26 Απριλίου 2017 at 18:13

Η Ναόμι Κλάιν, η περίπτωση της Ρωσίας και ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός της προσοδοθηρίας

από

Η Ναόμι Κλάιν, η περίπτωση της Ρωσίας και ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός της προσοδοθηρίας

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «Το Δόγμα του Σοκ» κάνει εκτενή αναφορά στα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τη μετατροπή της σε παράδεισο του νεοφιλελευθερισμού: «Όταν ο Πρόεδρος της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πήγε τον Ιούλιο του 1991 στο Λονδίνο για να πάρει μέρος στη σύνοδο κορυφής G7, είχε κάθε λόγο να περιμένει ότι θα τον υποδεχόταν ως ήρωα, καθώς τα προηγούμενα τρία χρόνια δε βρισκόταν απλώς στο παγκόσμιο προσκήνιο αλλά κυριαρχούσε σε αυτό, γοητεύοντας τα μέσα ενημέρωσης, υπογράφοντας συνθήκες αφοπλισμού και τιμώμενος με βραβεία ειρήνης, συμπεριλαμβανομένου του Νόμπελ το 1990». (σελ. 296).

Η δημοτικότητα του Γκορμπατσόφ στο δυτικό κόσμο κρίνεται αδιαπραγμάτευτη: «Είχε, μάλιστα, καταφέρει να επιτύχει κάτι που ως τότε φάνταζε αδιανόητο: να κατακτήσει την αμερικανική κοινή γνώμη. … ο Τύπος των ΗΠΑ είχε αρχίσει να αναφέρεται σε αυτόν με το τρυφερό παρατσούκλι “Γκόρμπι”, ενώ το 1987 το περιοδικό Time πήρε την τολμηρή απόφαση να επιλέξει το Σοβιετικό Πρόεδρο ως “Άνθρωπο της Χρονιάς”. […] Η επιτροπή για το βραβείο Νόμπελ είχε δηλώσει ότι, χάρη στο έργο του, “ελπίζουμε πως γιορτάζουμε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου”». (σελ. 297).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Γκορμπατσόφ έκανε σημαντικά βήματα για τον εκδημοκρατισμό της Σοβιετικής Ένωσης: «Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τις δίδυμες πολιτικές της γκλάσνοστ (διαφάνειας) και της περεστρόικα (ανοικοδόμησης), ο Γκορμπατσόφ οδήγησε τη Σοβιετική Ένωση σε μια αξιοσημείωτη διαδικασία εκδημοκρατισμού: Αποκαταστάθηκε η ελευθερία του Τύπου, έγιναν εκλογές για το κοινοβούλιο, τα τοπικά συμβούλια, τον αντιπρόεδρο και τον πρόεδρο της κυβέρνησης, το δε Συνταγματικό Δικαστήριο απέκτησε την ανεξαρτησία του». (σελ. 297).

Εξώφυλλο του PLAYBOY με θέμα την περεστρόικα
Εξώφυλλο του PLAYBOY με θέμα την περεστρόικα, 1989

Στον τομέα της οικονομίας, όμως, οι μεταρρυθμίσεις που σχεδίαζε ο Γκορμπατσόφ δεν είχαν καμία σχέση με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που έδειχνε πλέον ξεκάθαρα τις διαθέσεις του με τις κυβερνήσεις της Θάτσερ και του Ρέιγκαν: «Όσο για την οικονομία, ο Γκορμπατσόφ κινούνταν προς ένα συνδυασμό ελεύθερης αγοράς και ισχυρού κοινωνικού δικτύου προστασίας, με τις κομβικές βιομηχανίες να παραμένουν υπό κρατικό έλεγχο – μια διαδικασία που, όπως προέβλεπε ο ίδιος, θα χρειαζόταν δέκα με δεκαπέντε έτη για να ολοκληρωθεί. Ο τελικός σκοπός του ήταν να οικοδομήσει ένα σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς βασισμένο στο σκανδιναβικό μοντέλο, “ένα σοσιαλιστικό φάρο για ολόκληρη την ανθρωπότητα”». (σελ. 297).

Οι εξελίξεις θα τον διαψεύσουν. Η σύνοδος κορυφής G7 έδειξε ξεκάθαρα τον προσανατολισμό που οραματίζονταν για τη Ρωσία οι ηγέτες του δυτικού κόσμου: «Το σχεδόν ομόφωνο μήνυμα που έστειλαν στον Γκορμπατσόφ οι ομόλογοί του ήταν ότι, αν δεν εφάρμοζε αμέσως μια ριζική οικονομική θεραπεία – σοκ, θα έκοβαν το σκοινί και θα τον άφηναν να πέσει μόνος του». (σελ. 297 – 298).

Και δε χρειάζονται ιδιαίτερες εξηγήσεις για το σήμαινε θεραπεία – σοκ. Φυσικά,  πέρα από τους G7 ένθερμη υποστήριξη της «θεραπείας» υπήρξε και από το ΔΝΤ και από τις δυτικές εφημερίδες: «Το περιοδικό The Economist σε ένα σημαντικό άρθρο του που δημοσίευσε το 1990 παρότρυνε τον Γκορμπατσόφ να κυβερνήσει με πυγμή, […] συνθλίβοντας την αντίσταση που εμπόδιζε τις σοβαρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις». (σελ. 298)

Και βέβαια, υπήρξαν κι άλλα παραδείγματα: «Η Washington Post ήταν πρόθυμη να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Τον Αύγουστο του 1991 η εφημερίδα δημοσίευσε ένα σχόλιο με τον τίτλο “Η Χιλή του Πινοτσέτ ένα Πραγματιστικό Πρότυπο για τη Σοβιετική Οικονομία”. Το άρθρο υποστήριζε την ιδέα της πραγματοποίησης ενός πραξικοπήματος για να απαλλαγεί η Σοβιετική Ένωση από τον Γκορμπατσόφ, που επιβράδυνε τις εξελίξεις, όμως ο συντάκτης του Μάικλ Σρέιτζ εξέφραζε την ανησυχία ότι οι αντίπαλοι του Σοβιετικού Προέδρου δεν είχαν ούτε την τεχνογνωσία ούτε την υποστήριξη για να αδράξουν την ευκαιρία και να επιλύσουν το ζήτημα με τον τρόπο που το είχε κάνει ο Πινοτσέτ στη Χιλή. “Θα έπρεπε να έχουν ως πρότυπό τους ένα δυνάστη που πραγματικά γνωρίζει πώς να πραγματοποιήσει ένα πραξικόπημα: τον απόστρατο Χιλιανό στρατηγό Αουγκούστο Πινοτσέτ”». (σελ. 298 – 299).

Η Ναόμι Κλάιν θα συνεχίσει: «Τα όσα έγιναν στη συνέχεια (η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο παραμερισμός του Γκορμπατσόφ από τον Γέλτσιν και η θυελλώδης εξέλιξη της οικονομικής θεραπείας – σοκ στη Ρωσία) συνιστούν ένα πολύ καλά τεκμηριωμένο κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας. Ωστόσο τις περισσότερες φορές η εξιστόρηση των γεγονότων γίνεται με την ήπια γλώσσα των “μεταρρυθμίσεων”, ενώ είναι τόσο γενικόλογη, ώστε να αποκρύπτεται ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον της δημοκρατίας στη νεότερη ιστορία. Η Ρωσία, όπως και η Κίνα, υποχρεώθηκε να διαλέξει ανάμεσα στο οικονομικό πρόγραμμα της σχολής του Σικάγου και σε μια γνήσια δημοκρατική επανάσταση». (σελ. 298)

Κι αυτού του είδους οι εκβιασμοί φαίνονται ακατανίκητοι: «Όταν αντιμετώπισαν αυτό το δίλημμα, οι ηγέτες της Κίνας στράφηκαν εναντίον του ίδιου τους του λαού, προκειμένου να εμποδίσουν τη δημοκρατία να διαταράξει τα νεοφιλελεύθερα σχέδιά τους. Στη Ρωσία τα πράγματα ήταν διαφορετικά: Η δημοκρατική επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει, επομένως, για να προωθηθεί το οικονομικό πρόγραμμα της σχολής του Σικάγου, έπρεπε να διακοπεί βίαια και στη συνέχεια να αναστραφεί η ειρηνική και ελπιδοφόρα διαδικασία την οποία είχε δρομολογήσει ο Γκορμπατσόφ». (σελ. 298).

Ο άνθρωπος που θα άνοιγε το δρόμο για την εφαρμογή της θεραπείας – σοκ στη Ρωσία ήταν ο Γέλτσιν: «Ο Μπορίς Γέλτσιν, παρότι κατείχε το αξίωμα του προέδρου της Ρωσίας, ήταν πολύ λιγότερο γνωστός από τον Γκορμπατσόφ, ο οποίος ήταν ο ηγέτης ολόκληρης της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό θα άλλαζε με δραματικό τρόπο στις 19 Αυγούστου 1991, ένα μήνα μετά τη σύνοδο κορυφής του G7. Μια ομάδα κομουνιστών της παλαιάς φρουράς έστειλε άρματα μάχης εναντίον του Λευκού Οίκου, όπως ονομάζεται το κτίριο του ρωσικού κοινοβουλίου. Επιδιώκοντας να σταματήσουν τη διαδικασία του εκδημοκρατισμού, απειλούσαν να επιτεθούν εναντίον των πρώτων εκλεγμένων βουλευτών της χώρας. Ο Γέλτσιν, ο οποίος βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος των Ρώσων που ήταν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν τη νεαρή δημοκρατία τους, ανέβηκε σε ένα άρμα μάχης και κατήγγειλε το εγχείρημα ως “μια κυνική δεξιά απόπειρά πραξικοπήματος”. Τα άρματα μάχης αποσύρθηκαν και ο Γέλτσιν προβλήθηκε ως ένας θαρραλέος υπερασπιστής της δημοκρατίας». (σελ. 299).

Από κει και πέρα, οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές: «Ο Γέλτσιν χρησιμοποίησε αμέσως το θρίαμβό του για να αυξήσει την πολιτική του ισχύ. Για όσο διάστημα η Σοβιετική Ένωση παρέμενε ενιαία ο Γέλτσιν είχε λιγότερες εξουσίες από τον Γκορμπατσόφ. Όμως το Δεκέμβριο του 1991, τέσσερις μήνες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Γέλτσιν πραγματοποίησε έναν αριστοτεχνικό ελιγμό: Συμμάχησε με τους Προέδρους δύο ακόμα σοβιετικών Δημοκρατιών, με συνέπεια να διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση και να υποχρεωθεί ο Γκορμπατσόφ σε παραίτηση. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, “της μοναδικής χώρας που είχαν γνωρίσει οι περισσότεροι Ρώσοι”, αποτέλεσε ένα ισχυρό σοκ για το ρωσικό ψυχισμό – και αυτό ήταν, όπως το έθεσε ο πολιτικός επιστήμονας Στίβεν Κοέν, το πρώτο από “τρία τραυματικά σοκ” που θα υφίσταντο οι Ρώσοι κατά τη διάρκεια της επόμενης τριετίας». (σελ. 300).

Ο Γέλτσιν ήταν πλέον έτοιμος να ξεκινήσει τη νεοφιλελεύθερη επέλαση στη Ρωσία: «Στα τέλη του 1991 έκανε μια ανορθόδοξη πρόταση στο κοινοβούλιο: Αν του παραχωρούσαν για ένα έτος έκτακτες εξουσίες ώστε να εκδίδει νόμους με προεδρικά διατάγματα χωρίς να ψηφίζονται από το κοινοβούλιο, θα αντιμετώπιζε την οικονομική κρίση και θα δημιουργούσε ένα υγιές και ανθηρό οικονομικό σύστημα. Αυτό που ζητούσε ο Γέλτσιν ήταν το είδος της εκτελεστικής εξουσίας που διαθέτουν οι δικτάτορες και όχι οι δημοκρατικοί ανώτατοι άρχοντες, όμως το κοινοβούλιο εξακολουθούσε να είναι ευγνώμων προς τον Πρόεδρο για το ρόλο του κατά τη διάρκεια της απόπειρας πραξικοπήματος, ενώ η χώρα χρειαζόταν απεγνωσμένα ξένη βοήθεια. Η απάντηση ήταν “ναι”: Ο Γέλτσιν θα είχε για ένα έτος την απόλυτη εξουσία προκειμένου να αναμορφώσει την οικονομία της Ρωσίας». (σελ. 301).

Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσώφ. Εξώφυλλο του περιοδικού TIME
Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσώφ. Εξώφυλλο του περιοδικού TIME

Για μια ακόμη φορά, το λόγο έχουν τα παιδιά απ’ το Σικάγο: «Ο Γέλτσιν συγκρότησε αμέσως μια ομάδα από οικονομολόγους, πολλοί από τους οποίους στα τελευταία χρόνια του κομουνισμού είχαν δημιουργήσει ένα είδος λέσχης νεοφιλελεύθερων βιβλιόφιλων: Διάβαζαν τα βασικά κείμενα των στοχαστών της Σχολής του Σικάγου και συζητούσαν για το πώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στη Ρωσία οι θεωρίες της ελεύθερης αγοράς. Παρόλο που δεν είχαν σπουδάσει στις ΗΠΑ, ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό αφοσιωμένοι οπαδοί του Μίλτον Φρίντμαν, ώστε ο ρωσικός Τύπος άρχισε να τους αποκαλεί “Παιδιά του Σικάγου”, μια ονομασία εμπνευσμένη από τα αυθεντικά Παιδιά του Σικάγου της Χιλής, αλλά και ιδιαίτερα ταιριαστή στο πλαίσιο της ανθούσας μαύρης αγοράς της Ρωσίας. Στη Δύση αναφέρονταν σε αυτούς με το χαρακτηρισμό “οι νεαροί μεταρρυθμιστές”. Η ηγετική προσωπικότητα της ομάδας ήταν ο Γκεγκόρ Γκαϊντάρ, τον οποίο ο Γέλτσιν διόρισε στη θέση του ενός εκ των δύο αναπληρωτών πρωθυπουργών». (σελ. 301 – 302).

Και βέβαια, η Αμερική δε θα μπορούσε να μη συνδράμει στις προσπάθειες των «Παιδιών»: «Για να προσφέρει ιδεολογική και τεχνική υποστήριξη στα “Παιδιά του Σικάγου” του Γέλτσιν, η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρηματοδότησε τους δικούς της “ειδικούς μετάβασης”, που επιφορτίστηκαν με το καθήκον να συντάξουν τα διατάγματα για τις ιδιωτικοποιήσεις, να ιδρύσουν ένα χρηματιστήριο με πρότυπο εκείνο της Νέας Υόρκης και να δημιουργήσουν μια ρωσική αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων. Το φθινόπωρο του 1992 η USAID υπέγραψε ένα συμβόλαιο ύψους 2,1 εκατομμυρίων δολαρίων με το Ινστιτούτο για τη Διεθνή Ανάπτυξη του Χάρβαρντ, το οποίο έστειλε ομάδες νεαρών νομικών και οικονομολόγων για να παρακολουθήσουν στενά την ομάδα Γκαϊντάρ». (σελ. 302).

Τα αποτελέσματα της δουλειάς των «Παιδιών» ήταν άμεσα: «Στις 28 Οκτωβρίου 1991 ο Γέλτσιν ανακοίνωσε την κατάργηση της διατίμησης, προβλέποντας ότι “η απελευθέρωση των τιμών θα βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση”. Οι “μεταρρυθμιστές” περίμεναν μόνο μία βδομάδα μετά την παραίτηση του Γκορμπατσόφ για να θέσουν σε εφαρμογή το πρόγραμμα της οικονομικής θεραπείας – σοκ… Στο πρόγραμμα της θεραπείας – σοκ περιλαμβάνονταν πολιτικές υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και η πρώτη φάση της εσπευσμένης ιδιωτικοποίησης των περίπου 225.000 κρατικών επιχειρήσεων της χώρας». (σελ. 303).

Το νεοφιλελεύθερο πάρτι έχει ξεκινήσει επισήμως. Το πρόβλημα, για μια ακόμη φορά, ήταν οι διαθέσεις του κόσμου, που κάθε άλλο παρά ενέκρινε τις νεοφιλελεύθερες επιταγές. Ο νεοφιλελευθερισμός σκοντάφτει και πάλι στο μόνιμο αντίπαλό του: τη δημοκρατία: «Ο αιφνιδιασμός αυτός ήταν εσκεμμένος και εντασσόταν στο πλαίσιο της στρατηγικής του Γκαϊντάρ να πραγματοποιήσει τις αλλαγές τόσο ξαφνικά και τόσο γρήγορα, ώστε να καταστεί αδύνατη οποιαδήποτε αντίσταση. Το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει η ομάδα του ήταν το σύνηθες: ο κίνδυνος ότι η δημοκρατία θα παρεμπόδιζε τα σχέδιά τους. Οι Ρώσοι δεν ήθελαν η οικονομία της χώρας να ελέγχεται από την Κεντρική Επιτροπή του Κομουνιστικού Κόμματος, όμως οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να πιστεύουν στην αναδιανομή του πλούτου και στον ενεργό ρόλο του κράτους. Όπως και οι Πολωνοί υποστηρικτές της Αλληλεγγύης, το 67% των Ρώσων απάντησε σε δημοσκοπήσεις που έγιναν το 1992 ότι η δημιουργία εργατικών αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων ήταν ο πιο δίκαιος τρόπος για να ιδιωτικοποιηθούν τα περιουσιακά στοιχεία του κομουνιστικού κράτους, ενώ το 79% απάντησε ότι η διατήρηση της πλήρους απασχόλησης έπρεπε να είναι βασική αποστολή του κράτους. Αυτό σήμαινε ότι, αν η ομάδα του Γέλτσιν είχε παρουσιάσει τα σχέδιά της στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού διαλόγου αντί να εξαπολύσει μια υπόγεια επίθεση εναντίον ενός ήδη βαθιά αποπροσανατολισμένου πληθυσμού, δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να επικρατήσει η επανάσταση της Σχολής του Σικάγου». (σελ. 303 – 304).

Όσο για τα αποτελέσματα της θεραπείας – σοκ στην κοινωνία, δεν ήταν παρά τα απολύτως αναμενόμενα: «Ο Γέλτσιν υποσχόταν ότι “για περίπου έξι μήνες τα πράγματα θα χειροτερέψουν”, αλλά στη συνέχεια θα ξεκινούσε η ανάκαμψη και η Ρωσία θα γινόταν ένας οικονομικός τιτάνας, μια από τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η λογική, γνωστή ως “δημιουργική καταστροφή”, οδήγησε σε ελάχιστη δημιουργία και σε μια δίνη καταστροφής. Μόλις ένα έτος μετά η θεραπεία – σοκ είχε ένα ολέθριο αντίτιμο: Εκατομμύρια Ρώσοι μεσοαστοί έχασαν τις αποταμιεύσεις τους όταν υποτιμήθηκε το νόμισμα, ενώ οι απότομες περικοπές των επιδοτήσεων είχαν ως αποτέλεσμα εκατομμύρια εργαζόμενοι να μείνουν απλήρωτοι για μήνες. Ο μέσος Ρώσος κατανάλωνε το 1992 40% λιγότερο από ό,τι το 1991, ενώ το ένα τρίτο του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας. Οι μεσοαστοί υποχρεώνονταν να πουλούν στους δρόμους τα προσωπικά τους είδη, ένα οικογενειακό κειμήλιο ή ένα σακάκι από δεύτερο χέρι, πράξεις απελπισίας τις οποίες οι οικονομολόγοι της σχολής του Σικάγου εξυμνούσαν ως “επιχειρηματικό δαιμόνιο”, εκλαμβάνοντάς τες ως απόδειξη ότι είχε ξεκινήσει η αναγέννηση του καπιταλισμού». (σελ. 304 – 305).

Τελικά ο λαός της Ρωσίας δεν «αγκάλιασε» τις «μεταρρυθμίσεις» των «Παιδιών». Και σαν να μην έφτανε αυτό, πέρασε και το χρονικό διάστημα του ενός έτους απόλυτης ανοχής από το κοινοβούλιο στις αποφάσεις του Γέλτσιν: «… οι Ρώσοι ξαναβρήκαν τελικά τον προσανατολισμό και την αποφασιστικότητά τους και άρχισαν να απαιτούν τον τερματισμό της σαδιστικής αυτής οικονομικής περιπέτειας». (σελ. 305)

Οι αντίπαλοι των «μεταρρυθμίσεων» άρχισαν να αναλαμβάνουν δράση: «Υπό την πίεση των ψηφοφόρων τους, οι εκλεγμένοι βουλευτές της χώρας […] αποφάσισαν ότι έπρεπε να χαλιναγωγηθούν ο Πρόεδρος και τα κακέκτυπα των Παιδιών του Σικάγου. Το Δεκέμβριο του 1992 το κοινοβούλιο υπερψήφισε μια πρόταση μομφής εναντίον του Γκαϊντάρ και τρεις μήνες μετά, το Μάρτιο του 1993, οι βουλευτές ψήφισαν την ανάκληση των έκτακτων εξουσιών που είχαν παραχωρηθεί στο Γέλτσιν και του επέτρεπαν να επιβάλλει με προεδρικά διατάγματα την οικονομική του πολιτική. Η περίοδος χάριτος είχε τελειώσει και οι επιπτώσεις υπήρξαν αβυσσαλέες: Στο εξής οι νόμοι θα έπρεπε να εγκρίνονται από το κοινοβούλιο, όπως ίσχυε σε κάθε φιλελεύθερη δημοκρατία και όπως προέβλεπαν οι διαδικασίες του ρωσικού συντάγματος». (σελ. 305).

Από την πλευρά του ο Γέλτσιν δεν έμεινε αδρανής: «Αντέδρασε στην “ανταρσία” του κοινοβουλίου εμφανιζόμενος στην τηλεόραση και κηρύσσοντας τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης – μια κίνηση που, πολύ βολικά για τον ίδιο, αποκαθιστούσε τις αυτοκρατορικές εξουσίες του. Τρεις μέρες μετά το ανεξάρτητο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσίας […] αποφάσισε με ψήφους 9 προς 3 ότι ο σφετερισμός των εξουσιών από το Γέλτσιν παραβίαζε οχτώ διαφορετικά άρθρα του συντάγματος το οποίο είχε ορκιστεί να τηρεί». (σελ. 305 – 306).

Από την πλευρά του, ο δυτικός κόσμος έσπευσε να υποστηρίξει το Γέλτσιν: «Παρ’ όλα αυτά, η Δύση έριξε το βάρος της επιρροής της υπέρ του Γέλτσιν, ο οποίος συνέχιζε να υποδύεται το ρόλο ενός προοδευτικού ηγέτη, “αυθεντικά προσηλωμένου στην ελευθερία και στη δημοκρατία, αυθεντικά προσηλωμένου στις μεταρρυθμίσεις”, σύμφωνα με τα λόγια του τότε Αμερικανού Προέδρου Μπιλ Κλίντον. Αλλά και η πλειονότητα του δυτικού Τύπου τάχθηκε με το μέρος του Γέλτσιν στην αντιπαράθεσή του με το κοινοβούλιο, του οποίου τα μέλη δυσφημίστηκαν ως “σκληροπυρηνικοί κομουνιστές” που προσπαθούσαν να ακυρώσουν τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του γραφείου των New York Times στη Μόσχα, έπασχαν από μια “σοβιετική νοοτροπία, καχύποπτοι απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, με πλήρη άγνοια για τη δημοκρατία και απόλυτη περιφρόνηση προς τους διανοούμενους και τους δημοκράτες”». (σελ. 306).

Η ένταση ανάμεσα στο Γέλτσιν και το κοινοβούλιο κλιμακωνόταν διαρκώς: «Την άνοιξη του 1993 έγινε ένα ακόμα βήμα προς τη σύγκρουση, όταν το κοινοβούλιο ψήφισε έναν προϋπολογισμό που δε λάμβανε καθόλου υπόψη του την απαίτηση του ΔΝΤ για αυστηρή λιτότητα. Ο Γέλτσιν αντέδρασε προσπαθώντας να διαλύσει το κοινοβούλιο. Αποφάσισε να πραγματοποιηθεί εσπευσμένα ένα δημοψήφισμα (το οποίο υποστήριξε με οργουελιανές μεθόδους ο Τύπος) για το αν έπρεπε να διαλυθεί το κοινοβούλιο και να διεξαχθούν έκτακτες εκλογές. Οι ψηφοφόροι δεν έδωσαν στο Γέλτσιν την εξουσιοδότηση που επιδίωκε. Ωστόσο εκείνος ισχυρίστηκε ότι είχε κερδίσει και ότι η χώρα στεκόταν στο πλάι του, επειδή στο ασαφές ερώτημα αν οι ψηφοφόροι υποστήριζαν τις μεταρρυθμίσεις είχε επικρατήσει το “ναι” με μικρή πλειοψηφία». (σελ. 306).

Ο Μπορίς Νικολάγιεβιτς Γιέλτσιν. Εξώφυλλο του περιοδικού TIME
Ο Μπορίς Νικολάγιεβιτς Γιέλτσιν. Εξώφυλλο του περιοδικού TIME

Το πρώτο βήμα για την ένοπλη αντιπαράθεση το έκανε ο Γέλτσιν: «… βέβαιος ότι είχε την υποστήριξη της Δύσης, έκανε το πρώτο και αμετάκλητο βήμα προς αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως “λύση Πινοτσέτ”: Εξέδωσε το διάταγμα υπ’ αριθμόν 1400, ανακοινώνοντας ότι καταργούσε το σύνταγμα και διέλυε το κοινοβούλιο. Δύο μέρες μετά, σε μια ειδική συνεδρίασή του, το κοινοβούλιο παρέπεμψε (με 636 ψήφους υπέρ έναντι μόλις 2 κατά) σε δίκη το Γέλτσιν για την εξωφρενική ενέργειά του (που ισοδυναμούσε με μονομερή διάλυση του Κογκρέσου από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ)». (σελ. 307).

Τα πράγματα γίνονται πλέον απροκάλυπτα: «Παρά το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσίας αποφάνθηκε για μια ακόμα φορά ότι η στάση του Γέλτσιν ήταν αντισυνταγματική, ο Κλίντον συνέχισε να τον υποστηρίζει και το Κογκρέσο ψήφισε τη χορήγηση βοήθειας ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον Πρόεδρο της Ρωσίας. Αναθαρρώντας, ο Γέλτσιν έστειλε στρατιωτικές μονάδες να περικυκλώσουν το κοινοβούλιο και διέταξε τις δημοτικές Αρχές να κόψουν το ηλεκτρικό ρεύμα, τη θέρμανση και τις τηλεφωνικές γραμμές στο Λευκό Οίκο». (σελ. 307).

Η ολική ρήξη με την επέμβαση του στρατού έγινε στις 4ης Οκτωβρίου του 1993. Για την Κλάιν η στάση της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για το πραξικόπημα του Γέλτσιν. Αν δεν είχε τη δυτική υποστήριξη, δε θα μπορούσε να προχωρήσει στη λύση «Πινοτσέτ»: «Μια σαφής προειδοποίηση από την Ουάσινγκτον ή την Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε ίσως να υποχρεώσει το Γέλτσιν να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους βουλευτές. Αντίθετα, αυτό που έκαναν ήταν να τον ενθαρρύνουν. Τελικά, το πρωί της 4ης Οκτωβρίου 1993 εκπλήρωσε το προ πολλού προδιαγεγραμμένο πεπρωμένο του και έγινε ο Πινοτσέτ της Ρωσίας, εξαπολύοντας μια σειρά από βίαιες επιθέσεις, πιστή απομίμηση των όσων είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος στη Χιλή είκοσι χρόνια πριν». (σελ. 309).

Και η συνταγή που πετυχαίνει δεν αλλάζει: «Μπορεί ο κομουνισμός να κατέρρευσε χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός, όμως αποδείχθηκε ότι ο καπιταλισμός της Σχολής του Σικάγου χρειαζόταν έναν καταιγισμό πυρών για να υπερασπιστεί τον εαυτό του: Πέντε χιλιάδες στρατιώτες, δεκάδες άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, ελικόπτερα και επίλεκτες ομάδες εφόδου οπλισμένες με πολυβόλα χρησιμοποιήθηκαν από το Γέλτσιν για να υπερασπίσει τη νέα, καπιταλιστική οικονομία της Ρωσίας από τη σοβαρή απειλή της δημοκρατίας». (σελ. 309 – 310).

Κι αν κάποιος θέλει έναν μικρό απολογισμό βίας, η Κλάιν αναφέρει ενδεικτικά: «Μέχρι το τέλος της ημέρας η στρατιωτικού τύπου επίθεση είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περίπου 500 άνθρωποι και να τραυματιστούν σχεδόν 1.000 – η μεγαλύτερη έκρηξη βίας που είχε βιώσει η Μόσχα από το 1917. Οι Πίτερ Ρένταγουεϊ και Ντμίτρι Γκλίνσκι, που έχουν γράψει την πιο ολοκληρωμένη μελέτη για τα χρόνια εξουσίας του Γέλτσιν (The Tragedy of Russia’s Reforms: Market Bolshevism against Democracy), επισημαίνουν ότι “κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων μέσα στο Λευκό Οίκο και γύρω από αυτόν 1.700 άνθρωποι συνελήφθησαν και έντεκα όπλα κατασχέθηκαν. Κάποιοι από τους συλληφθέντες μεταφέρθηκαν σε ένα στάδιο, μια αναβίωση των μεθόδων που χρησιμοποίησε ο Πινοτσέτ μετά το πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή”. Πολλοί οδηγήθηκαν σε αστυνομικούς σταθμούς, όπου ξυλοκοπήθηκαν άγρια». (σελ. 310).

Το Κρεμλίνο
Το Κρεμλίνο

Όσο για το διεθνή Τύπο, αναφέρεται ενδεικτικά: «”Ευρύτατη Υποστήριξη στο Γέλτσιν για την Επίθεση – Επικείμενη Νίκη της Δημοκρατίας” ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος της Washington Post την επομένη του πραξικοπήματος. Η Boston Globe έγραφε: “Η Ρωσία Γλιτώνει από μια Επιστροφή στα Μπουντρούμια του Παρελθόντος”». (σελ. 310 – 311).

Τώρα πια είχε φτάσει η ώρα για το μεγάλο ξεφάντωμα των «Παιδιών»: «Με τη χώρα συγκλονισμένη ακόμα από την επίθεση, τα “Παιδιά του Σικάγου” του Γέλτσιν προώθησαν τα πλέον αμφιλεγόμενα μέτρα του προγράμματός τους: δημοσιονομικές περικοπές, κατάργηση της διατίμησης στα βασικά είδη διατροφής (ακόμα και στο ψωμί), περισσότερες και πιο γρήγορες ιδιωτικοποιήσεις – τα τυπικά μέτρα που προκαλούν μια τόσο άμεση εξαθλίωση, ώστε η επιβολή τους να απαιτεί την ύπαρξη ενός αστυνομικού κράτους για να αποφευχθούν εξεγέρσεις». (σελ. 312).

Η νεοφιλελεύθερη παρέμβαση ήταν για μια ακόμη φορά καταστροφική για την οικονομία της χώρας. Όχι όμως για την ελάχιστη ελίτ που οικειοποιήθηκε σε μια νύχτα το δημόσιο πλούτο: «Οι αλλαγές ήταν τόσο γρήγορες, ώστε οι Ρώσοι αδυνατούσαν να τις παρακολουθήσουν. Συχνά οι εργάτες αγνοούσαν ότι τα εργοστάσια και τα ορυχεία τους είχαν πουληθεί – πόσο μάλλον πώς ή σε ποιους είχαν πουληθεί». (σελ. 312 – 313).

Κι όλα αυτά, βέβαια, για την ανάπτυξη: «Θεωρητικά, υποτίθεται ότι όλες αυτές οι δόλιες και ανενδοίαστες μεθοδεύσεις θα δημιουργούσαν μια οικονομική άνθηση η οποία θα έβγαζε τη Ρωσία από την απόγνωση. Στην πράξη, το κομουνιστικό κράτος αντικαταστάθηκε από ένα κορπαρατικό κράτος και οι μοναδικοί ωφελημένοι από την οικονομική άνθηση ήταν μια μικρή ομάδα Ρώσων (πολλοί από τους οποίους πρώην στελέχη του Κομουνιστικού Κόμματος) και μια χούφτα διαχειριστών Δυτικών αμοιβαίων κεφαλαίων, που αποκόμισαν ιλιγγιώδη κέρδη επενδύοντας στις πρόσφατα ιδιωτικοποιημένες ρώσικες εταιρείες. Μια κλίκα νεόπλουτων δισεκατομμυριούχων (που αποτελούσαν την ομάδα η οποία είναι ευρέως γνωστή ως “ολιγάρχες” για τα εξωφρενικά επίπεδα πλούτου και ισχύος τους) συνεργάστηκαν με τα “Παιδιά του Σικάγου” του Γέλτσιν και απογύμνωσαν τη χώρα από οτιδήποτε είχε αξία, μεταφέροντας τα τεράστια κέρδη τους στο εξωτερικό με ρυθμό της τάξης 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων το μήνα. Πριν από τη θεραπεία – σοκ στη Ρωσία δεν υπήρχαν εκατομμυριούχοι. Το 2003 ο αριθμός των Ρώσων δισεκατομμυριούχων ανερχόταν σε δεκαεφτά, σύμφωνα με το σχετικό κατάλογο του περιοδικού Forbes». (σελ. 313).

  Και για να καταλάβουμε το μέγεθος του σκανδάλου των «ιδιωτικοποιήσεων», η Κλάιν θα δώσει μερικά παραδείγματα: «Το 40% μιας πετρελαϊκής εταιρείας που το μέγεθός της ήταν συγκρίσιμο με εκείνο της γαλλικής Total πουλήθηκε έναντι 88 εκατομμυρίων δολαρίων (το 2006 οι συνολικές πωλήσεις της Total ανέρχονταν σε 193 δισεκατομμύρια δολάρια). Η Norilsk Nickel, η οποία παρήγαγε το ένα πέμπτο του παγκόσμιου νικελίου, πουλήθηκε έναντι 170 εκατομμυρίων (παρόλο που σύντομα τα κέρδη της θα εκτοξεύονταν στο 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως). Η πετρελαϊκή εταιρεία Yukos, που ελέγχει περισσότερο πετρέλαιο από ό,τι το Κουβέιτ, πουλήθηκε έναντι 309 εκατομμυρίων δολαρίων (σήμερα τα έσοδά της υπερβαίνουν τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως). Το 51% της γιγαντιαίας πετρελαϊκής εταιρείας Sidanko πουλήθηκε έναντι 130 εκατομμυρίων δολαρίων (δύο χρόνια μετά οι διεθνείς αγορές θα αποτιμούσαν αυτό το μετοχικό μερίδιο σε 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια). Ένα τεράστιο εργοστάσιο όπλων πουλήθηκε έναντι 3 εκατομμυρίων δολαρίων, όσο κοστίζει μια εξοχική κατοικία στο Άσπεν». (σελ. 315).

Κι αυτή ακριβώς είναι η ουσία του νεοφιλελεύθερου δόγματος: η μετατροπή του δημόσιου πλούτου σε πρόσοδο της «σούπερ ελίτ» στο όνομα της «ανάπτυξης» και της «οικονομικής άνθησης». Ο πλούτος των κρατών μεταφέρεται αμέσως σε τράπεζες του εξωτερικού αφήνοντας πίσω καμένη γη. Φυσικά, η αδιαφάνεια και η διαφθορά είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις. O Harold James στο βιβλίο του «Το τέλος της παγκοσμιοποίησης» είναι σαφής: «Στην Ανατολική Ασία, κατά τη δεκαετία του 1990, όπως και σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής και στη Ρωσία, η τρωτότητα έγκειται στα ανεπαρκώς αναπτυγμένα λογιστικά συστήματα, στη διαφθορά και στην πολιτική αυθαιρεσία». (σελ. 200).

Από την πλευρά της, η Κρίστια Φρίλαντ στο βιβλίο της «Πλουτοκράτες» καταθέτει: «Ένας Ρώσος ολιγάρχης μού είπε ότι γι’ αυτόν ήταν μια ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι στις ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του 1990 δε χρειαζόταν να δωροδοκήσεις πολλούς από τους ανώτατους τεχνοκράτες της χώρας». (σελ. 329).

Η Antonia Juhasz στο βιβλίο της «Η Ατζέντα του Μπους» θα δώσει τη διάσταση της ολοκληρωτικής καταστροφής: «Οι ιδιωτικοποιήσεις εξαφάνισαν τα κρατικά έσοδα από τις άλλοτε κερδοφόρες επιχειρήσεις. Επίσης οδήγησαν σε μαζικές απολύσεις. Η ρωσική παραγωγή δεν ήταν έτοιμη για ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά. Από το 1992 ως το 1998, οι ρωσικές εξαγωγές μειώθηκαν πάνω από 40%. Όλα αυτά οδήγησαν σε αποβιομηχάνιση». (σελ. 91).

Η Φρίλαντ επισημαίνει ότι η προσοθηρία είναι αναπόφευκτο να πάρει παγκόσμιες διαστάσεις: «… η εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει επιφέρει μία ακόμη τροπή στην ιστορία της προσοδοθηρίας και στο πώς έχει βοηθήσει στη δημιουργία της σούπερ – ελίτ: η προσοδοθηρία, όπως και πολλές άλλες δραστηριότητες, έχει παγκοσμιοποιηθεί πλέον. Αυτό δεν είναι τελείως νέα εξέλιξη. Οι πολυεθνικές δωροδοκούσαν από παλιά για να εξασφαλίσουν συμβάσεις στο εξωτερικό… Όμως η διεθνής αλυσιδωτή αντίδραση της προσοδοθηρίας είναι ακόμη πιο εκτεταμένη σήμερα. Μια περιουσία που δημιουργήθηκε από προσοδοθηρία σε μία χώρα μπορεί να ασκήσει ισχυρή επίδραση χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες της Βρετανίας, αλλά και οι εφημερίδες της σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, αγοράζονται από ολιγάρχες των αναδυόμενων αγορών, ιδιαίτερα Ρώσους». (σελ. 335).

Με άλλα λόγια, οι παγκόσμιες μπίζνες έχουν το λόγο.  Η Κλάιν σημειώνει: «Όταν πλέον οι ολιγάρχες είχαν αποκτήσει τον έλεγχο των βασικών περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας, άρχισαν να πουλούν μετοχές των εταιρειών τους σε μεγάλες πολυεθνικές, οι οποίες απέκτησαν σημαντικά μερίδια. Το 1997 η Royal Dutch/Shell και η BP συνεταιρίστηκαν με δύο γιγαντιαίες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες, την Gazprom και τη Sidanko». (σελ. 316).

Και για να ολοκληρωθεί η επαίσχυντη εικόνα της νεοφιλελευθεροποίησης στη Ρωσία η Ναόμι Κλάιν θα συμπληρώσει: «Το σκάνδαλο δεν έγκειται μόνο στο ότι ο πλούτος της Ρωσίας εκποιήθηκε έναντι ενός ελαχίστου αντιτίμου της αξίας του, αλλά και στο ότι αγοράστηκε με δημόσιο χρήμα, όπως συμβαίνει σε κάθε κορπορατικό κράτος. Όπως έχουν γράψει οι δημοσιογράφοι Ματ Μπίβενς και Τζόνας Μπέρνσταϊν των Moscow Times, “μια χούφτα επίλεκτων ανθρώπων πήραν δωρεάν τα κρατικά πετρελαϊκά κοιτάσματα της Ρωσίας, στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού εκποίησης όπου ο ένας κρατικός βραχίονας πλήρωνε έναν άλλο κρατικό βραχίονα”. Σε μια παράτολμη πράξη συνεργασίας ανάμεσα στους πολιτικούς που εκποιούσαν τις δημόσιες εταιρείες και στους επιχειρηματίες που τις αγόραζαν, αρκετοί υπουργοί του Γέλτσιν μετέφεραν τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος (που, κανονικά, θα έπρεπε να βρίσκονται στην εθνική τράπεζα ή στο δημόσιο ταμείο) σε ιδιωτικές τράπεζες τις οποίες είχαν εσπευσμένα ιδρύσει οι ολιγάρχες». (σελ. 315)

Από τη στιγμή που το χρήμα πήγαινε στις συγκεκριμένες τράπεζες η «ιδιωτικοποίηση» έμπαινε στην τελική ευθεία: «Στη συνέχεια το κράτος ανέθεσε στις τράπεζες αυτές να πραγματοποιήσουν τους δημόσιους διαγωνισμούς για την ιδιωτικοποίηση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων και των ορυχείων. Οι τράπεζες διενήργησαν τους διαγωνισμούς, αλλά και κατέθεσαν προσφορές σε αυτούς – και, όπως ήταν αναμενόμενο, οι ολιγάρχες έγιναν, μέσω των τραπεζών τους, οι υπερήφανοι νέοι ιδιοκτήτες των μέχρι πρότινος δημόσιων περιουσιακών στοιχείων. Το χρήμα που χρησιμοποίησαν για να αγοράσουν τις μετοχές αυτών των κρατικών εταιρειών ήταν, άμεσα ή έμμεσα, το δημόσιο χρήμα που οι υπουργοί του Γέλτσιν είχαν καταθέσει προηγουμένως στις ιδιωτικές τράπεζές τους. Με άλλα λόγια, ο ρωσικός λαός πρόσφερε το χρήμα που χρησιμοποιήθηκε για τη λεηλασία της χώρας του». (σελ. 315 – 316).

Στις 19 Αυγούστου 1991 ξέσπασε το πραξικόπημα στη Σοβιετική Ενωση, που είχε οργανωθεί από μία ομάδα ανώτατων στελεχών της κυβέρνησης, του κομματικού και κρατικού μηχανισμού. Οι πραξικοπηματίες σκόπευαν να αντικαταστήσουν τον πρόεδρο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και ν' αναλάβουν οι ίδιοι τα ηνία της χώρας.
Στις 19 Αυγούστου 1991 ξέσπασε το πραξικόπημα στη Σοβιετική Ενωση, που είχε οργανωθεί από μία ομάδα ανώτατων στελεχών της κυβέρνησης, του κομματικού και κρατικού μηχανισμού. Οι πραξικοπηματίες σκόπευαν να αντικαταστήσουν τον πρόεδρο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και ν’ αναλάβουν οι ίδιοι τα ηνία της χώρας.

Ο Χέλμουτ Σμιτ στο βιβλίο του «Η Αυτοδυναμία της Ευρώπης» είναι απολύτως σαφής: «Η βεβιασμένη ιδιωτικοποίηση ήταν φυσικό κάτω από αυτές τις συνθήκες να είναι προβληματική. Δεν υπήρχαν καπιταλιστές ή πρόσωπα με ιδιωτική περιουσία που θα μπορούσαν να αγοράσουν μια κρατική επιχείρηση. Αντ’ αυτού υπήρχαν σειρές ολόκληρες φονξιοναλιστών της οικονομίας που έντεχνα έστησαν ολόκληρα συμπλέγματα παράνομων επιχειρήσεων και αισθάνονταν τώρα μεγαλοεπιχειρηματίες. Παράλογες συμβουλές από δυτικές κυβερνητικές υπηρεσίες και από το ΔΝΤ φρόντισαν ώστε να διευρυνθούν τα όρια για δυτικά ιδιωτικά δάνεια (καθώς και βραχυπρόθεσμου χρήματος!) που πήγαν κατευθείαν στα χέρια νέων ιδιοκτητών επιχειρηματιών. Έτσι, δημιουργήθηκε αναγκαστικά το λεπτό, νέο ανώτερο στρώμα των “ολιγαρχών” και η “ρωσική μαφία”». (σελ. 216 – 217).

Η Antonia Juhasz δίνει μεγάλη βαρύτητα στη δράση του ΔΝΤ: «Ο δανεισμός του ΔΝΤ στη Ρωσία ξεκίνησε στις 5 Αυγούστου 1992 με 719 εκατομμύρια δολάρια. Αυξήθηκε σε πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια το 1993 και το 1994, ύστερα υπερτριπλασιάστηκε σε σχεδόν 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 1995, και στη συνέχεια 2,5 δισ. το 1996, 1,5 δισ. το 1997, κι ύστερα ανέβηκε στα 4,6 δισ. το 1998 – τη χρονιά που κατέρρευσε η ρωσική οικονομία. Την επόμενη χρονιά, η Ρωσία έλαβε λιγότερο από μισό εκατομμύριο δολάρια από το ΔΝΤ κι ύστερα η βοήθεια κόπηκε». (σελ. 90).

Κι αφού τελείωσε η χρηματοδότηση, σειρά είχε το κυρίως πιάτο: «Ο μετασχηματισμός της ρωσικής οικονομίας ήταν ταχύς και θυελλώδης. Στο ΔΝΤ τα λένε “θεραπεία – σοκ”. Ο Στρομπ Τάλμποτ, τότε υπεύθυνος των μη οικονομικών θεμάτων ρωσικής πολιτικής στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τελικά παραδέχτηκε πως η Ρωσία είχε υποστεί “υπερβολικό σοκ, αλλά ελάχιστη θεραπεία”. Άλλοι το έθεσαν πιο ωμά. Με τα λόγια του οικονομολόγου Μαρκ Βάισμπροτ, “Το ΔΝΤ προήδρευσε σε μια από τις χειρότερες οικονομικές πτώσεις της σύγχρονης ιστορίας”. Αρχικά, το ΔΝΤ απαίτησε από την κυβέρνηση να καταργήσει όλες τις επιδοτήσεις τιμών. Αυτό εκτόξευσε τις τιμές στα ύψη. Οι Ρώσοι σύντομα ξόδεψαν όλες τους τις οικονομίες, κάτι που με τη σειρά του προκάλεσε άνοδο του πληθωρισμού 520% μόνο τους πρώτους τρεις μήνες. Εκατομμύρια άνθρωποι είδαν τις οικονομίες μιας ζωής και τις συντάξεις τους να εξανεμίζονται κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα. Για να κόψει τον πληθωρισμό, το ΔΝΤ ζήτησε από την κυβέρνηση να πατήσει γερό νομισματικό και δημοσιονομικό φρένο, προκαλώντας μαζική οικονομική κρίση. Σε τέσσερα χρόνια μεταρρυθμίσεων, το μέσο εισόδημα μειώθηκε κατά 50%». (σελ. 90 – 91).

Κι αν αυτά δεν είναι αρκετά, στο βιβλίο των Ντέιβιντ Στάκλερ και Σάντζεϊ Μπάσου «Πολιτικές ζωής και θανάτου» παρατίθενται τα εξής ενδιαφέροντα: «Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το οικονομικό σύστημα της Ρωσίας κατέρρευσε. Τα ΑΕΠ της μειώθηκε περισσότερο από το ένα τρίτο, καταστροφή μεγέθους που δεν είχε παρατηρηθεί σε άλλα βιομηχανικά έθνη από υη Μεγάλη Κρίση στις ΗΠΑ και μετά. Σε όρους αγοραστικής δύναμης, η οικονομία της Ρωσίας στα μέσα της δεκαετίας του 1990 συρρικνώθηκε φτάνοντας στα επίπεδα που βρισκόταν η οικονομία των ΗΠΑ το 1897. Ενώ επισήμως η ανεργία ήταν μηδενική στη σοβιετική εποχή, το 1998 εκτινάχθηκε στο 22%. Το 1995, τα κρατικά στατιστικά στοιχεία παρουσίαζαν πως το ένα τέταρτο του πληθυσμού ζούσε στη φτώχεια· στοιχεία όμως ανεξάρτητων δημοσκοπήσεων αποκάλυψαν ότι τα ποσοστά φτώχειας ήταν πολύ πιο ψηλά: ξεπερνούσαν το 40% του πληθυσμού. Μία δεκαετία αργότερα, μετά το ξεκίνημα της μετάβασης στον καπιταλισμό, η Παγκόσμια Τράπεζα υπολόγισε πως το ένα τέταρτο του πληθυσμού ζούσε με λιγότερα από 2 δολάρια τη μέρα, και άτομα που ζούσαν στις δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ανέφεραν ότι δεν είχαν αρκετά χρήματα να αγοράσουν τα βασικά είδη διατροφής τους». (σελ. 61 – 62).

Το πανεπιστήμιο του Σικάγου
Το πανεπιστήμιο του Σικάγου

Το αστείο είναι ότι ο μέσος Αμερικανός θεωρεί ότι η χώρα του βοηθά σημαντικά στην αναπτυξιακή πορεία των οικονομικά ασθενέστερων κρατών. Ο Jeremy Rifkin στο βιβλίο του «Το Ευρωπαϊκό Όνειρο» σχολιάζει: «Οι περισσότεροι Αμερικανοί πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ είναι μακρόθεν πιο γενναιόδωρη χώρα στον κόσμο, όταν πρόκειται να βοηθήσουν τους λιγότερο τυχερούς, στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό δεν αληθεύει. Η εξωτερική βοήθεια των ΗΠΑ αντιστοιχεί μόνο στο 0,1% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματός μας ή στο ένα τρίτο της Ευρωπαϊκής βοήθειας». (σελ. 484).

Στην περίπτωση της Ρωσίας, όμως, τα πράγματα δεν πήγαν κατ’ ευχήν για τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Τα κεφάλαια από τη λεηλασία της χώρας παρέμειναν σε ρωσικά χέρια. Δυστυχώς, οι μεγάλες πολυεθνικές έπρεπε να συνεταιρίζονται και να αγοράζουν μετοχές, ενώ θα έπρεπε το πλιάτσικο να το κάνουν οι ίδιες.

Η Ναόμι Κλάιν θέτει το ζήτημα ευθέως: «… το βασικό μερίδιο του πλούτου της Ρωσίας παρέμεινε σε χέρια Ρώσων επιχειρηματιών και δεν κατέληξε στα χέρια των ξένων συνέταιρων τους. Ήταν ένα σφάλμα που το ΔΝΤ και το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ θα φρόντιζαν να διορθώσουν στους μελλοντικούς διαγωνισμούς ιδιωτικοποιήσεων στη Βολιβία και στην Αργεντινή. Μετά την εισβολή στο Ιράκ οι ΗΠΑ θα προχωρούσαν σε ακόμα πιο δραστικά μέτρα, προσπαθώντας να αποκλείσουν εξολοκλήρου την τοπική ελίτ από τις επικερδείς συμφωνίες ιδιωτικοποιήσεων». (σελ. 316). Οι νεοφιλελεύθερες μεθοδεύσεις χρειάζονται ακόμη λίγη εμπειρία για να τελειοποιηθούν.

Το μόνο που απομένει είναι η προειδοποίηση της Ναόμι Κλάιν για την πολιτική της περιβόητης σχολής του Σικάγο: «Σε κάθε χώρα που εφαρμόστηκαν οι πολιτικές της Σχολής του Σικάγου τα τελευταία τριάντα χρόνια αυτό που προέκυψε ήταν μια κραταιή συμμαχία ανάμεσα σε μια δράκα πανίσχυρων εταιρειών και σε μια τάξη πλούσιων πολιτικών – με τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις δύο ομάδες να είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτες και διαρκώς μετακινούμενες […] Αντί να απελευθερώσουν την αγορά από το κράτος, αυτές οι πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ απλώς συγχωνευτήκαν μεταξύ τους, επιβάλλοντας ένα καθεστώς ευνοιοκρατίας για να διασφαλίσουν το δικαίωμα ιδιοποίησης πολύτιμων πόρων που μέχρι τότε ανήκαν στο δημόσιο τομέα». (σελ. 31).

Naomi Klein: «Το Δόγμα του Σοκ», Εκδοτικός Οργανισμός Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2010.

Jeremy Rifkin: «Το Ευρωπαϊκό Όνειρο, πως το όραμα της Ευρώπης για το μέλλον επισκιάζει αθόρυβα το αμερικανικό όνειρο», Εκδοτικός Οργανισμός Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2005.

Antonia Juhasz: «Η Ατζέντα Μπους, τέσσερις πολυεθνικές εξαργυρώνουν την “εισβολή στον πλανήτη”», εκδόσεις «Το Ποντίκι», Αθήνα 2007.

Χέλμουτ Σμιτ: «Η Αυτοδυναμία της Ευρώπης, προοπτικές για τον 21ο αιώνα», εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, σειρά: Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, Αθήνα 2003.

Κρίστια Φρίλαντ: «Οι Πλουτοκράτες, η άπληστη δυναστεία των νέων πολυεκατομμυριούχων», εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα 2013.

Harold James: «Το τέλος της παγκοσμιοποίησης», Εκδοτικός Οργανισμός Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2002.

Ντέιβιντ Στάκλερ & Σάντζεϊ Μπάσου: «Πολιτικές Ζωής και Θανάτους, πώς η κρίση επηρεάζει την ανθρώπινη υγεία», εκδόσεις «Ψυχογιός», Αθήνα 2014.

 

(Εμφανιστηκε 1,278 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.