άλλαξε. Μόνο η ιστορία τρέχει. Και θα τρέξουμε μαζί της.
*Από το βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου «Ιστορία της Αγγλίας», εκδ. Ερμής, ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Τα νέα», Αθήνα 2000.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%AF%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BA